Δευτέρα, Οκτωβρίου 25, 2010

Η θάλασσα

Δεν ξέρω ποια βιβλία ήταν υποψήφια για το βραβείο Booker το 2005, ούτε αν υπήρχαν καλύτερα από το "Η θάλασσα' του Τζων Μπάνβιλ (Καστανιώτης 2005, μετ. Τόνια Κοβαλένκο) που τελικά το πήρε. Μπορώ όμως να πω με βεβαιότητα ότι το άξιζε. Και είναι από τις λίγες φορές που ένιωσα ότι θα ήθελα να το διαβάσω στο πρωτότυπο. Όχι γιατί υστερεί η μετάφραση της Κοβαλένκο, ίσα-ίσα πιστεύω πως καθόλου δεν προδίδει την ατμόσφαιρα και την ποιητικότητα του βιβλίου. Όμως, θα ήθελα να το διάβαζα στα Αγγλικά, παρ' όλες τις δυσκολίες που μια τέτοια ποιητική χρήση της γλώσσας θα μου δημιουργούσε, ακριβώς γιατί μεγάλο μέρος της γοητείας του βιβλίου έγκειται στη γλώσσα.
Ο αναγνώστης δεν πρέπει να αναμένει  μια ενδιαφέρουσα ιστορία που η σημασία της έγκειται στην πλοκή και την εξέλιξη του μύθου. Υπάρχουν βέβαια κι αυτά. Υπάρχουν πρόσωπα και χαρακτήρες, υπάρχει υπόθεση, υπάρχει στο τέλος και μια ανατροπή που καθόλου δεν προαναγγέλλεται. Όμως, η μεγαλύτερη έμφαση μέσα από το μονόλογο του πρωτοπρόσωπου αφηγητή δίνεται στην ενδοσκόπηση και τη μνήμη. Στις σκέψεις και τις αναμνήσεις του Μαξ Μέρντεν, που ηλικιωμένος πια, επιστρέφει σ΄ ένα παραθαλάσσιο χωριό, όπου περνούσε τα καλοκαίρια των παιδικών του χρόνων, πενήντα χρόνια πριν. Όμως η μνήμη του λειτουργεί και για το πιο πρόσφατο παρελθόν, καθώς θυμάται τον πρόσφατο θάνατο της γυναίκας του μετά από αρρώστια ενός χρόνου.
"Δεν επρόκειτο να κολυμπήσω ξανά, ύστερα από εκείνη την ημέρα", μας λέει κιόλας στην πρώτη σελίδα. Ποια ήταν εκείνη η μέρα; Τι συνέβη; Θα το μάθουμε πολύ αργότερα, προς το τέλος του βιβλίου, όταν σχεδόν θα έχουμε ξεχάσει αυτή τη δήλωση. Οι σκέψεις του περιστρέφονται γύρω από ένα θερινό εξοχικό σπίτι που ονομαζόταν Κέδροι και που το νοίκιαζε η οικογένεια Γκρέις. Την οικογένεια αποτελούσαν οι γονείς και τα δυο παιδιά, οι δίδυμοι Μάιλς και Χλόη, με τα οποία ο αφηγητής αρχίζει να κάνει παρέα, παρ' όλη τη διαφορά της κοινωνικής τους τάξης. Καθώς θυμάται εκείνα τα καλοκαίρια, η σκέψη του σταματά σε σκηνές, σε λεπτομέρειες, σε συναισθήματα εκείνης της μακρινής εποχής. Στην έλξη που του ασκούσε η μητέρα Γκρέις αλλά και στη σχέση που ανέπτυξε -πρώτη νεανική αγάπη-με την κόρη, τη Χλόη. Μα πάνω απ' όλα, επιμένει στη λεπτομέρεια. "Δεν είναι περίεργο πώς γίνονται μόνιμοι κάτοικοι της μνήμης μας τα πιο φαινομενικά ανούσια πράγματα;", θα πει κάποια στιγμή. Και με άπειρες λεπτομέρειες θα μας περιγράψει μια εκδρομή στην ακρογιαλιά, ένα γαλατά και το αγρόκτημα στο οποίο πήγαινε ως παιδί, ένα όνειρο, το δάγκωμα στο χέρι από ένα σκυλί, ένα νεροβάρελο, το κήρυγμα πριν από την πρώτη του κοινωνία, ένα περίπατο στο πάρκο, τη δεξίωση του γάμου του, την επίσκεψη μαζί με τη γυναίκα του στο γιατρό και τη διάγνωση της μοιραίας της αρρώστιας.
Αλλού μιλάει για τα σημάδια της ηλικίας κι αλλού με μια διάθεση αυτογνωσίας προβαίνει σε μια ενδοσκόπηση γύρω από τον εαυτό του. "Η μνήμη απεχθάνεται την κίνηση, προτιμά να διατηρεί τα πράγματα σε ακινησία κι όπως τόσες άλλες αναμνήσεις μου, έτσι κι αυτή τη βλέπω σαν αποκρυσταλλωμένο στιγμιότυπο", θα πει πριν από μια άλλη του ανάμνηση.
Έτσι κυλάει όλο το βιβλίο. Τα πρόσωπα και τα γεγονότα είναι μόνο η αφορμή για να συλλογιστεί, και μαζί του κι εμείς, πάνω στους μηχανισμούς της μνήμης. Ακόμα και η "αθανασία" μας είναι θέμα μνήμης. "Κουβαλάμε τους νεκρούς μαζί μας μόνο μέχρι να πεθάνουμε κι εμείς κι έπειτα είμαστε εμείς που μεταφερόμαστε για λίγο νοερά κι ύστερα οι μεταφορείς μας πέφτουν κι αυτοί με τη σειρά τους κι έτσι συνεχίζονται οι γενιές μέχρι εκεί που δεν χωράει ο νους. Θυμάμαι την Άννα, η κόρη μας, η Κλερ, θα θυμάται την Άννα κι εμένα, ύστερα η Κλερ θα αποχωρήσει και θα υπάρχουν άνθρωποι που θα θυμούνται εκείνη, μα όχι εμάς, κι αυτή θα είναι η ύστατή μας διάλυση. Πράγματι, κάτι δικό μας θα απομένει, μια ξεθωριασμένη φωτογραφία, μια μπούκλα μαλλιών, μερικά αποτυπώματα, κάποια δικά μας μόρια στον αέρα του δωματίου όπου αφήσαμε την τελευταία μας πνοή, κι όμως, τίποτε από αυτά δεν θα είμαστε εμείς, αυτό που είμαστε κι αυτό που υπήρξαμε, παρά μόνο των νεκρών οι στάχτες"

Δευτέρα, Οκτωβρίου 18, 2010

Περί τυφλότητος

Ομολογώ (όχι χωρίς κάποιο δισταγμό ντροπής) ότι είναι το πρώτο βιβλίο του Πορτογάλου νομπελίστα Ζοζέ Σαραμάγκου που διαβάζω. Δεν ξέρω αν θα επιδιώξω να διαβάσω άλλο, καμιά φορά έρχονται από μόνα τους τα βιβλία και μας βρίσκουν. Ασφαλώς όχι γιατί δεν μου άρεσε το "Περί τυφλότητος" (Καστανιώτης, 1998, μετ. Αθηνά Ψύλλια). Αντιθέτως, μου άρεσε και πολύ μάλιστα, αλλά είναι τόσο εφιαλτικό που δεν θα ήθελα να ξαναζήσω παρόμοια αναγνωστική φρίκη, αν είναι και τα άλλα του βιβλία  παρόμοια.
Σε μια πόλη που δεν κατονομάζεται (όπως και όλα τα πρόσωπα είναι ανώνυμα) κάποιος, ενώ οδηγεί το αυτοκίνητό του, περιμένοντας μπροστά στο φανάρι ν' ανάψει πράσινο, ξαφνικά τυφλώνεται. Ένας περαστικός φροντίζει να τον οδηγήσει στο σπίτι του, βρίσκει όμως και την ευκαιρία να του κλέψει το αυτοκίνητο. Μαζί με τη γυναίκα του ο πρώτος αυτός τυφλός επισκέπτεται έναν οφθαλμίατρο, ο οποίος δεν του βρίσκει τίποτα παθολογικό. Όμως, τόσο ο οφθαλμίατρος όσο και οι άλλοι που βρίσκονταν στην αίθουσα αναμονής και ήρθαν, σε οπτική έστω, επαφή με τον πρώτο τυφλό, αρχίζουν να τυφλώνονται. Πρόκειται για μια επιδημία τύφλωσης! Η πολιτεία, όταν διαπιστώνει τη μεταδοτικότητα της τύφλωσης, για να εμποδίσει την εξάπλωσή της, απομονώνει τους τυφλούς σ' ένα δαιδαλώδες παλιό ψυχιατρείο. Στρατιώτες φρουρούν την είσοδο με εντολή να πυροβολούν όποιον δοκιμάσει να βγει και παρακολουθούμε τέτοιες εκτελέσεις. Οι τυφλοί αυξάνονται ραγδαία. Οι έγκλειστοι περιέρχονται σταδιακά σε απελπιστική κατάσταση. Η τροφοδοσία τους που γίνεται με προμήθειες που αφήνονται στην είσοδο ολοένα και δυσχεραίνεται, καθώς η τυφλότητα κυριεύει σιγά-σιγά όλη την πόλη. Τα πιο άγρια ένστικτα ξυπνούν. Το ένστικτο της επιβίωσης, το σεξουαλικό ένστικτο καταδυναστεύουν την κοινότητα των εγκλείστων.
Ο Σαραμάγκου ρίχνει το φως του συγγραφικού του προβολέα κυρίως σε μια ομάδα, την πρώτη ομάδα τυφλών που γνωρίσαμε. Είναι ο πρώτος τυφλός, η γυναίκα του, μια κοπέλα με σκούρα γυαλιά, ένα παιδί με στραβισμό, ένας γέρος με μια καλύπτρα στο μάτι, ο γιατρός και η γυναίκα του, που όλως παραδόξως δεν έχει τυφλωθεί. Με αυτούς τους χαρακτηρισμούς τους αναφέρει σ' όλο το βιβλίο, ονόματα δεν υπάρχουν πουθενά. Παρ' όλη τη στέρηση της τροφής, τη βρωμιά, την κακοποίηση και τον εξευτελισμό, ίσως χάρις στη γυναίκα του γιατρού που βλέπει (πράγμα που φροντίζει να κρατάει κρυφό από όλους εκτός από τον άντρα της) η ομάδα επιβιώνει και κάποια στιγμή βγαίνει από τον εγκλεισμό. Όμως η κατάσταση στην πόλη είναι ακόμη χειρότερη. Τίποτα δεν λειτουργεί πια. Ούτε ύδρευση υπάρχει, ούτε ηλεκτρισμός, ούτε τρόφιμα. Όλοι έχουν τυφλωθεί. Όλος ο κόσμος έχει ως μόνη επιδίωξη την επιβίωση. "Ο θάνατός σου η ζωή μου", μοιάζει να μας λέει ο συγγραφέας. Σκηνές αποτροπιασμού, σκύλοι που τρώνε πτώματα, ωμοφαγία από ανθρώπους, αποπνικτική βρωμιά παντού. Όταν μια μέρα δέχονται την ευεργετική καθαριότητα που τους προσφέρει η βροχή, αισθανόμαστε σαν να μας καθαρίζει κι εμάς από όλη τη βρωμιά που μαζεύτηκε μέσα μας από την τόσο δυνατή, ρεαλιστική γραφή του Σαραμάγκου. Το τέλος αισιόδοξο. Ας μην το προδώσω.
Εντυπωσιάζει η ιδιαίτερη τεχνική του συγγραφέα. Όχι μόνο η απουσία ονομάτων, σύνηθες άλλωστε και σε πολλά άλλα έργα, αλλά και η ιδιόμορφη χρήση των σημείων στίξης. Απουσιάζει το ερωτηματικό καθώς και τα εισαγωγικά στους διαλόγους. Επιπλέον οι διάλογοι είναι ενσωματωμένοι στην αφήγηση και το μόνο που ξεχωρίζει την αλλαγή του προσώπου που μιλά είναι η χρήση των κεφαλαίων γραμμάτων στη μέση της πρότασης. Το εντυπωσιακό είναι πως δεν δημιουργείται καμιά δυσκολία στην ανάγνωση.
Πολύ συχνά ο Σαραμάγκου παρεμβάλλει σύντομες σκέψεις, ένα είδος συμπύκνωσης, ένα δικό του σχόλιο, που σε σταματά, λειτουργώντας αποφθεγματικά.
Δεν προσπάθησα να βρω κανένα αλληγορικό νόημα στο έργο, που μπορεί και να υπάρχει. Το είδα σαν ένα έργο επιστημονικής φαντασίας, τι θα μπορούσε να συμβεί αν όλοι τυφλωνόμαστε, πόσο το ένστικτο μπορεί να κυριαρχήσει, αφαιρώντας μας όλο αυτό το περίβλημα που ονομάζουμε πολιτισμό. Μου θύμισε ανάλογες (αν και πολύ διαφορετικές ) εφιαλτικές καταστάσεις όπως το "1984" ή τη "Δίκη".

Τρίτη, Οκτωβρίου 12, 2010

Ο αγαπημένος μαθηματικός τύπος του καθηγητή

"Όσο αδύνατο είναι να εξηγήσει κανείς γιατί τα αστέρια είναι όμορφα, άλλο τόσο είναι και να εκφράσει την ομορφιά των μαθηματικών". Μια φράση από το βιβλίο της Γιαπωνέζας Γιόκο Ογκάουα "Ο αγαπημένος μαθηματικός τύπος του καθηγητή" (Άγρα, 2010, μετ. Παναγιώτης Ευαγγελίδης) που αποδίδει ακριβώς αυτό που αισθάνομαι για τη "μαθηματική λογοτεχνία". Μου αρέσει, με γοητεύει, χωρίς να μπορώ να εξηγήσω γιατί. Μου αρέσει έστω κι αν πολλές φορές δεν μπορώ να κατανοήσω πλήρως τις μαθηματικές έννοιες, όρους ή σχέσεις που εκφράζουν οι αριθμοί.
Όμως στο βιβλίο της Ογκάουα η έμφαση δεν δίνεται στα μαθηματικά, παρ' όλο που αποτελούν τον άξονα της ιστορίας της. Η έμφαση δίνεται ακριβώς στην αγάπη για τα μαθηματικά και στην έλξη και τη γοητεία που μπορεί να ασκήσουν, ακόμη και σε κάποιον χωρίς ιδιαίτερες μαθηματικές γνώσεις.
Ο καθηγητής, κεντρική μορφή του έργου, είναι ένας εξηντατετράχρονος πρώην καθηγητής μαθηματικών, παθιασμένος με την επιστήμη του, που πριν από 17 χρόνια (βρισκόμαστε στο 1992) έχασε την μνήμη του μετά από ένα ατύχημα. Από εκείνη τη μέρα και μετά η μνήμη του δεν μπορεί να καταγράψει περισσότερα από ογδόντα λεπτά. Κυκλοφορεί με σημειώματα καρφιτσωμένα στο σακάκι του, για να θυμάται βασικά πράγματα της καθημερινότητας.
"Τι νούμερο παπούτσια φοράτε;" είναι η πρώτη ερώτηση που υποβάλλει στην καινούρια οικιακή βοηθό. Μια ερώτηση που θα της υποβάλλει κάθε μέρα, αφού η βοηθός κάθε μέρα πρέπει να ξανασυστήνεται.-" Ποιος είναι ο αριθμός του τηλεφώνου σας;" κι ενθουσιάζεται όταν σ' αυτούς τους αριθμούς βρίσκει μια ωραία μαθηματική σχέση: "Ω, ένας καθαρός αριθμός", αναφωνεί όλο χαρά, "το παραγοντικό του 4" (1χ2χ3χ4=24). Ή, "μα αυτό είναι υπέροχο. Ισούται με την ποσότητα των πρώτων αριθμών που υπάρχουν μέχρι τα εκατό εκατομμύρια". Πρώτοι αριθμοί, δίδυμοι πρώτοι, φίλοι αριθμοί, τέλειοι αριθμοί, το θεώρημα του Φερμά κ.λπ. αποκαλύπτουν τη γοητεία τους στην οικιακή βοηθό, που είναι και η πρωτοπρόσωπη αφηγήτρια.
Συχνά στο σπίτι του καθηγητή πηγαίνει, αφού σχολάσει, και ο δεκάχρονος γιος της βοηθού, τον οποίο ο καθηγητής αποκαλεί Ρουτ (root=ρίζα), γιατί βρήκε ότι το κεφάλι του ήταν επίπεδο, μοιάζοντας με την τετραγωνική ρίζα.
Μεταξύ των τριών αυτών προσώπων δημιουργούνται τρυφεροί δεσμοί φιλίας. Εκτός απ' την αγάπη για τα μαθηματικά που ο ηλικιωμένος καθηγητής κατορθώναει να εμπνεύσει στους άλλους δυο, τους ενώνει και η αγάπη για το μπέηζμπολ. Πολλές αναφορές σε παίκτες, σε σημαντικά στιγμιότυπα από αγώνες, αλλά και περιγραφή ενός αγώνα που παρακολουθούν, υπάρχουν στο βιβλίο. Ακόμα όμως κι εκεί, στους αριθμούς των θέσεών τους (7-14 και 7-15) ο καθηγητής θα ανακαλύψει μυστικές σχέσεις.
Το μυθιστόρημα της Γιόκο Ογκάουα είναι μια τρυφερή ιστορία αγάπης, στοργής, φιλίας, αγνών αισθημάτων και πάνω απ' όλα μια ιστορία της γοητείας που κρύβουν μέσα τους οι αριθμοί.

Παρασκευή, Οκτωβρίου 08, 2010

Το νόμπελ λογοτεχνίας 2010

Επιτέλους! Κι ένα νόμπελ που διαβάζεται! Υπέροχος ο Λιόσα τόσο στο "Η γιορτή του τράγου" όσο και στο "Το παλιοκόριτσο".

Τρίτη, Οκτωβρίου 05, 2010

Βιβλιοθήκες γεμάτες φαντάσματα

Ένα βιβλίο που ασχολείται με άλλα βιβλία έχει κάτι το ακαταμάχητα γοητευτικό, μου ασκεί (όπως και άλλες φορές έχω πει) μια ιδιαίτερη έλξη και, έχω τη γνώμη, ότι αυτό συμβαίνει με κάθε βιβλιόφιλο. Τελευταίο τέτοιο βιβλίο που αγόρασα ευθύς μόλις περιέπεσε στην αντίληψή μου είναι το "Βιβλιοθήκες γεμάτες φαντάσματα" του Jacques Bonnet (Άγρα, 2010, μετ. Βάνα Χατζάκη).
Δεν ξέρω γιατί, τελειώνοντάς το, ο χαρακτηρισμός που μου ερχόταν στο μυαλό σαν γενική εικόνα ήταν: χαριτωμένο. Το διάβαζα μ' ένα χαμόγελο στα χείλη, ήταν στιγμές που ένιωθα σαν κάποιος να κρατούσε μπροστά μου ένα καθρέφτη όπου έβλεπα να καθρεφτίζεται το είδωλό μου. Με λίγα λόγια το απόλαυσα.
Ο συγγραφέας είναι εκδότης, επιμελητής εκδόσεων, συγγραφέας, βιβλιόφιλος, κάτοχος μιας βιβλιοθήκης με πάνω από είκοσι χιλιάδες τόμους βιβλία. Με χιούμορ, με μια άνεση να κινείται ανάμεσα σε βιβλία διαφόρων εποχών και λογοτεχνιών (κυρίως όμως της γαλλικής λογοτεχνίας) μας περιφέρει σ' αυτό το μαγικό για κάθε βιβλιόφιλο σύμπαν, στις βιβλιοθήκες. Καταθέτει τις σκέψεις του, την αγάπη του για το βιβλίο, προσπαθεί να απαντήσει σε ερωτήματα που απασχολούν κάθε βιβλιόφιλο.
-Ποιες είναι οι μορφές της βιβλιομανίας που υπάρχουν; Διακρίνει τους συλλέκτες (που μπορεί και να μη διαβάζουν τα βιβλία που συλλέγουν) και τους μανιακούς αναγνώστες.
-Πώς ταξινομούνται τα βιβλία; Ταξινομείτε τα βιβλία σύμφωνα με το θέμα τους, τη γλώσσα, τον συγγραφέα, τη χρονολογία έκδοσης, το σχήμα τους ή μήπως με ένα εντελώς διαφορετικό κριτήριο που μόνο εσείς το γνωρίζετε; Μπορεί κανείς να τοποθετήσει πλάι πλάι σ' ένα ράφι δύο συγγραφείς που ήσαν θανάσιμα τσακωμένοι μεταξύ τους όσο ζούσαν;
-Πώς και πού διαβάζετε; Καθισμένος ή όρθιος ή, και γιατί όχι, περπατώντας. Το ιδεώδες πάντως παραμένει να διαβάζει κανείς ξαπλωμένος λες και η στάση αυτή αφήνει το κείμενο να εισχωρήσει καλύτερα στο σώμα.
-Από πού έρχονται τα βιβλία; Πώς έφτασαν τα βιβλία στη βιβλιοθήκη μου; Από την ανάμειξη τυχαίων περιστατικών, συστηματικής περιέργειας και επιθυμιών που μου γεννήθηκαν από διάφορες συζητήσεις και αναγνώσεις.
Πάρα πολλές αναφορές γίνονται σε ένα άλλο εξαίρετο "βιβλιοβιβλίο", "Το χάρτινο σπίτι". Δεν μπορώ όμως να τελειώσω την ανάρτηση χωρίς να αναφέρω λίγα ακόμη αποσπάσματα:
-Το μόνο πλεονέκτημα με μια βιβλιοθήκη σαν τη δική μου είναι πως ποτέ δεν τράβηξε το ενδιαφέρον των διαρρηκτών που με τίμησαν κατά καιρούς με την επίσκεψή τους: Τα βιβλία είναι πολύ βαριά και έχουν ελάχιστη μεταπωλητική αξία.
-Η βιβλιοθήκη προστατεύει από την έξωθεν εχθρότητα, φιλτράρει τους θορύβους του κόσμου, μετριάζει το κρύο που βασιλεύει στην ατμόσφαιρα, ενώ σου δίνει ταυτόχρονα και μια αίσθηση παντοδυναμίας. Γιατί η βιβλιοθήκη αμβλύνει το πεπερασμένο των ανθρώπινων δυνατοτήτων: αντιπροσωπεύει τη συμπύκωνση του χώρου και του χρόνου.