Δευτέρα, Δεκεμβρίου 03, 2012

Ο 13ος επιβάτης

Δεν ξέρω γιατί το 2012 ονομάστηκε "έτος Γιάννη Μαρή" και ένας από τους πιο ποιοτικούς εκδοτικούς οίκους, η Άγρα, ξεκίνησε μια σειρά εκδόσεων "χαμένων" κειμένων του "πατέρα" του ελληνικού στυνομικού μυθιστορήματος. Ίσως να έδωσε αφορμή μια μονογραφία που κυκλοφόρησε από τον ίδιο εκδοτικό οίκο, μια μελέτη ουσιαστικά του Ανδρέα Αποστολίδη με τίτλο "Ο κόσμος του Γιάννη Μαρή".
Ο Γιάννης Μαρής, ψευδώνυμο του Γιάννη Τσιριμώκου (1916-1979), μεσουράνησε στις δεκαετίες '50 και '60 ως συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων. Ακόμα κι αν δεν έχουμε διαβάσει κανένα από τα δεκάδες μυθιστορήματά του, είναι αδύνατο να μην έχουμε δει κάποια από τις ταινίες που γυρίστηκαν με βάση τα βιβλία του, όπως για παράδειγμα το περίφημο "Έγκλημα στο Κολωνάκι".
"Ο 13ος επιβάτης" πρωτοδημοσιεύτηκε το 1962 σε 129 συνέχειες στην εφημερίδα Απογευματινή με εικονογράφηση του Μ. Γάλλια και κυκλοφόρησε σε βιβλίο το 1971. Στον πολύ ενδιαφέροντα πρόλογο της τωρινής έκδοσης από τον Ανδρέα Αποστολίδη, εκτός από στοιχεία για το έργο του Γιάννη Μαρή, παρατίθενται ειδήσεις και γεγονότα της δεκαετίας του '60 όπως αυτά δημοσιεύονταν στην Απογευματινή, εισάγοντας έτσι τον αναγνώστη στην ατμόσφαιρα και το κλίμα μέσα στο οποίο άνθησε το αστυνομικό μυθιστόρημα του Μαρή.
Πολύ σύντομα η υπόθεση του έργου. Μια σειρά θανάτων που όλοι φαίνονται φυσιολογικοί και άσχετοι μεταξύ τους, για παράδειγμα κάποιος που απροσεξία πέφτει από το τρένο, μια κοπέλα που φαίνεται να έχει αυτοκτονήσει, κάποιος που σκοτώθηκε σε τροχαίο κ.λπ. βάζουν σε υποψία τον αστυνόμο Μπέκα, τον βασικό ντετέκτιβ του Γιάννη Μαρή, γιατί σε όλες τις περιπτώσεις   εμφανιζόταν ένας άνδρας με άσπρο κοστούμι, μουστάκι και γυαλιά.
Ο Μπέκας προσπαθεί να ανακαλύψει τι κοινό υπάρχει στους φαινομενικά άσχετους  θανάτους κι όταν το εντοπίζει προσπαθεί να προλάβει τους επόμενους φόνους που είναι σίγουρος ότι θα ακολουθήσουν. Τυπικό αστυνομικό μυθιστόρημα, με τον συγγραφέα να οδηγεί τις υποψίες του αναγνώστη σε πρόσωπο που τελικά βέβαια δεν είναι ο ένοχος.
Το μυθιστόρημα διακρίνεται για τους πολλούς, συνεχείς διαλόγους. Η περιγραφή και η αφήγηση σχεδόν απουσιάζουν εντελώς, το έργο φαίνεται έτοιμο για το θέατρο ή τον κινηματογράφο. Η διαφορά με το σύγχρονο αστυνομικό μυθιστόρημα, το οποίο εμπλέκει κοινωνικά, πολιτικά και άλλα στοιχεία είναι ότι περιορίζεται κυρίως στην αστυνομική πλοκή.
Το έργο μπορεί να προσφέρει στους πιο ηλικιωμένους αναγνώστες την αναπόληση μιας περασμένης εποχής και σ' όλους τους λάτρεις του είδους τη γνώση και την απόλαυση ενός βιβλίου αστυνομικής λογοτεχνίας που έκανε τότε τα πρώτα της βήματα στον ελληνικό χώρο..
Επιμελημένη η έκδοση της Άγρα και ως συνήθως στο πολυτονικό.

Δευτέρα, Νοεμβρίου 26, 2012

Τα παιδιά από το Αρμπάτ

Για χρόνια άκουγα γι'αυτό το βιβλίο. Εκεί γύρω στη δεκαετία του '90, όταν γινόταν λόγος για βιβλία, συχνά άκουγα την ερώτηση: "Διάβασες  το βιβλίο του Ανατόλι Ριμπακόφ "Τα παιδιά από το Αρμπάτ"; Κι όταν ακόμα το 2007, στο ετήσιο καλοκαιρινό ταξίδι βρέθηκα στη Μόσχα, θέλησα να επισκεφθώ τη φημισμένη αυτή γειτονιά, ούτε τότε είχα διαβάσει το μυθιστόρημα. Οι συγκυρίες το έφεραν να το διαβάζω  τώρα και μόλις έχω τελειώσει τον πρώτο τόμο. (Στην Ελλάδα εξεδόθη το 1991 σε δύο τόμους, από τις εκδόσεις Γνώση, σε μετάφραση Πέτρου Ανταίου).
Ο πρώτος τόμος έχει τίτλο "Τα παιδιά από το Αρμπάτ-Το '35 και τ'άλλα χρόνια". Ασφαλώς δεν είναι το πρώτο ούτε το μόνο που αναφέρεται στα χρόνια της Σταλινικής τρομοκρατίας, με πιο πρόσφατο σχετικό ανάγνωσμά μου την"Υπόθεση Τουλάγιεφ" και το ξαναδιαβασμένο αξεπέραστο "Το μηδέν και το άπειρο", 
Η περίοδος αυτή, 1933-38 και οι περίφημες δίκες της Μόσχας είναι σήμερα πια πασίγνωστες. Ενούτοις το δίτομο αυτό έργο του Ριμπακόφ αποτελεί μια τόσο ενδιαφέρουσα τοιχογραφία της εποχής που όσα και να έχει διαβάσει κανείς δεν παύει να αποτελεί ένα ελκυστικότατο ανάγνωσμα. Ίσως αυτό να οφείλεται και στο ότι ο συγγραφέας περιλαμβάνει και αυτοβιογραφικά στοιχεία ως Σάσα, ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου. Πιο πολύ όμως θα έλεγα πως πρωταγωνιστής του βιβλίου είναι ο Στάλιν, ΕΚΕΙΝΟΣ, όπως γράφεται πάντα με κεφαλαία στο βιβλίο. Αυτού την προσωπικότητα, τις μεθόδους, τον χαρακτήρα φωτίζει ο συγγραφέας. Το μυθιστορηματικό στοιχείο διαπλέκεται με το ιστορικό δημιουργώντας ένα εκρηκτικό αναγνωστικό μείγμα.
Το μυθιστόρημα εξελίσσεται σε δυο επίπεδα: στη Σιβηρία, όπου συναντάμε τον Σάσα, καταδικασμένο σε τρία χρόνια εξορίας για ασήμαντη αφορμή και στη Μόσχα, αφενός με τα μυθιστορηματικά πρόσωπα της συνοικίας Αρμπάτ, φίλους και γνωστούς του Σάσα και αφετέρου με την Κεντρική Επιτροπή, τον Στάλιν, τις δίκες. " Σκληροί, υπεύθυνοι καιροί. Η χώρα κυκλωμένη από εξωτερικούς εχθρούς, παλεύει ενάντια σ' εσωτερικούς εχθρούς. Η παραμικρή αμφιβολία για τον Στάλιν σημαίνει αμφιβολία για το κόμμα, έλλειψη πίστης  στην υπόθεση του σοσιαλισμού", λέει μια από τις ηρωίδες του έργου προς την αμφιταλαντευόμενη αδελφή της..
Το 1935, υπό την προεδρία του Στάλιν, η Ολομέλεια της Επιτροπής του Συντάγματος καταρτίζει νέο σύνταγμα το οποίο (υποτίθεται) θα εξασφάλιζε στο λαό κάθε είδους ελευθερία. Όμως αυτό δεν ήταν παρά η κάλυψη για ΕΚΕΙΝΟΝ, για την εξόντωση των παλιών στελεχών που θα ακολουθήσει. Το παραμικρό δίνει  αφορμή για σύλληψη και ανάκριση. Για παράδειγμα, ένας γνωστός δημοσιογράφος και θεατρικός κριτικός. ο Βαντίμ, συλλαμβάνεται γιατί η αδελφή του παντρεύτηκε Γάλλο (άρα κατάσκοπο) και έφυγε στο εξωτερικό! Θα ξανασυλληφθεί αργότερα για ένα ανέκδοτο που αφορούσε τον Στάλιν! Η προσοχή όμως του Στάλιν και οι διώξεις δεν εστιάζονται στους απλούς πολίτες  που διαρκώς διακατέχονται από  το φόβο της εξορίας, της φυλάκισης ή της εκτέλεσης. Στόχος του είναι κυρίως ανώτατοι αξιωματούχοι, παλιοί επαναστάτες, άνθρωποι που αγωνίστηκαν για τον κομμουνισμό, όταν έχει και την παραμικρή υποψία ότι τον αντιπολιτεύονται. Οι διωγμοί αυτοί εντάθηκαν μετά τη δολοφονία εξέχοντος κομμουνιστή ηγέτη, του Κίροφ, που αποδόθηκε σε συνωμοσία οπαδών του Τρότσκι.
Όμως οι θεωρούμενοι συνωμότες δεν πρέπει να εκτελεστούν μυστικά. Σημασία έχει να γίνουν δημόσιες δίκες στις οποίες να παραδεχτούν την υπονομευτική τους δράση. Οι ανακριτικές μέθοδοι έχουν εξελιχθεί σε επιστήμη. Η σωματική και ψυχολογική βία αναγκάζει τους ανακρινόμενους να παραδεχτούν τις κατηγορίες. Εξέχοντα στελέχη όπως ο Ζηνόβιεφ και ο Κάμενεφ δικάζονται δημόσια και εκελούνται. Ένας άλλος, ο Σμυρνόφ, εξαναγκάζεται με εκβιασμό που σχετίζεται με τη γυναίκα και την κόρη του.
Τα πάντα ελέγχονται, λογοκρίνονται. Η τέχνη, το θέατρο, η λογοτεχνία, ο τύπος πρέπει να υπηρετούν το Κόμμα,. Ο Στάλιν επισκέπτεται τον ετοιμοθάνατο Γκόρκι και σκέφτεται: "Για να υποτάξεις ένα λαό πρέπι ή να εξοντώσεις ή να εξαγοράσεις τη διανόησή του. Και πιο σωστά, ένα μέρος της διανόησης να το εξοντώσεις κι ένα άλλο να το εξαγοράσεις και να το έχεις υπό το κράτος του τρόμου".
Η προσωπολατρία του Στάλιν είναι κάτι ασύλληπτο. Λέει κάποια στγμή η μητέρα του Σάσα: "Όλοι τους έχουνε στραβωθεί. Έχουνε βάλει παρωπίδες μ' αυτό το όνομα, δεν θέλουν να σκεφτούν τι κάνει εκείνος, είναι θεός γι' αυτούς, περισσότερο κι από θεός, γιατί γι' αυτόν που πιστεύει στο θεό υπάρχει η έννοια του καλού και του κακού, της ευσπλαχνίας, της μετάνοιας, του ελέους, αλλά γι' αυτούς δεν υπάρχει τίποτα. Γι' αυτούς υπάρχει μόνο ο Στάλιν. Αυτός είναι ο θεός τους, η συνείδησή τους".
Το βιβλίο τελειώνει με τη λήξη της τρίχρονης εξορίας του Σάσα. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι θα επιστρέψει στη Μόσχα. Οι περιπέτειες του βίου του θα συνεχιστούν στο δεύτερο τόμο των "Παιδιών από το Αρμπάτ" που έχει υπότιτλο "Ο φόβος".

Τετάρτη, Νοεμβρίου 14, 2012

Χορεύουν οι ελέφαντες

"Ο μωβ μαέστρος" της Σοφίας Νικολαΐδου δεν μου είχε αρέσει. Το δεύτερό της μυθιστόρημα "Απόψε δεν έχουμε φίλους"
 το βρήκα σαφώς καλύτερο, δεν με είχε όμως εμπνεύσει τόσο ώστε να αγοράσω και το τρίτο της, το "Χορεύουν οι ελέφαντες". Αλλά, το εξής απόσπασμα από το οπισθόφυλλο του βιβλίου ήταν μεγάλος πειρασμός: "Σχολικό έτος 2010-2011: ένας μαθητής αρνείται να δώσει Πανελλαδικές. Ο αγαπημένος του καθηγητής του αναθέτει να ερευνήσει την παλιά υπόθεση (Πολκ). Ο πρώην άριστος μαθυητής αρχίζει να ψάχνει. Πόσο έτοιμοι είναι οι ενήλικες να ακούσουν τι έχει να πει;"
Το αγόρασα λοιπόν γιατί δεν μπορώ να αντισταθώ σε κανένα βιβλίο που έχει να κάνει με σχολείο και μαθητές.
Το "Χορεύουν οι ελέφαντες" δεν με απογοήτευσε αλλά και δεν με ενθουσίασε. Θα εξηγήσω γιατί. Εν πρώτοις πατάει πάνω στο "πατρόν" ("μόλα" το λέμε στην Κύπρο) του πρηγούμενού της βιβλίου. Δηλαδή έχουμε μια υπόθεση που πηγαινοέρχεται ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν.  Στο προηγούμενο βιβλίο ήταν ανάμεσα στο 2008 με τις διαδηλώσεις και καταστροφές που ακολούθησαν το φόνο του νεαρού Αλέξη και τα γεγονότα με τους δωσίλογους της Κατοχής, φτάνοντας ως το 1989. Στο τελευταίο βιβλίο ο χρόνος κινείται μεταξύ του παρόντος (2010-2011) και της περίφημης δολοφονίας του Αμερικανού δημοσιογράφου Πολκ,το 1948, για την οποία έχουν γραφτεί πλήθος κείμενα, χωρίς ποτέ να βρεθούν τα αίτια ή οι δολοφόνοι, παρ' όλο που  καταδικάστηκε κάποιος, αν και υποστήριζε ότι είναι αθώος. Στο "Απόψε δεν έχουμε φίλους" ένας φοιτητής αναλαμβάνει να εκπονήσει μια διατριβή για το θέμα, εδώ  ένας μαθητής διερευνά την παλιά δολοφονία του Πολκ.
Πολλά πρόσωπα του προηγούμενου βιβλίου τα συναντάμε κι εδώ σε άλλους ρόλους.  Τον Σιουκούρογλου που στο προηγούμενο βιβλίο απέτυχε να πάρει πανεπιστημιακή έδρα, εδώ τον συναντάμε φιλόλογο στο Λύκειο. Είναι ένας ιδιόρυθμος, μονήρης τύπος, που χρησιμοποιεί πρωτότυπες και αντισυμβατικές μεθόδους διδασκαλίας. Χαϊδευτικά οι μαθητές τον αποκαλούν Σουκ.
Συναντάμε ακόμα τον καθηγητή Αστερίου που είχε απορρίψει τότε τη διατριβή του Σιουκούρογλου. Επίσης, η Φανή Ντόκου που εκεί ήταν τραγουδίστρια, εδώ είναι καθηγήτρια μουσικής. Βρίσκουμε επίσης έναν ωραίο τύπο γιαγιάς, εκεί τη Νίνα, εδώ την Ευθαλία. Δεν ξέρω αν η Νικολαΐδου θέλησε το παρόν μυθιστόρημα να είναι μια συνέχεια του προηγούμενου. Ίσως μόνο ως προς τα πρόσωπα, γιατί κατά τα άλλα έχουν αρκετές διαφορές.
Το θέμα έχει ως εξής: ένας μαθητής της Γ΄Λυκείου, ο Μηνάς Γεωργίου, γιος δημοσιογράφου, δηλώνει ότι δεν θέλει να προετοιμαστεί και να δώσει Πανελλαδικές. Ο καθηγητής του τότε, ο Σιουκούρογλου, του αναθέται να εκπονήσει μια εργασία σχετικά με τη δολοφονία του Πολκ στη Θεσσαλονίκη το 1948 που συντάραξε την Ελλάδα. Την εργασία αυτή θα πρέπει στο τέλος Φεβρουαρίου να την παρουσιάσει ενώπιον κοινού μαθητών και καθηγητών. 
Η τεχνική της συγγραφέως είναι η διάκριση των κεφαλαίων σε παρόν και παρελθόν με διάφορα αφηγηματικά πρόσωπα. Μετά από τα κεφάλαια πρωτοπρόσωπης αφήγησης άλλοτε του παρελθόντος (π.χ. της μητέρας του αδίκως καταδικασθέντος Γκρη, ή του διευθυντή της ασφάλειας που είχε αναλάβει την εξιχνίαση της υπόθεσης) και άλλοτε του παρόντος (π.χ. του Μηνά) παρεμβάλλονται κεφάλαια τριτοπρόσωπης αφήγησης με τίτλο "Οι άλλοι κρίνουν", όπου υπάρχει μια πιο αντικειμενική αφήγηση.
Παράλληλα με την αφήγηση της υπόθεσης Πολκ (στο βιβλίο αποκαλείται Τζακ Τάλας) η αφήγηση του παρόντος αφορά κυρίως τη σύγχρονη ελληνική εκπαίδευση. Είναι μια δριμεία κριτική του τρόπου διδασκαλίας, της απομνημόνευσης, του άγχους των Πανελλαδικών και μια σκιαγράφηση της σύγχρονης μαθητικής νεολαίας με τις καταλήψεις και τις άλλες μαθητικές εκδηλώσεις.
Βρίσκω ότι η Νικολαΐδου προσπάθησε να δώσει δυο διαφορετικές εποχές, αλλά αυτό γίνεται με δύο άσχετα θέματα, με τον πολύ χαλαρό σύνδεσμο της εκπόνησης της σχετικής εργασίας από τον Μηνά. Μια εργασία όμως που εξαντλείται στην καταγραφή γεγονότων, όπως ήδη είναι γνωστά από πλήθος δημοσιεύματα, χωρίς καμιά προσπάθεια ερμηνείας ή συμπερασμάτων ή κριτικής;. Τίποτα δεν προσφέρει στην υπόθεση Πολκ πέρα από όσα έχουν ήδη γραφτεί, όπως άλλωστε επισημαίνεται και στο ίδιο το μυθιστόρημα (σ. 286-287).

Παρασκευή, Νοεμβρίου 09, 2012

Μπαρ Φλωμπέρ



Δεν ξέρω πώς μου διέφυγε (αν και η πρώτη του έκδοση ανάγεται στο 2000) ένα όχι ευκαταφρόνητο βιβλίο. Το ανακάλυψα πρόσφατα, ίσως γιατί τώρα με την επανέκδοσή του κυκλοφορεί και σε ηλεκτρονική μορφή. Πρόκειται για το μυθιστόρημα του Αλέξη Σταμάτη «Μπαρ Φλωμπέρ» (Καστανιώτης, 2012).
Η βασική του ιδέα μου θύμισε ένα από τα ωραιότερα βιβλία (αν όχι το ωραιότερο) που έχω διαβάσει τα τελευταία χρόνια, δυστυχώς εξαντλημένο πια, το «Νυχτερινό τρένο για τη Λισαβόνα», του Πασκάλ Μερσιέ. Δεν μιλώ για μίμηση. Μιλώ για ομοιότητα στην κεντρική ιδέα. Άλλωστε, όπως λέει ο Σεφέρης, δεν υπάρχει παρθενογένεση στην Τέχνη.
Ο Γιάννης Λουκά, φιλόλογος, κοντά στα σαράντα, συνεργάτης σε διάφορα περιοδικά, αναλαμβάνει να βοηθήσει τον συγγραφέα πατέρα του στην έκδοση της αυτοβιογραφίας του. Ψάχνοντας το αρχείο του, βρίσκει το χειρόγραφο ενός μυθιστορήματος με τίτλο «Μπαρ Φλωμπέρ», με συγγραφέα κάποιον Λουκά Ματθαίου. Ο πατέρας του Γιάννη, σύμβουλος σε εκδοτικό οίκο, το είχε απορρίψει. Όμως ο Γιάννης εντυπωσιάζεται και αρχίζει την αναζήτηση του άγνωστου συγγραφέα. Αποσπάσματα του μη εκδοθέντος «Μπαρ Φλωμπέρ», που είχε εντυπωσιάσει τον Γιάννη Λουκά, παρεμβάλλονται στη δική του περιπέτεια αναζήτησης.  Μια αναζήτηση που τον φέρνει στη Βαρκελώνη, στη Φλωρεντία, στο Βερολίνο και τελικά σε χωριά της Αρκαδίας.
Γράφει ο ίδιος ο συγγραφέας στο επίμετρο του βιβλίου του: «Ένας σκοτεινός σαγηνευτικός άντρας, ένας νεότερος άντρας σε περίοδο κρίσης, ένας πίνακας του Πουσέν, οι τέσσερις Ευαγγελιστές, το ευρωπαϊκό  τοπίο του τέλους του 20ου αιώνα, οι μπιτ, ο Γκαουντί, η αρχιτεκτονική, ο Φασμπίντερ, τα έντυπα της εποχής, το πατρικό πρότυπο, η σαγήνη του αρσενικού, η σαγήνη του θηλυκού, ο φόβος του ν’ αγαπηθείς, η απόλυτη μοναξιά του ερωτευμένου. Αλλά και η αποξένωση, η αίσθηση του να είσαι ταυτόχρονα μέσα κι έξω απ’ τα πράγματα, η εξέλιξη της δομής του μυθιστορήματος, οι επάλληλες αφηγηματικές στρώσεις, το συγγραφικό μπλοκάρισμα, η αλληλοδιείσδυση μυθοπλασίας και πραγματικότητας.
Το ετερόκλητο αυτό υλικό άρχισε σταδιακά να μου επιβάλλεται. Του παραδόθηκα αμαχητί και του επέτρεψα να με οδηγήσει».
Γεμάτο με κωδικούς που πρέπει να αποκρυπτογραφήσει, όπως ο ίδιος ο τίτλος «Μπαρ Φλωμπέρ» ή το μότο του πρώτου κεφαλαίου: Oral-Mare-Even-Neat ή τα αρχικά Λ.Δ.Σ.Κ. Προς το τέλος σημαντικό ρόλο παίζει η περίφημη φράση από τον πίνακα του Πουσέν (17ος αι.) «Et in Arcadia ego», στην οποία φράση η παράλειψη του ρήματος επιτρέπει ποικίλες ερμηνείες. Και ακόμα μια λατινική φράση, «I TEGO ARCANA DEI», βάζει και τον πρωταγωνιστή και τον αναγνώστη στο δρόμο για την τελική λύση.
Κρυπτογραφήματα, αναγραμματισμοί, περιπέτεια, έρωτας και πάνω απ’ όλα η ατμόσφαιρα των τριών πόλεων, της Βαρκελώνης, της Φλωρεντίας και του Βερολίνου συνθέτουν ένα γοητευτικό αποτέλεσμα. Προπάντων για όποιον έχει γνωρίσει τις τρεις αυτές πόλεις ή τα χωριά  της Αρκαδίας, είναι σαν να ξαναβρίσκεται σε οικείο περιβάλλον. Τις φαντάζεται, περιπλανιέται μαζί με τον συγγραφέα σε μια αναζήτηση. Του άλλου άραγε ή και του ίδιου του εαυτού μας;

Κυριακή, Οκτωβρίου 28, 2012

Καβαφικοί φόνοι

Φαίνεται ότι έγινε μόδα να εμπνέονται οι συγγραφείς αστυνομικών μυθιστορημάτων από τη λογοτεχνία. Δεν εξηγείται αλλιώς το ότι σε σύντομο διάστημα κυκλοφόρησαν δύο τέτοια μυθιστορήματα. Πρώτα το μυθιστόρημα του Κυριάκου Μαργαρίτη "Στον ίσκιο των σκοτωμένων κοριτσιών" (Ψυχογιός) στηριγμένο στη "Φόνισσα" και στο "Έγκλημα και τιμωρία", και τώρα κυκλοφορεί το επίσης αστυνομικό του Θοδωρή Παπαθεοδώρου "Καβαφικοί φόνοι" (Ψυχογιός, 2012) εμπνευσμένο από τον Καβάφη.
Το μυθιστόρημα του Μαργαρίτη ήταν πιο συμπυκνωμένο και ως ένα βαθμό πιο πειστικό για τα αίτια των δολοφονιών και τον τρόπο εξιχνίασής τους. Διερωτώμαι γιατί ο Παπαθεοδώρου χρειάστηκε 514 σελίδες (ηλεκτρονικά 597) για να ολοκληρώσει το έργο του. Ίσως ήταν η προσπάθειά του να εντάξει όσο πιο πολλούς Καβαφικούς στίχους μπορούσε.
Η υπόθεση είναι εν συντομία η εξής: Ένας αποτυχημένος και κυνικός ιδιωτικός ντετέκτιβ, ο Νίκος Μάντης, αφού είχε ζήσει χρόνια στην Αμερική, ανοίγει στην Αθήνα ένα γραφείο ερευνών με μηδαμινή πελατεία. Μια μέρα όμως ένα e-mail του προτείνει 20.000 ευρώ για να εξιχνιάσει μια δολοφονία και του καταθέτει ως προκαταβολή 2.000 ευρώ. Φυσικά αποδέχεται.. Το θύμα, μια 98χρονη εκκεντρική και πάμπλουτη πρώην πόρνη, βρέθηκε νεκρή. Όργανο του φόνου ήταν ένα χρυσό αιγυπτιακό ξίφος, που στη λαβή του είχε τη μορφή της Κλεοπάτρας. Στο χέρι της βρέθηκε επίσης ένα φωτοτυπημένο αντίγραφο του ποιήματος του Καβάφη "Πόλις", με τις μουντζούρες, τις διαγραφές, τα συνθηματικά αρχικά που ο Καβάφης συνήθιζε να βάζει στα πρόχειρά του, πριν τους δώσει την τελική μορφή. Στον τοίχο, στο πλαίσιο ενός κάδρου, ήταν ένα άλλο ποίημα, το "Αλεξανδρινοί βασιλείς".
Θα ακολουθήσουν αρκετοί άλλοι φόνοι (νομίζω επτά) και κάθε φορά ένα διαφορετικό καβαφικό ποίημα συνοδεύει το νεκρό. Εκτός από τα ποιήματα, πολλοί άλλοι στίχοι κυκλοφορούν στο βιβλίο, κυρίως όπως τους αναφέρει ένας πρώην καθηγητής στην Οξφόρδη, μελετητής του Καβάφη, τη βοήθεια του οποίου ζητά ο Μάντης για να εξιχνιάσει τις δολοφονίες.
Ενώ ο Παπαθεοδώρου που γνωρίσαμε τόσο διαφορετικό στην τετραλογία "Οι καιροί της μνήμης" είχε μια καλή ιδέα στην οποία να στηριχτεί, έμπλεξε τόσα πρόσωπα, τόσες υποθέσεις που ο αναγνώστης χάνεται μέσα στο λαβύρινθο της αφήγησης. Ο ντετέκτιβ εμφανίζεται εντελώς αδαής, κάνει διαρκώς καλαμπούρια, όχι πάντοτε επιτυχημένα και εκφράζεται με μια γλώσσα που προσιδιάζει στους σκληρούς του υποκόσμου.  Και κανένας λόγος νομίζω δεν υπάρχει να καταφεύγει ο συγγραφέας τόσο συχνά σε παρομοιώσεις, κάποτε εξεζητημένες.
Στο έργο, που διαδραματίζεται στην Αθήνα κυρίως και εν μέρει στην Αλεξάνδρεια, κυκλοφορεί πολλή ομοφυλοφιλία, που κάποια στιγμή επισημαίνεται και στο ίδιο το βιβλίο. Υπάρχουν επίσης γεγονότα που δεν σχετίζονται άμεσα με το κεντρικό θέμα, όπως για παράαδειγμα ο παράλυτος και εντελώς ακίνητος αδελφός του Μάντη που νοσηλεύται σε μια κλινική ή η αντικατάσταση μιας αγιογραφίας από το μοναστήρι του όρους Σινά, με αντίγρφαφο από έναν αρχαιοκάπηλο. Έστω κι αν αυτός δολοφονείται, η δολοφονία του δεν σχετίζεται με την αρχαιοκαπηλία.
Αν και στην αρχή το μυθιστόρημα κινεί το ενδιαφέρον, γίνεται στη συνέχεια δαιδαλώδες και κουραστικό. Ας διαβάσουμε καλύτερα απευθείας τον Καβάφη!

Σάββατο, Οκτωβρίου 20, 2012

Οδός Μπριτάννια, αριθμός 22

Ένα καλογραμμένο βιβλίο δεν σημαίνει πάντα ότι είναι και ένα καλό λογοτεχνικό βιβλίο. Αυτό αισθάνθηκα διαβάζοντας το μυθιστόρημα της Αμάντα Χότζκινσον  "Οδός Μπριτάννια, αριθμός 22" (Πατάκης, 2012, μετ. Μυρτώ Καλοφωλιά), το πρώτο της, όπως μας πληροφορεί το βιογραφικό της. Είναι ένα αξιοπρεπές, θα έλεγα, βιβλίο, ένα αγγλικό ευπώλητο, ίσως κάπως καλύτερο από τα αντίστοιχα δικά μας.
Το μυθιστόρημα μετεωρίζεται ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν. Το παρόν είναι το 1946 και το παρελθόν τα έξι χρόνια που μεσολάβησαν από την έναρξη ως το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ένα νέο ερωτευμένο ζευγάρι, ο Γιάνους και η Σιλβάνα, που ζουν στην Πολωνία, χωρίζονται από  τον πόλεμο. Εκείνος φεύγει για να καταταγεί, όμως διάφορες συγκυρίες τον αποκόπτουν από τη μονάδα του, ουσιαστικά λιποτακτεί κι έπειτα από αρκετές περιπέτειες κατορθώνει να φτάσει στη Γαλλία και από εκεί στην Αγγλία, όπου και παίρνει μέρος στον πόλεμο.
Η Σιλβάνα, μόνη με τον δεκατεσσάρων μηνών γιο τους, υφίσταται βιασμό από ένα Γερμανό στρατιώτη και προσπαθεί να φύγει από την κατειλημμένη Βαρσοβία. Για έξι χρόνια θα περιπλαηνθεί στα δάση, θα βρει ανθρώπους που θα τη βοηθήσουν, άλλους που θα την εκμεταλλευτούν, αλλά ουσιαστικά έμαθε να επιβιώνει μόνη με το γιο της μέσα στο δάσος.
Όταν ο πόλεμος τελειώνει, ο Γιάνους που έχει εγκατασταθεί στο Ίπσουιτς, αναζητά, βρίσκει τη Σιλβάνα, η οποία και φτάνει στην Αγγλία με το γιο της. Προσπαθούν να γεφυρώσουν το χάσμα των έξι χρόνων. Δεν είναι πια οι ίδιοι άνθρωποι που είχαν χωρίσει πριν από έξι χρόνια. Ο καθένας κάτι έχει να κρύψει από τον άλλον. Θα περάσουν πολλές δυσκολίες ωσότου προσαρμοστούν στην καινούρια ζωή, αλλά τελικά το βιβλίο έχει ένα "happy end".
Η συγγραφέας δεν ακολουθεί μια εθύγραμμη αφήγηση. Τα κεφάλαια εναλλάσσονται ανάμεσα στο Ίπσουιτς του παρόντος και τα κεφάλαια "Γιάνους" και "Σιλβάνα", όπου περιγράφεται η ξεχωριστή ζωή που έζησε ο καθένας.
Η επιτυχία του βιβλίου σε Αγγλία και Αμερική και η ταυτόχρονη μετάφρασή του σε δέκα γλώσσες δεν στοιχειοθεεί κατ' ανάγκη κα τη λογοτεχνική του αξία.

Σάββατο, Οκτωβρίου 13, 2012

Ο αναγνώστης του Σαββατοκύριακου

"Είδος δοκιμιακού μυθιστορήματος με θέμα τη λογοτεχνία". Δεν νομίζω ότι μπορούσε να βρεθεί καταλληλότερος προσδιορισμός του είδους του βιβλίου του Δημήτρη Φύσα "Ο αναγνώστης του Σαββατοκύριακου" (Εστία, 2012). Ένα μυθιστόρημα που διαδραματίζετται στην Αθήνα του 2004-2005 και που δεν μπορεί παρά να αρέσει σε κάθε εραστή της λογοτεχνίας.
Μια νέα κοπέλα, η Βάλια Σουρμελή, ιδιωτική υπάλληλος, βλέπει τυχαία σε μια ιστοσελίδα μια αγγελία με  την οποία ζητείται αναγνώστρια για ανάγνωση λογοτεχνίας. Παρ' όλο που η σχέση της με τη λογοτεχνία είναι από μηδαμινή έως ανύπαρκτη, ανταποκρίνεται στην αγγελία, για να αυξήσει το εισόδημά της, δηλώνοντας ότι διαθέτει μόνο τα απογεύματα. 
Η ανάγνωση αφορά μια μεσήλικη γυναίκα, τη Λόρα Μπραΐμη, πολύ πλούσια, πολύ καλλιεργημένη, που ζει σ' ένα αρχοντικό στην Πολιτεία, που είχε χάσει την όρασή της σ' ένα δυστύχημα στο μετρό του Λονδίνου. Σύντομα η Βάλια παραιτείται από την πρωινή εργασία και εργοδοτείται ως αναγνώστρια για όλη τη βδομάδα, διαβάζοντας πρωί και απόγευμα, από Δευτέρα έως Παρασκευή.
Η Λόρα Μπραΐμη που δεν έχει συγγενείς (ο άντρας είχε πεθάνει κι ένας αδελφός βρίσκεται στην Αμερική) θεωρεί σχεδόν σαν οικογένειά της το υπηρετικό προσωπικό, επικεφαλής του οποίου είναι ο 78χρονος Ρόμπερτ, ένα είδος μπάτλερ. Γι' αυτό και στο γεύμα που ακολουθεί την ανάγνωση παρακάθονται όλοι και συζητιούνται ποικίλα λογοτεχνικά θέματα. 
Το πρώτο δοκιμαστικό κείμενο που διαβάζει η Βάλια είναι από την "Πανούκλα" του Αλμπέρ Καμί, για τον οποίο βέβαια η Βάλια δεν είχε ιδέα. Θα ακολουθήσουν πολλά άλλα βιβλία και συζητήσεις γύρω από τη λογοτεχνία. Εκτός από τα βιβλία που διαβάζει η αναγνώστρια, αποσπάσματα των οποίων παρατίθενται στο βιβλίο (Βαλτινός, Καβάφης, Καρυωτάκης, Ροΐδςης, Ρέιμοντ Τσάντλερ κ. ά) αναφέρονται πλήθος άλλα βιβλία, συγγραφείς, λογοτεχνικοί ήρωες και θέματα σχετικά με τη λογοτεχνία. 
Η Βάλια, η ανίδεη της λογοτεχνίας, παρασύρεται σιγά-σιγά. Ανακαλύπτει τη χαρά του διαβάσματος, αγοράζει βιβλία, διαβάζει και μόνη της. Επιπλέον η λογοτεχνία ασκεί επίδραση και σε άλλους τομείς της ζωής της π.χ. στο είδος της μουσικής που της αρέσει ή στην εξωτερική της εμφάνιση. Την απασχολεί όμως η αυστηρή απαγόρευση να πλησιάσει τη βίλα έστω κι από μακριά, τα Σαββατοκύριακα, στοχείο που χρησιμεύει για προώθηση του μύθου αλλά και δικαιολογεί τον τίτλο του βιβλίου.
Η μεγάλη πρωτοτυπία του μυθιστορήματος του  Φύσα έγκειται σε κάτι που δικαιολογεί το χαρακτηρισμό "δοκιμιακό μυθιστόρημα". Ο συγγραφέας-αφηγητής σε εκτενείς παρεκβάσεις διατυπώνει θέσεις και απόψεις που αφορούν τη λογοτεχνία. Για παράδειγμα, γιατί κατά κανόνα το ελληνικό δημόσιο σχολείο δεν εκπαιδεύει τα παιδιά στην απόλαυση της λογοτεχνίας, ειρωνεύεται τα ευπώλητα, τις ζωντανές παρουσιάσεις βιβλίων, τις σχολές δημιουργικής γραφής. Υπάρχει επίσης μια ασφαλώς υποκειμενική αξιολόγηση πεζογράφων και ποιητών. Π.χ. θεωρεί τον Ροΐδη ως τον σημαντικότερο νεοέλληνα πεζογράφο, "Το τέλος της μικρής μας πόλης" του Δημήτρη Χατζή "ίσως την καλύτερη συλλογή νεοελληνικών διηγημάτων" κ.λπ.
Το μειονέκτημα του βιβλίου κατά την άποψή μου είναι η υπερβολική παρεμβολή  του συγγραφέα,. όχι τόσο σχετικά με τις απόψεις του πάνω σε ποικίλα λογοτεχνικά θέματα, όσο για την παρέμβασή του στο ίδιο το μυθιστόρημα, στην αυτοαναφορικότητα. Αν και ίσως χρησιμεύουν ως ειρωνεία για τη συγγραφή γενικά, εντούτοις είναι ενοχλητική η συχνή παρεμβολή τους.
Γενικά όμως πιστεύω πως είναι ένα βιβλίο που θα αρέσει στους παθιασμένους με την "άκακη λόξα που λέγεται λογοτεχνία".

Σάββατο, Οκτωβρίου 06, 2012

Κράτα μου το χέρι

Το όνομα (Δημήτρης Μαμαλούκας) του οποίου "Η χαμένη βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα" πολύ μου είχε αρέσει, επιπλέον η ηλεκτρονική διάθεσή του τελευταίου του βιβλίου "Κράτα μου το χέρι" (Ψυχογιός, 2012), ήταν οι λόγοι που με έκαναν να το αγοράσω. Βεβαίως δεν φτάνει τη "Χαμένη βιβλιοθήκη...", αλλά είναι ένα σύντομο, ενδιαφέρον κείμενο, χωρίς πολλή δράση, πιο πολύ με εσωτερικότητα.
Ένας συγγραφέας, που ως το τέλος παραμένει ανώνυμος, φτάνει σε μια πόλη που κι αυτή δεν κατονομάζεται. Άλλωστε, κανένα από τα λιγοστά πρόσωπα που εμφανίζονται στο μυθιστόρημα δεν έχει όνομα. Είναι ο μπαρίστας, ο θυρωρός, το κορίτσι κ.λπ. Ο συγγραφέας θέλει να απομονωθεί για να γράψει το βιβλίο του. Η περιγραφή της πόλης μας εισάγει αμέσως στο σκοτεινό περιβάλλον του βιβλίου: "Γερασμένα κτίρια, κλειστέςς ξύλινες πόρτες, χαμηλές στοές, σκουριασμένα κάγκελα, μερικά λουλούδια να κρέμονται από στενά μπαλκόνια, θαμπές βιτρίνες γεμάτες νεκρά έντομα, παγωμένα πεζοδρόμια γεμάτα αποτσίγαρα, σκουπίδια γύρω από του κάδους, άστεγοι και πένητες να τριγυρίζουν χωρίς σκοπό".
Τα πενιχρά οικονομικά του τον αναγκάζουν να δεχτεί ένα άθλιο δωμάτιο που βρίσκεται στο βάθος μιας πολυτελέστατης πολυκατοικίας, από την κύρια είσοδο της οποίας δεν μπορεί βεβαίως να μπαίνει. Επιπλέον,το άθλιο αυτό δωμάτιο  βρίσκεται πίσω από ένα σινεμά, του οποίου ο θόρυβος των προβολών θα αναγκάσει τον συγγραφέα να τριγυρίζει όλο το βράδυ στην πόλη ώσπου να τελειώσουν οι προβολές.
Παρακολουθούμε τον αγώνα του συγγραφέα που παλεύει, εκτός από όλες τις αντίξοες συνθήκες και με την έμπνευσή του. Άλλοτε δεν μορεί να γράψει ούτε γραμμή και άλλοτε κατακλύζεται από ιδέες. Η σκέψη της αυτοκτονίας πάει κι έρχεται. Στο τριγύρισμά του στην πόλη συναντά ένα κορίτσι με αξιολύπητη εμφάνιση, το οποίο είναι φανερό ότι κάποιοι εκμεταλλεύονται. Διαφημιστικές πινακίδες που βλέπει με τις επιγραφές "Κράτα μου το χέρι" ή "Σφίξε μου το χέρι" τον οδηγούν στη σκέψη ότι πρέπει να σώσει το κορίτσι, αλλά το τέλος είναι φυσικά απρόοπτο και ανατρεπτικό.
Είναι σκηνές στο βιβλίο του Μαμαλούκα που με την αδιέξοδη περιπλάνηση του ήρωά του στο κτίριο, θυμίζουν τη "Δίκη" του Κάφκα κι άλλες στιγμές που φέρνουν στο νου τις υπερφυσικές λύσεις που κάποτε επινοεί η Δάφνη ντι Μωριέ (Μετά τα μεσάνυχτα).
Το μυθιστόρημα του Μαμαλούκα δεν εγκαταλείπει την αστυνομική χροιά, καθώς ο αναγνώστης προχωρεί με την περιέργεια να δει πού θα οδηγήσει κάθε σκηνή. Εμπλέκονται όμως και άλλα θέματα, όπως η αγωνία του συγγραφέα ή η ιδέα ότι αυτός μπορεί να σώσει τον κόσμο, ακόμα η πάλη του καλού με το κακό.
Έχω την άποψη  πως θα πρέπει να δούμε κάπως συμβολικά αυτό το μυθιστόρημα, που οπωσδήποτε διαβάζεται με ενδιαφέρον.

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 29, 2012

Για την αγάπη της Γεωμετρίας

Αν κάποιος που αγαπά τη μαθηματική λογοτεχνία, παρασυρμένος από τον τίτλο, αγοράσει το τελευταίο αυτό βιβλίο της Σώτης Τριανταφύλλου, "Για την αγάπη της γεωμετρίας" (Πατάκης 2011) σίγουρα θα απογοητευτεί. Δεν βρίσκω να υπάρχει ουσιώδης σχέση μεταξύ τίτλου και περιεχομένου.
Η δεκαεξάχρονη, όταν αρχίζει το βιβλίο Ανατολή, αγαπά τα Μαθηματικά και ειδικά τη Γεωμετρία και αυτά επανέρχονται πότε-πότε στο βιβλίο, αλλά δεν συνδέονται ουσιωδώς με το μυθιστόρημα, ούτε αυτά διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο, όπως θα ανέμενε κανείς.
Η Ανατολή ανήκει σε μια μεγαλοαστική οικογένεια της Αθήνας του 1971. Δικηγόρος ο πατέρας, αλλά δηλωσίας, συντηριτικός, αυταρχικός, βίαιος, δεν διστάζει να χτυπά τη γυναίκα του και την κόρη του. Ένας μικρότερος αδελφός της Ανατολής, ο Τόυ, παύει να μιλά όταν γίνεται μάρτυρας μιας τέτοιας βίαιης σκηνής. Ζουν σ' ένα πεντάρι πίσω από το Χίλτον, διαθέτουν εξοχικό στην Ανάβυσσο, έχουν υπηρεσία καθώς και Αγγλίδα γκουβερνάντα που τους διδάσκει κατ' οίκον. Η Ανατολή ανυπόταχτη, απείθαρχη, ζώντας έξω από κάθε συμβατικότητα, κάποτε κλέβει το αυτοκίνητο του πατέρας της, μια φορά κάνει απόπειρα αυτοκτονίας, αλλά δεν κατάλαβα γιατί εύχεται να πεθάνει η μάνα της και αλλού η γιαγιά της!
Εκτός από τα Μαθηματικά πιο πολύ εκφράζεται ένα άλλο πάθος της Ανατολής, το ροκ, το τουίστ, τα σχετικά τραγούδια και συγκροτήματα, τόσο που ο αναγνώστης αισθάνεται να σκοντάφτει καθώς διαβάζει.
Ένας κύκλος συγγενών, θείων και άλλων γνωστών αποτελούν τον κύκλο της οικογένειας. Εισαγωγείς, βιομήχανοι, έμποροι, απορείς τι τους κάνει (εκτός από ένα θείο που είναι γνήσια κομμουνιστής), να είναι αριστεροί ή σοβιετόφιλοι.
Περνούν πολλές σελίδες για να ξανασυναντήσουμε τα Μαθηματικά, τα οποία ήθελε να σπουδάσει, αλλά αποτυγχάνει να μπει στη σχετική σχολή, όταν ο πατέρας της τη χτυπά και την εξευτελίζει δημόσια την ημέρα των εισαγωγικών. Διαβάζει μόνη της και ως αυτοδίδακτη κατορθώνει να πάρει χρυσό μετάλλιο σε Ολυμπιάδα Μαθηματικών, Την καλούν στην Αμερική , μιλά και εντυπωσιάζει ένα πολυπληθές ακροατήριο Πανεπιστημίου.
Ως προς την ερωτική της ζωή, συνδέεται στενά με ένα παιδικό φίλο, τον Παύλο, αλλά όταν εκείνος φεύγει για σπουδές στο Λονδίνο, η Ανατολή παντρεύεται χωρίς πολλή σκέψη τον Γρηγόρη, ένα γνήσιο αριστερό, που περνά πολλές ώρες με τα σχετικά  στο κόμμα.
Το μυθιστόρημα φτάνει ως το 2000. Περνούν, βέβαια, εκτός από τη ζωή της ηρωίδας που μιλά άλλοτε σε πρώτο και άλλοτε σε τρίτο πρόσωπο, πολλά γεγονότα της εποχής, η χούντα, ο εμφύλιος, η διάσπαση του Κ.Κ.Ε. αλλά όλα αυτά απλώς ως φόντο στην ιστορία της.
Το βιβλίο διαβάζεται με ενδιαφέρον γιατί η Τριανταφύλλου ξέρει να γράφει, στο τέλος όμως διερωτάται κανείς γιατί το έγραψε. Μοιάζει σαν παραλλαγή του δικού της  βιβλίου "Ο χρόνος πάλι".
Τέλος, βρίσκω κάπως αλαζονική την προμετωπίδα του βιβλίου: "Για όσους με συμπαθούν:να με πάλι. Για όσους με αντιπαθούν:να με πάλι".
Οι πραγματικοί βιβλιόφιλοι δεν κρίνουν τα βιβλία με το αν συμπαθούν ή αντιπαθούν κάποιον. Βιβλία του ίδιου συγγραφέα άλλα μπορεί να αρέσουν και άλλα όχι .


Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 24, 2012

Ο κόσμος των παιδιών στο έργο του Αλ. Παπαδιαμάντη



Γ. Χατζηκωστής

Ο κόσμος των παιδιών στο έργο του Αλ. Παπαδιαμάντη
Λευκωσία 2012

Το 2011 συμπληρώθηκαν 160 χρόνια από τη γέννηση του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και 100 χρόνια από το θάνατό του. Κι όμως, όπως πολύ σωστά σημειώνει επιλογικά στο βιβλίο του ο Γιώργος Χατζηκωστής, «Η παρέλευση εκατό χρόνων από το θάνατο του συγγραφέα αφήνει αναλλοίωτη την αξία του έργου του, η οποία κατορθώνει να ξεπερνά τη ρευστότητα και την αβεβαιότητα του σήμερα, εθνική, κοινωνική, αισθητική, γλωσσική και άλλη και να παραμένει σταθερό σημείο αναφοράς για όσους, κατά τον ίδιο, εξακολουθούν να σωφρονούν».
Αφιερώματα περιοδικών, συνέδρια, μελέτες, μεταφράσεις, επανειλημμένες εκδόσεις, όχι μόνο σε έντυπη αλλά τώρα και σε ηλεκτρονική και ακουστική μορφή, επιβεβαιώνουν τη διαχρονική αξία του μεγάλου αυτού λογοτέχνη. Με μια πολύ πρόχειρη έρευνα, εντόπισα 199 βιβλία που σχετίζονται με τον Παπαδιαμάντη. Εκδόσεις των απάντων του, βιογραφίες, εκδόσεις μεμονωμένων διηγημάτων, εκδόσεις ομαδοποιημένων, όπως χριστουγεννιάτικα ή πρωτοχρονιάτικα διηγήματα. Πολύ πρόσφατα εκδόθηκαν από δυο διαφορετικούς εκδοτικούς οίκους συλλογές των ερωτικών του διηγημάτων: Ο ερωτικός Παπαδιαμάντης (Πατάκης 2010) και Να είχεν ο έρωτας σαΐτες (Μεταίχμιο 2010). Και τα δύο κυκλοφορούν και σε ηλεκτρονική μορφή.
Έγινε ακόμη απόπειρα και «μεταγλώττισης», που όμως δεν βρήκε ανταπόκριση. Ο Παπαδιαμάντης είναι άρρηκτα δεμένος με τη δική του, ιδιάζουσα γλωσσική διατύπωση. Η γλωσσική του έκφραση αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της γοητείας και της ανεπανάληπτης δημιουργίας του.
Πολλοί αγαπήσαμε τον Παπαδιαμάντη, αλλά λίγοι πιστεύω είναι αυτοί που έσκυψαν με αγάπη και προσοχή στο σύνολο του έργου του, πεζού, ποιητικού, δοκιμιακού και άλλου. Ένας απ’ αυτούς, ο Γιώργος Χατζηκωστής, ξαναδιάβασε μέσα στο 2011, όπως ο ίδιος ομολογεί, αργά και με προσοχή, το σύνολο των 2675 σελίδων του Παπαδιαμάντη, το έργο του οποίου είχε γνωρίσει και αγαπήσει ήδη από τα φοιτητικά του χρόνια. Αποτέλεσμα της καινούρια αυτής θεώρησης το ευσύνοπτο  βιβλίο στο οποίο απομόνωσε, καταγράφει και μας παρουσιάζει τον κόσμο των παιδιών, όπως αυτός εμφανίζεται στο έργο του Παπαδιαμάντη.
Αρχίζοντας στο πρώτο κεφάλαιο από διηγήματα του Παπαδιαμάντη, στα οποία ο ίδιος μας παρέχει στοιχεία της παιδικής του ηλικίας, προχωρεί σε άλλα 19 κεφάλαια και μας αποτυπώνει τον κόσμο των παιδιών της μακρινής εκείνης εποχής, που συχνά θα απορήσουμε πόσα κοινά στοιχεία θα βρούμε με την εποχή μας, παρ’ όλες τις διαφορετικές κοινωνικές συνθήκες. Τα παιδιά είναι πάντα παιδιά.
Η προκατάληψη για τα θηλυκά παιδιά, ορφανά παιδιά, υιοθετημένα, νόθα και έκθετα παιδιά, ασθένειες, θάνατοι και κηδείες παιδιών, υλικές συνθήκες της ζωής των παιδιών, φτώχεια, εξωτερική εμφάνιση, χαρακτήρες παιδιών, αταξίες, σκανταλιές, τιμωρίες, παιγνίδια, τα παιδιά στο σχολείο, είναι μόνο ελάχιστα από τα θέματα  που αφορούν στα παιδιά και  εξετάζονται και ταξινομούνται στα διάφορα κεφάλαια.
Το κυριότερο χαρακτηριστικό και η ιδιαιτερότητα του βιβλίου έγκειται στο ότι διαβάζοντάς το είναι σαν να διαβάζεις Παπαδιαμάντη. Η συμβολή του συγγραφέα περιορίζεται στην ομαδοποίηση των θεμάτων που αφορούν τα παιδιά και σε ελάχιστο κείμενο ως εισαγωγή ή ως σύντομο σχόλιο στην κάθε ενότητα. Θα μπορούσε η μελέτη αυτή να έχει άλλο χαρακτήρα. Αλλά εκ προθέσεως, σκοπίμως ο Γ. Χατζηκωστής αφήνει τον ίδιο τον συγγραφέα να μιλήσει, για να μη στερήσει «από τον αναγνώστη το κλίμα, την ατμόσφαιρα, τη γοητεία, τη μαγεία του Παπαδιαμάντη».
Τα επιλεγμένα αποσπάσματα μας μεταφέρουν για άλλη μια φορά στη μαγεία που δίνει η υψηλή τέχνη, έστω κι αν μέσα από το βιβλίο προβάλλουν οι σκληρές για τα παιδιά συνθήκες της εποχής εκείνης. Η φτώχεια, οι αρρώστιες, οι συχνοί θάνατοι παιδιών. Είναι σελίδες που μας προκαλούν μια αβάσταχτη θλίψη, αλλά και άλλες που μας κάνουν να χαμογελάμε με τις σκανταλιές των παιδιών, ειδικά με τη συμπεριφορά τους στο σχολείο. Συχνά αυτή η συμπεριφορά δεν διαφέρει από των σημερινών παιδιών, όπως για παράδειγμα όταν κάποιος προσπαθεί να υποβάλει στον εξεταζόμενο συμμαθητή τη σωστή απάντηση ή άλλος να αντιγράψει τη μετάφραση!
Τελικά, ένα βιβλίο για τον Παπαδιαμάντη που σε κάνει να θέλεις να  ξαναδιαβάσεις Παπαδιαμάντη.



Σάββατο, Σεπτεμβρίου 15, 2012

Η κινηματογραφική λέσχη

Όπως ο ίδιος ο  Ντέιβιντ Γκίλμουρ εξομολογείται στο τέλος του βιβλίου του ¨Η κινηματογραφική λέσχη" (Πατάκης 2011, μετ. Γιώργος Καλαμαντής), πρόκειται για ένα βιβλίο που αφορά την οικογένειά του, ειδικά τη σχέση  με το γιο του, για ένα χρονικό διάστημα.
Ο συγγραφέας και πρωτοπρόσωπος αφηγητής "αναπολεί με σχεδόν οδυνηρή νοσταλγία" τα τρία χρόνια που πέρασαν μαζί, εκείνος κι ο γιος του, ο Τζέσε. Ο Τζέσε, στη δευτέρα Λυκείου, όχι μόνο δεν έχει καμιά συμπάθεια για το σχολείο, αντιθέτως το αντιπαθεί και συχνά κάνει σκασιαρχείο. Ο πατέρας, που υπήρξε κινηματογραφικός κριτικός, έχει μια έμπνευση. Προτείνει στο γιο του να εγκαταλείψει το σχολείο, αν θέλει, με έναν όρο: Να βλέπουν μαζί τρεις ταινίες την εβδομάδα, τις οποίες θα διαλέγει ο πατέρας και να τις συζητούν. Ο νεαρός δέχεται και η κινηματογραφική μύηση αρχίζει.
Η πρώτη ταινία που βλέπουν είναι τα "400 χτυπήματα" (1959) του Φρανσουά Τρυφώ. Θα ακολουθήσει πληθώρα άλλων ταινιών στα τρία αυτά χρόνια. Μεταξύ άλλων, το "Βασικό ένστικτο" (1992), "Απιστίες κι αμαρτίες" (1989), "Πολίτης Κέιν" (1941), "Νύχτα της Ιγκουάνα" (1964), "Το λιμάνι της αγωνίας" (1954), "Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ" (1966), "Ασυμβίβαστη" (1985), "Ο Γίγας" (1956), "Ξεφάντωμα με τους Μπητλς (1964) και άλλες και άλλες, παλιές και καινούριες, κλασικές και αποτυχημένες.
Οι δυο τους συζητούν, κάποτε ο πατέρας κάνει μια σύντομη εισαγωγή. Δεν κρίνουν πάντα την ταινία στο σύνολό της, ούτε επικεντρώνονται στο μύθο, στην ιστορία. Μιλάνε για ηθοποιούς, κάποιους από τους οποίους δεν είχε καν ακούσει ο νεαρός, όπως ο Τζέιμς Ντιν, για σκηνοθέτες, για ερμηνείες, για στοιχεία του γυρίσματος των ταινιών, για σκηνές που αξίζει να ξαναδούν. Συχνά γίνεται λεπτομερής ανάλυση κάποιας σκηνής
Πολλά τμήματα του βιβλίου αφορούν γενικότερα τη σχέση πατέρα-γιου, συζητήσεις για άλλα θέματα, όπως η απογοήτευση του νεαρού, όταν τον εγκαταλείπει η κοπέλα του. Λέει ο Ντέιβιντ: "Οι ταινίες χρησίμευαν απλώς ως ευκαιρία να περνάμε κάποιο χρόνο μαζί, εκατοντάδες ώρες, όπως κι ένα μέσο για κάθε είδους συζητήσεις".
Πολλά άλλα λέγονται γύρω από την τέχνη του κινηματογράφου. Μια σκέψη μου θύμισε κάτι που ισχύει και για τα βιβλία. "Το να διαλέγεις ταινίες για ανθρώπους είναι επικίνδυνη δουλειά.  Οπότε, όταν συστήνεις ανεπιφύλακτα μια ταινία σε έναν φίλο, όταν λες "καταπληκτική, θα τη λατρέψεις", η εμπειρία γίνεται εμετική όταν συναντάς τον φίλο σου την επομένη και σου λέει με σηκωμένο φρύδι "Για πλάκα το έκανες;" (Ομολογώ ότι κάτι ανάλογο ένιωσα και για βιβλία)
Πολύ ενδιαφέρουσα η "εξέταση" στην οποία υποβάλλει ο πατέρας το γιο στο τέλος της τριετίας. Ερωτήσεις όπως "Μπορείς να μου αναφέρεις τρεις καινοτομίες που εμφανίστηκαν με το γαλλικό νέο κύμα;", ή "Μπορείς να μου πεις τρεις σκηνοθέτες του νέου κύματος;", ή "Ποια είναι η αγαπημένη σου σκηνή από τα "Πουλιά" του Χίτσκοκ; Γιατί;", ή "Ποιος ήταν ο διευθυντής φωτογραφίας που προτιμούσε ο Μπέργκμαν;" και άλλες ανάλογες ερωτήσεις. Και φυσικά ο νεαρός περνά τις "εξετάσεις", αποφασίζει μάλιστα να συνεχίσει το σχολείο.
Φυσικά, στο τέλος του βιβλίου δεν έχουμε "βιβλιογραφία", αλλά μια εκτενή "φιλμογραφία".
Δεν θα το έλεγα εξαιρετικό βιβλίο, διαβάζεται όμως ευχάριστα και πιστεύω οι κινηματογραφόφιλοι θα το βρουν ιδιαίτερα ενδιαφέρον.

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 07, 2012

Η χρονιά της μαγικής σκέψης


 Η ζωή αλλάζει γρήγορα.
Η ζωή αλλάζει κάθε στιγμή που περνάει.
Κάθεσαι για δείπνο κι η ζωή που ήξερες τελειώνει.

Δεν ξέρω αν κάποιος που δεν βίωσε παρόμοιες εμπειρίες απώλειας και πένθους μπορεί να εκτιμήσει όσο του αξίζει το εξαιρετικό αυτό βιβλίο της Τζόαν Ντίντιον, "Η χρονιά της μαγικής σκέψης" (Κέδρος 2011, μετ. και επίμετρο Ξένιας Μαυρομμάτη). Η Τζόαν Ντίντιον, Αμερικανίδα συγγραφέας, αρθρογράφος και σεναριογράφος και ο επίσης συγγραφέας σύζυγός της Τζον Γκρέγκορι Νταν, το βράδυ της 30ης Δεκεμβρίου 2003, μόλις είχαν γυρίσει από το νοσοκομείο, όπου επισκέφθηκαν τη βαριά άρρωστη κόρη τους. Εκείνη ετοίμαζε το δείπνο. Εκείνος διάβαζε και κάτι σχετικό έλεγε. Ξαφνικά σταμάτησε. Εκείνη γύρισε και τον είδε να σωριάζεται χάμω. Ήταν νεκρός.
Περίπου εννιά μήνες αργότερα, τον Οκτώβριο του 2004, η Τζόαν αρχίζει να γράφει αυτό το βιβλίο. Γράφει η ίδια στις πρώτες σελίδες:
"Το παρόν κείμενο είναι η απόπειρα να βγάλω νόημα από την περίοδο που ακολούθησε, τις εβδομάδες και κατόπιν τους μήνες που ξερίζωσαν όποια ακλόνητη ιδέα είχα ποτέ σχηματίσει για το θάνατο, για την αρρώστια, για την τύχη και τις πιθανότητες, για τη μοίρα την καλή και την κακή, για το γάμο και τα παιδιά και τη μνήμη, για το πένθος, για τους τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι χειρίζονται και δε χειρίζονται το γεγονός ότι η ζωή τελειώνει, για τη ρηχότητα της λογικής, για την ίδια τη ζωή".
Κι αυτό κάνει σ' ολόκληρο το βιβλίο. Τα σαράντα χρόνια του γάμου τους, η συγγραφική τους δουλειά, οι μετακομίσεις τους, τα ταξίδια τους, οι λεπτομέρειες της τελευταίας μέρας και των τελευταίων στιγμών που έζησαν μαζί, όλα περνούν και καταγράφονται σε μια προσπάθεια να ξεπεράσει τον πόνο της. Σ΄αυτή τη μακρά αφήγηση αναλογίζεται γιορτές, διακοπές, εντάσσει λογοτεχνικά κείμενα (εντυπωσιακή μια αναφορά στην τραγωδία του Ευριπίδη "Άλκηστις"), ιατρικές γνωματεύσεις, παιδικά τραγούδια, αναφορές σε φίλους. Με άλλα λόγια είναι η ενδιαφέρουσα εξιστόρηση μιας μακράς ευτυχισμένης ζωής, πάντα με άξονα τους όρους ζωή-θάνατος.
Καθετί που βλέπει της θυμίζει κάτι από την περασμένη της ζωή. Αποφεύγει να περάσει μπροστά από ένα κτήριο ή από ένα δρόμο ή να μείνει σ' ένα ξενοδοχείο που τα είχε συνδέσει με στιγμές ευτυχίας με το σύζυγό της.
Προβληματίζεται διαρκώς γύρω από το θέμα του θανάτου και του πένθους. Η παντοτινή απουσία, η μοναξιά είναι αφόρητη. "Και τι δε θα 'δινα να μπορούσα να συζητήσω οτιδήποτε με τον Τζον", γράφει. Και πόσο οδυνηρή είναι η συνειδητοποίηση του αμετάκλητου, του οριστικού γεγονότος. "Μου είναι δύσκολο να σκέφτομαι ότι τώρα είμαι χήρα. Θυμάμαι ότι δίστασα την πρώτη φορά που έπρεπε να σημειώσω το αντίστοιχο τετραγωνάκι στην "οικογενειακή κατάσταση" κάποιου εντύπου".
Δεν ξέρω αν με την παρουσίασή μου δίνω την εντύπωση ενός καταθλιπτικού βιβλίου. Όχι, δεν είναι καταθλιπτικό, έστω κι αν μιλάει για θάνατο. Είναι ένα βιβλίο προβληματισμού, αυτογνωσίας, κατάφασης της ζωής, ένα βιβλίο που ξεκινά σαν καταγραφή προσωπικών σκέψεων και συναισθημάτων, που είναι όμως διαχρονικά και πανανθρώπινα. Είναι η απάντηση της λογοτεχνίας στο φιλοσοφικό ερώτημα του θανάτου.

Σημ. Το πιο τραγικό είναι ότι 20 μήνες μετά το θάνατο του συζύγου πεθαίνει και η (υιοθετημένη) κόρη τους.

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 01, 2012

Ο κίτρινος στρατιώτης

Μου το είχε δανείσει μια φίλη μου. Για μέρες κειτόταν σ' ένα έπιπλο στην είσοδο του σπιτιού. Το έβλεπα μπαίνοντας, το έβλεπα βγαίνοντας, αλλά καθόλου δεν με ενέπνεε για να το αρχίσω. Αφενός γιατί το μοναδικό άλλο βιβλίο του Ανδρέα Μήτσου που είχα διαβάσει, "Ο κύριος Επισκοπάκης", κάθε άλλο παρά με είχε ενθουσιάσει. Και αφετέρου, γιατί η πρώτη φράση του οπισθοφύλλου "Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος", λειτουργούσε αποτρεπτικά. Πόσα βιβλία γι' αυτό τον πόλεμο, φτάνει πια, σκεφτόμουν.
Και ξαφνικά, μια μέρα βιβλιοστέρησης, το άρχισα. Και δεν μπορούσα να το αφήσω. Το τέλειωσα μέσα σε μια μέρα. Μου άρεσε. Μου άρεσε πολύ. Πιο πολύ απ' όλα με τράβηξε το ύφος. Κι άρχισα να αμφιβάλλω για την αξιοπιστία της περίφημης ρήσης του Μπυφόν, "το ύφος είναι ο άνθρωπος". Καμιά σχέση με τον "Κύριο Επισκοπάκη".
Το ύφος του Ανδρέα Μήτσου στον "Κίτρινο στρατιώτη" (Καστανιώτης, 2012) είναι τόσο συνταιριασμένο με τον απλοϊκό ήρωά του που ξεχνάς τον συγγραφέα. Μικροπερίοδος λόγος, παρατακτική σύνταξη, είναι σαν ν' ακούς να σου μιλά ένας ολίγον αφελής, πανέμορφος νεαρός, που από ένα ορεινό χωριό, βρίσκεται νεοσύλλεκτος να υπηρετεί στην παραμεθόριο του Έβρου. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος που ξεσπά  σε λίγο, θα τον οδηγήσει μέσω Τουρκίας στην Αίγυπτο, θα πολεμήσει στο Τομπρούκ, στο Ελ Αλαμέιν. Στην Αίγυπτο, στη μέση του πολέμου, θα γνωρίσει την πανέμορφη Τζαμίλα και μαζί της θα ζήσει έναν παράφορο έρωτα. Όμως ο έρωτας δεν θα τον εμποδίσει να φύγει για να συνεχίσει τον πόλεμο. Στην Ιταλία, στο Ρίμινι, θα ανδραγαθήσει, αλλά θα χάσει το ένα χέρι και μεγάλο μέρος του ποδιού του.
Όταν ο πόλεμος τελειώνει και γυρίζει στο χωριό του, βρίσκει τα πάντα αλλαγμένα. Τ' αδέλφια του, όλο το χωριό, τον είχαν για πεθαμένο, του είχαν κάνει τα μνημόσυνα, δεν τον αναγνωρίζουν. Όμως ο Γιάννος νιώθει ο ίδιος άνθρωπος που είχε φύγει πριν από χρόνια. Το ίδιο όμορφος, με τον ίδιο εσωτερικό εαυτό. Αλλά οι άνθρωποι και ο τόπος είχαν αλλάξει."Μόνο όποιος φεύγει, μόνο αυτός μένει γαντζωμένος στον παλιό του εαυτό. Στον παλιό χρόνο. Αυτό λέω σήμερα. Και μονάχα μακριά μένεις ανέγγιχτος. Στον ίδιο τόπο παραλλάσσεσαι, μέρα με τη μέρα. Γερνάς και,  καθώς μεγαλώνεις, σαπίζεις, χάνεις κι εσύ την αθωότητά σου. Την αφέλεια", παρατηρεί πολύ εύστοχα.
Στην Ελλάδα ο εμφύλιος έχει αρχίσει. Ο Γιάννος στέκεται απόμακρα, αν και έμμεσα θα επηρεαστεί και η δική του ζωή. Αυτή η αποστασιοποίηση του επιτρέπει να βλέπει τα πράγματα απ' έξω, πιο αντικειμενικά, σαν ένας ουδέτερος παρατηρητής. Κι έτσι  βλέπει ακόμα και τον πόλεμο στον οποίο συμμετείχε και ο ίδιος. Η φρίκη του πολέμου δίνεται μέσα από μικρές, ανθρώπινες στιγμές από τις οποίες κάποτε δεν λείπει το χιούμορ. Με την απλοϊκότητα της σκέψης και της έκφρασης, συχνά με ποιητικότητα, διατυπώνει απόψεις που μας σταματούν. "Ξένοι τόποι που τους δίναμε νόημα από τα ονόματα των νεκρών μας. Καρφωμένοι σταυροί μες το νεκροταφείο του μυαλού". ("ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας"-Σεφέρης).
Μια ωραία ποιητική εικόνα μας δίνει με το ξημέρωμα στην έρημο: "Να χαράζει ο ουρανός πάνω από την άμμο, μικρά ροζ συννεφάκια να φεύγουν βιαστικά, να σκάει απροσδόκητα ένας ήλιος τεράστιος, τόσο, που να θέλεις να σηκώσεις και τα δυο σου χέρια ψηλά να τον αρπάξεις μέσα στις χούφτες σου, και να νιώθεις τότε πανύψηλος, σαν να έχει χαμηλώσει ο ουρανός κι εσύ να φεύγεις, ν' απογειώνεσαι. Όποιος δεν έχει δει αυτή την εικόνα, όποιος δεν έχει ελαφρύνει τόσο, δεν έχει ζήσει, σκέφτηκα, κι αμέσως κοπήκανε τα ποδια μου από την αγωνία. "Θεέ μου, πόσα δεν έχω δει", ψιθύρισα. "Τίποτα δεν έχω δει ακόμα".
Άλλοτε πάλι κάποιες σκηνές έχουν στοιχεία μαγικού ρεαλισμού. Όταν, μικρός, με τον αδελφό του, συναντούν έναν άγνωστο ιερέα να λειτουργεί σε μια άδεια εκκλησία, πιστεύουν ότι είδαν έναν άγιο. Ή πάλι, σε μια άλλη σκηνή, όταν κινδυνεύει να κατασπαραχτεί από ένα κοπάδι λυσσασμένων σκυλιών, γράφει: "Σηκώθηκα όρθιος μπροστά τους κι έλαμπα στο πρώτο φως της αυγής. Ένας άγιος. Έφεγγα με φωτοστέφανο στο κεφάλι, πάνω στα ωραία μαλιά με τις σκάλες. Τα σκυλιά σχημάτισαν γρήγορα έναν κύκλο γύρω μου. Κανένα δεν χύμιξε να με κατασπαράξει. Έβαλαν την ουρά στα σκέλια  και έφυγαν βιαστικά, το ένα κατόπιν του άλλου. Σαν δαρμένα".
Γιατί πολεμάει αυτός ο αγνός, σχεδόν "σαλός", απλοϊκός άνθρωπος; Όταν, ενώ βρισκόταν στο στρατό του Έβρου, ο Μέραρχος τους ανακοινώνει την κατάρρευση του μετώπου και την υποδούλωση της Ελλάδας, λέει: "Επειδή, καθώς είπα, μερικές φορές ήμουνα αργός στη σκέψη και δεν τα καταλάβαινα τα μεγάλα, προσπαθούσα απεγνωσμένα, εκείνη τη στιγμή, να εννοήσω τι συνέβαινε. Τι σήμαινε πατρίδα, η Ελλάδα, για τον καθένα φαντάρο που σπάραζε βουβά γι' αυτήν δίπλα μου. Κι αφού δεν μπορούσα να το αντιληφθώ αυτό, πήρα κι εγώ έναν όρκο μέσα μου. Αυτή την πατρίδα, που δεν μπορώ να καταλάβω τι είναι, δεν θα την εγκαταλείψω ποτέ. Δεν θα την προδώσω". Κι αυτό θα κάνει όλη του τη ζωή. 
Το μόνο που με απογοήτευσε στο μυθιστόρημα του Μήτσου είναι ο επίλογος. Θα προτιμούσα να σταματήσει εκεί που ο ήρωας, χωρίς χέρι και με μισό πόδι, παρουσιάζεται με μια χειροβομβίδα στην επιτροπή που του έχει αρνηθεί τη σύνταξη, επειδή έχει αραβωνιαστεί μια κομμουνίστρια. Δεν θα 'θελα να ξέρω πως όλο αυτό που διάβασα ήταν η εξομολόγηση ενός γέρου κλεισμένου στο ψυχιατρείο.
Όμως, ακόμα κι έτσι, απόλαυσα ένα ωραίο μυθιστόρημα της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας.