Πέμπτη, Νοεμβρίου 27, 2008

Οι αλήθειες των άλλων

Παρακολουθώ τη συγγραφική πορεία του Νίκου Θέμελη από το πρώτο του βιβλίο, την "Αναζήτηση", μέχρι το πιο πρόσφατο, "Οι αλήθειες των άλλων" (Κέδρος, 2008) με αυξομειούμενη ικανοποίηση. Μετά τον ενθουσιασμό για την τριλογία "Αναζήτηση", "Ανατροπή", "Αναλαμπή" (το τελευταίο με κάπως λιγότερο ενθουσιασμό, ομολογώ) ήρθε η απογοήτευση για το "Για μια συντροφιά ανάμεσά μας", η μέτρια ικανοποίηση από το "Μια ζωή δυο ζωές" και τώρα ικανοποίηση αλλά και προβληματισμός για το "Οι αλήθειες των άλλων".
Ο Θέμελης ξαναγυρίζει στο ιστορικό μυθιστόρημα. Μας μεταφέρει σε μια εποχή που όσα κι αν έχουμε ακούσει, όσα κι αν έχουμε διαβάσει γι' αυτήν, πάντα θα μας ενδιαφέρει και φαίνεται πως κι η λογοτεχνία θα εμπνέεται απ' αυτήν για καιρό ακόμη. Βρισκόμαστε στο Αϊβαλί, τις αρχαίες Κυδωνίες, ένα χρόνο μετά τη συμφορά του '22. Η πόλη είναι έρημη. Ανάμεσα στους λίγους Έλληνες που έχουν απομείνει είναι ο ηλικιωμένος Μανόλης Λινός και ο συνονόματος εγγονός του, που όμως με ψεύτικα χαρτιά είχε καταφέρει να πολιτογραφηθεί Τούρκος με το όνομα Μεχμέτ. Στο υπόγειο του σπιτιού τους φυλάνε 4 μπαούλα γεμάτα από βιβλία, έγγραφα, αρχεία, όλη την ιστορία του Ελληνισμού των Κυδωνιών, ψάχνοντας τρόπο να τα διασώσουν και να τα μεταφέρουν στην Ελλάδα. Μαζί μ' αυτά κι ένα παλιό χειρόγραφο που το περιεχόμενό του ανατρέπει την ηρωική εικόνα του τελευταίου Βυζαντινού αυτοκράτορα, υποστηρίζοντας ότι ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος δεν θυσιάστηκε, αλλά μεταμφιεσμένος έφυγε κρυφά από την Πόλη.
Στο Αϊβαλί αρχίζουν να καταφθάνουν καραβιές με Τούρκους από τη Μυτιλήνη, την Κρήτη και αλλού. Είναι ο περίφημος "μπουμπαντελές", η ανταλλαγή πληθυσμών που έχει συμφωνηθεί. Σιγά-σιγά το Αϊβαλί εκτουρκίζεται. Όμως ο παππούς Μανόλης αρνείται να φύγει. Γι 'αυτόν η φυγή από τον τόπο του είναι χειρότερη από το θάνατο, γι' αυτό και τον προτιμά και τον επιλέγει.
Ο εγγονός κατορθώνει με τη βοήθεια ενός Τούρκου φίλου του, του Ισμαήλ, να φύγει σώζοντας και τα μπαούλα και το χειρόγραφο που δεν αποχωρίζεται ποτέ. Στη Μυτιλήνη θα συναντήσει τους δικούς του. Οι σκηνές της προσφυγιάς, η αντίδραση των ντόπιων, ο ξεπεσμός των ανθρώπων που ως χτες ήταν άρχοντες στον τόπο τους και σήμερα ψωμοζητάνε, ίσως να μη λένε τίποτα στους σημερινούς Έλληνες. Για μας όμως στην Κύπρο που οι μνήμες του 1974 είναι ολοζώντανες, που υπάρχουν ακόμα προσφυγικοί συνοικισμοί, που οι άνθρωποι βλέπουν τα σπίτια, τα περιβόλια, τα χωράφια τους, βίαια αρπαγμένα, στα χέρια των Τούρκων οι περιγραφές του Θέμελη συγκινούν βαθύτατα υπομιμνήσκοντας "οικεία κακά".
Από κει και πέρα το μυθιστόρημα προχωρεί γοργά, κάνοντας σταθμούς ανά δεκαετία και φτάνοντας ως το 1958. Ο Μεχμέτ, ως Μανόλης πια, κατορθώνει να πάει στην Αθήνα, να σπουδάσει και τον συναντάμε στην Κομοτηνή να διδάσκει στο εκεί Γυμνάσιο. Το μυστικό του χειρογράφου δεν έχει πάψει ποτέ να τον βασανίζει. Σε μια σχολική γιορτή για την 25η Μαρτίου το αποκαλύπτει, με αποτέλεσμα να εκδιωχθεί και να φυγαδευτεί με τη βοήθεια ενός φίλου του Εβραίου. Κανείς δεν είναι έτοιμος να δεχτεί μια "άλλη αλήθεια". Στη συνέχεια το χειρόγραφο θα αποτελέσει το θέμα της διδακτορικής διατριβής του γιου του Μανόλη, ο οποίος σπουδασμένος στο εξωτερικό θα προχωρήσει πιο πέρα, παίρνοντας θέση και στο περίφημο θέμα της αδιάλειπτης συνέχειας ή μη του Ελληνισμού.
Η αλήθεια για το τέλος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου δεν είναι η μόνη που υπονομεύεται στο βιβλίο, άλλωστε αυτή είναι ένα συγγραφικό εύρημα. Υπονομεύεται ακόμη η αλήθεια των Ελλήνων, όταν αυτός που τον βοηθάει στο Αϊβαλί είναι ο Τούρκος Ισμαήλ, η αλήθεια των Εβραίων, όταν αυτός που τον σώζει στην Κομοτηνή είναι ο Εβραίος Αμπαχέρ, η αλήθεια της σεξουαλικής διαφορετικότητας, η αλήθεια των άλλων στον Εμφύλιο , όταν ο πιο στενός του φίλος, ο Αυγέρης, που ανήκει στο ΕΑΜ προδίδεται από πρόσωπο που πιστεύει στη δική του αλήθεια.
Άραγε όμως, συλλογίζομαι, δεν υπάρχει κάποτε και μια αλήθεια που δεν είναι ούτε δική μας ούτε των άλλων; Δεν μπορεί να υπάρξει αντικειμενικά η αλήθεια; Και πάλι το θέμα έχει μια ιδιαίτερη σημασία για το νησί μας, όταν Τούρκοι και Έλληνες, κάτοικοι αυτού του τόπου, προβάλλουμε ο καθένας τη δική του αλήθεια.
Αυτό και άλλα ερωτήματα μας δημιουργεί το βιβλίο του Θέμελη, παράλληλα βέβαια με την ικανοποίηση που προκαλεί ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα. Γιατί ο Θέμελης και στα λιγότερο επιτυχημένα βιβλία του δεν παύει να είναι ένας καλός αφηγητής που παρασύρει τον αναγνώστη. Η αφήγησή του έχει ζωντάνια, ρεαλιστικότητα, οι λεπτομέρειες, άχρηστες εν πολλοίς, κινητοποιούν όλες τις αισθήσεις του αναγνώστη που μεταφέρεται σε χρόνο και τόπο, ζει τα γεγονότα, ακούει τους διαλόγους, βλέπει τους δρόμους, τις γειτονιές. Τι σημασία έχει για το θέμα ένα καλοσιδερωμένο πουκάμισο, ο σοφέρ που μυρίζει ιδρωτίλα, ο καφές που καίει στο φλιντζάνι, ένα σπαρματσέτο να τρεμοπαίζει το φως του, μια δυνατή βροχή, μια χειμωνιάτικη λιακάδα. Κι όμως αυτά τα μικρά κι σήμαντα μεταφέρουν τον αναγνώστη κατευθείαν στην ατμόσφαιρα του έργου. Η άρτια ηθογράφηση των ηρώων του και προπάντων η ιστορική γνώση και ο προβληματισμός που κινητοποιεί τη σκέψη είναι ακόμη πλεονεκτήματα του μυθιστορήματος.
Για το έργο άχουν ήδη γραφτεί πολλά. Παραπέμπω μόνο στο μπλογκ της Άννας, από όπου μπορεί να οδηγηθεί κάποιος και σε άλλες συνδέσεις.


Τρίτη, Νοεμβρίου 18, 2008

Για να δει τη θάλασσα

Σκέφτομαι ότι κάποτε τα βιβλία αδικούνται ή ευνοούνται και για εντελώς υποκειμενικούς λόγους. Ανάλογα δηλαδή με το πότε και πού τα διαβάζουμε, ανάλογα με την ψυχική μας διάθεση κ.λπ. Για παράδειγμα, πιστεύω ότι το βιβλίο της Ευγενίας Φακίνου "Για να δει τη θάλασσα" (Καστανιώτης 2008) άλλη εντύπωση θα μου έκανε αν δεν το διάβαζα αμέσως μετά το φορτωμένο με νοήματα και προβληματισμό "Ταξίδι στην άκρη της νύχτας". Δεν είναι άσχημο το μυθιστόρημα της Φακίνου, θα έλεγα μάλιστα ότι είναι πολύ καλύτερο από πολλά άλλα που κυκλοφορούν και ως ευπώλητα. Παραμένει όμως ένα απλό, μονοδιάστατο έργο, με μια ενδιαφέρουσα και πρωτότυπη κεντρική ιδέα, που όμως, νομίζω, θα μπορούσε να την εκμεταλλευτεί καλύτερα.
Μια γυναίκα, μετά από μια χειρουργική επέμβαση, χάνει τη μνήμη της. Όχι γενικά τη μνήμη. Θυμάται τον άντρα, την αδελφή της, θυμάται χρονολογίες, γεγονότα, ιστορία, διαβάσματα, θυμάται ακόμα και τον αριθμό τηλεφώνου του σπιτιού της (εκτός αν τον είχε στη μνήμη του κινητού, δεν διευκρινίζεται!), δεν θυμάται όμως το όνομά της ούτε ποια είναι. Κάτι άλλο που δεν έχει ξεχάσει είναι το να μαγειρεύει κι έτσι μια μέρα βρίσκεται στην κουζίνα μιας μικρής ταβέρνας στον Κολωνό να μαγειρεύει επαγγελματικά για τη λιγοστή, ταχτική πελατεία της, που την αποτελούν κυρίως τεχνίτες, εργάτες, μάστορες της γύρω περιοχής. Τα φαγητά, των οποίων τις λεπτομερείς οδηγίες παρασκευής μας δίνει η συγγραφέας, αρχίζουν κάτι να της θυμίζουν. Για παράδειγμα οι τηγανητές με αυγά πατάτες της θυμίζουν μια σχολική εκδρομή, ένα κομμάτι κερήθρας με μέλι της φέρνει στο νου τη γιαγιά της και τη Σύμη κ. ά. Κεφτεδάκια, σπανακόρυζο, φασολάδα, σουτζουκάκια, ντολμαδάκια, όλη η ελληνική κουζίνα παρελαύνει, φανερώνοντας τις μαγειρικές της ικανότητες, και ενθουσιάζοντας τον ιδιοκτήτη και την πελατεία της ταβέρνας. (Ομολογώ ότι οι συνταγές είναι πρακτικά χρήσιμες και για τους αναγνώστες, αν και προσωπικά εντοπίζω κάποιες διαφορές. Για παράδειγμα εγώ δεν βάζω στους κεφτέδες ή σε άλλο φαγητό και ρίγανη και δυόσμο ταυτόχρονα. Ή το ένα ή το άλλο. Λέτε να δοκιμάσω και τη συνταγή της Φακίνου;)
Δεν είναι μόνο η γεύση των φαγητών που αρχίζει να της θυμίζει κάτι. Είναι και τα πρόσωπα που περνούν από την ταβέρνα. Π.χ. κάποιος που μοιάζει με τον Μαρτσέλλο Μαστρογιάννι της θυμίζει μια ταινία που είδε, μια γριά χορταρού της φέρνει στο νου τη θεια-Αχτίτσα του Παπαδιαμάντη, ένας πλανώδιος ζωγράφος είναι ίδιος με τον Θεόφιλο. Όταν πια πείθεται ότι η μνήμη της επανέρχεται σιγά-σιγά, αποχαιρετά την ταβέρνα, τον ιδιόρυθμο ιδιοκτήτη, έναν άντρα με το όνομα Ρούλα (καθόλου απίθανο δεδομένων των σεξουαλικών του αποκλίσεων) και δηλώνει ότι γυρίζει στο σπίτι της.
Βιβλίο με πολλά στοιχεία της αθηναϊκής λαϊκής γειτονιάς, της ελληνικής κουζίνας και γενικά του ελληνικού τρόπου ζωής, στέκεται αξιοπρεπώς ως μυθιστόρημα και μπορεί να χαρίσει ευχάριστες ώρες ανάγνωσης.


Τετάρτη, Νοεμβρίου 12, 2008

Ταξίδι στην άκρη της νύχτας

"Κοντολογίς, η μεγάλη κούραση της ύπαρξης μπορεί να μην είναι τίποτε άλλο απ' τον τεράστιο μόχθο μας να παραμείνουμε εχέφρονες επί είκοσι, σαράντα χρόνια και βάλε, να μην είμαστε απλά, βαθιά ο εαυτός μας, δηλαδή σιχαμεροί, φρικαλέοι, παράλογοι. Είναι εφιάλτης να πρέπει πάντα να παρουσιάζουμε ως ένα μικρό παγκόσμιο ιδεώδες, ως έναν υπεράνθρωπο απ' το πρωί ίσαμε το βράδυ, τον χωλό υπάνθρωπο που μας δόθηκε". (σ. 486).
Μου φαίνεται πως ολόκληρο το μυθιστόρημα του Λουί-Φερντινάν-Ωγκύστ Ντετούς (1894-1961), γνωστού ως Σελίν (Εστία, 2007, μετ. Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου, α΄ έκδ. στα Γαλλικά 1932) δεν είναι τίποτε άλλο παρά η επιβεβαίωση της άποψής του πως δεν είμαστε τίποτ' άλλο παρά "χωλοί υπάνθρωποι".
Διερωτώμαι γιατί ο Σελίν μας ήταν τόσο άγνωστος ως τώρα. Ακόμα και συγγραφέων που δεν κατορθώσαμε να διαβάσουμε ως το τέλος, π.χ. Προυστ ή Τζόυς, στα ονόματα σκοντάφτουμε σχεδόν σε κάθε βήμα της αναγνωστικής μας περιδιάβασης. Όχι όμως του Σελίν. Να είναι άραγε ο αντισημιτισμός και ο φιλοναζισμός του για τον οποίο και δικάστηκε για εσχάτη προδοσία που τον "έθαψαν" ως συγγραφέα; Πολύ πιθανόν, αν και τίποτε απ' αυτά δεν διαφαίνεται τουλάχιστον σ' αυτό το μυθιστόρημα. Εγώ ομολογώ ότι παρακινήθηκα στο διάβασμά του από τα μπλογκς της Χριστίνας και της Άννας. Ανέτρεξα ύστερα στις δικές τους παραπομπές, μπήκα σε αφιερώματα εφημερίδων, διάβασα ό,τι μπόρεσα να βρω. Τίποτα όμως, ούτε το επίμετρο της μεταφράστριας, που φαίνεται να έκανε ένα πραγματικό μεταφραστικό άθλο, δεν με έβαλε στην ουσία του βιβλίου. Όλα ήταν γύρω από και όχι το βιβλίο. Πιο βοηθητικά μπορώ να πω πως ήταν τα ποστ των μπλόγκερς, ίσως γιατί είναι γραμμένα από απλούς αναγνώστες και όχι από "ειδικούς", που συχνά προβάλλουν περισσότερο το δικό τους λόγο παρά το ίδιο το έργο.
Καιρός όμως να καταθέσω και τη δική μου άποψη γι' αυτό το μυθιστόρημα που ξεσήκωσε θύελλα συζητήσεων και αντιπαραθέσεων το 1932, όταν πρωτοεκδόθηκε στη Γαλλία. Το "Ταξίδι στην άκρη της νύχτας" είναι ένα ογκώδες έργο 586 σελίδων για το οποίο νομίζω θα χρειαζόταν ένα βιβλίο "Οδηγίες προς ναυτιλλομένους", όπως αυτό του Άρη Μαραγκόπουλου για τον "Οδυσσέα" του Τζόυς. Δύσκολα βγαίνεις από μέσα. Όταν έφτασα στο τέλος ένιωσα την ανάγκη να το ξαναπιάσω από την αρχή. Και το 'κανα για αρκετά κομμάτια του. Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής είναι ο Μπαρνταμού, φοιτητής ιατρικής στο Παρίσι. Βρισκόμαστε στις αρχές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ενώ κάθεται σ' ένα καφενείο με κάποιο φίλο του, βλέπει να περνά μπροστά τους ένα σύνταγμα. Με μια αυθόρμητη κίνηση ενθουσιασμού τους ακολουθεί και πάει εθελοντής στον πόλεμο. Εκεί βέβαια γρήγορα ο ενθουσιασμός του εξαφανίζεται. Ο Μπαρνταμού δεν πιστεύει στον πόλεμο, στον ηρωισμό, στην παράλογη ανθρωποσφαγή. Οι περιγραφές του είναι περιγραφές των δεινών, γεμάτες αποδοκιμασία και ειρωνεία, μια ειρωνεία που διαπερνά ολόκληρο το βιβλίο, όλη την ανθρώπινη ύπαρξη. Νομίζω πως τα διάφορα περιστατικά του ήρωά του, του Μπαρνταμού, χρησιμεύουν στον Σελίν μόνο και μόνο για να εκφράσει τις δικές του ιδέες και απόψεις για τα ανθρώπινα. Πόσο μοιάζουν όλοι οι πόλεμοι! Πόση ομοιότητα της περιγραφής του Σελίν και του "Πορεία προς το μέτωπο" του Ελύτη: "Παρ' όλα αυτά ξαναπαίρναμε δρόμο. Ήταν μεγάλος μπελάς να τα βάλεις σε πηλάλα τα ψωράλογα. Φοβόνταν να κουνήσουν εξαιτίας των πληγών πρώτα απ' όλα, κι έπειτα φοβόνταν εμάς και τη νύχτα επίσης, όλα τα φοβόνταν τέλος πάντων! (...) Α! η όρεξη να φύγεις! Για να κοιμηθείς! Πρώτα απ' όλα! Κι όταν δεν υπάρχει πια στ' αλήθεια τρόπος να πας κάπου να κοιμηθείς, τότε η όρεξη να ζήσεις σου φεύγει από μόνη της" (σ.39).
Ο Μπαρνταμού χάνεται σε μια αποστολή. Συναντά έναν άλλο χαμένο στρατιώτη, τον Ροβινσώνα, τραυματίζεται και γυρίζει στο Παρίσι, όπου παρασημοφορείται, αλλά και νοσηλεύται σ' ένα νοσοκομείο, γιατί δεν είναι καλά στο μυαλό. Ζει για λίγο στο Παρίσι ενώ ο πόλεμος διαρκεί ακόμη. Η περιγραφή των μετόπισθεν είναι μια εξίσου απομυθοποιητική και εικονοκλαστική εικόνα όπως αυτή του πολέμου. "Κληρονομούσαν τους φαντάρους στα μετόπισθεν, είχαν γρήγορα εξοικειωθεί με τη δόξα και με τον σωστό τρόπο να την υπομένουν θαρραλέα κι ανώδυνα (...)Στις κηδείες πολυτελείας, είσαι βέβαια περίλυπος, μα σκέφτεσαι όσο να' ναι την κληρονομιά, τις επόμενες διακοπές, τη χήρα που 'ναι νοστιμούλα κι έχει φλογερό ταμπεραμέντο, καταπώς λένε, κι επίσης σκέφτεσαι να ζήσεις εσύ, εν αντιθέσει, πάρα πού καιρό, να μην ψοφήσεις ποτέ σου ίσως...ποιος ξέρει..." (σ. 64).
Ο Ροβινσώνας είναι το μόνο πρόσωπο που συνοδεύει τον Μπαρνταμού από την αρχή ως το τέλος του βιβλίου. Όχι μόνιμα. Χάνεται κι εμφανίζεται ξαφνικά, χωρίς να μας δίνονται πολλές εξηγήσεις για το πώς. Συναντιούνται για πρώτη φορά στον πόλεμο. Θα συναντηθούν στις αφρικανικές αποικίες, θα ξαναβρεθούν στη Ν. Υόρκη, θα είναι μαζί στο Παρίσι, όταν ο Μπαρνταμού θα επιστρέψει κάνοντας όλο αυτό τον κύκλο ζωής και με το τραγικό του τέλος θα τελειώσει το βιβλίο.
Ένα άλλο πλήθος προσώπων εμφανίζονται για λίγο κι ύστερα χάνονται από τη ζωή του Μπαρνταμού, τόσα που αποκλείεται να τα θυνάται ο αναγνώστης. Ο συμφοιτητής Γκανάτ, ο Βουαρέζ με τον οποίο δουλεύουν μετά τον πόλεμο στο Παρίσι, ο λοχίας Αλσίντ στις αποικίες, ο λοχαγός Γκραπά, ο καθηγητής Παραπίν, ένας ιερέας, μια θυρωρίνα, ο μικρός Μπεμπέρ, το ζεύγος Ανρούιγ, η γριά Ανρούιγ, για να αναφέρω ελάχιστα μόνο απ' όσα θυμάμαι, κάνουν την εμφάνισή τους και φεύγουν, όπως ένας ηθοποιός εμφανίζεται μόνο σε μια σκηνή του έργου και μετά χάνεται, χωρίς καν να βγει για την υπόκλιση του τέλους.
Κι όσο για τις γυναίκες...κι αυτές παίζουν το μικρό ή μεγάλο ρόλο τους στο έργο του Σελίν. Θα χρειαζόταν ίσως μια ειδική μελέτη μόνο για τη γυνακεία παρουσία στο έργο. Η Μαντάμ Ερώτ, η Μαντάμ Πουτά περνούν για λίγο και χάνονται, το ίδιο η Μουζίν, η Λόλα, Η Μόλλυ, η Μανταλένα, η Σοφία...
Μετά τη νοσηλεία του ο Μπαρνταμού φεύγει για την Αφρική. "¨Οσο μακρύτερα τόσο καλύτερα", λέει. Οι κάπου εκατό σελίδες της ζωής στις αποικίες περιλαμβάνουν μερικές πολύ δυνατές σκηνές. Έμποροι, στρατιωτικοί, διοικητές, εκμεταλλεύονται και τη θέση τους και τον ντόπιο πληθυσμό. Μια σκηνή όπου μια οικογένεια φτωχών μαύρων πάει να πουλήσει λίγο ακατέργαστο καουτσούκ που' χε με κόπο μαζέψει για μήνες και φεύγει μ' ένα χρωματιστό πανί και...μια κλωτσιά, ή ένας γέρος που προσφεύγει στη δικαστική εξουσία του διοικητή και τιμωρείται με 20 βουρδουλιές, είναι σκηνές που σε ταράζουν και μόλο που 'ναι αφηγημένες με τον ανάλαφρο, αποστασιοποιημένο τρόπο όλου του βιβλίου, σε κάνουν να εξανίστασαι.
Ταλαιπωρημένος από χίλιες δυο στερήσεις και προπάντων από τους πυρετούς, μπαρκάρει σ' ένα πλοίο, στον καπετάνιο του οποίου τον είχε...πουλήσει ένας παπάς και φτάνει στη Ν. Υόρκη. Προσπαθώντας να επιβιώσει πάει στο Ντητρόιτ και πιάνει δουλειά στο εργοστάσιο Φορντ. Σε μια εποχή που η μηχανοποίηση της εργασίας δεν είχε φτάσει στα σημερινά επίπεδα, ο λόγος του Σελίν γίνεται προφητικός: "Δεν θα σου χρησιμεύσουν σε τίποτα εδώ οι σπουδές σου, λεβέντη! δεν ήρθες εδώ για να σκέφτεσαι, αλλά για να κάνεις τις κινήσεις που θα σε διατάξουν να εκτελέσεις...Δεν έχουμε ανάγκη από ευφάνταστους στο εργοστάσιό μας. Από χιμπαντζήδες έχουμε ανάγκη...Μια συμβουλή ακόμα. Μη μας ξαναμιλήσεις ποτέ για την εξυπνάδα σου! Θα σκεφτόμαστε εμείς για λογαριασμό σου, φίλε μου! Βαλ 'το καλά στο μυαλό σου" (σ. 270). Και λίγο παρακάτω θα πει το καταπληκτικό: "Άλλο τίποτα δεν μετρούσε πέρα απ' την εκκωφαντική εμμονή των χιλιάδων εργαλείων που χειρίζονταν τους ανθώπους".
Σύντομα εγκαταλείπει και αυτή την πόλη κι αυτή την ήπειρο. Ξαναγυρίζει στο Παρίσι, τελειώνει τις σπουδές του, χωρίς να δίνει ιδιαίτερη έμφαση σ' αυτές, προσπερνώντας τις με μια φράση. Είναι πια γιατρός. Ούτε όμως η κοινωνική του θέση ούτε η ματιά με την οποία βλέπει τον κόσμο αλλάζει σε τίποτα. Είναι ένας γιατρός στις φτωχογειτονιές του Παρισιού, που με δυσκολία βγάζει τα προς το ζην. "Επί μήνες δανειζόμουνα χρήματα από δω και από κει. Ήταν τόσο φτωχοί και τόσο δύσπιστοι οι άνθρωποι στη συνοικία μου, που 'πρεπε να νυχτώσει για να με καλέσουν εμένα, τον φτηνό,παρ' όλα αυτά, γιατρό. Διέσχισα έτσι νύχτες και νύχτες, για δέκα και δεκαπέντε φράγκα, μέσα από αφέγγαρες αυλίτσες" (σ. 290).
Αρρώστιες, θάνατοι, θλιβερές ιστορίες των φτωχοδιάβολων που αποτελούν τον περίγυρό του κι ανάμεσα σ' αυτά οι απόψεις του, τόσο απαξιωτικές για όλα τα ανθρώπινα. Αποφθεγματικές ρήσεις που θα μπορούσαν από μόνες τους να αποτελέσουν ιδιαίτερη πραγματεία. Να μερικές:
-"Ίσως να 'ναι αυτό που ψάχνεις στη ζωή, την πιο μεγάλη δυνατή θλίψη, για να γίνεις ο εαυτός σου προτού πεθάνεις".
-"Χειρότερος τύραννος απ' το μυαλό δεν υπάρχει".
-"Δεν σου κακοφαίνεται ποτέ ιδιαίτερα να φεύγει ένας ενήλικας, είναι ένα καθίκι λιγότερο επί της γης, αυτό λες, ενώ μ' ένα παιδί δεν είναι και τόσο σίγουρο. Υπάρχει το μέλλον".
-"Γέρος" σημαίνει να μη βρίσκεις φλογερό ρόλο να παίξεις, να ξεπέφτεις στο ανούσιο τίποτα, όπου το μόνο που περιμένεις πια είναι ο θάνατος".
Την αστική τάξη την περιφρονεί και την γελοιοποιεί. Σε κάποιες σελίδες περιγράφει μια εκδρομή που έκανε με τον Ροβινσώνα και τη φίλη του Μανταλένα, με την οποία όμως και ο Μπαρνταμού είχε σχέσεις. Εκεί προσκαλούνται από τον ιδιοκτήτη ενός ποταμόπλοιου που γιόρταζε με την παρέα του. Τρώνε, πίνουν, διασκεδάζουν, μα κάτω από την επιφανειακή ικανοποίηση της συμμετοχής σ' αυτή την αριστοκρατική συντροφιά προβάλλει πάλι η δηκτική ειρωνεία του: "Είχα καιρό ν' ακούσω τόσο αριστοκρατικές φωνές. Έχουν ένα κάποιο τρόπο να μιλάν οι αριστοκράτες που σε κάνει να νιώθεις άσχημα και που εμένα με τρομάζει, απλούστατα, προπαντός οι γυναίκες τους, κι όμως τα λόγια τους δεν είναι παρά ασουλούπωτες και επιτηδευμένες φράσεις, καλοστιλβωμένες όμως σαν παλιά έπιπλα" (σ. 469).
Δεν θέλω να μακρηγορήσω άλλο, αν και ξέρω πόσο ελλιπές είναι αυτό το ποστ για ένα τόσο μεγάλο (από κάθε άποψη) έργο. Οι αντιφατικοί χαρακτηρισμοί που το συνόδευσαν στην πορεία του μέσα στο χρόνο (¨"αριστούργημα", "ανοσιούργημα" κ.λπ.) είναι όλοι ακριβείς. Εξαρτάται από ποια οπτική το αντικρίζει κανείς.