Παρασκευή, Φεβρουαρίου 29, 2008

Π.Σ. Δέλτα, Αναμνήσεις 1921.

Δυο φορές στο παρελθόν είχα περάσει απ' έξω από το σπίτι της Πηνελόπης Δέλτα στην Κηφισιά. Ήθελα, αν και ήξερα ότι δεν επιτρεπόταν η είσοδος σ' αυτό, να δω έστω από μακριά το χώρο, το περιβάλλον, τους γύρο δρόμους, όπου έζησε και έγραψε αυτή η γυναίκα που υπήρξε για πολλούς της γενιάς μου ένας μύθος. Κι όταν πρόσφατα πληροφορήθηκα ότι επιτέλους άνοιξε για το κοινό ως τμήμα του μουσείου Μπενάκη, στο οποίο είχε κληροδοτηθεί από την κόρη της Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου, δεν έχασα την ευκαιρία.
Πιο πολύ, βέβαια, η φαντασία αναπλάθει ό,τι υπήρξε κάποτε αυτό το σπίτι. Ο κήπος είναι κάπως παραμελημένος, ο τάφος της δεν είναι πια εδώ, τίποτα από την τότε επίπλωση του σπιτιού δεν σώζεται. Η συγκίνηση όμως δεν παύει να είναι μεγάλη. Στον επάνω όροφο φιλοξενούνται τα αρχεία Μπενάκη, προσιτά σε κάθε μελετητή. Στο ισόγειο, εκτός από το πωλητήριο, σ' ένα μεγάλο δωμάτιο, έκθεση με ενθυμήματα σε μεταφέρει στην ατμόσφαιρα μιας άλλης εποχής. Δημοσιεύματα, πρώτες εκδόσεις των βιβλίων της, χειρόγραφά της, φωτογραφίες, το γενεαλογικό της δέντρο, σε κρατούν ώρα πολλή. Και τα μάτια βουρκώνουν καθώς διαβάζουμε το χειρόγραφο, αποχαιρετιστήριο σημείωμά της, πριν την αυτοκτονία: " 27 Απριλίου 1941. Παιδιά μου, ούτε παπά, ούτε κηδεία. Παραχώστε με σε μια γωνιά του κήπου, αλλά μόνο αφού βεβαιωθείτε ότι δε ζω πια. Σας φιλώ όλους με αγάπη. Φροντίστε τον πατέρα σας. Τον φιλώ σφιχτά. Π.Σ. Δέλτα".
Κανένα ανάγνωσμα δεν θα μπορούσε να είναι πιο ταιριαστό μετά απ' αυτή την επίσκεψη από το βιβλίο "Αναμνήσεις 1921", Επιμέλεια Αλ. Π. Ζάννας, Ερμής 2007 (Δ΄ ανατύπωση), δώρο της φίλης ekt. Για μέρες βυθίστηκα σ' αυτό τον περασμένο πια καιρό. Ξαναζωντάνεψαν και με συντρόφεψαν πρόσωπα νεκρά εδώ και χρόνια. Έζησα το δράμα που παίχτηκε στις ψυχές τους, προπάντων στην ψυχή Εκείνης, ταξίδεψα συνεπαρμένη στην ατμόσφαιρα μιας μακρινής εποχής.
Η Πηνελόπη Δέλτα αρχίζει να γράφει αυτές τις αναμνήσεις το 1921, απευθυνόμενη αρχικά στην κόρη της Σοφία και στο τέλος γενικά στα παιδιά της, λέγοντας πως "είναι ένα βήμα στην καλλιέργεια της ανθρωπότητος", γιατί μόνο ο πόνος καλλιεργεί κι εδώ υπάρχει πόνος "σχεδόν αφάνταστος". Γυρίζει με την ανάμνηση πίσω στο 1905, όταν στην Αλεξάνδρεια όπου ζούσε με τον άντρα και τις τρεις κόρες της, έρχεται ως υποπρόξενος ο Ίων Δραγούμης. Εκείνη είναι 31 χρονών κι εκείνος 26. Γνωρίζονται, συναντιώνται σε διάφορες εκδηλώσεις ή σπίτια γνωστών, μια ιδιαίτερη φιλία ανθίζει. Τους ενώνει μια ψυχική συγγένεια, αλλά και οι κοινές ιδέες και οραματισμοί, προπάντων για τον αγώνα του Ελληνισμού για την υπόδουλη Μακεδονία. Η φιλία δεν αργεί να γίνει έρωτας. Όταν της το εξομολογείται εκείνος και όταν εκείνη συνειδητοποιεί τα δικά της αισθήματα του ζητάει να φύγει. Πάνω απ' όλα για κείνην μετράει η τιμή, η αξιοπρέπεια, η οικογένεια. Πράγματι, εκείνος ζητά μετάθεση και φεύγει. Σε μια βδομάδα όμως εκείνη δεν αντέχει, πάει στους γονείς της στην Κηφισιά, με την ελπίδα να τον ξαναδεί. Μόνοι τους συναντώνται μόνο σε κάποια πρωινά ραντεβού (6 η ώρα το πρωί) σ' ένα δάσος από πεύκα στην Κηφισιά. Είναι ίσως οι μόνες ευτυχισμένες στιγμές που έζησαν οι δυο τους. Βλέπουν το αδιέξοδο στο οποίο βρίσκονται κι εκείνη αποφασίζει να αυτοκτονήσει. Το επιχειρεί δυο φορές, αλλά σώζεται. Ξαναγυρίζει στον άντρα της και στα παιδιά της, ενώ εκείνος πηγαίνει στο Δεδεαγάτς, όπου έχει μετατεθεί. Μα κανένας τους δεν μπορεί να ξεχάσει. Αλληλογραφούν, ανταλλάσσουν τα ημερολόγιά τους και στο βιβλίο διαβάζουμε πλήθος αποσπάσματα επιστολών ή ημερολογιακών εγγραφών. Η απόσταση που τους χωρίζει δεν καταλαγιάζει το πάθος και τον έρωτα, προπάντων εκείνης. Σε μια κρίση ειλικρίνειας ομολογεί στον άντρα της τον έρωτά της για τον Δραγούμη. Εκείνος αντιδρά, εξοργίζεται, της απαγορεύει να συνεχίσει να έχει οποιαδήποτε σχέση μαζί του, της επιβάλλει να ζητήσει να της επιστρέψει ο Δραγούμης όλα τα γράμματά της και να τα κάψει.
Το 1906 η οικογένεια Δέλτα βρίσκεται στην Ευρώπη: Ελβετία, Αγγλία, Γερμανία, τόσο για τις επιχειρήσεις τους όσο και για να τύχει θεραπείας η Πηνελόπη που πάντα αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας. Η αλληλογραφία με τον Δραγούμη συνεχίζεται, παρά την απαγόρευση. Κάποια στιγμή εκείνη ζητά από τον άντρα της διαζύγιο, πράγμα απαράδεχτο. Το τίμημα θα είναι να χάσει τα παιδιά της και οι γονείς της λένε πως προτιμούν να τη δουν νεκρή παρά να χωρίσει! Πόνος, θλίψη, αφάνταστο ψυχικό μαρτύριο δονούν την ταλαιπωρημένη της ψυχή. Στα 1908, ενώ βρίσκονται ακόμη στην Ευρώπη, η Δέλτα με τη συγκατάθεση του άντρα της συναντά για τελευταία φορά τον Δραγούμη στη Βιέννη. Διαπιστώνει ότι δεν μπορεί να εγκαταλείψει τα παιδιά της και γυρίζει οριστικά πια πίσω.
Περιέγραψα πολύ συνοπτικά και πολύ εξωτερικά τα γεγονότα των "Αναμνήσεων", αλλά νομίζω ότι αδικώ το βιβλίο και τους πρωταγωνιστές. Οι "Αναμνήσεις 1921" είναι βιβλίο εσωτερικό, βιβλίο σκέψεων και συναισθημάτων, είναι ο καθρέφτης μιας ψυχής βασανισμένης που μας ανοίγεται διάπλατα κι είναι στιγμές που ένιωθα ένοχη σαν να διάβαζα μια ξένη αλληλογραφία που η Δέλτα προόριζε μόνο για τα παιδιά της. Είναι γράμματα παθιασμένα, είναι σπαρακτικές ημερολογιακές εγγραφές, είναι το δράμα τριών ανθρώπων, του καλοσυνάτου, ευγενικού, μορφωμένου συζύγου της, που όμως δεν μπορούσε να την καταλάβει, του αισθαντικού, μοναξιασμένου, μελαγχολικού, κυριευμένου από την ιδέα του υπόδουλου Ελληνισμού Δραγούμη και προπάντων αυτής της ξεχωριστής γυναικείας φυσιογνωμίας που υπήρξε η Πηνελόπη Δέλτα. Είναι όμως και μια ολόκληρη εποχή, ζωντανεμένη με την απαράμιλλη γραφή της Δέλτα.


Βιβλιοφιλικό παιγνίδι

Παρόλο που δεν βρίσκω καμιά χρησιμότητα σ' αυτό το βιβλιοφιλικό παιγνίδι, εκτός ίσως από το να κυκλοφορήσουν στο διαδίκτυο τίτλοι βιβλίων, δεν μπορώ να αρνηθώ να συμμετάσχω, ανταποκρινόμενη στην πρόσκληση του αγαπητού librofilo (όπου μπορείτε να δείτε και τους κανόνες του παιγνιδιού).
Απλώνω λοιπόν το χέρι μου. Ποιο χέρι όμως; Αν απλώσω το δεξί πιάνω άλλο βιβλίο, παρά αν απλώσω το αριστερό! Τι να κάνω; Αποφασίζω υπέρ του δεξιού. Αγγίζω το βιβλίο της Jacqueline de Romilly "Τα ρόδα της μοναξιάς" (εκδ. Συνάψεις, 2007). Ανοίγω τη σ. 123:" Έστω κι έτσι όμως, συνεχίζει να μου προσφέρει καινούριες πάντα χαρές. Διαλέγω τυχαία μια μεριά, κάθομαι κατάχαμα για ν' αφομοιώσω καλύτερα τούτη τη ζωή και τούτο το φως, ανεβαίνω να δω αν απομένει ακόμη στο δεντροπερίβολο κανένα φρούτο που σώθηκε από τις κίσσες. Κάθομαι και πάλι στο πεζούλι της μεγάλης στέρνας μεταξύ δροσιάς και λιακάδας με τη σιωπηλή συντροφιά του νερού, όπου καθρεφτίζονται τα ψηλά δέντρα που τόσο αγαπούν οι σκίουροι".
Παραδίνω τη σκυτάλη και καλώ να συμμετάχουν στο παιγνίδι τους:
Mike
Ευαγγελία
Χριστίνα Παπαγγελή
Φοίβο από την Κύπρο
ekt

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 22, 2008

Το άλλο μισό μου πορτοκάλι

Λευτέρη Μαυρόπουλου, Το άλλο μισό μου πορτοκάλι, Ίνδικτος, 2007.
Χώρος: Αρχίζει από ένα χωριό της Ανατολικής Μακεδονίας, μετατοπίζεται στη Θεσσαλονίκη, για λίγο στην Άνδρο, ύστερα στην Αθήνα και τελειώνει σ΄ένα εξοχικό σπίτι κοντά στη Θεσσαλονίκη.
Χρόνος: 1936-2000
Φορείς του μύθου, μια φτωχή, πολυμελής οικογένεια σ' ένα καπνοχώρι της Μακεδονίας, που την αποτελούν ο πατέρας Μιχάλης, η μάνα Κατερίνα και τα έντεκα παιδιά τους. Μια ανεπιθύμητη δωδέκατη εγκυμοσύνη φέρνει στον κόσμο το 12ο παιδί, όταν ο πατέρας έχει πια πεθάνει, γι' αυτό και το παιδί παίρνει το όνομά του. Η μάνα συνήθιζε να μοιράζει στα 11 παιδά έξι πορτοκάλια και το περισσευούμενο μισό το έδινε στον πατέρα. Από εδώ και ο τίτλος του μυθιστορήματος, αλλά και ο ρόλος που θα διαδραματίσει το μισό αυτό πορτοκάλι αργότερα.
Είναι η εποχή της δικτατορίας του Μεταξά. Τους φτωχούς αγρότες εκμεταλλεύονται άγρια οι καπνέμποροι και οι μεσίτες. Ο πολυφαμελίτης Μιχάλης, χωρίς να είναι ενταγμένος κάπου, πάει στη Θεσσαλονίκη για να πάρει οδηγίες και να οργανώσει τους αγρότες. Εκεί, σε μια διαδήλωση απεργών, συλλαμβάνεται, βασανίζεται φριχτά και πεθαίνει.
Περνούν δέκα χρόνια. Ο μεγαλύτερος γιος, ο Κυριάκος, που είχε μείνει προστάτης της οικογένειας, ανεβαίνει αντάρτης στο βουνό και βρίσκει επίσης ένα φριχτό θάνατο. Ανατριχιαστική η σκηνή όπου ο μικρός Μιχάλης κουβαλάει σ' ένα σακί το κομμένο κεφάλι του αδερφού του για να το θάψουν. Ο Μιχάλης με τη βοήθεια του παπά του χωριού φυγαδεύεται και αφού μείνει για λίγο κοντά σ' ένα καπετάνιο-ψαρά, έρχεται στην Αθήνα, σπουδάζει και κάποια στιγμή αρχίζει να εκτελεί σπιούνους και ασφαλίτες (είμαστε ήδη στη δικτατορία του '67), εκδικούμενος τον πατέρα και τον αδελφό του. Σήμα κατατεθέν της ταυτότητάς του, ένα μισό πορτοκάλι που σφηνώνει στο στόμα των θυμάτων.
Στο τελευταίο μέρος η εκδικητική μανία εξικνείται "μέχρι τρίτης γενεάς", φτάνει στον εγγονό του πρώτου εκμεταλλευτή και βασανιστή, του Μηνά, ενώ αυτόχρονα εμπλέκονται και θέματα βαλκανικής μαφίας και οργανωμένου εγκλήματος. Το τέλος του μυθιστορήματος παραμένει ανοικτό. Τι απέγινε ο Μιχάλης και τα δυο δίδυμα αδέρφια που κάποια στιγμή συμμετέχουν στην εκδίκηση; Ποια θα είναι η πορεία του θύματος (εγγονού του πρώτου "θύτη"), όταν στην καταληκτήρια φράση λέει:" Τ' αδέρφια του Μιχάλη μου άνοιξαν μια πόρτα κι εγώ διάβηκα το κατώφλι. Το κατώφλι του τρόμου". Μήπως υπονοείται η συνέχιση του τρόμου και του κύκλου του αίματος;
Και ασφαλώς δεν είναι το μόνο ερώτημα που το ενδιαφέρον μυθιστόρημα του Λευτέρη Μαυρόπουλου (φιλόλογος, γεν. 1962) υποβάλλει στον αναγνώστη. Δικαιολογείται η αυτοδικία; Ο συγγραφέας ερμηνεύει, δικαιολογεί ή αναιρεί και παρωδεί τον κύκλο του μίσους; Η ενοχή κάποιων μπορεί να βαρύνει και τους απογόνους; Πώς βγαίνουμε από τον ανακυκλούμενο διχασμό; Τι σχέση έχει η σύγχρονη τρομοκρατία με ό,τι δίχασε γενιές Ελλήνων;
Ο Μαυρόπουλος πρωτοτυπεί και ως προς την αφηγηματική τεχνική. Η εναλλαγή πρωτοπρόσωπης και τριτοπρόσωπης γραφής δεν είναι ασφαλώς κάτι ασυνήθιστο. Η πρωτοτυπία του έγκειται στο ότι η εναλλαγή γίνεται εντελώς απροειδοποίητα, ξαφνιάζει τον αναγνώστη διεγείροντάς του το ενδιαφέρον. Και, επιπλέον, στο τρίτο μέρος, για αρκετές σελίδες δεν ξέρουμε ποιος μιλά.
Η περιγραφική δεινότητα του συγγραφέα είναι ακόμα ένα από τα θετικά του βιβλίου, αν και η ρεαλιστικότητα των βασανιστηρίων περιλαμβάνει σκηνές σαν εκείνες που οι τηλεοπτικές εκπομπές ενίοτε μας προειδοποιούν ότι "υπάρχουν σκηνές που μπορεί να ενοχλήσουν". Γενικά όμως, ένα πολύ ενδιαφέρον (για πολλούς λόγους) βιβλίο.
Για το ίδιο βιβλίο





Παρασκευή, Φεβρουαρίου 15, 2008

Ο τρομοκράτης

Τζων Απντάικ, Ο τρομοκράτης, Καστανιώτης, 2007, μετ. Αύγουστος Κορτώ
Είναι το πρώτο βιβλίο του πολύ γνωστού και πολυβραβευμένου Αμερικανού συγγραφέα που διαβάζω και πιθανότατα δεν θα είναι και το τελευταίο. Ένα βιβλίο σύγχρονο, που κινείται μέσα στην καυτή επικαιρότητα της εποχής μας και που αποπειράται να διερευνήσει, να ψυχαναλύσει καλύτερα, τα κίνητρα αυτών που συνηθίσαμε να λέμε "καμικάζι" ή τρομοκράτες, που εκούσια θυσιάζουν τη ζωή τους, προκειμένου να σπείρουν την καταστροφή στον "εχθρό". Ενέργειες που μετά την 11η Σεπτεμβρίου τρομοκράτησαν ολόκληρο τον κόσμο, ιδιαίτερα όμως τις ΗΠΑ.
Ο ήρωας του Απντάικ είναι ο Άχμαντ, ένας 18χρονος νεαρός, τελειόφοιτος Λυκείου, γιος μιας Αμερικανίδας ιρλανδικής καταγωγής και ενός Αιγύπτιου μουσουλμάνου. "Είναι ένα ψηλό, λυγερόκορμο, μελαμψό αγόρι με μαύρο τζιν κι ένα απαστράπτον λευκό πουκάμισο". Αυτό το λευκό πουκάμισο επανειλημμένα επανέρχεται στην περιγραφή του συγγραφέα, τονίζοντας έτσι, πιστεύω, και την εσωτερική αγνότητα του νέου.
Τον πατέρα του σχεδόν δεν τον είχε γνωρίσει, μια και τους εγκατέλειψε από νωρίς και έχουν χαθεί τα ίχνη του. Η μητέρα, βοηθός νοσοκόμα αλλά και ερασιτέχνις ζωγράφος, ζει με το γιο της, δοσμένη όμως στην εξασφάλιση του επιούσιου και στην ικανοποίηση των καλλιτεχνικών και ερωτικών της ανησυχιών, δεν έχει και την καλύτερη επικοινωνία μαζί του.
Δυο κόσμοι αντιπαρατίθενται στο βιβλίο. Δυο κόσμοι που παλεύουν να κερδίσουν καθένας για λογαριασμό του το νεαρό Άχμαντ. Τους δυο κόσμους εκπροσωπούν από τη μια ο Τζακ Λιβάι, ο καθηγητής της Συμβουλευτικής, που προσπαθεί να κατευθύνει τον σοβαρό, μελετηρό νεαρό στο δρόμο των σπουδών κι από την άλλη ο ιμάμης Σάιχ που από την τρυφερή ηλικία των 11 χρόνων κατευθύνει τον Άχμαντ στο δρόμο του Κορανίου, της ισλαμικής πίστης, της περιφρόνησης και του μίσους για τους "απίστους".
Σ' αυτή την διελκυστίνδα ο Απντάικ δεν παίρνει θέση. Δεν μας παρουσιάζει τους δυο κόσμους σαν το καλό και το κακό. Ίσα-ίσα που έμμεσα ασκεί μια οξεία κριτική στον ίδιο τον "ελεύθερο" κόσμο, μέσα στον οποίο ζει. Ο καθηγητής Τζακ και η σύζυγός του Μπεθ είναι ένα ζευγάρι μεσήλικων Αμερικανών, βαριεστημένων, απογοητευμένων, εκείνος με "τη στενόμυαλη εβραϊκή του ηθική", εκείνη, τετράπαχη, περνά τις ώρες της μασουλώντας μπροστά στην τηλεόραση. Πολλές είναι οι σκόρπιες μέσα στο βιβλίο φράσεις και σκέψεις που δείχνουν μια απαξίωση του δυτικού τρόπου ζωής. "Είναι κι αυτή ένα θύμα της αμερικανικής λατρείας για ελευθερία, πάνω απ' όλα ελευθερία, μολονότι το τι μπορείς ή το τι πρέπει να κάνεις μ' αυτή την ελευθερία ποτέ δεν είναι σαφές" (σ. 206). Αλλού πάλι λέει: "Τα κομμούνια απλώς σου έκαναν πλύση εγκεφάλου. Ενώ τα κανάλια τα δικά μας, οι πολυεθνικές και τα δίκτυα, θέλουν να σου λειώσουν τον εγκέφαλο τελείως. Να σε κάνουν μηχανή που καταναλώνει-μια κοινωνία-κοτέτσι" (σ. 213).
Ούτε όμως, βέβαια, συμπαρατάσσεται με τον ιμάμη ο συγγραφέας. Θα 'λεγα πως είναι με το μέρος του αθώου, ωραίου, σοβαρού Άχμαντ. Μας τον παρουσιάζει ωραίο εξωτερικά, μελετηρό, αγνό, και παρόλο που προς στιγμή ελκύεται από μια συμμαθήτριά του, εντούτοις η πίστη του στο Κοράνι, η εξάρτησή του από τον ιμάμη, η θέλησή του να θυσιάσει ακόμα και τη ζωή του για την πίστη του, κυριαρχούν. Τελειώνοντας το σχολείο, αντί να κατευθυνθεί προς τις πανεπιστημιακές σπουδές που τον σπρώχνει ο σύμβουλός του, παίρνει άδεια οδήγησης φορτηγού, όπως τον συμβούλευε ο ιμάμης.
Η προετοιμασία του νεαρού Άχμαντ για να καταστεί μάρτυρας της πίστης του, σκορπώντας ταυτόχρονα τον όλεθρο σε όσο πιο πολλούς "απίστους" μπορεί, ολοκληρώνεται. Ο Απντάικ με πολλή μαεστρία (και με πολλή μελέτη του Κορανίου, πιστεύω) φωτίζει την ψυχολογική διεργασία που συντελείται στην ψυχή του νεαρού ήρωά του, την πορεία, τις σκέψεις, τα συναισθήματά του ως τη στιγμή της πραγματοποίησης της τρομοκρατικής ενέργειας. Δεν θα αποκαλύψω το τέλος που πραγματικά πλημμυρίζει τον αναγνώστη με αγωνία ως προς το τι θα γίνει τελικά.
Το βιβλίο "Ο τρομοκράτης" μπορεί να δώσει αφορμή για πολύ προβληματισμό και πολλά είναι τα ερωτηματικά που γεννιούνται: Είναι απατεώνες εκείνοι που διδάσκουν, καθοδηγούν και επηρεάζουν τους νεαρούς που θυσιάζουν τη ζωή τους; Η θυσία γίνεται για την καταπίεση και την εκμετάλλευση που υφίσταται ο μουσουλμανικός κόσμος ή για την ισλαμική πίστη, όπως διαφαίνεται στο βιβλίο; Αυτά και άλλα ακόμη, πέρα από τη λογοτεχνική του αξία, το καθιστούν κι ένα βιβλίο προβληματισμού.



Τετάρτη, Φεβρουαρίου 06, 2008

Η γιορτή του τράγου

Πώς και γιατί μπορεί να ενδιαφέρει τον αναγνώστη μια ιστορία που διαδραματίστηκε χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, σ' έναν άλλο κόσμο, σε μια άλλη εποχή; Τι μας νοιάζει εμάς για τις περιπέτειες και τις τύχες, τα βάσανα και τους καημούς ανθρώπων της Δομινικανής Δημοκρατίας που καλά-καλά δεν ξέρουμε πού βρίσκεται; Κι όμως εδώ έγκειται η αξία της μεγάλης λογοτεχνίας. Το τοπικό γίνεται παγκόσμιο, ό,τι έγινε σε μια εποχή καθίσταται διαχρονικό, τα πρόσωπα μιας άλλης χώρας, ενός άλλου πολιτισμού, μιας άλλης εποχής, γίνονται φορείς δικών μας σκέψεων και συναισθημάτων.
Σκέψεις που (όχι για πρώτη φορά) έκανα διαβάζοντας με αμείωτο ενδιαφέρον από την πρώτη ίσαμε την τελευταία σελίδα το μυθιστόρημα του Μάριο Βάργκας Λιόσα "Η ΓΙΟΡΤΗ ΤΟΥ ΤΡΑΓΟΥ" ( Καστανιώτης, 2002), που το αναζήτησα μετά που διάβασα "Το παλιοκόριτσο". (Το "Η πόλη και τα σκυλιά" , που θεωρείται κλασικό πια έργο της Λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας, και που το είχα διαβάσει πριν χρόνια, δεν μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση-ίσως δεν ήμουν αρκετά ώριμη γι' αυτό).
Χρειάζεσαι λίγο χρόνο για να εξοικειωθείς με την τεχνική του Λιόσα σ' αυτό το βιβλίο. Εξελίσσεται σαν τρία διαφορετικά ρεύματα που κυλούν και εκβάλλουν στο ίδιο ποτάμι. Ξεκινά με την Ουρανία Καβράλ, κόρη του γερουσιαστή, υπουργού και στενού συνεργάτη του διχτάτορα Τρουχίλιο, η οποία το 1996 γυρίζει ύστερα από απουσία 35 χρόνων (είναι τώρα 49) στη γενέτειρά της, τον Άγιο Δομίνικο. Από την αρχή καθώς βλέπει τις αλλαγές στην πόλη, φαίνεται κάτι να την βασανίζει. Δεν τρέφει και τα καλύτερα συναισθήματα ούτε για την πόλη, ούτε για τον γέρο πια και άρρωστο πατέρα της. Τι κουβαλάει μέσα της, ποια αγιάτρευτη πληγή, θα το μάθουμε σιγά-σιγά με την πλήρη αποκάλυψη στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου.
Το επόμενο κεφάλαιο αρχίζει με το ξεκίνημα μιας μέρας του δικτάτορα Τρουχίλιο. Είναι η 30η Μαΐου του 1961, που θα 'ναι και η τελευταία μέρα της ζωής του, αλλά βέβαια ούτε εκείνος ούτε εμείς το ξέρουμε ακόμα. Ακολουθεί μια τρίτη οπτική στο επόμενο κεφάλαιο, με επτά "συνωμότες" που το απόγευμα της ίδιας μέρας περιμένουν εκεί από όπου ξέρουν ότι θα περάσει ο διχτάτορας, που ακολουθεί πάντα το ίδιο αυστηρό, καθορισμένο πρόγραμμα κάθε μέρα.
Η αφήγηση συνεχίζεται με τον ίδιο τρόπο μέχρι την τελευταία, 502η σελίδα. Ο αφηγηματικός χρόνος είναι ουσιαστικά δυο μέρες: Μια μέρα του Μάη του 1961 και μια μέρα της δεκαετίας του '90. Όμως ο δραματικός χρόνος διευρύνεται καλύπτοντας τα 31 χρόνια της δικτατορίας. Πλήθος τα πρόσωπα-αδύνατο να τα θυμάται κανείς όλα, πάμπολλες οι ανθρώπινες ιστορίες, τα πολιτικά και ιστορικά γεγονότα, η ανίχνευση των αιτίων δημιουργίας των δικτατοριών, τα ατομικά και συλλογικά δράματα. Ένα-ένα τα πρόσωπα φωτίζονται, μέσα από τους χαρακτήρες προβάλλει όλη η βασανισμένη ιστορία αυτής της μακρινής και άγνωστης για μας νησιωτικής χώρας της Καραϊβικής, προπάντων τα χρόνια της δικτατορίας. Ο διχτάτορας Τρουχίλιο (ο "Τράγος", όπως τον αποκαλούσαν, εκτός από "Ευεργέτης", "Σωτήρας" κ.λπ.) κυριαρχεί. Το περιβάλλον, οι κόλακες, οι φανατικοί "Τρουχιλικοί", το διεφθαρμένο καθεστώς, οι ευνοημένοι συγγενείς, ο πλούτος που συγκέντρωσε η οικογένειά του, τα κακομαθημένα, σπάταλα, ανόητα παιδιά του (πόσο, αλήθεια θυμίζει η απονομή στο γιο του, όταν ακόμα ήταν παιδί, ανώτατου στρατιωτικού βαθμού τους "Αλεξανδρινούς βασιλείς" του Καβάφη-πόσο οι εποχές επαναλαμβάνονται!). Και πάνω απ' όλα οι σκληρές μέθοδοι επιβολής του καθεστώτος, οι μηχανορραφίες, οι δολοπλοκίες, τα βασανιστήρια. Η απεικόνιση μιας δικτατορίας που είναι σαν να φωτογραφίζει κάθε δικτατορία. Μια διχτατορία έρχεται, όπως υπόσχεται, να σώσει τον τόπο. "¨Ολοι θεωρούσαν τον Τράγο σωτήρα της Πατρίδας, αυτόν που έθεσε τέρμα στους πολέμους των τοπικών αρχόντων, στον κίνδυνο μιας καινούργιας εισβολής από πλευράς των Αϊτινών, αυτόν που έβαλε τέλος στην ταπεινωτική εξάρτηση από τις Ηνωμένες Πολιτείες (...) και που, με την κυβέρνησή του έδωσε υπόσταση στη χώρα". Αλλά, βέβαια, το αληθινό πρόσωπό της δεν αργεί να φανεί, δημιουργώντας την αντίδραση, την απόφαση κάποιων να απαλλαγούν από τον τύραννο. Όπως πολύ χαρακτηριστικά λέει ένας από τους συνωμότες που υπήρξε και αυτός τρουχιλικός, "Ο Τράγος είχε αφαιρέσει από τους ανθρώπους την ιερή ιδιότητα που τους είχε παραχωρήσει ο θεός: την ελεύθερη βούληση".
Το βιβλίο δεν σταματά με το θάνατο του Τρουχίλιο. Το καθεστώς δεν έπεσε εύκολα. Ένας-ένας οι εκτελεστές συλλαμβάνονται ή σκοτώνονται. Η περιγραφή των βασανιστηρίων όσων συνελήφθησαν για να αποκαλύψουν τους συνεργάτες τους είναι τόσο ρεαλιστική και αποτρόπαια που δεν αντέχεται.
"Η γιορτή του Τράγου" είναι μια γοητευτική ανάμιξη ιστορίας και φαντασίας. Δεν θα 'πρεπε να το διαβάσουν μόνο όσοι αγαπούν τη λογοτεχνία. Θα 'πρεπε να το μελετήσουν κι όσοι πιστεύουν ότι μια διχτατορία μπορεί να είναι σωτήρια για ένα τόπο κι όσοι ακόμα, αν και ζουν σε δημοκρατικά πολιτεύματα συμπεριφέρονται σαν διχτάτορες.
Δείτε και την παρουσίαση της Χριστίνας.



Δευτέρα, Φεβρουαρίου 04, 2008

Επικίνδυνες λέξεις

"Οι λέξεις είναι αθώες, αλλά γίνονται επικίνδυνες όταν δεν έχουμε συμφιλιωθεί με τη σημασία τους". Απάνω σε εφτά "επικίνδυνες" λέξεις στήνει τα εφτά κεφάλαια του βιβλίου της η Φιλομήλα Λαπατά (Καστανιώτης, 2007): Οικογένεια, Εξ αδιαιρέτου, Ζήλεια, Γάμος, Διαζύγιο, Φυγή, Συγγνώμη. Φορείς και ενσαρκωτές των "επικίνδυνων" λέξεων, μια μεγαλοαστική αθηναϊκή οικογένεια, με χρόνο έναρξης της ιστορίας το 1980. Βασικά πρόσωπα δυο δίδυμες αδελφές, η Μυρσίνη και η Αταλάντη, όμοιες εξωτερικά αλλά μ' ένα εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα. Μέσα από την εναλλασσόμενη δική τους αφηγηματική οπτική παρακολουθούμε την εξέλιξη του μύθου, ενώ γύρω διαπλέκονται τα πρόσωπα της οικογένειας: Η εκατοντάχρονη γιαγιά Αμαλία Κορωναίου, μια δυναμική παρουσία, που σύντομα εγκαταλείπει τη σκηνή με το θάνατό της, θείοι και θείες, ξαδέλφια από πρώτους και δεύτερους γάμους, οι γονείς των διδύμων, ο γιατρός Αλέξανδρος Κορωναίος και η σύζυγός του, η καλλονή Ζαΐρα, διεθνές μοντέλο στα νιάτα της, μια πιστή οικονόμος, μακρινή συγγένισσα, που ο ρόλος της διαρκεί ως το τέλος του βιβλίου, και άλλα ακόμη.
Η Μυρσίνη και η Αταλάντη βρίσκονταν από μικρές σε μια διαρκή αντιπαλότητα και αντιζηλία. Η Μυρσίνη ήταν η "καλή" κόρη, η φρόνιμη, η σοβαρή, η άριστη μαθήτρια, που θα σπουδάσει Ιστορία της Τέχνης. Η Αταλάντη είναι το αγοροκόριτσο, η ατίθαση, αυτή που ρίχνει κεραυνό έκπληξης στο σπίτι της Διονυσίου Αρεοπαγίτου δηλώνοντας ότι θα σπουδάσει νοσοκόμα, πράγμα που θα κάνει και, εντασσόμενη στους "γιατρούς χωρίς σύνορα", θα ζήσει στα πιο επικίνδυνα μέρη του πλανήτη.
Η πορεία της ζωής της Μυρσίνης είναι η προδιαγεγραμμένη πορεία της ζωής μιας "καλής" κόρης. Μετά τις σπουδές της εργάζεται σε μια γκαλερί και παντρεύεεται έναν ωραίο αστροφυσικό, τον Παύλο.
Μεγάλη έμφαση δίνεται από τη συγγραφέα στον θρυλικό έρωτα των γονιών των δυο κοριτσιών, έναν έρωτα τόσο δυνατό που να αφήνει σε δεύτερη μοίρα την ανατροφή των διδύμων και που ο θάνατος του ενός θα οδηγήσει σύντομα και στο θάνατο του άλλου.
Η αφηγηματική δεινότητα της Λαπατά παρασύρει τον αναγνώστη, αλλά βρήκα το βιβλίο κατώτερο από τις "Κόρες του νερού", το μόνο άλλο μυθιστόρημά της που έχω διαβάσει. Οι "Επικίνδυνες λέξεις" ξεκινούν ωραία με την οικογενειακή συγκέντρωση για να γιορταστούν τα εκατόχρονα της γιαγιάς. Είναι επίσης πολύ επιτυχώς δοσμένοι οι χαρακτήρες του έργου. Σιγά-σιγά όμως το μυθιστόρημα κλίνει προς το προβλεπτό και το μελό. Όταν, για παράδειγμα, η Αταλάντη σ' ένα από τα ταξίδια της συναντά σ' ένα αεροδρόμιο έναν ωραίο άγνωστο, κουβεντιάζουν για ώρα και χωρίζουν χωρίς να πουν τα ονόματά τους, εύκολα μαντεύουμε όχι μόνο ποιος θα είναι, αλλά και τη συνέχεια που θα στηριχτεί στην αιώνια αντιπαλότητα με τη Μυρσίνη.
Ομολογώ ότι διάβασα χωρίς διακοπή το βιβλίο. Όταν όμως το έκλεισα, είπα: "Ε, και λοιπόν;"