Τρίτη, Οκτωβρίου 30, 2007

Ξενοδοχείο Lutetia

Μυθιστόρημα χαρακτηρίζεται το βιβλίο του Γάλλου δημοσιογράφου, κριτικού λογοτεχνίας και συγγραφέα Pierre Assouline (Πόλις, 2006, μετάφρ. Σπύρος Παντελάκης), αλλά μου φαίνεται πολύ ελλιπής χαρακτηρισμός. Το εξαιρετικό αυτό βιβλίο είναι και μυθιστόρημα, είναι και ιστορικό χρονικό, και φιλοσοφική σκέψη και καταβύθιση στην ψυχή του ανθρώπου. Συνδετικός ιστός πάνω στον οποίο διαπλέκονται πρόσωπα, γεγονότα, σκέψεις, συναισθήματα, είναι το πολυτελές, παρισινό ξενοδοχείο "Lutetia" (παλιό λατινικό όνομα του Παρισιού). Κτίστηκε το 1910, απέναντι από το μεγάλο κατάστημα Μπον Μαρσέ, από την ίδια οικογένεια, για να εξυπηρετούνται οι πελάτες του καταστήματος, όταν έρχονταν στο Παρίσι για τα ψώνια τους.
Στο βιβλίο του Ασουλίν το ξενοδοχείο παίρνει πρωταγωνιστικό ρόλο. Η είσοδος, το χολ, οι διάδρομοι, τα δωμάτια, οι τραπεζαρίες, το μπαρ, η αίθουσα τσαγιού, το πατάρι όπου παίζει η ορχήστρα, τα υπόγεια, η ταράτσα, είναι οι χώροι όπου σαν σε σκηνή θεάτρου κινούνται τα δεκάδες πρόσωπα, υπαρκτά ή φανταστικά. Είναι τέτοια η αριστοτεχνική ανάμιξή τους που δυσκολεύεσαι να ξεχωρίσεις το πραγματικό από το φανταστικό.
Η ιστορία αρχίζει το 1938. Κύριο πρόσωπο και πρωτοπρόσωπος αφηγητής είναι ο Εντουάρ Κιφέρ, πρώην αστυνομικός και τώρα φρουρός ασφαλείας του ξενοδοχείου. Ένας φρουρός καθόλου συνηθισμένος. Αλσατός, δίγλωσσος από καταγωγή, με σπουδές νομικής, έχοντας μεγαλώσει στο αριστοκρατικό περιβάλλον ενός μαρκησίου, κοντά στον οποίο εργαζόταν ο πατέρας του, ανύπαντρος, μονήρης, εσωστρεφής, έχει για μόνιμη κατοικία του το ξενοδοχείο που ταυτίζεται με την ίδια την πόλη. Ο Κιφέρ στέκεται ανάμεσα σε δυο κόσμους. Η πατρίδα του, η Αλσατία, περνούσε από τη Γαλλία στη Γερμανία και αντίστροφα. Ωραίο εύρημα του συγγραφέα ώστε ο ήρωάς του ν' αντικρίζει τα γεγονότα από διπλή σκοπιά. "Οι ναζί είχαν μολύνει τα γερμανικά, αλλά δεν είχαν κατορθώσει να με πετάξουν έξω από αυτή τη γλώσσα που ήταν επίσης δική μου", γράφει κάπου.
Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη:Ι. Ο κόσμος πριν, ΙΙ. Στο μεταξύ, ΙΙΙ. Η ζωή μετά. Στο πρώτο μέρος το ξενοδοχείο, και μαζί βέβαια η πόλη, ζει ακόμα την ανέμελη ζωή του μεσοπολέμου, όσο κι αν τα σύννεφα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου είχαν αρχίσει να μαζεύονται, πριν ακόμα σβήσουν οι αναμνήσεις του Α΄. Αριστοκράτες, ιδιόρρυθμοι πελάτες, διανοούμενοι, επιφανείς συγγραφείς, εμιγκρέδες, αντιναζί, πηγαινοέρχονται για μικρότερο ή μεγαλύτερο διάστημα. Ανάμεσά τους η Ν., άλλως κόμησσα Κλαρύ, μυστικός βαθύς έρωτας του Κιφέρ, ένας έρωτας που κρατάει από τα παιδικά τους χρόνια, παρ' όλο που εκείνη προτίμησε να παντρευτεί τον κόμη Κλαρύ, χωρίς να πάψει να διατηρεί ένα βαθύ ψυχικό δεσμό με τον Κιφέρ. Σ' όλο το βιβλίο την αποκαλεί μόνο με το αρχικό γράμμα του ονόματός της, Ν., λες κι είναι τόσο πολύτιμο ή τόσο τον πονάει που δεν μπορεί να το προφέρει ολόκληρο, Ναταλί. Ανάμεσα στους "πελάτες" του ξενοδοχείου πολλά γνωστά μας ονόματα: Τόμας Μαν, Αντουάν ντε Σεντ Εξιπερί, Ντε Γκωλ, Βίλι Μπραντ, Τζέιμς Τζόυς (για τον οποίο αφιερώνει 8 σελίδες) και πολλοί άλλοι που μας δίνονται μέσα από τις καθημερινές, ανθρώπινές τους στιγμές.
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου η ατμόσφαιρα αλλάζει. Ο πόλεμος έχει έρθει. Οι παλιοί πελάτες σκορπίζουν. Το ξενοδοχείο επιτάσσεται από τους Γερμανούς κι εκεί εγκαθίσταται η γερμανική αντικατασκοπία. Ο Κιφέρ, καθώς και μεγάλο μέρος του προσωπικού, παραμένει. Ενώ η διγλωσσία του τον κάνει ιδιαίτερα χρήσιμο ως διερμηνέα του κατακτητή, προσπαθεί να ισορροπήσει σ' ένα τεντωμένο σχοινί, καθώς και η Αντίσταση ζητά τη βοήθειά του. "Μέχρι πού μπορεί να φτάσει ένας άνθρωπος χωρίς να χάσει την αξιοπρέπειά του; Αυτό το ερώτημα αντηχούσε διαρκώς στ' αυτιά μου, τώρα περισσότερο παρά ποτέ". Πλήθος τα ονόματα, τα περιστατικά, η Αντίσταση αλλά και οι συνεργάτες των Γερμανών και οι μαυραγορίτες, ημερομηνίες και ώρες, τα περιστατικά τα γραμμένα στο περιθώριο της Ιστορίας, χρωματίζουν την περίοδο 1940-44.
Και τέλος, το τρίτο και ωραιότερο, κατά τη γνώμη μου, μέρος του βιβλίου. Το τέλος του πολέμου μετατρέπει το ξενοδοχείο σε κέντρο υποδοχής των επαναπατριζομένων από τις εξορίες και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ο Κιφέρ μαζί με πλήθος εθελοντών υποδέχονται τα ανθρώπινα ερείπια που γυρίζουν από τη φρίκη, ενώ έξω από το ξενοδοχείο μαζεύεται το πλήθος που περιμένει ν' αναγνωρίσει κάποιο δικό του ή, κρατώντας φωτογραφίες στα χέρια να ρωτήσει για την τύχη του (πόσο γνώριμη, αλήθεια, αυτή η εικόνα για μας εδώ που ακόμα τη ζούμε...). Άπειρες μικρές ιστορίες καταγράφονται, προσωπικά δράματα που δεν έχουν τελειωμό, σκελετωμένοι άνθρωποι που προσπαθούν να ξανασταθούν στα πόδια τους, να ξεχάσουν, να ξαναρχίσουν τη ζωή τους. Ανάμεσά τους και η Ν. που θα χαρίσει ένα τελευταίο, αδύναμο χαμόγελο στον πάντα μελαγχολικό Κιφέρ, καθώς φεύγει με την οικογένειά της.
Είναι πολλά τα αποσπάσματα που θα' θελα να καταγράψω, ήδη όμως το ποστ έγινε εκτενέστερο από ό,τι θα ήθελα. Παραθέτω μόνο ένα τελευταίο ποίημα που κάποιος άγνωστος άφησε στη θυρίδα του Κιφέρ, ένα ποίημα αναγνώρισης της ατομικής ευθύνης για τα δεινά του κόσμου μας.
Όταν ήρθαν να πάρουν τους κομμουνιστές,
δεν είπα τίποτα, δεν ήμουν κομμουνιστής.
Όταν ήρθαν να πάρουν τους συνδικαλιστές,
δεν είπα τίποτα, δεν ήμουν συνδικαλιστής.
Όταν ήρθαν να πάρουν τους Εβραίους,
δεν είπα τίποτα, δεν ήμουν Εβραίος.
Όταν ήρθαν να πάρουν τους καθολικούς,
δεν είπα τίποτα, δεν ήμουν καθολικός.
Μετά ήρθαν να πάρουν εμένα,
και δεν απέμεινε πια κανείς για να πει οτιδήποτε.
Αναφορές


6 σχόλια:

  1. Αναγνώστρια, πολύ επιτυχημένη η αναφορά σου. Το διάβασα το Σεπτέμβρη που μας πέρασε και μαγεύτηκα. Σκεπτόμουν να γράψω ποστ αλλά καλύφθηκα από το δικό σου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Καλησπέρα,boy. Επισκέπτομαι το μπλογκ σου, και θαυμάζω τον ωραίο τρόπο που διατυπώνεις τις θέσεις σου. Δεν αφήνω σχόλιο γιατί τα θέματά σου δεν είναι μέσα στα άμεσα ενδιαφέροντά μου, ούτε έχω τις απαραίτητες γνώσεις. Όσο για το Lutetia, δε πειράζει αν γράψεις κι εσύ το δικό σου ποστ, άσχετα αν συμφωνείς με το δικό μου. Σε χαιρετώ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ανώνυμος6:44 μ.μ.

    Kalispera, osoi tha ithelate na grapsete tis dikes sas kritikes gia opoiodipote elliniko kai kipriako vivlio.

    Episkefteite to www.vivlio.net, tin proti kipriaki diadiktiaki pili gia to vivlio stin kipro kai steilte mas tis.

    Eyxaristoume

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Καλησπέρα, Παναγιώτη και ευχαριστώ για την επίσκεψη. Επισκέφθηκα το www.vivlio.net (όχι για πρώτη φορά) και δυστυχώς δεν το βρήκα καθόλου ενημερωμένο. Για όσα βιβλία διαβάζω γράφω τις απόψεις μου στο μπλογκ μου και μπορείτε να αναδημοσιεύετε ό,τι θέλετε, πάντα με αναφορά στην πηγή, βέβαια.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Ανώνυμος1:24 π.μ.

    Δυστυχώς είμαι στην αναζήτηση ατόμων που πραγματικά τους ενδιαφέρει το κυπριακό και ελληνικό βιβλίο και αγαπούν το βιβλίο για να κάνουμε μια πολύ καλή σελίδα.

    Αν έχετε κάποιο υπόψη πες του/της να μου ρίξει κάνενα email.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Ανώνυμος5:59 μ.μ.

    καλησπέρα αγαπητή αναγνώστρια!
    ένα ακόμη βιβλίο,το οποίο όταν διάβασα την παρουσίασή του,μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρον και τώρα το επιβεβαιώνεις :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή