Σάββατο, Οκτωβρίου 26, 2013

Πάρα πολλή ευτυχία

Άλις Μονρό
Πάρα πολλή ευτυχία
Μεταίχμιο, 2010
Μετ. Σοφία Σκουλικάρη
Για βδομάδες κειτόταν στο σωρό με τα αδιάβαστα. Το είχα πάρει μαζί με άλλα βιβλία, εκμεταλλευόμενη μια προσφορά του αγαπημένου μου βιβλιοπωλείου Rivergate. Το ότι ήταν μια συλλογή διηγημάτων και όχι μυθιστόρημα ήταν ο κυριότερος λόγος παραγκωνισμού του. Και ξαφνικά ήρθε το Νόμπελ. Και φυσικά δεν μπορούσα πια να το αγνοώ. Όχι γιατί ένα Νίομπελ καταξιώνει οπωσδήποτε ένα συγγραφέα, αλλά γιατί ήθελα να έχω δική μου άποψη.
Η συλλογή περιλαμβάνει δέκα διηγήματα, μάλλον νουβέλες, θα 'λεγα, μια και η έκταση καθενός κυμαίνεται γύρω στις 30 σελίδες. Σε μια κριτική διάβασα πως δεν πρέπει να διαβάζει κανείς πάνω από μια ιστορία κάθε φορά, για ν' αφήνεται χώρος και χρόνος να εισχωρήσει, ν' απλώσει στη σκέψη του αναγνώστη όλο το βάθος που κρύβει. Αυτό είναι αλήθεια. Όμως είναι τόση η ικανοποίηση που γεννιέται στην ψυχή του αναγνώστη, παρά το τραγικό τέλος πολλών από τις ιστορίες, που δύσκολα συγκρατείται ώστε να μη διαβάζει τη μια μετά την άλλη, έστω κι αν μερικές φορές θα θελήσει να ξαναγυρίσει σε κάποιες σελίδες που στη βιασύνη του να δει παρακάτω,  δεν πρόλαβε να εμπεδώσει.
Μιλώντας για μια συλλογή διηγημάτων δεν μπορείς να αφηγηθείς (όπως για ένα μυθιστόρημα) την υπόθεση, όχι μόνο γιατί θα έπρεπε να αναφερθείς σε δέκα διαφορετικές ιστορίες, αλλά και γιατί, ειδικά για τη Μονρό, θα χανόταν η έκπληξη που σου προκαλεί το αναπάντεχο τέλος. Μπορείς μόνο να μιλήσεις για κάποια γενικά χαρακτηριστικά της γραφής της.
Στα διηγήματα κυριαρχεί η γυναίκα. Είτε πρόκειται για κεντρικούς γυνακείους χαρακτήρες, είτε για τη γυναικεία ματιά. Το δε τελευταίο διήγημα της συλλογής, αφηγούμενο τον τελευταίο χρόνο της σύντομης ζωής της πρώτης γυναίκας μαθηματικού-καθηγήτριας Πανεπιστημίου, της Σοφίας Κοβάλσκι, γίνεται, χωρίς να καταντά μεγαλόφωνο κήρυγμα, ένα δείγμα του αγώνα για γυναικεία χειραφέτηση. Άλλες  είναι γυναίκες δυστυχείς, γυναίκες απατημένες, άλλες γυναίκες εγκληματίες.
Ένα δεύτερο  γνώρισμα της Μονρό θα 'λεγα ότι είναι η αστυνομική χροιά των ιστοριών της. Όχι μόνο γιατί πράγματι ένα έγκλημα διαπράττεται (τουλάχιστον σε τρία διηγήματα), αλλά και για τις ανατροπές και το απροσδόκητο τέλος. Δεν την ενδιαφέρει το σχήμα έγκλημα-ένοχος-τιμωρία. Την ενδιαφέρει το έγκλημα ως εκτροπή, τα ψυχολογικά αίτια που οδηγούν σ' αυτό και οι συνέπειες που μπορεί να κρατήσουν μια ολόκληρη ζωή. Ξεχωρίζω εδώ το διήγημα "Για παιχνίδι". Είναι τόσο τρομαχτικό μέσα στην επιφανειακή του ηρεμία που θυμίζει τεχνική του Χίτσκοκ, σκηνές που δεν ξεχνιούνται ποτέ.
Το φυσικό περιβάλλον, ακόμα κι αν δεν ξέρεις ότι η συγγραφέας είναι Καναδή, σου φέρνει στο νου σκοτεινές βόρειες χώρες, με πυκνά δάση, με παγωμένους χειμώνες. Το ύφος γραφής είναι απλό, οι προτάσεις σύντομες. Είναι ιστορίες κλασικής τεχνικής, χωρίς εξεζητημένους μοντερνισμούς.
Τελειώνοντας όμως το βιβλίο σκεφτόμουν πόσο αδικούνται δικοί μας διηγηματογράφοι λόγω της γλώσσας. Ωραία τα διηγήματα της Μονρό. Αλλά εξίσου, αν όχι ωραιότερα διηγήματα, με ανάλογο ψυχολογικό βάθος, έχουν γράψει και ο Παπαδιαμάντης και ο Βιζυηνός και τόσοι άλλοι έλληνες διηγηματογράφοι. Σκέφτομαι και τους δικούς τους επιλόγους, σκέψεις που μας καρφώνονται στο μυαλό, που περικλείουν σε μια φράση κόσμους ολόκληρους, όπως το ανεπανάληπτο "σαν να 'χαν ποτέ τελειωμό τα πάθια και οι καημοί του κόσμου..."

Κυριακή, Οκτωβρίου 20, 2013

Κουράγιο Πηνελόπη

Άντης Ροδίτης
Κουράγιο Πηνελόπη
Αρμός, 2013


 «Οι μεγάλες προσπάθειες που κατέβαλε ο Γεώργιος Παπανδρέου και η Ελληνική Κυβέρνηση, μετά την ευκαιρία που δόθηκε από την Αμερικανική, για να πραγματοποιηθεί η Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα το 1964 και η αντίδραση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, που οδήγησε στη ματαίωσή της και στις μετέπειτα καταστροφικές εξελίξεις για τον Ελληνισμό».
Στις ελάχιστες αυτές γραμμές που τίθενται ως προμετωπίδα του βιβλίου του Άντη Ροδίτη «Κουράγιο Πηνελόπη», συνοψίζεται και προβάλλεται η κεντρική ιδέα του βιβλίου, όπως αυτή εκτίθεται, αναλύεται, τεκμηριώνεται στις 521 σελίδες του.
Γιατί «Πηνελόπη» η Κύπρος; Τον όρο «Πηνελοπισμός» χρησιμοποίησε, όπως αναφέρει ο Ροδίτης  (σ. 398), παραπέμποντας στο βιβλίο του Παναγιώτη Περσιάνη «Τα πολιτικά της εκπαίδευσης στην Κύπρο» (εκδ. Πανεπιστημίου Λευκωσίας, 2010), ο γνωστός φιλόλογος, Γυμνασιάρχης του Παγκυπρίου Γυμνασίου και αργότερα Υπουργός Παιδείας, Φρίξος Πετρίδης. Σε ομιλία του επί τη λήξει των μαθημάτων του έτους 1967-1968, ο Φρίξος Πετρίδης ανέφερε: «Η επιμονή στην πλήρη ταύτιση με την Ελλάδα αποτελεί «πηνελοπισμό» που δεν εξυπηρετεί ούτε την Κύπρο ούτε την Ελλάδα» (Περσιάνη, σ. 65). Η Πηνελόπη δηλαδή δεν έπρεπε να περιμένει τον Οδυσσέα, αλλά να επιλέξει … μνηστήρα το συντομότερο.
Το πολυσέλιδο βιβλίο του Άντη Ροδίτη έρχεται ως μια απάντηση στον «πηνελοπισμό». Ναι, Πηνελόπη η Κύπρος, δεν έπαψε και δεν θα πάψει να περιμένει τον Οδυσσέα, μην υποκύπτοντας στα δελεαστικά καλέσματα των κάθε λογής μνηστήρων. Κουράγιο.
Στο σύντομο εισαγωγικό του σημείωμα ο συγγραφέας μας πληροφορεί: «Το βιβλίο αυτό επικεντρώνεται στην περίοδο Δεκεμβρίου 1963-Αυγούστου 1964, όταν η θύρα για την Ένωση άνοιξε διάπλατα και η («επίσημη») Κύπρος έκλεισε τα μάτια».
Στηριγμένο στη μελέτη δεκάδων εγγράφων αντλημένων από αμερικανικά, βρετανικά ή ελληνικά αρχεία (οι πηγές των οποίων αναφέρονται εισαγωγικά), πλείστα από τα οποία έγγραφα παρατίθενται αυτούσια, φωτοτυπημένα στο τελευταίο τμήμα του βιβλίου, ο συγγραφέας καταγράφει μέρα με τη μέρα, λεπτό με λεπτό, θα έλεγα, όλα τα γεγονότα του τραγικού εκείνου οκταμήνου που προδιέγραψε και καθόρισε τη μελλοντική μας πορεία και την τραγική μας μοίρα μέχρι σήμερα.
Για όλους εμάς που ζήσαμε τότε τα γεγονότα στην εξωτερική τους διάσταση, παρουσιασμένα όπως η τότε ηγεσία ήθελε, μοιάζουμε με τους θεατές ενός θεατρικού έργου που το βλέπαμε να παίζεται στη σκηνή και τώρα, με το βιβλίο του Ροδίτη, εισχωρούμε στα παρασκήνια, τα κοστούμια βγαίνουν, το μακιγιάζ αφαιρείται, οι πρωταγωνιστές δεν είναι πια άρχοντες και βασιλιάδες, γίνονται οι πραγματικοί εαυτοί τους. Πώς και γιατί οι Αμερικανοί αναμίχθηκαν στο Κυπριακό, η ανάθεση της εξεύρεσης  λύσης στον Υφυπουργό εξωτερικών των ΗΠΑ Μπωλ, η συνάντηση Μπωλ-Μακαρίου, η ενεργός ανάμιξη του νεοεκλεγέντος Γεωργίου Παπανδρέου, πώς και γιατί ελήφθη η απόφαση για αποστολή της Μεραρχίας στην Κύπρο, πώς ετέθη το θέμα της Ένωσης, οι απειλές των Τούρκων,  οι φόβοι για πιθανή κομμουνιστικοποίηση της Κύπρου, πρακτικά συσκέψεων, τηλεγραφήματα, τηλεφωνικές συνδιαλέξεις, ανταποκρίσεις των πρέσβεων, οι θέσεις και οι προτάσεις Μακαρίου, το Συμβούλιο Ασφαλείας, όλο το παρασκήνιο της δραματικής εκείνης χρονιάς αποκαλύπτεται με κάθε λεπτομέρεια και με αδιαμφισβήτητα ντοκουμέντα. Ναι, υποστηρίζει ο συγγραφέας. Οι Αμερικανοί, για δικούς τους λόγους, πρόσφεραν την Κύπρο στην Ελλάδα, με εγγυήσεις και ασφάλεια, αλλά απορρίφθηκε από τον Μακάριο. Είναι τόσα και τέτοια τα στοιχεία που παρατίθενται ώστε κανείς δεν θα μπορούσε να κατηγορήσει τον συγγραφέα για επιλεκτική παράθεση στοιχείων. (Ίσως γι’ αυτό, ως τώρα τουλάχιστον, αλλά φοβάμαι και στο μέλλον, δεν υπάρχει καμιά κριτική του βιβλίου που να εδράζεται σε ντοκουμέντα, κανένα αντεπιχείρημα στα όσα ο Ροδίτης αποκαλύπτει. Όσες κριτικές ή σχόλια έτυχε να διαβάσω αναλίσκονται σε γενικόλογα και επαναλαμβάνουν απλώς τις θέσεις του Μακαρίου. Ο οποίος Μακάριος, τονίζει ο Ροδίτης, δεν άφησε κανένα γραπτό, τίποτα που να αναλύει τις σκέψεις, τους προβληματισμούς του, το γιατί πήρε τη μια θέση ή την άλλη).
Ανάμεσα στα έγγραφα και τα σχόλια ο συγγραφέας παρεμβάλλει προσωπικές αφηγήσεις. Για παράδειγμα, αναμνήσεις από τη δική του συμμετοχή στις ομάδες που σχηματίστηκαν στο τέλος του ’63 για απόκρουση της τουρκικής ανταρσίας ή θύμησες από μια καλοκαιρινή μέρα του 1964 στο Πέντε-μίλι, την ίδια μέρα που το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ συνεδρίαζε για τις τύχες μας. Με αυτά τα παρέμβλητα λογοτεχνικά κομμάτια, δηλώνει ο συγγραφέας, «επιδιώκει να καταδείξει την αβυσσαλέα απόσταση που χωρίζει το επίπεδο των αποφάσεων που κρίνουν τις εθνικές μας τύχες από την ατομική μας καθημερινότητα, ακόμα κι όταν, ή ιδιαίτερα όταν κυριαρχεί η ψευδαίσθηση ότι η συμμετοχή μας είναι καίρια. Το δέος που μας καταλαμβάνει από τη συνειδητοποίηση εκείνης της απόστασης, ίσως συμβάλει στη σύσταση τρόπων αληθινά ενεργούς συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων που αφορούν το μέλλον και την επιβίωσή μας».
Πόσο δίκαιο έχει ο συγγραφέας! Εμείς συνεχίζαμε την καθημερινότητά μας «ανίδεοι και χορτάτοι», ενώ για τις τύχες μας άλλοι αποφάσιζαν. Καθοριστικό και καίριο ρόλο αποδίδει στον Μακάριο. Εκείνος πήρε την απόφαση για ανεξαρτησία αντί της Ένωσης ήδη από το 1956 στις Σεϋχέλλες, εκείνος, ο περίγυρός του και το κομμουνιστικό κόμμα την προωθούσαν, εκείνος σταδιακά απομακρυνόταν από το εθνικό κέντρο. Είναι πολύ χαρακτηριστική η επιστολή που του απεύθυνε στις 25 Φεβρουαρίου 1964 ο νεοεκλεγείς Παπανδρέου. Γράφει ανάμεσα σ’ άλλα: «… το έθνος της, ο ελληνισμός, αποτελεί ενιαίον σύνολον. Η Κύπρος αποτελεί αξιόλογον τμήμα του Έθνους. Και φρονώ ότι αι αρχαί αι οποίαι θα πρέπει να διέπουν τας σχέσεις των μερών της προς το σύνολον θα πρέπει να είναι σχέσεις αμοιβαίας ενημερώσεως, συνεργασίας, αλληλεγγύης…» (σ.80), για να παραπονεθεί στη συνέχεια ότι δεν ενημερώνεται και να ζητάει συνεχή επαφή και συνεννόηση, ενώ ταυτόχρονα δήλωνε στον Αμερικανό πρέσβυ στην Ελλάδα Λαμπουίς πως «ήταν απαράδεκτο να αποφασίζει ο Μακάριος για το μέλλον της Ελλάδος» (σ. 82).
Η παρουσίαση ενός βιβλίου όπως το «Κουράγιο Πηνελόπη» είναι έργο δυσχερέστατο. Είναι τόσα τα ντοκουμέντα, τόσα τα αποδεικτικά στοιχεία για τη χαμένη ευκαιρία της Ένωσης, που μόνο διαβάζοντάς το κανείς μπορεί να έχει την ακριβή εικόνα των γεγονότων, όσο κι αν αυτά γεμίζουν την ψυχή μας με πόνο και θλίψη. Δεν ξέρω αν μπορεί να μας μεταδώσει κάποια αισιοδοξία ο συγγραφέας όταν γράφει ότι «επειδή η όρεξη της Τουρκίας φαίνεται να άνοιξε και όχι να έκλεισε με την εισβολή, και εφόσον η Κύπρος παραμένει κράτος και δεν υπογράφει τίποτε που να της στερεί το ελληνικό της μέλλον, το θέμα παραμένει ανοικτό». Κουράγιο Πηνελόπη!

Σημ. Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό της Κίνησης των καθηγητών "Αλλαγή",  στο τεύχ. Οκτωβρίου 2013.

Δευτέρα, Οκτωβρίου 14, 2013

Λογοδοσία μιας ζωής

Κωνσταντίνος Τσάτσος
Λογοδοσία μιας ζωής
Οι εκδόσεις των φίλων, 2000


Μια βαθιά μελαγχολία με κυριεύει καθώς κλείνω την τελευταία σελίδα (645η) του δίτομου έργου του Κωνσταντίνου Τσάτσου «Λογοδοσία μιας ζωής». Αναρωτιέμαι πού να οφείλεται. Ίσως μου τη μετέδωσε ο αυτοβιογραφούμενος συγγραφέας καθώς, όπως ομολογεί, η απαισιοδοξία ήταν ένα από τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του. Η σκέψη του θανάτου σκιάζει όλο του το έργο. «Ζω το θάνατό μου. Ζω τη ζωή, όπως θα ‘ναι χωρίς εμένα», γράφει. Κι ένα κεφάλαιο, απ’ την αρχή κιόλας της αυτοβιογραφίας του, έχει τον τίτλο «Περί θανάτου».
 Η μελαγχολία επιτείνεται στη σκέψη του θανάτου που το ίδιο το βιβλίο αυτό σου υπενθυμίζει. Από όλα αυτά τα πρόσωπα, από όλες τις προσωπικότητες που σφράγισαν την εποχή τους, από όλα τα έξοχα πνεύματα που έλαμψαν για μερικές δεκαετίες, δεν βρίσκεται κανένας πια στη ζωή: Θεοδωρακόπουλος, Κανελλόπουλος, φίλοι του και οι δυο των σπουδών στη Χαϊδελβέργη, Παλαμάς, Σικελιανός, Σεφέρης, Ελύτης, Κατσίμπαλης, Βενιζέλος, Καραμανλής, Αβέρωφ,  Παπανδρέου, οι βασιλείς Παύλος και Φρειδερίκη, ξένοι ηγέτες, ανάμεσά τους ο Τίτο και ο Μακάριος και αμέτρητο πλήθος άλλων που διαδραμάτισαν ρόλο στη ζωή του Τσάτσου, τώρα «γη και σποδός». Κι ο ίδιος ο συγγραφέας που μέσα από τις σελίδες του βιβλίου του τον νιώθεις τόσο ζωντανό, σαν να σου μιλάει τώρα, πάνε κιόλα 26 χρόνια που έχει φύγει από τη ζωή.
Δεν είναι η πρώτη φορά που διαβάζω αυτό το βιβλίο. Το είχα διαβάσει τότε που πρωτοεκδόθηκε. Θέλοντας όμως να ξεφύγω από τη ρηχότητα, την ελαφρότητα, την έλλειψη ήθους και προπάντων καλλιέργειας των πιο πολλών σύγχρονων πολιτικών, είπα να αναπνεύσω λίγη από τη σοβαρότητα και την πνευματικότητα ενός ανθρώπου που ίσως είναι από τους ελάχιστους που ανταποκρινόταν στο πλατωνικό ιδεώδες του ηγέτη, να συμπέσει δηλαδή στον ίδιο άνθρωπο «δύναμίς τε πολιτική και φιλοσοφία».
Ο Τσάτσος γεννήθηκε το 1899 και πέθανε το 1987. Έζησε δηλαδή μια μακρά ζωή που καλύπτει σχεδόν ένα αιώνα. Παιδί ακόμα έζησε τους βαλκανικούς πολέμους, αργότερα τον Α΄ Παγκόσμιο, το διχασμό Κωνσταντίνου-Βενιζέλου, τον Β΄ Παγκόσμιο, την Κατοχή, πραξικοπήματα και δικτατορίες, όλη την πονεμένη ιστορία του ελληνισμού στον 20ο αι., όχι ως απλώς θεατής αλλά συμμετέχοντας ενεργά στα γεγονότα. Στα πενήντα του άρχισε να γράφει την αυτοβιογραφία του. Τη συνέχισε και την ολοκλήρωσε στα ογδόντα πέντε του. Κι εξεδόθη μετά το θάνατό του.
Έζησε μια πλούσια πνευματική ζωή, συνδυάζοντας τη μελέτη, τη συγγραφή, τη δικηγορία (που απεχθανόταν) με την πολιτική δράση. Ο ίδιος προς το τέλος της αυτοβιογραφίας του, μιλά με παράπονο και αυτοϋποτίμηση για τη «διασπορά», όπως τη λέει, την ενασχόλησή του με ποικίλους τομείς που δεν του άφησε περιθώρια να διακριθεί ιδιαίτερα σε κάποιο τομέα. Τι έλλειψη αυτοεκτίμησης!
Οι πρόγονοί του ήταν έμποροι, ο πατέρας του δικηγόρος και βουλευτής, η μητέρα του επίσης από οικογένεια εμπόρων της Τεργέστης. Με διδασκαλία κατ’ οίκον, με γκουβερνάντα πρώτα μια σλοβάκα από την Τεργέστη με την οποία φαίνεται τον έδεσε μια ιδιαίτερη αγάπη, αργότερα με γερμανίδα, μεγάλωσε μιλώντας Ιταλικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Αγγλικά και στη λογοτεχνία αυτών των γλωσσών μυήθηκε ως τα δεκαπέντε του. Η επαφή με την ελληνική λογοτεχνία ήρθε αργότερα. Παράλληλα έμαθε πιάνο και βιολί και η μουσική υπήρξε μια από τις αγάπες του. Ένα, επομένως, κοσμοπολιτικό πνεύμα τον διέκρινε, πράγμα που του επέτρεπε μια καθολικότερη εποπτεία των ανθρωπίνων. Ένα σύμπλεγμα κατωτερότητας για το κοντό, άσχημο και φιλάσθενο σώμα του το μετέτρεψε σε πλεονέκτημα της νόησης. Γράφει: « Καθώς ούτε η σωματική μου διάπλαση, το ανάστημά μου, η ρώμη και η υγεία μου με βοηθούσαν, από παιδί σχεδόν κατάλαβα ότι δεν είχα άλλη διέξοδο για να αποκτήσω στον ήλιο μοίρα, από το νου μου και το ήθος μου. Γι’ αυτό εξαρχής το φρόντισα, γιατί μόνο από αυτό εξαρτιότανε η επιτυχία στη ζωή μου».

Παράλληλα με την πολιτική και την πνευματική του ζωή και δημιουργία πορεύεται και η προσωπική του ζωή. Νέος πολύ παντρεύτηκε, αλλά σύντομα χώρισε. Παντρεύτηκε αργότερα την Ιωάννα, αδελφή του Γιώργου Σεφέρη, γυναίκα καλλιεργημένη και με έντονη προσωπικότητα. Έζησε μαζί της μια μακρά, ευτυχισμένη ζωή και απόκτησαν δυο κόρες, τη Δέσποινα και την Ντόρα. «Ο κόσμος του σπιτιού μας ήταν φιλοσοφία και λογοτεχνία», γράφει. Εντούτοις δεν υπήρξε πάντα πιστός, όπως  ομολογεί. Κατά τη γνώμη μου ήταν κι οι ερωτικές του περιπέτειες αποτέλεσμα της προσπάθειας υπέρβασης της σωματικής του μειονεξίας. (Βέβαια, παραλείπονται, δηλώνοντάς τα οι εκδότες με αποσιωπητικά, στιγμές της πολύ προσωπικής ιδιωτικής του ζωής).
Νομικός, πολιτικός, πανεπιστημιακός δάσκαλος, λογοτέχνης, άφησε τεράστιο συγγραφικό έργο, που καλύπτει ποικίλους τομείς. Από την ποίηση, τη φιλοσοφία, τη φιλοσοφία του δικαίου που ήταν ο τομέας του, την κριτική της λογοτεχνίας, όπως ήταν το έργο του για τον αγαπημένο του Παλαμά. Διαρκώς παραπονείται  πως η ενασχόληση με την πολιτική δεν του αφήνει χρόνο για τη μελέτη και τη συγγραφή. Και σχεδόν ευγνωμονεί τη δικτατορία του Μεταξά που τον εξόρισε στη Σκύρο και μετά στις Σπέτσες δίνοντάς του τη δυνατότητα της συγγραφής. Παροπλισμένος πολιτικά, με περιορισμό στο σπίτι του κατά τη διάρκεια της χούντας είχε και πάλι αυτή τη δυνατότητα.
Εκπροσωπώντας την Ελλάδα, κυρίως την πενταετία που υπήρξε Πρόεδρος της Δημοκρατίας έκανε πλήθος ταξίδια στο εξωτερικό, γνώρισε πολιτικούς και ανθρώπους του πνεύματος και οι κρίσεις του για πρόσωπα, αν και σύντομες, είναι καίριες και συχνά απολαυστικές, όπως κάποτε εκφράζονται με μια υποδόρια ειρωνεία, άλλοτε όμως με εκτίμηση και θαυμασμό, κυρίως όταν συναντά καλλιεργημένους ανθρώπους.
Για την Κύπρο, εκτός από σποραδικά σχόλια, υπάρχει και ολόκληρο κεφάλαιο, στο οποίο επισημαίνει δέκα καταστροφικά λάθη που έγιναν. Για τον Μακάριο γράφει: «Μου έδωσε απ’ αρχής την εντύπωση ενός ανθρώπου του οποίου η φιλοδοξία και η ματαιοδοξία ήταν μεγαλύτερη και από την αναμφισβήτητη ευφυΐα του και τον πατριωτισμό του. Κυριολεκτικά τον τύφλωνε η φιλοπρωτία του».  
Υπάρχουν κεφάλαια στο βιβλίο που πιθανόν να μην ενδιαφέρουν τον απλό αναγνώστη. Σίγουρα ενδιαφέρουν τον πολιτικό και τον ιστορικό. Αλλά ακόμα κι ανάμεσα σ’ αυτά τα κεφάλαια ξεπετάγονται σκέψεις και προβληματισμοί ενός φιλοσοφημένου ανθρώπου που ενδιαφέρουν τον καθένα μας.
Εξαιρετικό είναι το τελευταίο μέρος της «Λογοδοσίας» (σ. 561-645) όπου ψυχαναλύεται, καταγράφει τις αρχές και τις αξίες στις οποίες πίστεψε, στην ουσία αποχαιρετά τη ζωή. Λίγο πριν είχε γράψει: «…ο αναγνώστης μου δεν πρέπει ποτέ να λησμονεί ότι σε όλες αυτές τις περιπλανήσεις η ψυχή μου έμενε πιστή στην Ιθάκη, στα ατελείωτα κείμενά μου, σε αυτές τις στοίβες τα χαρτιά με τα οποία ελπίζω να παρατείνω για λίγα χρόνια τη μεταθανάτια ύπαρξή μου μέσα στο χάος του χρόνου».
Αν υπάρχει μεταθανάτια ζωή (στην οποία ο ίδιος δεν πίστευε) θα ‘ναι ευτυχής βλέποντας πως αφού υπάρχουν άνθρωποι που τον διαβάζουν η μεταθανάτια ύπαρξή του θα παραταθεί για πολλά ακόμα χρόνια.

Παρασκευή, Οκτωβρίου 04, 2013

Επικίνδυνη συμπόνια

Στέφαν Τσβάιχ
Επικίνδυνη συμπόνια
Αγγελάκης, 2012
Μετ. Δ. Π. Κωστελένος
Και ξαφνικά, μια επιθυμία να ξαναγυρίσω στα διαβάσματα των νεανικών μου χρόνων μ' έκανε ν' αναζητήσω βιβλία για τα οποία κάποτε είχα ξενυχτήσει, βιβλία τα οποία ανυπομονούσα, τελειώνοντας βιαστικά τα σχολικά μαθήματα, να συνεχίσω. Δεν ξέρω αν αυτή η νοσταλγία ήταν για να διαπιστώσω αν θα εξακολουθούσαν να μου κάνουν την ίδια εντύπωση ύστερα από τόσα χρόνια και τόσα διαβάσματα, ή αν μέσα σ' αυτά υποσυνείδητα αναζητούσα την εφηβεία μου.
Ό,τι και να 'ταν, έψαξα ένα βιβλίο που, εκτός από την κεντρική ιδέα, πολύ λίγο και πολύ αόριστα θυμόμουν. Τίτλος του ήταν "Ανυπόμονη καρδιά" και συγγραφέας ο Στέφαν Τσβάιχ. Άδικα όμως το 'ψαχνα μ' αυτό τον τίτλο. Τελικά ανακάλυψα πως τώρα κυκλοφορεί ως "Επικίνδυνη συμπόνια". Το πήρα.
Ασφαλώς δεν μου έκανε πια την ίδια εντύπωση όπως τότε. Όμως, παρ' όλο ότι θα το κατέτασσα στην "ελαφρά" λογοτεχνία που διαβάζεται εύκολα, που ίσως να ήταν στα "ευπώλητα" της τότε εποχής, διακρίνεται από μια ευγένεια και ένα βάθος άγνωστο στη σημερινή λογοτεχνία του "ευπώλητου".
Το βιβλίο αποτελεί την αφήγηση ενός νεαρού στρατιωτικού, του Άντον Χοφμίλλερ, που υπηρετεί στο ιππικό, σε μια μικρή πόλη της τότε γνωστής ως Αυστροουγγαρία, πολύ κοντά στη Βιέννη. Χρονικά τοποθετείται στο 1914, παραμονές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η ανία και η μονοτονία της στρατιωτικής υπηρεσίας στη μικρή πόλη διακόπτεται με την πρόσκληση για δείπνο που αποδέχεται, στον πύργο του πιο πλούσιου ανθρώπου της περιοχής, του Κεκεσφάλβα. Εκεί θα γνωρίσει τη νεαρή κόρη του Κεκεσφάλβα, την Έντιθ, καθηλωμένη με παράλυση των κάτω άκρων σε αναπηρικό καροτσάκι. Μια παρεξήγηση τον ωθεί να ξαναγυρίσει την επομένη στον πύργο για να ζητήσει συγγνώμη. Οι επισκέψεις θα πυκνώσουν, η παρουσία του εκεί θα γίνει σχεδόν καθημερινή. Δεν τρέφει παρά μόνο φιλικά αισθήματα για την Έντιθ και συμπόνια για την κατάστασή της. Όταν θα αντιληφθεί ότι εκείνη τον έχει ερωτευτεί, θα είναι πολύ αργά. Οι ποικίλες ψυχολογικές του μεταπτώσεις διαζωγραφίζονται με εξαιρετικό τρόπο από τον Τσβάιχ. Από τη συμπόνια στην ενοχή, από τη διάθεση φυγής ξανά επιστροφή στην άρρωστη, από την ανταπόκριση στις εκκλήσεις του στοργικού πατέρα, στην αρνητική στάση λόγω της κοροϊδίας των συναδέλφων του. Η μια παρεξήγηση διαδέχεται την άλλη, ώσπου αργά, σταδιακά, βρίσκεται χωρίς να το καταλάβει και παρά τη θέλησή του, υπεύθυνος για την τύχη της ανάπηρης κοπέλας. Μια τελευταία παρεξήγηση, σε μια εποχή που η επικοινωννία γινόταν μόνο με επιστολές, τηλεγραφήματα ή τηλεφωνικώς με αφάνταστες δυσκολίες και τη μεσολάβηση τηλεφωνήτριας, η ιστορία θα φτάσει στο τραγικό της τέλος. Είναι η μέρα που στο Σεράγεβο δολοφονείται ο αρχιδούκας Φραγκίσκος Φερδινάνδος και η σύζυγός του, δολοφονία που στάθηκε η αφορμή για την κήρυξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο Χοφμίλλερε κατατάσσεται, τα χρόνια περνούν, ο πόλεμος τελειώνει, τα πρόσωπα του δράματος έχουν πεθάνει ή έχουν σκορπίσει και ο Χοφμίλλερ νόμιζε ότι είχε ξεχάσει. Όμως, βλέποντας τυχαία στο θέατρο ύστερα από χρόνια το γιατρό Κόντορ που παρακολουθούσε την Έντιθ και είχε διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στο έργο, φεύγει βιαστικά και κρυφά για να μην τον συναντήσει. "Από κείνη τη στιγμή ήξερα πως κανένα μας σφάλμα δεν μπορεί να λησμονηθεί, όσο η συνείδηση θυμάται", δηλώνει στην καταληκτήρια φράση του μυθιστορήματος.
Ένα βιβλίο που, αν και γραμμένο το 1938, εξακολουθεί να διαβάζεται και να συγκινεί, γιατί ακριβώς εκτός από το ζωντάνεμα μιας εποχής, έχει να κάνει με την ψυχή του ανθρώπου.

Υ. Γ. Κρίμα που δεν εντόπισα πιο πριν την έκδοση του Άγρα με τίτλο "Επικίνδυνος οίκτος". Πιο ακριβή βέβαια έκδοση, αλλά σίγουρα πολύ καλύτερη απ' αυτήν του Αγγελάκη που βρίθει τυπογραφικών λαθών. Παρατονισμοί, επανάληψη φράσεων, απουσία κάποιου γράμματος ή λέξης, γενικά μια πρόχειρη έκδοση. Κρίμα.