Παρασκευή, Μαΐου 09, 2014

Γράμματα στην κόρη μου

Θοδωρής Καλλιφατίδης
Γράμματα στην κόρη μου
Γαβριηλίδης, 2013
Το όνομα του Θοδωρή Καλλιφατίδη το είχα συναντήσει πολλές φορές στις αναγνωστικές μου αναζητήσεις και περιπλανήσεις. Ήξερα ότι ήταν μετανάστης, μόνιμος πια κάτοικος Σουηδίας, ήξερα τίτλους έργων του κι όμως πρώτη φορά διαβάζω δικό του βιβλίο. Καιρός ήταν.
Ακόμα κι αν δεν ξέρει ο αναγνώστης πως ο συγγραφέας είναι μετανάστης, χρόνια μακριά από τη γενέθλια γη, διαβάζοντας τα "Γράμματα στην κόρη μου" καταλαβαίνει πως μόνο κάποιος με ανάλογες προσωπικές εμπειρίες θα μπορούσε να γράψει ένα τέτοιο βιβλίο. Κι ας χωρίζουν κάπου είκοσι αιώνες το μυθιστορηματικό πρόσωπο από την πρωτοπρόσωπη γραφή του συγγραφέα. Ο συγγραφέας υποδύεται τον Οβίδιο, τον γνωστό Ρωμαίο ποιητή (43 π.Χ-17 μ.Χ.) που εξόριστος, πολύ μακριά από τη Ρώμη που αγαπά και νοσταλγεί, απευθύνει απελπισμένα γράμματα στην κόρη του (ουσιαστικά κόρη της τρίτης του γυναίκας).
Στα γράμματα αυτά αναπολεί όλη την περασμένη του ζωή, τον πρώτο του έρωτα που δεν είχε ευτυχή κατάληξη, άλλους δεσμούς, μιλά για τον τρόπο ζωής στη Ρώμη, για την ποίησή του. Δυσκολεύεται να κατανοήσει τους λόγους για τους οποίους ο Αύγουστος τον εξόρισε, μια και τα ποιήματά του, με αφορμή τα οποία εξορίστηκε, κυκλοφορούσαν χρόνια πριν.
Περιγράφει τον ξένο τόπο όπου υποχρεώθηκε να ζει, τους Τόμους (πιθανότατα τη σημερινή Κωστάντζα της Ρουμανίας), χωρίς την οικογένεια, τους φίλους του και τη ζωή όπως την ήξερε, με μόνο δεσμό από την πατρίδα τον μαύρο υπηρέτη του. Από τις κλιματολογικές συνθήκες, μέχρι τα φαγητά, τη γλώσσα, τις γιορτές ή το πένθος, όλα είναι διαφορετικά απ' αυτά που ήξερε. Σιγά-σιγά όμως αρχίζει να προσαρμόζεται. Non sum ego qui fueram, είναι το μότο του βιβλίου. Δεν είμαι πια αυτός που υπήρξα. Η εξορία και η ξενιτιά τον έχουν κάνει έναν άλλο άνθρωπο. Αλλά η νοσταλγία δεν τον εγκαταλείπει ποτέ. Παραπονείται γιατί φαίνεται όλοι να τον έχουν ξεχάσει. Παρακαλεί να μεσιτεύσουν στον Αύγουστο να ανακαλέσει την απόφασή του και την ίδια στιγμη μετανιώνει γιατί θεωρεί τα παρακάλια ξεπεσμό.
Πιστεύω όμως πως η μεγαλύτερη απόλαυση που μπορεί να προσφέρει ένα τέτοιο βιβλίο (ίσως και ο λόγος για τον οποίο γράφτηκε) δεν είναι ούτε η υπόθεση (ποια υπόθεση άλλωστε;), ούτε οι πληροφορίες για την εποχή και τον τόπο. Η μεγαλύτερη αξία του βιβλίου έγκειται νομίζω στις σκέψεις, στον προβληματισμό, στη φιλοσοφική αντίκρυση των γεγονότων. Λέει για την Ελλάδα, όταν αναπολεί τα χρόνια που πέρασε εκεί σπουδάζοντας: "Ήταν εύκολο να κάνεις όνειρα στην Ελλάδα. Το γελαστό φως, ο ουρανός, τα βουνά, η θάλασσα, όλα είχαν μια ελαφρότητα που έκανε και τη ζωή ελαφριά. Περπατούσα μόνος με τις ώρες βυθισμένος σε ευχάριστες σκέψεις για το μέλλον". Γράφει για τον έρωτα, τη φιλία, την ελευθερία και συχνά ξαναγυρίζει στην  τέχνη της γραφής. "Μπορεί μεν να βρεις τον έρωτα τυχαία, όμως για να γίνει μια ιστορία αγάπης, πρέπει να τη γράψεις. Το ίδιο και με την ευτυχία. Με τη δουλειά την κερδίζεις. Και με την τέχνη έτσι είναι". Και πάνω απ' όλα η αγιάτρευτη νοσταλγία. "Η νοσταλγία δεν έχει τέλος", γράφει κάπου. Και μια φράση που με σταμάτησε ιδιαίτερα:"Η επιστροφή είναι η μεγαλύτερη χαρά κάθε ταξιδιού".



2 σχόλια:

  1. Μου άρεσε η γλυκύτητα με την οποία το παρουσιάζεις, Κίκα μου. Νομίζω ότι οφείλεται στην ευλογημένη αγάπη σου για τα Λατινικά!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Έχεις δίκαιο, Ζήνα μου. Τα Λατινικά υπήρξαν από τις μεγάλες μου αγάπες, τόσο όταν τα διδασκόμουν όσο και όταν τα δίδασκα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή