Τρίτη, Απριλίου 03, 2007

Τα χερουβείμ της μοκέτας

Η τεχνική του εσωτερικού μονολόγου μου είναι ιδιαίτερα προσφιλής ως λογοτεχνικός τρόπος γραφής. Ο συγγραφέας, ο παντογνώστης αφηγητής, δεν αφηγείται απλώς σε τρίτο πρόσωπο. Εισχωρεί ο ίδιος στη σκέψη και στη ψυχή του ήρωα ή της ηρωίδας του. Γράφει μεν σε τρίτο πρόσωπο, αλλά αποδίδει τη σκέψη και τα συναισθήματα σαν να είναι εκείνοι, οι ήρωές του που σκέφτονται. Η τεχνική αυτή, πιστεύω, είναι και ένας από τους λόγους που μου άρεσε τόσο το βιβλίο της Ελένης Γιαννακάκη (Εστία, 2006). Ολόκληρο το βιβλίο είναι ένας μονόλογος της Μαρίας, μιας 37χρονης οικοκυράς, και καλύπτει χρονικά μια μέρα, κατ' ακρίβειαν 18 ώρες, από το πρωί που ξυπνάει, ως τα μεσάνυχτα σχεδόν που κάνει το μπάνιο της πριν πάει για ύπνο, θυμίζοντάς μας έτσι άλλα έργα ανάλογης χρονικής διάρκειας ("24 ώρες από τη ζωή μιας γυναίκας" του Τσβάιχ, τον "Οδυσσέα" του Τζόυς κ.λπ.). Κι όμως, τα κοινά και σε άλλα έργα στοιχεία τεχνικής, ο εσωτερικός μονόλογος και η χρονική διάρκεια, αλλά ακόμα και το πολύ κοινό θέμα, η ζωή μιας νοικοκυράς, δεν καθιστούν καθόλου κοινό το βιβλίο της Γιαννακάκη. Είχα διαβάσει και το προηγούμενό της, "Περί ορέξεως και άλλων δεινών", αλλά "Τα χερουβείμ" είναι πολύ καλύτερο.
Μέσα από το μονόλογο της Μαρίας, μέσα από τις σκέψεις που ρέουν συνειρμικά, χωρίς χρονολογική σειρά, ενώ καθαρίζει, βάζει πλυντήριο, μαγειρεύει (σ' αυτό το τελευταίο είν' αλήθεια δεν δίνει και πολλή σημασία), περνάει παρελθόν και παρόν, η ζωή της, οικογενειακές σχέσεις, φιλίες, έρωτες...Μα και πάλι, ούτε αυτό θα ήταν αρκετό για να μας δημιουργήσει το ενδιαφέρον που μας προκαλεί, ώστε να μην αφήνουμε το βιβλίο πριν φτάσουμε στην τελευταία σελίδα. "Τα χερουβείμ" είναι συνάμα κι ένα ψυχολογικό θρίλλερ. Από την αρχή φαίνεται πως αυτή η συγκεκριμένη μέρα έχει κάτι το ξεχωριστό για την ηρωίδα, κάτι που αποκαλύπτεται αργά και έντεχνα από τη συγγραφέα. Μοιάζει σαν η Γιαννακάκη να κρατάει στα χέρια ένα δόλωμα κι εκεί που πλησιάζουμε να το αρπάξουμε, τραβάει το σπάγγο και το απομακρύνει κι εμείς, ανυπόμονοι να το γευτούμε, την ακολουθούμε ως το τέλος.
Η Μαρία είχε σπουδάσει αρχιτέκτονας, εργάστηκε πολύ λίγο ως σχεδιάστρια, παντρεύτηκε τον εργοδότη της αποσπώντας τον δόλια από τη γυναίκα του, σταμάτησε να δουλεύει, απόκτησε τρία παιδιά και αφοσιώθηκε στο σπίτι και στην οικογένεια. Αφοσιώθηκε, είναι τρόπος του λέγειν. Δεν έπαψε να έχει εραστές και η ανάμνηση του τελευταίου, που υπήρξε ο φιλόλογος και φροντιστής της κόρης της, στοιχειώνει τη σκέψη της αυτή τη μέρα, που ακριβώς ένα χρόνο πριν, εκείνος πέθανε.
Πολλοί είναι οι συμβολισμοί και οι προεκτάσεις που θα μπορούσαν να δοθούν στο μυθιστόρημα. Από τον τίτλο (όπου χερουβείμ είναι τα αγγελάκια-διακοσμητικά σχέδια της μοκέτας πάνω στην οποία η Μαρία έκανε έρωτα) ως την ψυχαναγκαστική μανία της με την καθαριότητα ("το 'φαγε το σπίτι με τα νύχια της", όπως της έλεγε ο άντρας της). Από τη σκέψη μου δεν φεύγει ένας λανθάνων συσχετισμός με τον "Αγάμέμνονα": μάνα και κόρη-λουτρό-φόνος.
Απ' τις μικρές αδυναμίες του βιβλίου θα έλεγα ότι είναι οι συχνές επισκέψεις της ηρωίδας στο μπάνιο και η περιγραφή της συχνουρίας της, καθώς και σε κάποια σημεία η εξονυχιστική περιγραφή του καθαρίσματος κάθε ρωγμής που κάποτε καταντά κουραστική.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου