Τρίτη, Απριλίου 28, 2009

Πάσχα στη Λέσβο-Ένα οδοιπορικό


Απόγευμα Μεγάλης Πέμπτης. Μόλις έχουμε φτάσει στη Μυτιλήνη. Ανοίγω τις κουρτίνες. «Ο ήλιος του απογεύματος» καθρεφτίζεται στα ήρεμα νερά του λιμανιού μπροστά μου. Ολόγυρα, αμφιθεατρικά η όμορφη πόλη. Στέκομαι άφωνη και θαυμάζω τη γαλήνια ομορφιά. «Πολύ όμορφη η Μυτιλήνη», στέλλω ένα SMS στο γιο μου. Απάντηση: «Πες μου ένα μέρος της Ελλάδας που πήγες και δεν ήταν όμορφο».
Χαμογέλασα με το πείραγμα. Χρόνια τώρα το Πάσχα το περνάω με φίλους στην Ελλάδα. Από το Γύθειο και τη Μονεμβασιά, στην Καστοριά ή στην Καβάλα, στα Γιάννενα ή στη Θάσο, στα Ζαγοροχώρια ή στο Πήλιο και στο Βόλο. Στη Λευκάδα, στην Κρήτη, στη Σάμο… τι να πρωτοθυμηθώ, το καθένα με τη δική του ξεχωριστή φυσιογνωμία και ομορφιά. Δεν ξέρω αν είναι η εποχή, η αναγεννημένη φύση, η ελπίδα κι αισιοδοξία που σκορπά η μεγάλη γιορτή που κάνουν τον κάθε τόπο που πέρασα το Πάσχα τόσο μοναδικό. Ή μήπως, υποψιάζομαι, η κάθε γωνιά της Ελλάδας είναι μπλεγμένη μ’ εκείνο το γαλάζιο όνειρο που μας έθρεψε γενιές γενιών εδώ στην Κύπρο. Δεν ξέρω αν αυτή η λατρεία για κάθε τι ελληνικό δεν προέρχεται από το ανέφικτο πια όνειρο για μας, της ενσωμάτωσης στον εθνικό κορμό.
Την περπατήσαμε πολύ την πόλη της Μυτιλήνης. Ξανά και ξανά τριγύρω στο λιμάνι, είναι μια απόλαυση να περιδιαβάζει κανείς, οποιαδήποτε ώρα της μέρας ή με τα φώτα της νύχτας να αντανακλώνται στα ήρεμα νερά. Λίγο πιο μέσα, στη μια πλευρά του λιμανιού, σειρά τα καφέ της πόλης σφύζουν από την πολύβουη νεολαία. Στην άλλη πλευρά, ψαροταβέρνες προκαλούν τις μεγαλύτερες ηλικίες. Η εμπορική οδός Ερμού με τα μαγαζάκια της σε παρασύρει να χαζεύεις δεξιά κι αριστερά.
Παλιά αρχοντικά, όμορφες παλιές κατοικίες ή νεοκλασικά κτίρια δίνουν ένα αέρα αρχοντιάς κι αφηγούνται το λαμπρό παρελθόν του νησιού. Στη Μυτιλήνη δεν θα δει κανείς ψηλά κτίρια. Μας λένε πως απαγορεύεται η ανέγερση πολυκατοικιών πάνω από τρεις ορόφους.
Πλήθος και οι εκκλησιές της πόλης, αδύνατο να τις επισκεφθούμε όλες. Οπωσδήποτε βλέπουμε τον Άγιο Αθανάσιο, τη Μητρόπολη, που είναι γνωστή και ως Άγιος Θεόδωρος, γιατί εκεί βρίσκεται το σκήνωμα του Αγίου. Από τις πιο παράξενες εκκλησιές που έχω δει, ο Άγιος Θεράπων, που υπήρξε και Επίσκοπος Κύπρου. Ο πανύψηλος τρούλος του δεσπόζει στην προκυμαία, ενώ ο ναός συνδυάζει στοιχεία κλασικής, βυζαντινής και μπαρόκ αρχιτεκτονικής.
Όμως η Λέσβος δεν είναι μόνο η Μυτιλήνη. Κι εμείς βιαζόμαστε να τη γνωρίσουμε.
Ξεκινάμε την περιήγησή μας από το φημισμένο μοναστήρι του Αγίου Ραφαήλ. Μεγάλη Παρασκευή πρωί. Το καταστόλιστο επιτάφιο έτοιμο να δεχτεί τον αποκαθηλωμένο Χριστό. Παρακολουθούμε για λίγο την Ακολουθία των Ωρών, προσκυνάμε, ακούμε τη μαρτυρική ιστορία των Αγίων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης. Στον κάτω ναό, το πιθάρι όπου οι Τούρκοι έκαψαν τη μικρή Ειρήνη ξαναφέρνει στο νου τα μαρτύρια, τους διωγμούς, τις σφαγές. Ακόμα κι αν δεν είσαι πολύ πιστός, ακόμα κι αν σου φαίνονται εξωπραγματικές όλες αυτές οι αφηγήσεις για τα μαρτύρια, για την εμφάνιση του Αγίου στα όνειρα ευσεβών γυναικών, για το θαυματουργό τρόπο εύρεσης των οστών, είναι τόσο πυκνός ο αέρας από τις άπειρες δεήσεις, από τις προσευχές, από την πίστη των ανθρώπων που έρχονται εδώ να ζητήσουν ένα θαύμα, που άθελά σου επηρεάζεσαι.
Απέναντι τα βουνά της Τουρκίας, το θρυλικό Αϊβαλί, τόσο κοντά που αν φωνάξεις νομίζεις θ’ ακουστείς ως εκεί. Η σκέψη μελαγχολεί. Τόσο κοντά κι όμως αυτοί κατάφεραν να ελευθερωθούν. Κι εμείς, στον εικοστό πρώτο αιώνα, ακόμα στο μαρτύριο της σκλαβιάς…
Επόμενος σταθμός μας η Αγιάσος. Τα καλντερίμια στα στενά δρομάκια είναι αρκετά κουραστικά καθώς ανηφορίζουμε για να φτάσουμε στο κέντρο της μικρής πολίχνης που είναι η εκκλησία ης Παναγιάς της Αγιάσου. Η παλιά, φθαρμένη εικόνα, βρήκε εδώ καταφύγιο στην εποχή της εικονομαχίας, φερμένη από έναν ευσεβή καλόγηρο. Γύρω από την εκκλησία γραφικά, παραδοσιακά καφενεδάκια δέχονται τους πιστούς που μόλις έχουν βγει από την εκκλησία. Πλήθος και τα τουριστικά καταστήματα, γεμάτα από είδη λαϊκής τέχνης, που φαίνεται, δυστυχώς, να έχει υποκύψει κι αυτή στη βιομηχανοποίηση.
«Την ώρα που άρχισε να σουρουπώνει, περπατήσαμε ως τη Βαρειά, την εξοχική τοποθεσία όπου είχε ζήσει η οικογένεια του ζωγράφου, ανάμεσα σε μαλακές κατηφοριές γεμάτες λιόδεντρα και ανοίγματα απ’ όπου, ξαφνικά, έβλεπες τη θάλασσα και πιο βαθιά, καθαρογραμμένα τα βουνά της Ανατολής».
Έτσι περιγράφει ο Οδυσσέας Ελύτης (μεγάλος και αθεράπευτος εραστής της Λέσβου) την πρώτη επίσκεψη στη γειτονιά του Θεόφιλου, για τον οποίο και έχει γράψει μια εξαιρετική μονογραφία. Η δική μας επίσκεψη στη Βαρειά και στο Μουσείο Θεόφιλου έγινε μέσα στο πρωινό, ανοιξιάτικο φως του Απρίλη. Προχωρούμε αργά στο γαλήνιο τοπίο και νιώθουμε πως δεν υπήρχε καταλληλότερο μέρος για να δημιουργηθεί αυτό το μουσείο, χάρις στην έμπνευση και την αγάπη του τεχνοκριτικού, συλλέκτη και εκδότη Στρατή Ελευθεριάδη-Τεριάντ για το μεγάλο λαϊκό ζωγράφο. Δεκάδες έργα του Θεόφιλου συγκεντρωμένα σ’ αυτό το απέριττο κτίσμα αιχμαλωτίζουν τη ματιά και τη σκέψη για ώρα πολλή.
Οι ανορθόγραφες λεζάντες που συνοδεύουν τα έργα, χαρακτηριστικές της αθωότητας και αυθεντικότητας του ζωγράφου: «Η Κυρία με τον κύνα της», «Διά σκοινίου σκάλας αναβιβαζόμενος ο Ερωτόκριτος χαιρετών την Αρετούσαν», «Παλαιός Μιτυληναίος». Ήρωες του ’21, σκηνές της καθημερινής ζωής της Λέσβου, μυθολογία, όλη η ζωή και η παράδοση του Έθνους, θα ‘λεγε κανείς, διυλισμένη μέσα από τη γνήσια λαϊκή ματιά.
Πίσω από το Μουσείο Θεόφιλου, το Μουσείο Τεριάντ. Οι πρωτότυπες εκδόσεις του, συνδυασμός ποίησης και ζωγραφικής, περιλαμβάνουν ζωγράφους όπως ο Ματίς, ο Πικάσο, ο Τζιακομέτι.
Η διαδρομή των 42 χμ. από τη Μυτιλήνη στο Πλωμάρι, όπου θα έχουμε το πασχαλινό μας γεύμα, μας χαρίζει σπάνιο θέαμα φυσικής ομορφιάς. Ο κλειστός κόλπος της Γέρας, ακύμαντος, μια γαλάζια επιφάνεια που λες πως θα μπορούσες να περπατήσεις επάνω. Και πίσω τα βουνά, ήμερα βουνά, φορτωμένα με το πράσινο της ελιάς που καλύπτει απ’ άκρη σ’ άκρη το νησί. «Τα τριανταφυλλένια βουνά που μπαίνουν το ένα μέσα στο άλλο και καμπυλώνονται με τη χάρη γυναίκας ηδονικής», η ποιητική περιγραφή του Ελύτη θα επανέρχεται πολύ συχνά στη σκέψη. Η φύση όλη στην πιο καλή, στην πιο οργιαστική της ώρα. Ο Άδωνις ξαναγυρίζει στην Αφροδίτη, η Περσεφόνη ανεβαίνει από τον Άδη, ο Χριστός ανασταίνεται νικώντας το θάνατο. Η νεκρή φύση ξαναζωντανεύει. Καθώς τα μάτια μου γεμίζουν από φως κι ομορφιά σκέφτομαι τι κρίμα που είναι μια τέτοια χώρα όπως η Ελλάδα να έχει περάσει τόσα δεινά. Κι ύστερα λέω πως ίσως να ΄ναι το τίμημα που πληρώνει για την ομορφιά της.
Δροσερό πρωινό στη Σκάλα Καλλονής. Οι ψαράδες «ξεψαρίζουν». Καλή σοδειά φαίνεται. Βέβαια, δεν είναι εποχή της σαρδέλας, της περίφημης σαρδέλας Καλλονής, για την οποία τον Αύγουστο γίνεται γιορτή με σειρά εκδηλώσεων. Θα μάθουμε όμως πολλά για τον ιδιαίτερο τρόπο που παρασκευάζονται οι σαρδέλες εδώ στη Λέσβο, ψημένες μόνο σε αλάτι και θα τις βρούμε συσκευασμένες στα καταστήματα. Μαζί με το λαδοτύρι και το πασίγνωστο πια ούζο, αποτελούν χαρακτηριστικά προϊόντα της Λέσβου και αρκετοί από μας θα πάρουν μαζί τους, για δώρα σε φίλους ή για να παρατείνουν για λίγο την ανάμνηση του ωραίου νησιού.
Από τη Σκάλα Καλλονής ανηφορίζουμε για την Μονή Λειμώνος. Ανδρικό μοναστήρι, ιδρυμένο το 1526 από τον Άγιο Ιγνάτιο. Έχουμε ακούσει πολλά για το μοναστήρι αυτό, αλλά τίποτα απ’ όσα έχουμε ακούσει δεν μας προετοιμάζει γι’ αυτό που αντικρίζουμε. Ένας τεράστιος χώρος, με σκορπισμένα τριγύρω 34 εκκλησάκια, αφιερώματα των πιστών. Σε λίγο θ’ ακούσουμε για την ιστορία της μονής, για τον τεράστιο ρόλο που διαδραμάτισε ως μορφωτικό και πολιτιστικό κέντρο με τη Λειμωνιάδα Σχολή, αλλά και τη σημερινή κοινωνική της προσφορά που συνεχίζεται με τη λειτουργία γηροκομείου, οικοτροφείου και ιερατικής σχολής. Γύρω από δυο μεγάλες εσωτερικές αυλές αναπτύσσονται διώροφα και τριώροφα κτίρια. Το Καθολικό της μονής, δηλ. η κεντρική εκκλησία, είναι άβατο για τις γυναίκες. Μας αποζημιώνουν όμως τα μουσεία, εκκλησιαστικό, λαογραφικό κ.λπ. Χιλιάδες τόμους φιλοξενεί η βιβλιοθήκη, πολύτιμες μεμβράνες και χειρόγραφα από τον 9ο αι. Περιδιαβάζοντας βιαστικά, προσπαθώντας να δούμε όσο περισσότερα μπορούμε στο λίγο χρόνο που έχουμε στη διάθεσή μας, μια εντοιχισμένη επιγραφή σταματά το βλέμμα και τη σκέψη: «Εδώ, εις το κτίριον τούτο υπεγράφη η παράδοσις της Λέσβου εις τον Ελληνικόν Στρατόν. Ημέραν Σάββατον 8 Δεκεμβρίου 1912». Και στο πλάι μια τουρκική σημαία, λάφυρο του ελληνικού στρατού». Συγκίνηση, αγιάτρευτος καημός για τη δική μας μοίρα…
Ξανά κατηφορίζουμε προς τη θάλασσα, στη βορειοδυτική τώρα Λέσβο. Από μακριά αντικρίζουμε ήδη τις κόκκινες κεραμιδοσκεπές του χωριού Πέτρα. Πέτρινα καλντερίμια, αρχοντικά, λιθόστρωτα δρομάκια, μια αμμουδερή παραλία, όμορφη φύση, ταβέρνες και εστιατόρια, τα πιο πολλά σήμερα (Δευτέρα του Πάσχα) κλειστά, αλλά με τη φαντασία μπορούμε να σκεφτούμε τι θα γίνεται εδώ το καλοκαίρι.
Σημαντικότερο αξιοθέατο της Πέτρας, ο βράχος στην κορυφή του οποίου δεσπόζει η εκκλησία της Παναγίας της Γλυκοφιλούσας. 114 σκαλοπάτια μας οδηγούν ως εκεί, όχι μόνο για να προσκυνήσουμε, αλλά και για να απολαύσουμε την πανοραμική θέα. Άλλος ένας παλιός θρύλος συνοδεύει την ίδρυση του ναού εδώ. Γύρω στα 1600 ένα πλοίο στο οποίο ένας ναυτικός μετέφερε μια εικόνα της Παναγίας, αγκυροβόλησε στον όρμο της Πέτρας. Ένα βράδυ η εικόνα εξαφανίστηκε και βρέθηκε στην κορυφή του βράχου. Ο καπετάνιος τη μετέφερε στο πλοίο, αλλά και πάλι η εικόνα χάθηκε. Τότε θεωρήθηκε θεϊκό σημάδι, ότι η εικόνα ήθελε να παραμείνει εκεί, κι έτσι χτίστηκε η εκκλησία.
Την Ευθαλού ή Εφταλού θα τη φανταστούμε μονάχα. Ο χρόνος δεν μας παίρνει για να επισκεφθούμε το σπίτι του Ηλία Βενέζη, εδώ όπου έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του και πέθανε το 1973. Ούτε και τον τάφο του Αργύρη Εφταλιώτη, άλλου μεγάλου τέκνου της Λέσβου. Συνεχίζουμε για το Μόλυβο ή Μήθυμνα, την τουριστική πρωτεύουσα της Λέσβου.
Σκαρφαλωμένη στην απότομη πλαγιά ενός λόφου η κωμόπολη φαίνεται να έχει μείνει αναλλοίωτη αιώνες τώρα, έχοντας χαρακτηριστεί ως διατηρητέος οικισμός. Στην κορυφή του λόφου το άπαρτο κάστρο της με άλλον ένα μύθο να συνοδεύει το πάρσιμό του από τον Αχιλλέα (η Λέσβος, λόγω γειτονίας και εμπορικών σχέσεων ήταν σύμμαχος των Τρώων). Μύθος και ιστορία, παρελθόν και παρόν έρχονται στο νου καθώς κατηφορίζουμε τα φιδογυριστά, γραφικά, λιθόστρωτα μονοπάτια του Μόλυβου, που μοσκομυρίζουν απ’ τις ανθισμένες πασχαλιές. Κάτω στο βάθος λαμπυρίζει η θάλασσα, το παλιό λιμάνι και αχνά προβάλλουν τα βουνά της Τουρκίας.
«Κατάμπροστα στο ψαραδολίμανο, μέσα στο μάτι του μπονέντη, ορθώνεται πάνω σε θεόρατη θαλασσοβραχιά το ξωκλήσι της Παναγιάς της Γοργόνας».
Πλημμυρισμένη από ανυπόμονη προσμονή, με τη σκέψη στην περιγραφή του Μυριβήλη, τρέχω σχεδόν ν’ ανέβω «της Παναγιάς τα Ράχτα». Βρίσκω το μικρό εκκλησάκι, έτσι όπως το περιγράφει στο μυθιστόρημά του, κι ας είναι γύρω εστιατόρια, καφετέριες, αυτοκίνητα, κόσμος που χαίρεται τη γιορτή του Πάσχα. Όμως κάποτε, όταν τα διαβάσματα μας έχουν πολύ συνοδέψει στη ζωή, βλέπουμε με τα μάτια της ψυχής περισσότερο. Έτσι κι εγώ, περιμένω να δω την παράξενη ζωγραφιά που «στέκεται κει ως τα σήμερα, μισοσβησμένη από τον αγέρα και τ’ αλάτι της θάλασσας, και είναι μια Παναγιά, η πιο αλλόκοτη μέσα στην Ελλάδα και σ’ όλο τον κόσμο της χριστιανοσύνης». Άδικα. Τέτοια Παναγιά δεν υπάρχει. Ασβεστώθηκε το εκκλησάκι κι η παράξενη εικόνα χάθηκε.
Στέκομαι για λίγο γεμάτη απογοήτευση. Φαντάζομαι την εικόνα, φαντάζομαι το γέρο-Αυγουστή που ανεβασμένος στα ράχτα ονομάτιζε ένα-ένα τα μέρη απέναντι, στο Αϊβαλί, σίγουρος πως όπου να ‘ναι θα ξαναγυρίσουν οι πρόσφυγες στους τόπους τους, φαντάζομαι το Φόρτη να λέει τις ιστορίες του στον καφενέ του, κάτω απ’ τη μουριά που στέκεται ακόμα εκεί, στο «Καφενείον η Συκαμινιά». Ίσως, όπως λέει κάπου και ο Ουράνης, είναι καλύτερα να μην επισκεπτόμαστε τα μέρη που έχουμε ζήσει με τη φαντασία μας.
Ολοκληρώνουμε την περιδιάβασή μας στο νησί με προσκύνημα στον προστάτη Άγιο όλης της Λέσβου, τον Ταξιάρχη, στο χωριό Μανταμάδος. Μεγάλο μοναστήρι, γνωστό κυρίως για τη μοναδική ανάγλυφη εικόνα σ’ όλη την ορθοδοξία. Η παράδοση θέλει τη σκουρόχρωμη εικόνα να έχει γίνει από λάσπη και το αίμα των μοναχών που σφαγιάστηκαν από Σαρακηνούς πειρατές. Πλήθος οι προσκυνητές στη στρωμένη ακόμα με τα βαγιόφυλλα της Λαμπρής εκκλησία, σωρός τα πολύτιμα τάματα γύρω από την εικόνα, δίπλα στον Άγιο τα σιδερένια παπούτσια με τα οποία διατρέχει όλο το νησί. Ένας νέος άντρας προχωρεί γονατιστός προς την εικόνα. Ποιος ξέρει από πού ξεκίνησε, ποιος ξέρει ποιο τάμα τον φέρνει γονατιστό στον Ταξιάρχη…
Η Λέσβος μας καλωσόρισε με το γλυκό φως του δειλινού. Την αποχαιρετούμε ρίχνοντας μια ματιά από ψηλά στο αχνό φως του πρωινού κι η ποιητική περιγραφή του Ελύτη στριφογυρνάει στη σκέψη: «Πουθενά, σε κανένα άλλο μέρος του κόσμου, ο Ήλιος και η Σελήνη δε συμβασιλεύουν τόσο αρμονικά, δε μοιράζονται τόσο ακριβοδίκαια την ισχύ τους όσο επάνω σ’ αυτό το κομμάτι γης που κάποτε, ποιος ξέρει σε τι καιρούς απίθανους, ποιος θεός, για να κάνει το κέφι του, έκοψε και φύσηξε μακριά, ίδιο πλατανόφυλλο καταμεσής του πελάγους».

[Ακολουθούν φωτογραφίες, που δυστυχώς δεν μπόρεσα να εντάξω στο κείμενο]


Ανθισμένη πασχαλιά στην αυλή της Μονής Λειμώνος




















Κατηφορίζοντας σε δρομάκι στο Μόλυβο





Υπεραιωνόβιος (1813) πλάτανος στο Πλωμάρι



Το λιμάνι της Μυτιλήνης (δεξιά στην άκρη ο τρούλος του Αγίου Θεράποντα) Ψαράδες στη Σκάλα Καλλονής
















Δευτέρα, Απριλίου 27, 2009

Ένας σύγχρονος δεκαεξάχρονος

Η τάση των εφήβων-πρωταγωνιστών στη λογοτεχνία φαίνεται να περνάει και στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνική παραγωγή. Όχι με την έννοια των αναμνήσεων των ενηλίκων πια συγγραφέων, αλλά με αυτούσια τη φωνή των δεκαεξάχρονων, όπως τη δανείζεται και την αναπαράγει ο συγγραφέας.
Μετά από δυο πρόσφατα μυθιστορήματα της αγγλόφωνης λογοτεχνίας, "Υποβρύχιο" και "Μαύρος Κύκνος", να τώρα και η ελληνική εκδοχή. Μας έρχεται από την Τατιάνα Αβέρωφ με το μυθιστόρημά της "Θράσος" (Κέδρος, 2009). Ο Θράσος, όνομα που ευθέως παραπέμπει στη θρασύτητα της ηλικίας, είναι ένα μοναχοπαίδι που, σαν χιλιάδες άλλους νέους της εποχής μας, περνάει το χρόνο του ανάμεσα στο σχολείο, το σπίτι και τον υπολογιστή. Κρατάει ένα ηλεκτρονικό ημερολόγιο που διαρκεί περίπου όσο μια σχολική χρονιά. Καταγράφει τις σκέψεις του, την προσπάθειά του για επικοινωνία μέσω του διαδικτύου, την απόπειρά του να γίνει συγγραφέας, βρίσκοντας υλικό στις αφηγήσεις του παππού του, παλιού ηθοποιού. Ο σκύλος του, οι γονείς του, ο φίλος του Κλάξος, η άγνωστη με την οποία αλληλογραφεί διαδικτυακά, η καθηγήτριά του, η Μαυρίδου, που τον ενθαρρύνει και τον καθοδηγεί στο γράψιμό του, γεμίζουν τις σελίδες του. Γλώσσα κοφτή, αγχώδης, γεμάτη από τις σύγχρονες εκφράσεις της νεολαίας, το διαδίκτυο καθημερινός σύντροφος.
Η αφήγηση αρχίζει μ' ένα "geia sou" που πληκτρολογεί στον υπολογιστή. Μια άλλη νεανική φωνή του απαντά. Αυτοσυστήνεται ως δικηγόρος 28 χρονών και φυσικά δεν του περνάει απ' το μυαλό πως κι η συνομιλήτριά του που συστήνεται ως Μαριάννα 21 ετών, μπορεί να λέει ψέματα, όπως κι αυτός. Η προσπάθεια εντοπισμού της Μαριάννας είναι ο συνεκτικός δεσμός που κρατάει το βάρος της ιστορίας, ενώ επάνω σ' αυτόν σχεδιάζεται η ζωή του, η μητέρα του που έχει εξωσυζυγική σχέση, ο απόμακρος πατέρας, ο ενοχλητικός παππούς, η όλη προσπάθεια του νέου να βρει στόχο και νόημα στη ζωή του.
Η συγγραφέας δηλώνει πως για μια σχολική χρονιά (2005-06) παρακολούθησε από κοντά τη σχολική ατμόσφαιρα της Α1 Λυκείου και "γνώρισε" τους ήρωές της Θράσο και Κλάξο. Ίσως γι' αυτό οι ήρωές της είναι τόσο πειστικοί, αν και μερικές φορές εκφράζουν σκέψεις ενδεικτικές μιας μεγαλύτερης ωριμότητας, για παράδειγμα όταν ο Θράσος αναλύει το ημιτελές έργο του Μιχαήλ Αγγέλου "Οι σκλάβοι", έστω κι αν υποτίθεται ότι μεταφέρει λόγια της καθηγήτριάς του.
Τα greenglish του βιβλίου, ενοχλητικά κάπως στην αρχή, μας μεταφέρουν πειστικά στον τρόπο της γραπτής επικοινωνίας της νεολαίας. Κι η φωνή του Θράσου, που συνοψίζει τη φωνή της γενιάς του, αντηχεί στ' αυτιά μας κι όταν ακόμη έχουμε κλείσει το βιβλίο: "Εμείς οι νέοι...Ήρωες, και μας βρίζουν. Τι ξέρουν οι μεγάλοι; Ας άντεχαν αυτοί για δέκα λεπτά μόνο τα μαρτύρια που τραβάμε εμείς κάθε μέρα. Όλη μέρα. Και όλη νύχτα. Ένα πράγμα σαν γκρίζο. Απαράλλαχτα όλα, στάσιμα. Μια βαρεμάρα"


Τρίτη, Απριλίου 14, 2009

Slumdog Millionaire (Ποιος θέλει να γίνει δισεκατομμυριούχος;)

Πρωτότυπο, ευρηματικό, ενδιαφέρον, συγκινητικό, καταθλιπτικό, αισιόδοξο, ευχάριστο, όλοι οι χαρακτηρισμοί μπορούν να αποδοθούν στο βιβλίο του Ινδού διπλωμάτη Vikas Swarup (Μίνωας, 2009, μετ. Αλέξης Καλοφωλιάς). Είναι ένα μεγάλο, ή μάλλον πολλά εκτενή παραμύθια που διαδραματίζονται στη σύγχρονη Ινδία, παραμύθια όμως που δεν απέχουν από την πραγματικότητα. Το διαβάζεις με αμείωτο ενδιαφέρον από την αρχή ως το τέλος, πότε λυπάσαι με την απίστευτη φτώχεια και τη σκληρότητα και πότε χαμογελάς με το λεπτό χιούμορ, την ευαισθησία, την καλοσύνη.
Το θέμα, λόγω της πολυβραβευμένης ταινίας που στηρίχτηκε στο βιβλίο (αρκεί να αναφέρουμε τα οχτώ Όσκαρ) και στα όσα σχετικά δημοσιεύτηκαν, είναι πολύ γνωστό. Ένα δεκαοχτάχρονο, αμόρφωτο παιδί, που εργάζεται ως σερβιτόρος, παίρνει μέρος στο γνωστό τηλεοπτικό παιγνίδι "Ποιος θέλει να γίνει δισεκατομμυριούχος". Απροσδόκητα απαντάει σωστά και στις δώδεκα ερωτήσεις, αλλά οι διοργανωτές του παιγνιδιού, μη έχοντας τόσα χρήματα, τον κατηγορούν για απάτη και η αστυνομία τον συλλαμβάνει. Τότε όμως εμφανίζεται μια νέα κοπέλα, δηλώνει ότι είναι η δικηγόρος του, τον παίρνει σπίτι της και ζητάει να μάθει πώς κατάφερε να κερδίσει, πώς ήξερε όλες αυτές τις απαντήσεις. Κάθε κεφάλαιο του βιβλίου αντιστοιχεί και σε μια περίοδο της περιπετειώδους ζωής του νεαρού Ραμ Μοχάμαντ Τόμας. Και είναι πολύ έξυπνο από μέρους του συγγραφέα το ότι δεν μας δηλώνει εξαρχής την ερώτηση. Προηγείται η αφήγηση και στο τέλος του κεφαλαίου έρχεται η ερώτηση.
Δεν είναι απλώς δύσκολο, είναι αδύνατο να αποδοθούν έστω και περιληπτικά όλες οι περιπέτειες του νεαρού Ραμ. Και πρέπει ασφαλώς να δεχτούμε τη λογοτεχνική σύμβαση τόσο πολλών συμπτώσεων, αλλά και τόσο μεγάλης τύχης, να του υποβληθούν ερωτήσεις που σχετίζονται με τις εμπειρίες του. Όμως, είναι, πιστεύω, το τέχνασμα του συγγραφέα για να μας οδηγήσει από τη Βομβάη στο Δελχί, από το Δελχί στην Άγκρα, από τις παραγκουπόλεις στα πορνεία και στα ορφανοτροφεία, στις θρησκευτικές διαφορές και στον πόλεμο Ινδίας-Πακιστάν, στη διαφθορά της αστυνομίας, στον ινδικό κινηματογράφο, σε τοπικά φαγητά, σε παραδόσεις και βουντού, στο έγκλημα, στη φτώχεια, στην κακοποίηση παιδιών, αλλά και στη σταθερή φιλία, στην άδολη αγάπη, στην καλοσύνη των ανθρώπων. Να μας περιγράψει τις παραγκουπόλεις αλλά και το υπέροχο Ταζ Μαχάλ.
Ήδη το όνομα του πρωταγωνιστή δηλώνει τις τρεις θρησκευτικές ομάδες της Ινδίας: Ραμ (ινδουιστικό), Μοχάμαντ (μουσουλμανικό), Τόμας (χριστιανικό). Αφημένος έκθετο βρέφος έξω από ένα χριστιανικό ορφανοτροφείο, μεγάλωσε με τη φροντίδα ενός ιερέα που τον δίδαξε και Αγγλικά. Θα ζήσει σε αναμορφωτήριο, θα συνδεθεί με μια δυνατή φιλία με ένα άλλο ορφανό παιδί, τον Σελίμ, θα εργαστεί άλλοτε ως υπηρέτης, άλλοτε ως παράνομος ξεναγός, θα πέσει θύμα ληστείας, θα ερωτευτεί μια κοπέλα σ' ένα πορνείο, θα βοηθήσει ανθρώπους, θα εκδικηθεί κακούς. Μοιάζουν όλες αυτές οι περιπέτειες σαν τα παραμύθια της Χαλιμάς που μας κρατάνε άγρυπνους, αγωνιώντας για το τέλος.
Ποιες ήταν οι ερωτήσεις; Δεν νομίζω ότι πρέπει να τις αποκαλύψω, μια και ο συγγραφέας θέλησε να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, τοποθετώντας κάθε ρώτηση στο τέλος του σχετικού κεφαλαίου.
Νομίζω δεν υπήρχε προσφυέστερος τρόπος για να γνωρίσουμε αυτή την αχανή, πολύπαθη και μυστηριώδη χώρα που είναι η Ινδία, έστω κι αν η έμφαση δίνεται στις φτωχογειτονιές και στις παραγκουπόλεις. Εμπεδωμένη στη συνείδηση η διάκριση των τάξεων συνοψίζεται στη συμβουλή των γερόντων: "Ποτέ μην περνάς τη γραμμή που χωρίζει τους πλούσιους από τους φτωχούς". Ο Ραμ όμως τόλμησε και τα κατάφερε. Τα δεινά μιας ζωής εξουδετερώνονται από την αισιοδοξία του τέλους του βιβλίου και της καταληκτήριας φράσης: "Επειδή η τύχη έρχεται από μέσα σου".


Πέμπτη, Απριλίου 09, 2009

Βίλλα Αμάλια

Όσοι στο βιβλίο "Βίλλα Αμάλια" (Άγρα, 2008, μετ. Βάνα Χατζάκη) θα αναζητήσουν μια ιστορία που θα τους σπρώχνει με ανυπομονησία να γυρίζουν σελίδα για να δουν "τι θα γίνει παρακάτω", θα απογοητευτούν από το μυθιστόρημα του Pascal Quignard, παρ' όλο που η αρχή σε προδιαθέτει για κάτι τέτοιο.
Μια 47χρονη γυναίκα, η Ανν Χίντεν, μουσικός, πιανίστρια και συνθέτις, βλέπει τον άντρα της σε μια στιγμή απιστίας του. Η απογοήτευση και η θλίψη που την πλημμυρίζει, εκτονώνεται κάπως όταν συναντά ένα παλιό συμμαθητή και φίλο, τον Ζωρζ, με τη βοήθεια του οποίου αποφασίζει να εξαφανιστεί. Να κόψει όλους τους δεσμούς κι όλες τις γέφυρες που την ενώνουν με το παρελθόν. Είναι φανερό πως η απιστία του άντρα της ήταν μόνο η αφορμή, πως η απόφαση ν' αλλάξει τον εαυτό της, να αναζητήσει μιαν άλλη ταυτότητα υπόβοσκε από καιρό μέσα της. Πουλάει σπίτι, έπιπλα, τα τρία πιάνα της, καίει το παρελθόν και φεύγει. Αλλάζει επίσης την εξωτερική της εμφάνιση, πράγμα που γίνεται όχι μόνο μια φορά στο βιβλίο. Τελευταία συμβολική κίνηση η διάλυση του κινητού της τηλεφώνου καθώς παίρνει το τρένο της φυγής.
Η σύντομη περιπλάνησή της στην Ευρώπη καταλήγει στην Ιταλία και πιο συγκεκριμένα, στο νησάκι Ίσκια, στον Κόλπο της Νάπολης. Κολυμπάει, ακούει ή συνθέτει μουσική κι ερωτεύεται ένα έρημο, εγκαταλελειμμένο σπίτι. "Είδε το σπίτι πάνω από είκοσι φορές πριν σκεφτεί ότι θα μπορούσε να το κατοικήσει μια μέρα. Το αγάπησε πριν σκεφτεί ότι μπορεί κανείς να αγαπήσει ερωτικά έναν τόπο μέσα στο σύμπαν. Το σπίτι πάνω στον απόκρημνο βράχο στην πραγματικότητα ήταν ένα σπίτι σχεδόν αόρατο. Ούτε από την παραλία ούτε απ' το τραπέζι της ταβέρνας όπου έτρωγε μια σαλάτα το μεσημέρι, ούτε κι απ' το δρόμο ακόμη, δεν μπορούσες να δεις πολύ περισσότερο από το μισό της γαλάζιας σκεπής, στα μισά της πλαγιάς, απ' την πλευρά που έβλεπε τη θάλασσα. Η ταράτσα κι ολόκληρο το σπίτι ήταν σκαμμένα κατά το μεγαλύτερο τμήμα τους μέσα στον ίδιο το βράχο".
Η περιγραφή του σπιτιού και του τοπίου θυμίζει έντονα "Το χρονικό του Σαν Μικέλε" και το σπίτι του Άξελ Μούντε στο Κάπρι. Κι αυτό είχα συνεχώς στο νου μου, καθώς διάβαζα τη "Βίλλα Αμέλια", έτσι όπως το είδα ένα καλοκαίρι, τουρίστρια κι εγώ, ανάμεσα στο πλήθος των τουριστών που πλημμύριζε το νησί και το διάσημο σπίτι του γιατρού. Η Ανν θα ζήσει εκεί ευτυχισμένες στιγμές, η μοναξιά της όμως θα σπάσει από καινούριες γνωριμίες. Ένα θλιβερό περιστατικό την οδηγεί μακριά από το ειδυλλιακό περιβάλλον, ξανά πίσω στη Γαλλία. Το βιβλίο θα τελειώσει μερικά χρόνια αργότερα, με την Ανν μόνη και πάλι, με συντροφιά τις αναμνήσεις, αλλά έχοντας επιτέλους κατακτήσει την ηρεμία.
Η "Βίλλα Αμάλια" είναι βιβλίο αποσπασματικό. Δουλεύει περισσότερο με εικόνες, παρά με μια συνεχή ροή αφήγησης. Ο φακός του συγγραφέα παρακολουθεί διαρκώς την ηρωίδα του, τόσο στις εξωτερικές όσο και στις εσωτερικές της αναζητήσεις. Οι οικογενειακές της σχέσεις με το σύζυγο, τη μητέρα, τον πατέρα (που είχε εγκαταλείψει την οικογένειά του όταν η Ανν ήταν πολύ μικρή) μοιάζουν προβληματικές. Ωραίες εικόνες της φύσης, της βροχής (πολλή βροχή συνοδεύει την αφήγηση), προπάντων της θάλασσας, ζωντανεύουν το τοπίο και ομορφαίνουν την αφήγηση.
Αν ήθελα να συνοψίσω το θεματικό κέντρο του βιβλίου, θα το εντόπιζα στην εξής παράγραφο:"Αν πεπρωμένο είναι αυτή η παρόρμηση που, ερχόμενη από κάπου αλλού και όχι απ' τον εαυτό μας, μας κυριεύει και μας ωθεί να την ακολουθήσουμε, χωρίς ποτέ να καταλαβαίνουμε τη φύση της, τότε η Ανν ακολουθούσε το πεπρωμένο της. Έλεγε μέσα της:"Δεν ξέρω πού πηγαίνω, αλλά τρέχω αποφασισμένη προς τα εκεί. Κάτι μου λείπει που μέσα του θα μου άρεσε να χαθώ".


Δευτέρα, Απριλίου 06, 2009

Κερύνεια αγαπημένη...(Σαν απάντηση στη Νοέλ Μπάξερ)

Χρόνια τώρα, ενώ έγραψα πλήθος κείμενα, δεν έγραψα τίποτα για την Κερύνεια. Τίποτα που να βγαίνει μέσα από την ψυχή μου γι' αυτή την αγαπημένη, μικρή πολιτεία, τίποτα που να πηγαίνει σε βάθος και ν' ανασκαλεύει μνήμες παλιές. Μια υποσυνείδητη ανάγκη άμυνας, μια προσπάθεια απώθησης σκέψεων που πολύ θα με πονούσαν, νομίζω πως ορθωνόταν μπροστά μου κάθε φορά που ήθελα να γράψω κάτι. Μια νοερή επιστροφή στο παρελθόν και μια έντονη αναπόληση της Κερύνειας δεν μπόρεσα ή μάλλον δεν θέλησα να κάνω ως τώρα για να αποφύγω τον πόνο που θα μου προκαλούσε.
Σήμερα όμως νιώθω πως είμαι ένοχη. Πως ένα τέτοιο λόγο της τον χρωστούσα καιρό της αγαπημένης πολιτείας κι ήρθε η ώρα να τον πω. Σκέφτομαι μόνο, όχι χωρίς θλίψη, πως δεν είναι καθόλου εύκολο, ίσως μάλιστα αδύνατο, να μεταδώσω αυτό που αισθάνομαι στους νεότερους, αυτούς που δεν γνώρισαν ποτέ ή που θυμούνται πολύ αμυδρά την Κερύνεια. Ίσως είναι καλύτερα γι' αυτούς. Καλύτερα να μην έχεις γνωρίσει ποτέ την ευτυχία παρά να τη γνωρίσεις και να τη χάσεις. Πώς να λυπηθείς άμα δεν ξέρεις τι έχασες; Μονάχα εμείς οι μεγαλύτεροι, μονάχα εμείς που τη ζήσαμε και την αγαπήσαμε μπορούμε να νιώθουμε αυτή την αβάσταχτη θλίψη από το χαμό της. Πάλι στριφογυρίζω γύρω από το θέμα μου, πάλι δεν τολμώ να τ' αγγίξω.
Είναι κι αυτός ένας ειρμός της σκέψης
ένας τρόπος ν' αρχίσεις να μιλάς
για πράγματα που ομολογείς δύσκολα
κατά τον ποιητή. Ας την αφήσω λοιπόν τη σκέψη να γυρίσει πίσω, καιρός είναι.
Σίγουρα η Κερύνεια ήταν όμορφη. Μπορεί και να είναι όμορφη ακόμα, δεν ξέρω. Πάρα πολύ συχνά ακούω γνωστούς να περιγράφουν όμορφα, μικρά λιμανάκια ελληνικών νησιών λέγοντας, για να γίνουν πιο σαφείς ή για να τονίσουν την ομορφιά τους: "Να, σαν την Κερύνεια είναι". Σαν να μη βρίσκεται άλλη περιγραφή, άλλη παρομοίωση που να αποδίδει την ομορφιά ενός τοπίου παρά μόνο το "σαν την Κερύνεια". Κι όμως τίποτε δεν είναι σαν την Κερύνεια. Ο τόπος δεν είναι μονάχα η φύση, το περιβάλλον, τα σπίτια, η θάλασσα. Ο τόπος έιναι οι άνθρωποι και τα συναισθήματά τους, τα γεγονότα που ζήσαμε εκεί, οι αναμνήσεις που μας δένουν με πρόσωπα και περιστατικά χαμένα πια για πάντα. Το Κάστρο, το λιμάνι, ο Φάρος, το Πέντε Μίλι, ο Ζέφυρος, ο Άης Γιώρκης, το Νησί, Γλυκιώτισσα δεν είναι σκέτα ονόματα κι όμορφες τοποθεσίες. Στο Ζέφυρο μαζέψαμε κυκλάμινα και τραγουδήσαμε χαρούμενα τραγούδια στις μαθητικές μας εκδρομές. Ήπιαμε ούζο και ζαλιστήκαμε στη δροσερή του βεράντα αντικρίζοντας από ψηλά τη θάλασσα. Στο Πέντε και στο Έξι μίλι μάθαμε να κολυμπούμε στις ρηχές, αμμουδερές τους ακρογιαλιές. Παίρναμε το λεωφορείο, παίρναμε τα σάντουιτς και τη χαρούμενη προσμονή του θαλάσσιου μπάνιου και ξεκινούσαμε. Πού να το ξέραμε τότε πως αυτές οι στιγμές δεν θα ξανάρχονταν, πού να το προβλέπαμε και να απολαμβάναμε πιο πολύ την ευτυχία που είχαμε...
Στον Άη-Γιώρκη περάσαμε αξέχαστα καλοκαίρια. Να ξυπνάς το πρωί και να 'ναι η θάλασσα δική σου και μόνο. Να κάνεις τον περίπατό σου το απόγευμα, να βλέπεις τον ήλιο να βυθίζεται πίσω από τον Πενταδάχτυλο και ν' απολαμβάνεις μόνο τα χρώματα και την ηρεμία, χωρίς θλίψη για τη μέρα που τελειώνει, γιατί είσαι βέβαιος πως και την άλλη μέρα θα είναι και πάλι στη θέση τους. Κι όμως ήρθε μια αυγή που δεν ήταν όλα στη θέση τους. Ήρθε ένα χάραμα που δεν μας ξύπνησε ο φλοίβος της θάλασσας, αλλά οι βόμβοι των αεροπλάνων. Τελευταία εικόνα που κρατάω μέσα μου της αγαπημένης επαρχίας οι βόμβες να πέφτουν, ο τρόμος που μας πλημμύρισε, η αγωνία κι η προσπάθεια να σωθούμε.
Πολύ συχνά όλα αυτά που συνειδητά προσπαθώ να καταπιέσω στο υποσυνείδητο για να μην τα σκέφτομαι, για να μη με πονάνε, για να μη με πληγώνουν, βρίσκουν στον ύπνο αφύλακτες τις πόρτες της ψυχής κι ανεβαίνουν και ζωντανεύουν στα όνειρα. Κάποτε περπατάω στα στενά δρομάκια της πόλης, κάποτε κόβω βόλτες στο λιμάνι, κάποτε παίρνουμε μια βάρκα και τραγουδάμε καντάδες στο σεληνόφωτο... μα το ξύπνημα με προσγειώνει στην οδυνηρή πραγματικότητα.
Θα μπορέσουν άραγε οι ξένοι που την πήραν και την κατοικούν τώρα να την αγαπήσουν όπως την αγαπήσαμε εμείς; Θα τη βλέπουν στα όνειρά τους, αν μια μέρα τη χάσουν; Θα τη γνοιαστούν όπως τη γνοιαστήκαμε εμείς; Γιατί οι δικοί μας δεσμοί δεν είναι μονάχα δεσμοί μιας γενιάς. Είναι δεσμοί που πάνε αιώνες πίσω. Παραδόσεις και θρύλοι και περιπέτειες δεμένες με την ιστορία του νησιού και τη ζωή των προγόνων μας που έζησαν, μόχθησαν και πέθαναν σ' αυτή τη γη.
Χρόνια τώρα συζητάνε οι πολιτικοί προσπαθώντας να βρουν μια λύση. Μα η απλή λογική του απλού ανθρώπου όλο απορία ρωτά: "Λύση σε τι; Να συζητήσουμε τι; Για μας είναι τόσο απλό το θέμα. Εκεί, πίσω από κείνο το βουνό, που αν απλώσεις το χέρι σου νομίζεις πως θα τ' αγγίξεις, είναι η Κερύνεια. Εκεί είναι τα σπίτια μας, είναι οι τόποι της νιότης μας, είναι η πατρίδα μας. Για μας δεν υπάρχει πρόβλημα, για να αναζητούμε τη λύση του. Εμείς κρατάμε ακόμα το κλειδί της εξώπορτας, για μας είναι όλα στην ίδια θέση, έτσι όπως τ' αφήσαμε, έτσι όπως έρχονται στα όνειρά μας και μας τυραννούν και μας γνέφουν φιλικά και μας περιμένουν".



Παρασκευή, Απριλίου 03, 2009

Καφέ Λούκατς

"Η νουβέλα διαβάζεται απνευστί μέσα σε τρία τέταρτα της ώρας. Είτε σε μία πτήση Αθήνα-Θεσσαλονίκη (με τη γνωστή καθυστέρηση, απογείωση-προσγείωση-αποβίβαση) είτε σε ένα τραίνο, ώσπου να φτάσει από την Αθήνα στα Οινόφυτα, είτε, στην καλύτερη περίπτωση, στον υποθαλάσσιο συρμό της Μάγχης.
Και, κυρίως, καθ' οδόν προς Βουδαπέστη".
Έτσι καταλήγει ο πρόλογος του Βασίλη Βασιλικού στη νουβέλα του Κώστα Καλφόπουλου "Καφέ Λούκατς" (Άγρα, 2008). Εγώ τη διάβασα ένα μουντό, βροχερό πρωινό του Μάρτη, με την εξωτερική, σκοτεινή ατμόσφαιρα (όσο καλοδεχούμενες κι αν ήταν οι φετινές ανοιξιάτικες βροχές) να επιτείνει το noir κλίμα της νουβέλας (Budapest noir είναι ο υπότιτλος που συνοδεύει τον τίτλο του βιβλίου).
Η μισή περίπου κριτική του Κούρτοβικ στα "Νέα" για το βιβλίο αυτό αφιερώνεται στην επεξήγηση του όρου "noir". Γράφει, ανάμεσα σ' άλλα, ο Κούρτοβικ: "Σύμφωνα με την κυρίαρχη εκδοχή, ο όρος "νουάρ λογοτεχνία" αναφέρεται σε αστυνομικά έργα όπου κυριαρχεί η απειλητική αβεβαιότητα του σκοταδιού, τόσο κυριολεκτικά, με σκηνές που διαδραματίζονται κυρίως σε νυχτερινά αστικά τοπία και μισοσκότεινους εσωτερικούς χώρους, όσο και μεταφορικά, με την ηθική αμφισημία που διαπνέει αυτές τις ιστορίες. Η σκοτεινή αβεβαιότητα επεκτείνεται και στον ίδιο τον κεντρικό ήρωα, που δεν είναι ένας κλασικός ντετέκτιβ, γιατί στο πρόσωπό του εναλλάσσονται ή μάλλον συνενώνονται οι ρόλοι του διώκτη και του κυνηγημένου, του ερευνητή και του εξεταζόμενου, του αθώου και του ένοχου".
Χώρος όπου διαδραματίζεται το έργο είναι κυρίως η Βουδαπέστη, η παλιά αυτή, αριστοκρατική και κάπως υποτιμημένη πρωτεύουσα, της οποίας την ατμόσφαιρα διαζωγραφίζει αριστοτεχνικά ο συγγραφέας. Για πολύ λίγο η δράση μεταφέρεται και στη Βιέννη. Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής είναι ένας δημοσιογράφος που πάει στη Βουδαπέστη για ένα συνέδριο, μια πόλη που ήξερε καλά, μια και στο παρελθόν είχε ζήσει εκεί με υποτροφία, για να συγκεντρώσει στοιχεία για τους πολιτικούς πρόσφυγες. Με αισθήματα νοσταλγίας περιδιαβάζει στην πόλη και καταφεύγει σ΄ένα γνωστό του καφέ, το Καφέ Λούκατς. Εκεί τον πλησιάζει μια ωραία, ώριμη κυρία, γνωριμία που θα καταλήξει σε μια ερωτική, γεμάτη πάθος νύχτα. Όμως, την επομένη, η μυστηριώδης άγνωστη δολοφονείται. Θα ακολουθήσουν άλλοι δυο φόνοι, θα 'λεγε κανείς, σημαδεύοντας το πέρασμα του πρωταγωνιστή. Γιατί άραγε; Και τι σχέση έχουν μαζί του; Η μετάβαση στην αστυνομία και οι πληροφορίες που του δίνονται σχετικά με το πρώτο θύμα και που το συνδέουν με το παρελθόν, με τους Ναζί, τους Εβραίους, τις διώξεις αλλά και την προστασία των πρώην διωκτών τους, καθόλου δεν διαφωτίζουν το όλο θέμα.
Τα πάντα μένουν ασαφή και αδιευκρίνιστα, τοποθετημένα σε μια ρευστή εποχή. Είναι ο Αύγουστος του 1989, εποχή που τρίζουν τα θεμέλια του "σοσιαλιστικού μπλοκ", που θα καταρρεύσει σε λίγο, με την αρχή να έχει γίνει με το άνοιγμα των ουγγροαυστριακών συνόρων.
Η ενδιαφέρουσα νουβέλα του Καλφόπουλου, τυπικό δείγμα νουάρ λογοτεχνίας, αποδεικνύει πως η καλή λογοτεχνία δεν χρειάζεται κατ' ανάγκην τον εκδοτικό όγκο.



Τετάρτη, Απριλίου 01, 2009

Όμορφη και παράξενη πατρίδα...

Στο πρωτότυπο κέντρο καλλιέργειας, μουσείου της ελιάς και παραγωγής λαδιού "Ολέαστρο", μια καμένη ελιά ξαναζωντανεύει


Δρομάκι με παραδοσιακά κεντήματα στο τουριστικό Όμοδος



Μουσείο χαρουπιού στο χωριό Ανώγυρα


Ερειπωμένο μοναστήρι του Τιμίου Σταυρού, του 15ου αιώνα. Μέσα μισοσβησμένες τοιχογραφίες


Η εκκλησία του ωραίου ορεινού χωριού Βάσα

Από την αποβάθρα της Λεμεσού

Η Κύπρος, μετά από χρόνια ανομβρίας, επιτέλους πρασίνισε, προβάλλοντας όλη την ομορφιά της.