Παρασκευή, Απριλίου 20, 2007

Θεανώ, η λύκαινα της Πόλης

Πόσο λυπάμαι, πραγματικά, όταν αφιερώσω χρόνο σ' ένα βιβλίο που δεν το άξιζε. Είναι τόσο πολλά τα βιβλία που αξίζει να διαβαστούν, ο χρόνος τόσο πολύτιμος, που είναι κρίμα να τον σπαταλάμε τόσο άδικα. Να μου πείτε, πώς να το ήξερα, όταν γνωστές μου μού το σύστησαν ανεπιφύλακτα; (Θα 'πρεπε βέβαια να το είχα υποψιαστεί, αλλά, ας είναι, τα παθήματα μαθήματα, αν και με τα βιβλία δεν είναι δύσκολο να την πάθεις ξανά...) Λοιπόν, η Θεανώ (της Λένας Μαντά, Ψυχογιός 2006) αρχίζει καλά, θα έλεγα. Ξεκινά το 1935, με κέντρο μια οικογένεια της Κωνσταντινούπολης, από την οποία και η ίδια η συγγραφέας κατάγεται. Δίνεται ωραία η ατμόσφαιρα της Πόλης και της εποχής, τα αυστηρά ήθη, οι σχέσεις των ανθρώπων, τα βάσανα των Ελλήνων, που εκεί που φαίνεται να ζουν ειρηνικά και αρμονικά, δέχονται το ένα πλήγμα μετά το άλλο. Παρακολουθώντας την πορεία των ηρώων της, μαθαίνουμε για ένα νόμο του 1942 (Varlik vergisi), κεφαλικό φόρο περιουσίας, που άλλους άφησε πάμπτωχους και άλλους εξόντωσε σε καταναγκαστικές εργασίες. Τα χρόνια περνούν, οι Έλληνες ξαναδημιουργούνται, παρακολουθούμε το μεγάλωμα της ηρωίδας, της Θεανώς, μιας πανέμορφης κοπέλας, και το γάμο της. Κράτησε όμως πολύ λίγο. Το 1955 καινούργια και πολύ πιο τρομακτικά γεγονότα ακολουθούν. Είναι τα γνωστά ως Σεπτεμβριανά, η φοβερή νύχτα που ο τουρκικός όχλος λεηλάτησε, έκαψε, σκότωσε, βίασε, με αφορμή το δικό μας ξεσηκωμό. Η Θεανώ, έγκυος, βιάζεται από 5 Τούρκους, χάνει το παιδί της, ενώ ο άντρας της σκοτώνεται μπροστά στα μάτια της. Τα γεγονότα αυτά θα την μεταβάλουν σε μια "λύκαινα". Γίνεται δυνατή, ώστε να συνεχίσει τη ζωή της, διατηρώντας το μαγαζί που είχε ο άντρας της, αλλά η ψυχή της είναι γεμάτη μίσος. Φτάνει στο σημείο να σκοτώσει με τα χέρια της ένα Τούρκο και, με τη βοήθεια ενός ξαδέρφου της, να τον θάψει στο υπόγειο του μαγαζιού της. Το 1964, με αφορμή και πάλι την Κύπρο, οι Τούρκοι εξαπολύουν νέο κύμα διωγμών, αυτή τη φορά πιο "πολιτισμένα". Διώχνουν όλους του Έλληνες υπηκόους, ανάμεσά τους και τη Θεανώ.
Αν το βιβλίο σταματούσε ως εδώ, δεν θα ήταν άσχημο, παρόλη την κοινοτοπία του θέματος, που το έχουμε διαβάσει (και δει, παράδειγμα η ωραία "Πολίτικη κουζίνα") αρκετές φορές. Από κει και πέρα όμως (και είναι το μεγαλύτερο μέρος) η Θεανώ έρχεται στην Αθήνα και καταφέρνει, με την τέχνη της μοδίστρας που ήξερε, να ορθοποδήσει. Αλλά, φευ, δεν της είναι αρκετό. Η λύκαινα ζει ακόμα μέσα της. Τελείως αδικαιολόγητα θέλει να εκδικηθεί τη γυναίκα που, όσο αυστηρή κι αν υπήρξε μαζί της, όσο κι αν την πρόσβαλε αποκαλώντας την "τουρκόσπορο", της έδωσε την ευκαιρία να δουλέψει και να αναδειχτεί στον οίκο μόδας που είχε. Κι όμως η Θεανώ τα φτιάχνει πρώτα με το γιο της, τον εγκαταλείπει, εκείνος το ρίχνει στο ποτό, για να τα φτιάξει μετά με τον σύζυγο της εργοδότριάς της, να μείνει έγκυος απ' αυτόν και μετά...να παντρευτεί το γιο του. Τρελά πράγματα. Το μισό περίπου βιβλίο (αυτό που διαδραματίζεται στην Αθήνα) είναι όλο διάλογοι και ερωτικές συναντήσεις. Είναι οι δεακετίες του 60 και 70, τίποτα όμως δεν μαθαίνουμε, τίποτα άλλο δεν συμβαίνει εκτός από τους έρωτες της Θεανώς, πότε με τον ένα, πότε με τον άλλο. Κάποια στιγμή η συγγραφέας θυμάται τη δικτατορία και την προσπερνά με μια παράγραφο. Τίποτα από το περιβάλλον της Αθήνας, τίποτα από την εποχή. Το δεύτερο μισό του βιβλίου είναι ένα σκέτο "¨Αρλεκιν". Θα εξομολογηθώ την αμαρτία μου: 'Εφτασα ως το τέλος μόνο πηδώντας διαλόγους και σελίδες!



Σάββατο, Απριλίου 14, 2007

Οι δυο ζωές του Θέμελη

Το καινούργιο μυθιστόρημα του Νίκου Θέμελη ("Μιά ζωή δυο ζωές", Κέδρος, 2007), παρόλη την απογοήτευση που προκάλεσε το προηγούμενό του ("Για μια συντροφιά ανάμεσά μας"), βρίσκεται ήδη στην κορυφή των ευπώλητων. Υπάρχει φαίνεται ένα κοινό, ανάμεσά τους κι εγώ, που σε κάθε νέο βιβλίο του αναζητεί τη μαγεία που του δημιούργησε η "Αναζήτηση" κι ας απογοητεύεται ολοένα και περισσότερο.
Το "Μια ζωή δυο ζωές" σηματοδοτεί μια εμφανή στροφή από το ιστορικό στο σύγχρονο, αστικό μυθιστόρημα, στο οποίο όμως ο Θέμελης δεν φαίνεται να τα καταφέρνει εξίσου καλά. Δεν λέω ότι δεν διαβάζεται εύκολα ή ευχάριστα ή με ενδιαφέρον. Αλλά...πολλά είναι τα "αλλά" μου. Το μυθιστόρημα αρχίζει με τον κεντρικό ήρωα, τον πανεπιστημιακό Οδυσσέα Πολίτη, να ετοιμάζει τα χαρτιά του για ένα συνέδριο στις Βρυξέλλες, στο οποίο πρόκειται να πάρει μέρος. "Α", είπα, "να επιτέλους ένα ελληνικό campus novel". Αλλά δυστυχώς, παρόλο ότι υπάρχει προς το τέλος του βιβλίου ένα ακόμη συνέδριο, παρόλο που πολλοί φίλοι του Πολίτη είναι πανεπιστημιακοί, το μυθιστόρημα πόρρω απέχει απ' αυτό που νόμισα στην αρχή. Σε λίγο, με αφορμή μια συνέντευξη που δίνει σ' ένα μεταπτυχιακό του φοιτητή, κάνει μια αναδρομή στη ζωή και στις ιδέες του. Αυτό το δέχομαι, δένει. Παρακάτω όμως, δυο πολυσέλιδες, φανταστικές αναδρομές στην παιδική και νεανική του ηλικία που φτάνουν ως... τη Σαμαρκάνδη και τον Ταμερλάνο, τις βρήκα εντελώς άσχετες, όσο κι αν προσπάθησα να καταλάβω τι σημαίνουν και γιατί παίρνουν τόση έκταση. Στις αναδρομές του περιλαμβάνεται και η ιστορία του θείου Αλέκου, εκπροσώπου της διωχθείσας αριστεράς, που γυρίζει από την εξορία κι όμως είναι το χειρότερο είδος που θα μπορούσε να φανταστεί κανείς. Κι εδώ πάλι μένει η απορία σε τι αποσκοπεί αυτή η "θρυμματισμένη προσωπικότητα".
Ο μεσήλικας Πολίτης, παντρεμένος εδώ και δώδεκα χρόνια σε δεύτερο γάμο με μια γιατρό, τη Μαρία, χωρίς παιδιά, φαίνεται να περνά μια κρίση ηλικίας. Στο ζευγάρι, παρόλο ότι φαινομενικά ζουν αρμονικά, υπάρχει μια "εύθραυστη ατμόσφαιρα". Ταιριάζουν σε πολλά, αλλά είναι έτοιμοι κάθε στιγμή να παρεξηγηθούν και να διαπληκτιστούν.
Στο συνέδριο ο Πολίτης γνωρίζει μια εντυπωσιακή, αρκετά νεότερη συνάδελφο, τη Ράνια. Η αμοιβαία έλξη δεν οδηγεί σε τίποτε άλλο πέραν από ένα δείπνο, μια μουσική που ακούνε στο μπαρ και μια συζήτηση περί ταυτότητας, ατομικής και συλλογικής. Θα ξανασυναντηθούν στο επόμενο συνέδριο που θα γίνει λίγες βδομάδες και...273 σελίδες αργότερα στη Βιέννη, οπότε και θα ενδώσουν σε μια παθιασμένη, ολιγοήμερη σχέση που, αφού τη συνεχίσουν για λίγο και στην Αθήνα, εκείνος θα αποφασίσει να διακόψει.
Όλ' αυτά συμβαίνουν λίγο πριν και λίγο μετά την πρωτοχρονιά του 2000. Η σύζυγός του, ο πιο στενός του φίλος, ο Άλκης, η γυναίκα, η κόρη του, άλλοι φίλοι και γνωστοί, πανεπιστημιακοί ή μεγαλοεπιχειρηματίες, μια κοινότητα αντιπροσωπευτική της μεγαλοαστικής τάξης της αθηναϊκής κοινωνίας, πλαισιώνουν τον κεντρικό ήρωα. Οι εορταστικές συγκεντρώσεις τους στην Αθήνα ή στα Ζαγοροχώρια όπου πάνε για τα Θεοφάνια, οι κουβέντες τους, οι οικογενειακές σχέσεις καταλαμβάνουν μεγάλο μέρος του βιβλίου. Στον επίλογο, μιλώντας για λίγο σε πρώτο πρόσωπο, ο καθηγητής θ' αποφασίσει να παραιτηθεί από το πανεπιστήμιο, να αρχίσει μια καινούργια ζωή, να χωρέσει, αν μπορεί, δυο ζωές μέσα σε μια ζωή.
Πολλά πράγματα σ' αυτό το μυθιστόρημα μοιάζουν ασύνδετα, κομμάτια που δεν δένουν μεταξύ τους, που δεν υπηρετούν μια βασική γραμμή. Εκτός από τις δυο φαντασιακές αναδρομές που ανέφερα, είναι ακόμα η ασυνεννοησία της νεαρής κόρης του φίλου του με τους γονείς της ως παρένθετη ιστορία, είναι και ο ξαφνικός θάνατος του φίλου του με υπονοούμενο κάποιας εξωσυζυγικής σχέσης που μένει όμως μετέωρη και αδιευκρίνιστη, η συνάντηση με μια ομάδα κυνηγών και η έκφραση...ζωοφιλίας και άλλα. Καμιά πρωτοτυπία στην τεχνική, μια ευθύγραμμη αφήγηση με κάποιες αναδρομές, κοινότοπες οι συζητήσεις περί ταυτότητας, περί του χρόνου, περί των "Ελληναράδων" κ.λπ. Όλα σ' αυτό το μυθιστόρημα είναι μια επιφάνεια και (να με συγχωρέσει ο Θέμελης αν κάνω λάθος) μια προσπάθεια να μας εντυπωσιάσει, άλλοτε με τις μουσικές του γνώσεις και προτιμήσεις (η συνεχής αναφορά μουσικών κομματιών είναι εξόχως διδακτική) και άλλοτε με τον κοσμοπολιτισμό του. Για παράδειγμα, ποια η ανάγκη απαρίθμησης όλων των διάσημων Καφέ που έχει επισκεφθεί (σ.124); (Παρέλειψε βέβαια μερικά, αλλά θα υπέπιπτα στο ίδιο σφάλμα αν του τα υπεδείκνυα!).
Και κάτι τελευταίο. Υπάρχει, κατά τη γνώμη μου, ένας λανθάνων φαλλοκρατισμός. Τον μεσήλικα καθηγητή είναι η νεαρή που τον κυνηγά, είναι εκείνη που του στέλλει συνεχώς μηνύματα και εκείνη διευθετεί, αν και δεν είναι καλεσμένη, να πάει στο συνέδριο της Βιέννης και, τέλος, εκείνος αποφασίζει να διακόψει. Ακόμα όμως, ενώ η γυναίκα του φαίνεται να έχει μια τρυφερή σχέση με ένα συνάδελφό της, ποτέ ο συγγραφέας δεν την παρουσιάζει να απιστεί στον άνδρα της. Αυτό ας το αφήσουμε ως προνόμιο και συγχωρητέο μόνο για τους άνδρες!
Αν όλα όσα ο Θέμελης αναφέρει στο βιβλίο του είναι η σημερινή Αθήνα, τότε ναι, έγραψε ένα επιτυχημένο μυθιστόρημα.


Τρίτη, Απριλίου 03, 2007

Η ονειρεμένη πατρίδα μου

Την Ιζαμπέλ Αλιέντε έπαψα να την παρακολουθώ μετά τα πρώτα δύο βιβλία της, όταν το τρίτο, την "Εύα Λούνα", δεν κατάφερα να το τελειώσω. Έτσι, με επιφύλαξη πήρα στα χέρια μου το βιβλίο της "Η ονειρεμένη πατρίδα μου" (Ωκεανίδα, 2004), που μια φίλη επέμενε να μου δανείσει. Και δεν το μετάνιωσα. Βιβλίο ενδιαφέρον τόσο για τη χώρα, τη Χιλή, όσο και για την ίδια τη συγγραφέα. Εν μέρει αυτοβιογραφία, εν μέρει πατριδογνωσία, με ύφος ανάλαφρο κι όταν ακόμα γράφει για τη δικτατορία του Πινοσέτ, συχνά με αυτοσαρκασμό και με την υπερβολή της γενίκευσης. Η γεωγραφία της χώρας, ο χαρακτήρας και οι συνήθειες του λαού, ταυτόχρονα τα δικά της παιδικά χρόνια, "το μαγεμένο σπίτι" που μας περιγράφει στο "Σπίτι των πνευμάτων" και που το γνώρισε μόνο μέσα από τις αφηγήσεις του παππού, ο χωρισμός των γονιών, η περιπλάνησή της σε άλλες χώρες, η τελική δική της εγκατάσταση στις Ηνωμένες Πολιτείες μαζί με το δεύτερο σύζυγό της, τα διαβάσματα, η λογοτεχνία και το γράψιμο, όλα σε συνάρτηση με μια χώρα που αγαπά, που δεν παύει όμως να βλέπει τα κουσούρια της και που, όπως λείπει καιρό απ' αυτήν, την περιγράφει πιο πολύ όπως την έχει πλάσει μες στο μυαλό της, όπως την ονειρεύεται, παρά όπως είναι.
Γραφή ελκυστική, καθόλου κουραστικό βιβλίο, που πέρα από τη γνωριμία μ' ένα λαό και μια συγγραφέα, σε κάνει να σκέφτεσαι πόσο τελικά μοιάζουμε όλοι οι άνθρωποι.


Τα χερουβείμ της μοκέτας

Η τεχνική του εσωτερικού μονολόγου μου είναι ιδιαίτερα προσφιλής ως λογοτεχνικός τρόπος γραφής. Ο συγγραφέας, ο παντογνώστης αφηγητής, δεν αφηγείται απλώς σε τρίτο πρόσωπο. Εισχωρεί ο ίδιος στη σκέψη και στη ψυχή του ήρωα ή της ηρωίδας του. Γράφει μεν σε τρίτο πρόσωπο, αλλά αποδίδει τη σκέψη και τα συναισθήματα σαν να είναι εκείνοι, οι ήρωές του που σκέφτονται. Η τεχνική αυτή, πιστεύω, είναι και ένας από τους λόγους που μου άρεσε τόσο το βιβλίο της Ελένης Γιαννακάκη (Εστία, 2006). Ολόκληρο το βιβλίο είναι ένας μονόλογος της Μαρίας, μιας 37χρονης οικοκυράς, και καλύπτει χρονικά μια μέρα, κατ' ακρίβειαν 18 ώρες, από το πρωί που ξυπνάει, ως τα μεσάνυχτα σχεδόν που κάνει το μπάνιο της πριν πάει για ύπνο, θυμίζοντάς μας έτσι άλλα έργα ανάλογης χρονικής διάρκειας ("24 ώρες από τη ζωή μιας γυναίκας" του Τσβάιχ, τον "Οδυσσέα" του Τζόυς κ.λπ.). Κι όμως, τα κοινά και σε άλλα έργα στοιχεία τεχνικής, ο εσωτερικός μονόλογος και η χρονική διάρκεια, αλλά ακόμα και το πολύ κοινό θέμα, η ζωή μιας νοικοκυράς, δεν καθιστούν καθόλου κοινό το βιβλίο της Γιαννακάκη. Είχα διαβάσει και το προηγούμενό της, "Περί ορέξεως και άλλων δεινών", αλλά "Τα χερουβείμ" είναι πολύ καλύτερο.
Μέσα από το μονόλογο της Μαρίας, μέσα από τις σκέψεις που ρέουν συνειρμικά, χωρίς χρονολογική σειρά, ενώ καθαρίζει, βάζει πλυντήριο, μαγειρεύει (σ' αυτό το τελευταίο είν' αλήθεια δεν δίνει και πολλή σημασία), περνάει παρελθόν και παρόν, η ζωή της, οικογενειακές σχέσεις, φιλίες, έρωτες...Μα και πάλι, ούτε αυτό θα ήταν αρκετό για να μας δημιουργήσει το ενδιαφέρον που μας προκαλεί, ώστε να μην αφήνουμε το βιβλίο πριν φτάσουμε στην τελευταία σελίδα. "Τα χερουβείμ" είναι συνάμα κι ένα ψυχολογικό θρίλλερ. Από την αρχή φαίνεται πως αυτή η συγκεκριμένη μέρα έχει κάτι το ξεχωριστό για την ηρωίδα, κάτι που αποκαλύπτεται αργά και έντεχνα από τη συγγραφέα. Μοιάζει σαν η Γιαννακάκη να κρατάει στα χέρια ένα δόλωμα κι εκεί που πλησιάζουμε να το αρπάξουμε, τραβάει το σπάγγο και το απομακρύνει κι εμείς, ανυπόμονοι να το γευτούμε, την ακολουθούμε ως το τέλος.
Η Μαρία είχε σπουδάσει αρχιτέκτονας, εργάστηκε πολύ λίγο ως σχεδιάστρια, παντρεύτηκε τον εργοδότη της αποσπώντας τον δόλια από τη γυναίκα του, σταμάτησε να δουλεύει, απόκτησε τρία παιδιά και αφοσιώθηκε στο σπίτι και στην οικογένεια. Αφοσιώθηκε, είναι τρόπος του λέγειν. Δεν έπαψε να έχει εραστές και η ανάμνηση του τελευταίου, που υπήρξε ο φιλόλογος και φροντιστής της κόρης της, στοιχειώνει τη σκέψη της αυτή τη μέρα, που ακριβώς ένα χρόνο πριν, εκείνος πέθανε.
Πολλοί είναι οι συμβολισμοί και οι προεκτάσεις που θα μπορούσαν να δοθούν στο μυθιστόρημα. Από τον τίτλο (όπου χερουβείμ είναι τα αγγελάκια-διακοσμητικά σχέδια της μοκέτας πάνω στην οποία η Μαρία έκανε έρωτα) ως την ψυχαναγκαστική μανία της με την καθαριότητα ("το 'φαγε το σπίτι με τα νύχια της", όπως της έλεγε ο άντρας της). Από τη σκέψη μου δεν φεύγει ένας λανθάνων συσχετισμός με τον "Αγάμέμνονα": μάνα και κόρη-λουτρό-φόνος.
Απ' τις μικρές αδυναμίες του βιβλίου θα έλεγα ότι είναι οι συχνές επισκέψεις της ηρωίδας στο μπάνιο και η περιγραφή της συχνουρίας της, καθώς και σε κάποια σημεία η εξονυχιστική περιγραφή του καθαρίσματος κάθε ρωγμής που κάποτε καταντά κουραστική.


Απουσία και διάβασμα


Η πολυήμερη απουσία από το μπλογκ δεν σημαίνει βέβαια και αποχή από το διάβασμα. Στο διάστημα από το προηγούμενο ποστ ως σήμερα διάβασα (μεταξύ άλλων) τη "Μεταμόρφωση" του Κάφκα και το "Θάνατος στη Βενετία" του Τόμας Μαν. Να μου πείτε τώρα; ε, τώρα, τι να κάνουμε, τώρα έτυχε, αλλά βέβαια δεν θα γράψω γι' αυτά.
Με την ευκαιρία θα ήθελα να αναφερθώ στις φτηνές εκδόσεις "γράμματα" του βιβλιοπωλείου της Πρωτοπορίας (στις οποίες και διάβασα τα δυο αυτά βιβλία). Μπορεί να μην είναι σπουδαίες ως εκδόσεις, όμως είναι βολικές για μεταφορά λόγω του μικρού τους σχήματος, και προσιτές οικονομικά λόγω τιμής. Έτσι, καθένας μπορεί με 2,5, 3 ή 5 ευρώ να έχει στη διάθεσή του κλασικά έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Ακολουθούν ποστ για δύο άλλα βιβλία.