Σάββατο, Ιανουαρίου 10, 2009

Χωρίς να φοβάμαι τίποτα πια

Ποτέ ξανά δεν μου έτυχε βιβλίο (ή, για να μην είμαι απόλυτη, δεν θυμάμαι) που χωρίς να είναι μυθιστόρημα να με απορροφήσει τόσο η ανάγνωσή του, που να παρατήσω τα πάντα για χάρη του, που να μην το αφήσω από τα χέρια μου, ώσπου να φτάσω στην τελευταία του σελίδα (368). Κι από την άλλη, βιβλίο που ενώ τέλειωσα την απολαυστική του ανάγνωση εδώ και μέρες, να διστάζω να το εμφανίσω στο μπλογκ, από φόβο πως με τίποτα δεν θα μπορούσα να αποδώσω το έξοχο πνεύμα του, αυτή τη γεμάτη χιούμορ φιλοσοφική προσέγγιση του Θεού, της ζωής, του θανάτου, ιδωμένα με ανάλαφρη σάτιρα, ούτε να μεταφέρω τον προβληματισμό που συνοδεύεται από ένα κλείσιμο του ματιού, από ένα χαμόγελο που συχνά συνοδεύει το διάβασμά μας. Είναι το βιβλίο του Τζούλιαν Μπαρνς "Χωρίς να φοβάμαι τίποτα πια" (Μεταίχμιο 2008, μεταφρ. Αλεξάνδρα Κονταξάκη).
"Δεν πιστεύω στο Θεό αλλά μου λείπει", είναι το μότο που συνοδεύει τον τίτλο στο εξώφυλλο. Ο αδελφός του συγγραφέα χαρακτηρίζει αυτή τη φράση σαχλή. Όταν ο Τζούλιαν τον ρωτάει γιατί, "παραδέχεται ότι δεν ξέρει στ' αλήθεια πώς να πάρει τη δήλωσή μου. "Υποθέτω ότι είναι σαν να λες: "Δεν πιστεύω ότι υπάρχουν θεοί, αλλά μακάρι να υπήρχαν (ή ίσως:αλλά μακάρι να το πίστευα".
Ο Τζούλιαν Μπαρνς, πασίγνωστος κι επιτυχημένος συγγραφέας, γεννημένος στη Μ. Βρετανία το 1946, στα εξήντα του χρόνια, εν όψει του αναπόφευκτου τέλους, κοινής μοίρας όλων (και με τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις, λέει, τα δύο τρίτα της ζωής μου έχουν περάσει), κάνει ένα σταθμό και μας δίνει αυτό το βιβλίο. Με πλήθος αυτοβιογραφικά στοιχεία, με σκέψη συνειρμική, μεταπηδώντας από το ένα θέμα στο άλλο, δίχως χωρισμό σε κεφάλαια, σαν ένα είδος μακροσκελούς μονολόγου, μας παρασύρει μαζί του από τη μια σελίδα στην άλλη, από τη μια σκέψη στην επόμενη, σ' ένα ταξίδι ζωής που δεν θέλουμε να τελειώσει. Ο παππούς και η γιαγιά, οι γονείς, ο αδελφός του επανέρχονται διαρκώς στη σκέψη και στο βιβλίο. Σκόρπια γεγονότα της ζωής του, φίλοι, διαβάσματα. Κι όλα αυτά συδυασμένα διαρκώς με τις σκέψεις για το Θεό και το θάνατο. Δεν μπορείς να μιλήσεις για το ένα χωρίς να αναφερθείς στο άλλο (εκτός αν είσαι άθεος, οπότε όλα για σένα τελειώνουν εδώ. Ο Μπαρνς δηλώνει αγνωστικιστής). Πλήθος οι αναφορές για το τέλος τόσο των δικών του (παππούδων, γονιών) όσο και προσωπικοτήτων της τέχνης και του πνεύματος: Σωκράτης, Κικέρων, Δάντης, Ελ Γκρέκο, Τσέχοφ, Τουργκένιεφ, Φλωμπέρ, Καμύ, Φρόυντ, Σταντάλ...δεκάδες ονόματα παρελαύνουν άλλοτε με ρήσεις τους, άλλοτε με τις απόψεις τους για το Θεό ή για το πώς αντιμετώπισαν το θάνατο (Χρησιμότατο το επίμετρο βιογραφιών, συνταγμένο από τη μεταφράστρια, όπου μέσα σε 3-4 γραμμές για τον καθένα μας δίνει τα βιογραφικά στοιχεία των αναφερόμενων στο βιβλίο προσώπων).
Καμιά παρουσίαση και καμιά αναφορά δεν μπορεί να αποδώσει το βιβλίο του Μπαρνς. Μόνο μερικά δείγματα της γραφής του μπορούν να δώσουν μια αμυδρή ιδέα. Σταχυολογώ μερικά:
"Καμιά φορά οι συνομίληκοί μου λένε, κάπως σαστισμένοι:"Το περίεργο είανι ότι δεν αισθάνομαι μεγαλύτερος". (Αλήθεια, πόσες φορές το λέει ο καθένας μας!). Εγώ πάντως αισθάνομαι και, αν έχω την παραμικρή αμφιβολία, υπάρχει ένας δυσάρεστος υπολογισμός στη διάθεσή μου όταν προσπερνάω, ας πούμε, ένα δωδεκάχρονο παιδί που στέκεται ράθυμα έξω απ' τις πύλες του σχολείου μ' ένα πρόωρο τσιγάρο στο χέρι. Συλλογίζομαι ότι εγώ, ως εξηντάχρονος το 2006, είμαι πιο κοντά στο γηραιότερο εναπομείνατα στρατιώτη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου παρά σ' αυτό το παιδί. Αισθάνομαι σοφότερος; ναι, λίγο.Σίγουρα λιγότερο ανόητος (και ίσως αρκούντως σοφός ώστε να θρηνώ την απώλεια μέρους της αφροσύνης). Αρκούντως σοφός ώστε να γίνω απλός; όχι ακόμη, Κύριε".
Σ' ένα άλλο σημείο μας λέει πώς φαντάζεται το θάνατό του, ή μάλλον πώς θα τον ήθελε:
" Το καλύτερο σενάριο, στη φαντασία μου, είχε συνήθως να κάνει με μια ιατρική διάγνωση που μου άφηνε αρκετό χρόνο και επαρκή διαύγεια, για να γράψω το τελευταίο βιβλίο-αυτό που θα περιείχε όλες μου τις σκέψεις για το θάνατο. Παρότι δεν ήξερα αν θα ήταν μυθοπλαστικό ή όχι, είχα ετοιμάσει την πρώτη ατάκα και την είχα σημειώσει πριν από πολλά χρόνια: "Ας ξεμπερδεύουμε με το θέμα του θανάτου". Αλλά τι είδους γιατρός θα σου κάνει τη διάγνωση που εξυπηρετεί τις λογοτεχνικές σου απαιτήσεις; "Ξέρετε έχω και καλά και κακά νέα". Πείτε μου ευθέως γιατρέ, πρέπει να ξέρω. Πόσος καιρός μου μένει;" "Πόσος καιρός; θα έλεγα ότι σας μένει καιρός για περίπου 200 σελίδες-250 αν είστε τυχερός ή αν δουλεύετε γρήγορα".
Όμως δεν λείπουν οι σκέψεις του και για την ίδια την τέχνη του, τη μυθοπλασία:
" Η μυθοπλασία δημιουργείται μέσω μιας διαδικασίας που συνδυάζει την πλήρη ελευθερία και τον απόλυτο έλεγχο, που εξισορροπεί την ακριβή παρατήρηση με το ελεύθερο παιγνίδι της φαντασίας, που χρησιμοποιεί ψέματα για να πει την αλήθεια και την αλήθεια για να πει ψέματα. Είναι κεντρομόλος και φυγόκεντρος συνάμα. Θέλει να πει όλες τις ιστορίες, σε όλη τους την αντιθετική, αντιφατική και ανεπίλυτη φύση. Συγχρόνως θέλει να αφηγηθεί τη μία και μοναδική αληθινή ιστορία, αυτήν που εξάγει και επεξεργάζεται και επιλύει όλες τις άλλες ιστορίες".
Πριν από λίγο καιρό είχαμε έναν άλλο σύγχρονο συγγραφέα που ασχολήθηκε με το θάνατο, τον Ίρβιγκ Γιάλομ, αλλά μ' ένα πολύ διαφορετικό, σοβαρό και ψυχαναλυτικό τρόπο. Ο Μπαρνς νομίζω προσπαθεί να ξορκίσει το θάνατο βγάζοντάς του τη γλώσσα, κοροϊδεύοντάς τον. Ο τίτλος του βιβλίου μου φαίνεται πως δεν αποδίδει αυτό που συμβαίνει, αλλά αυτό που θα ήθελε ο συγγραφέας να συμαβαίνει. Αυτό που κατά βάθος ο καθένας μας θα ήθελε.


2 σχόλια:

  1. Η πρώτη παράγραφος με προδιαθέτει πολύ θετικά γι' αυτό το βιβλίο (πέρα από το όνομα του συγγραφέα που θα αρκούσε από μόνο του).

    Αντίστοιχα μονορούφι (μη μυθιστόρημα) θυμάμαι να είχα διαβάσει το Από τη Μήδεια στη Σταχτοπούτα της Λιλής Ζωγράφου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Διάβασα πολλά της Λιλής Ζωγράφου αλλά όχι το συγκεκριμένο. Πολύ χαίρομαι για τη γνωριμία, δεν είχα επισκεφθεί ξανά το μπλογκ σου, το χάρηκα. Πάω αμέως να σε προσθέσω στις συνδέσεις μου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή