Παρασκευή, Ιανουαρίου 29, 2010

Η ΠΡΙΓΚΗΠΕΣΣΑ ΙΖΑΜΠΩ

Βδομάδες τώρα κρατούσα στα χέρια μου και, παράλληλα με άλλα διαβάσματα, ξαναδιάβαζα αργά-αργά το μυθιστόρημα του Άγγελου Τερζάκη, την "Πριγκηπέσσα Ιζαμπώ". Στο παλιό, κιτρινισμένο αντίτυπο, που δεν έχει ημερομηνία έκδοσης, ούτε ποιος ζωγράφισε τις εξαιρετικές βινιέτες και τα άλλα σχέδια που κοσμούν το βιβλίο, παρά μόνο τον εκδοτικό οίκο "Βιβλιοπωλείον της Εστίας", νομίζω πως έψαχνα κάτι περισσότερο από την ιστορία του ευγενικόπουλου Νικηφόρου Σγουρού και της πριγκιπέσσας. Μου φαίνεται πως στις μισοφθαρμένες πια σελίδες αναζητούσα εκείνο το φωτεινό καλοκαίρι-το θυμάμαι, καλοκαίρι ήταν-της εφηβείας μου, όταν πρόσωπο αγαπημένο που πια δεν υπάρχει, μου το χάρισε, χαρίζοντάς μου ώρες πολλές αναγνωστικής απόλαυσης. Αλοίμονο, η εφηβεία δεν ξανάρχεται, όμως η ιπποτική ιστορία καθώς τη διαβάζω τώρα, πλουσιότερη "με όσα κέρδισα στο δρόμο", μου πρόσφερε μεγαλύτερη ίσως κι από τότε απόλαυση.
"Ηρωικό μυθιστόρημα" το χαρακτηρίζει ο συγγραφέας του, παρουσιάζοντάς το σαν την αφήγηση ενός παλιού χρονογράφου, "ιπποτικό" θα το έλεγα. Χρόνια μεσαιωνικά, 1292-1297 ο χρόνος του έργου. Τόπος, η φραγκοκρατούμενη Πελοπόννησος. Η Βυζαντινή αυτοκρατορία κατακερματισμένη, τοπικοί ηγεμόνες που αλληλομάχονται, προμηνύματα του τέλους. Ο νεαρός Νικηφόρος Σγουρός, γόνος ένδοξης οικογένειας από τ' Ανάπλι, ξεπεσμένος τώρα και άσημος, δεν ξεχνά την καταγωγή του. Ανυπόστατες κατηγορίες τον υποχρεώνουν να εγκαταλείψει την πόλη του και να οδεύσει προς το Μυτζηθρά (Μυστρά), που κτισμένος το 1250 από τον Γουλιέλμο Βιλλαρδουίνο κυριεύτηκε από τον Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο κι ήταν μια νησίδα ελληνισμού τριγυρισμένη απ' τη Φραγκιά. Εκεί πρωτοστράτορας ήταν ένας συγγενής του, ο Σγουρομάλλης, κοντά στον οποίο ήλπιζε να βρει αποκατάσταση. Στην ψυχή του κουβαλάει το όραμα μιας γυναίκας που την είδε σαν οπτασία να περνά ένα βράδυ. "Πάνω σ' άλογο άσπρο, χρυσοχάμουρο, στητή, μια νεαρή αρχόντισσα περνάει. Είναι ξένη και ποτέ η φωνή της δεν έκρουσε τ' αυτιά του. Όμως κάτι του θυμίζει, κάτι που ίσως δε θα το βρει ποτέ. Τεντώνει το λαιμό του και την παρακολουθεί εναγώνια με το βλέμμα. Το πέρασμά της είναι αθόρυβο. Πνοή αύρας, χαϊδευτική, ανεμίζει το βαθυπράσινο μανδύα της, κι ένα μύρο θάλασσας, ανάσα του όρθρου αγνή, της δροσίζει το μέτωπο. Στο δρόμο που άφησε έρημο φεύγοντας, λες κι ακόμα του γνέφει τ' όραμά της καλώντας τον να την ακολουθήσει..."
Όμως οι ελπίδες του από τον πρωτοστράτορα, σύντομα θα διαψευστούν. Οι περιπέτειές του πλημμυρίζουν τις σελίδες του βιβλίου. Θα γνωρίσει την προδοσία, θα μονομαχήσει, θα χάσει τ' άλογό του και μια μέρα έκθαμβος θα βρεθεί μπροστά στο ίνδαλμά του, τη γυναίκα που κουβαλούσε συνεχώς στη σκέψη του και θα διαπιστώσει πως δεν είναι άλλη από την  Ιζαμπώ, Πριγκηπέσσα του κράτους των Βιλλαρδουίνων. Κόρη του Γουλιέλμου Βιλλαρδουίνου και της ελληνίδας Άννας Αγγελίνας Κομνηνής, 11χρονη την πάντρεψαν με τον Φίλιππο Ντ' Ανζού. Μετά το θάνατό του παντρεύεται τον Φλωρέντιο Ντ' Αινώ. Ούτε τον ένα αγάπησε ούτε τον άλλο. Θλιμμένη πέρασε τη ζωή της, ξαναγυρίζοντας στο πατρικό της κάστρο, στην Καλαμάτα. Για ένα διάστημα ο νεαρός Σγουρός θα μπει στην υπηρεσία της. Θα πάρει μέρος σε μάχες, θα ζήσει για λίγο στη θάλασσα με τους κουρσάρους, θα ξαναγυρίσει όμως. Η επαφή του με τους βασανισμένους βιλάνους που υπέφεραν τα πάνδεινα από τους Φράγκους κατακτητές, η αγανάκτηση από τις ταπεινώσεις, τους θανάτους, τις δυσβάστακτες φορολογίες, τις εκτελέσεις αθώων, θα τον ωθήσουν στην οργάνωση μιας επιχείρησης για κατάληψη του Κάστρου. Σκοπός του ήταν να το παραδώσει στον άρχοντα του Μυστρά. Όμως η προδοσία παραμονεύει. Το Κάστρο της Καλαμάτας μένει για λίγο ελεύθερο, αλλά σύντομα ξαναγυρίζει στους Φράγκους κι ο Σγουρός, με μια ομάδα επαναστατημένων, θα συνεχίσει τον αγώνα του απ' το αντάρτικο των βουνών.
Τρεις γυνακείες μορφές προβάλλουν στο μυθιστόρημα και στη ζωή του Σγουρού. Είναι βέβαια η Ιζαμπώ, άπιαστο όνειρο, που σε μια ωραία σκηνή του τέλους την καλεί να τον ακολουθήσει αλλά εκείνη αρνείται. Είναι η Γενοβέζα Μπιάνκα που τον ερωτεύτηκε και τον βοήθησε με διάφορους τρόπους. Κι είναι και η νεαρή Σλάβα, η Βάρια, μια βιασμένη από Φράγκο κοπέλα, που τον αγαπάει με μια αγνή και άδολη αγάπη και θα βρει το θάνατο στη μάχη του Κάστρου.
Δεν ξέρει τι να πρωτοθαυμάσει κανείς σ' αυτό το επικό μυθιστόρημα του Τερζάκη. Πρέπει πολύ να είχε μελετήσει, πιθανότατα το "Χρονικό του Μορέως", για να αποδώσει με τόσες πληροφορίες και τόσο παραστατικά τη μακρινή εκείνη εποχή. Το λεξιλόγιό της, ο αργός ρυθμός της ζωής, πανδοχεία και νυχτερινές διαδρομές, μαντατοφόροι και άλογα, μονομαχίες, επαγγέλματα, η ζωή των αριστοκρατών κατακτητών και η ζωή των φτωχών κατακτημένων, λεπτομέρειες της ενδυμασίας ή του τρόπου διασκέδασης, ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα πλάι στα μυθιστορηματικά, ιδεολόγοι και συμφεροντολόγοι, προδότες και αγνοί αγωνιστές, ολόκληρη η φραγκοκρατούμενη Πελοπόννησος διαγράφεται με τρόπο μοναδικό και αξεπέρααστο.
Εντύπωση προκαλεί η συχνή ανατύπωση και οι επανειλημμένς εκδόσεις αυτού του ογκώδους και δύσκολου μυθιστορήματος. Κρίμα μόνο που η τελευταία (2009) δεν έχει τα σχέδια και απλοποιήθηκε στο μονοτονικό.

Δευτέρα, Ιανουαρίου 25, 2010

Ανήκουστος βλάβη (Deaf Sentence)

Μόλις έχω τελειώσει το έκτο (από τα οχτώ μεταφρασμένα στα Ελληνικά) βιβλίο του David Lodge. Τίτλος, "Ανήκουστος βλάβη" (Bell, 2009, μετ. Έφη Τσιρώνη), κάπως προβληματική απόδοση του τίτλου του πρωτοτύπου "Deaf Sentence". Τι είναι αυτό, αλήθεια, που με γοητεύει σ΄όλα τα βιβλία του Lodge, επίτιμου τώρα καθηγητή στην έδρα της Σύγχρονης Αγγλικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ;
Με γοητεύει πρώτα-πρώτα το είδος του μυθιστορήματος που καλλιεργεί, το campus novel, αυτό που σχετίζεται με την πανεπιστημιακή ατμόσφαιρα, όπως με συναρπάζει οτιδήποτε έχει να κάνει με εκπαίδευση και διδασκαλία. Μου αρέσει το χιούμορ του που ξεπετάγεται ακόμα και μέσα σε δύσκολες ή τραγικές καταστάσεις. Θαυμάζω την ικανότητά του να αποδίδει τη λεπτομέρεια χωρίς να γίνεται κουραστικός ή βαρετός. Ένα κουμπί που λείπει, ένας λεκές στη γραβάτα, ένας μορφασμός, η μοκέτα ή οι κουρτίνες, ο θόρυβος του τρένου, το κρεβάτι του νοσοκομείου, όλα τα μικρά κι ασήμαντα που μας τριγυρίζουν παίρνουν στη γραφή του Lodge μια ιδιαίτερη θέση. Κι ανάμεσα σ' όλα αυτά που αποδίδουν το χώρο, τα πρόσωπα και τις καταστάσεις καλύτερα κι εποπτικότερα, θα έλεγα, ακόμη κι από την κινηματογραφική ή τηλεοπτική μεταφορά τους, πλείστες λογοτεχνικές αναφορές, συγγραφείς και ποίηση και μουσική ενσπείρονται στα μυθιστορήματά του.
Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά συναντάμε και στο τελευταίο του βιβλίο. Κεντρικός, πρωτοπρόσωπος αφηγητής και ήρωας είναι ο 64χρονος Ντέσμοντ Μπέιτς, καθηγητής Γλωσσολογίας σε μια πόλη του αγγλικού Βορρά που δεν κατονομάζεται. Ο Ντέσμποντ έχει βγει πρόωρα στη σύνταξη γιατί, λόγω της προϊούσας κώφωσής του, δυσκολεύεται πάρα πολύ στη διδασκαλία. Παντρεμένος σε δεύτερο γάμο με τη Φρεντ (η πρώτη γυναίκα του έχει πεθάνει) έχει δυο μεγάλα παιδιά που δεν ζουν μαζί τους. Η Φρεντ, διαζευγμένη, έχει κι αυτή τρία μεγάλα παιδιά και μόνο τα Χριστούγεννα συναντάμε όλη αυτή την πολυπληθή οικογένεια συγκεντρωμένη.
Ο πρώτος καιρός της συνταξιοδότησης (όπως όλοι ξέρουν) είναι πολύ ευχάριστος. Όσο όμως περνάει ο καιρός ο Ντέσμοντ νιώθει ολοένα και πιο "άχρηστος", συναίσθημα που επιτείνεται από την εμπορική δραστηριότητα της συζύγου του, που διατηρεί συνεταιρικά μια πολύ καλή επιχείρηση διακόσμησης. Κι ακόμα περισσότερο αισθάνεται άχρηστος λόγω της κουφότητάς του που τον κάνει συχνά να νιώθει απομονωμένος, να ακούει τα μισά απ' ό,τι του λένε, να ζητά συνεχώς να του επαναλαμβάνουν, να αντιμετωπίζει προβλήματα με τα ακουστικά βοηθήματα.
Η κουφότητα διαδραματίζει κυρίαρχο ρόλο στο μυθιστόρημα, συμβάλλει όμως και στην προώθηση του μύθου. Σε μια έκθεση φωτογραφίας "συνομιλώντας" με μια άγνωστη νεαρή, συγκατανεύοντας σε ό,τι του λέει χωρίς στην πραγματικότητα να τα ακούει, βρίσκεται μπλεγμένος σε μια πολύ δυσάρεστη κατάσταση.
Παράλληλα εξελίσσεται η σχέση με τον πατέρα του, σχεδόν 89 χρονών, που ζει μόνος σε μια υποβαθμισμένη περιοχή του Λονδίνου, που αρνείται να εγκαταλέιψει το παραμελημένο σπίτι του και να μετακινηθεί στο Βορρά, που ο Ντέσμοντ χρειάζεται να διανύσει μια απόσταση τεσσάρων ωρών για να τον επισκέπτεται κάθε τόσο και που η έντονη παρουσία του και ο ρόλος του στο μυθιστόρημα, γίνονται αφορμή για τον συγγραφέα να αναφερθεί στα γηρατειά, στην αρρώστια, στο θάνατο. Άλλωστε, όπως διαβάζουμε στο σημείωμα της ελληνικής έκδοσης, " Ο τίτλος του πρωτοτύπου "deaf sentence" (καταδίκη σε κώφωση), αποτελεί λογοπαίγνιο με το σχεδον ομόηχο death sentence (καταδίκη σε θάνατο). Η φωνολογική ομοιότητα των λέξεων deaf (κωφός) και death (θάνατος), τόσο διαφορετικών στο νόημα, αποτελεί δομικό στοιχείο αυτού του βιβλίου. Ωστόσο, όπως διευκρινίζει ο συγγραφέας σε σχετική συνέντευξή του, ο τίτλος έχει και μια δεύτερη έννοια: "Η λέξη sentence σημαίνει επίσης άποψη, θεώρηση...Αυτό το βιβλίο είναι οι απόψεις, τα συναισθήματα, η γνώμη, η φιλοσοφία ενός κωφού".
Τα λογοπαίγνια, η αναφορά σε κωμικές καταστάσεις που μπορεί να δημιουργήσει η κώφωση ("Η κωφότητα είναι κωμική όσο η τυφλότητα είναι τραγική", λέει), η αναφορά σε διάσημους κωφούς όπως ο Μπετόβεν ή ο Γκόγια, οι λογοτεχνικοί υπαινιγμοί, π.χ. στην Τζέιν Όστιν, στον Τζον Κιτς κ. ά. εμπλουτίζουν το βιβλίο. Η σύγχρονη Αγγλία με τα καλά και τα κακά της, γεγονότα πέρα από τα ατομικά και οικογενειακά, όπως η βομβιστική επίθεση στον υπόγειο του Λονδίνου, μια παλαιότερη απεργία αναθρακωρύχων, μια επίσκεψη του Ντέσμοντ και μια περιγραφή του Άουσβιτς, προσδίδουν στο μυθιστόρημα μια ευρύτερη διάσταση από το στενά ατομικό.
Με λίγα λόγια, ένας ακόμη γοητευτικός Lodge, μ' ένα μυθιστόρημα συγκινητικό αλλά και αστείο, ρεαλιστικό αλλά και φιλοσοφικό ταυτόχρονα.

Κυριακή, Ιανουαρίου 17, 2010

Αγανάκτηση

Διαβάζοντας το τελευταίο βιβλίο του μεγάλου Φίλιπ Ροθ "Αγανάκτηση" (Πόλις 2009, μετ. Αθηνά Δημητριάδου), έκανα πάλι τις ίδιες σκέψεις που μου είχε προκαλέσει το προηγούμενό του "Φεύγει το φάντασμα" αλλά και όλα τα έργα του μπορώ να πω. Πώς δηλ. κατορθώνει αναμιγνύοντας σχεδόν πάντα τα ίδια υλικά, τη σύγχρονη Αμερική, τον "εβραϊσμό" του, τις οικογενειακές σχέσεις, την αρρώστια, το θάνατο, το σεξ, να δημιουργεί κάθε φορά ένα καινούριο ενδιαφέρον έργο.
Στην "Αγανάκτηση", παρ' όλο που αυτά τα στοιχεία δεν λείπουν, παρατηρείται μια διαφοροποίηση. Τα γηρατειά και η αρρώστια εγκαταλείπονται, ο Ροθ ξαναγυρίζει στη νεότητά του. Γίνεται ο έφηβος της δεκαετίας του '50 και μας μεταφέρει στο κλίμα και στην ατμόσφαιρα των αμερικανικών πανεπιστημίων της εποχής, μιας εποχής που την σκιάζει ο πόλεμος της Κορέας που μόλις είχε αρχίσει.
"Υπό την επήρεια της μορφίνης" τιτλοφορείται το πρώτο μέρος. Τι πρώτο μέρος δηλ. αφού κάτω από αυτόν τον τίτλο στεγάζεται ολόκληρο το βιβλίο. Ακολουθούν μόνο τρεις σελίδες υπό τον τίτλο "Εκτός κινδύνου", γραμμένες σε τρίτο πρόσωπο και που αρχίζουν με τη φράση "Εδώ η μνήμη σταματά". Επομένως, όλο αυτό που διαβάσαμε ήταν οι αναμνήσεις του κεντρικού ήρωα, του Μάρκους Μέσνερ, καθώς ήταν υπό την επήρεια μορφίνης, βαριά τραυματισμένος στην Κορέα, χωρίς όμως η μορφίνη να έχει αναστείλει τις νοητικές του λειτουργίες.
Ο Μάρκους, γιος ενός εβραίου χασάπη , είναι ένα σοβαρό, μελετηρό παιδί, πρωτοετής φοιτητής σ' ένα μικρό πανεπιστήμιο στο Νιούαρκ του Νιου Τζέρζι, όπου και κατοικεί με την οικογένειά του. Η υπερπροστατευτικότητα του πατέρα που εκδηλώνεται με τον απόλυτο έλεγχο της ζωής του Μάρκους, τον ωθεί ν' αλλάξει πανεπιστήμιο και να φοιτήσει ως δευτεροετής στο πανεπιστήμιο του Γουάινσμπεργκ στο Οχάιο. Είναι η πρώτη εκδήλωση αγανάκτησης του Μάρκους. Μια αγανάκτηση που θα εκδηλώνεται συνεχώς. Αγανακτεί με τον πρώτο συγκάτοικό του στο πανεπιστήμιο, δεν μπορεί να συμβιώσει ούτε με τον δεύτερο, αντιδρά στην υποχρέωση να έχει σαράντα παρουσίες εκκλησιασμού, δηλώνει άθεος και έχει μια μακρά αντιδραστική συζήτηση με τον κοσμήτορα, αποφεύγει να γίνει μέλος σε μια από τις αδελφότητες των φοιτητών, απορρίπτει την κοπέλα που τολμηρά τον ξεπαρθενεύει. Είναι με λίγα λόγια ένας αγανακτισμένος έφηβος όπως πολλοί άλλοι της γενιάς του, γιατί όχι όμως, και κάθε γενιάς.
Ένα ακόμη ενδιαφέρον μυθιστόρημα του Φίλιπ Ροθ για το οποίο λέει, ανάμεσα σ' άλλα, η μεταφράστρια του έργου που υπογράφει το επίμετρο και τις σημειώσεις: "Η Αγανάκτηση είναι ένα βιβλίο που σε εξαπατά με τη μικρή του έκταση. Είναι σαν τα έργα των μεγάλων ζωγράφων, οι οποίοι έμειναν στην ιστορία για τον πλούτο και τη λεπτομέρεια των ελαιογραφιών τους αλλά σε αφήνουν άφωνο και με την αμεσότητα και αποτελεσματικότητα ενός σκίτσου τους".

Σάββατο, Ιανουαρίου 09, 2010

Μαθήματα ελληνικών

Νόμιζα ότι διαβάζοντας το τελευταίο βιβλίο της αγαπημένης μου Ζακλίν ντε Ρομιγύ "Μαθήματα ελληνικών" (Ωκεανίδα 2009, μετ. Χριστιάνα Σαμαρά) θα ένιωθα χαρά και υπερηφάνεια, γιατί ως Ελληνίδα έχω το προνόμιο να μιλώ αυτή τη γλώσσα που είναι ικανή νε εμπνεύσει τέτοια λατρεία σε ξένους. Τα ένιωσα, βέβαια, κι αυτά τα συναισθήματα. Όμως, παράλληλα, κλείνοντας το βιβλίο (το οποίο είμαι σίγουρη θα ξανανοίξω πολλές φορές), μια βαθιά μελαγχολία κυριάρχησε μέσα μου. Προσπάθησα να εξηγήσω γιατί και νομίζω αυτό οφείλεται σε δυο λόγους: πρώτα, για τις γνώσεις της σχεδόν εκατοντάχρονης (γεν. 1913) Ζακλίν γύρω από την αρχαία ελληνική γραμματεία, το εύρος και το βάθος της σκέψης της πάνω σε όλα τα κείμενα της κλασικής αρχαιότητας, γνώσεις που ίσως κανείς ακόμα και από εμάς τους φιλολόγους δεν μπόρεσε να αποκτήσει. Από τους προσωκρατικούς, τον Όμηρο, τους τραγικούς, τους κωμικούς, τους λυρικούς ποιητές, τους φιλοσόφους, τους ρήτορες, τους ιστορικούς και ό, τι άλλο μας έχει παραδοθεί, δεν υπάρχει τίποτε στο οποίο να μην κινείται με άνεση, από το οποίο να μην αντλεί παραδείγματα.
Και ο δεύτερος λόγος της μελαγχολίας μου είναι η υποβάθμιση που υφίσταται η αρχαία γλώσσα στις μέρες μας. Η περιφρόνηση του μαθήματος των Αρχαίων Ελληνικών, ο περιορισμός ή η κατάργηση της διδασκαλίας του, ως άχρηστου και περιττού κι έρχεται μια Γαλλίδα να διαλαλήσει την ομορφιά της γλώσσας μας, να μας πει πως αν γράφτηκαν σπουδαία έργα λογοτεχνίας, αυτό οφείλεται και στη γλώσσα στην οποία διατυπώθηκαν. "Πιστεύουμε ότι οι ιδιαιτερότητες της αρχαίας ελληνικής γλώσσας-η ακρίβεια, η λεπτότητα των εκφραστικών αποχρώσεων-εξηγούν εν μέρει την πνευματική καταξίωση των έργων της ελληνικής λογοτεχνίας", γράφει στον πρόλογο. (Ας σημειωθεί εδώ ότι ο ακριβής τίτλος του πρωτοτύπου είναι "Petites lecons sur le grec ancien", δηλ."Σύντομα μαθήματα στην ελληνική αρχαιότητα", επομένως το βιβλίο δεν αναφέρεται γενικά στα ελληνικά, αλλά στα αρχαία ελληνικά, λέξη την οποία φαίνεται ότι οι εκδότες ήθελαν να αποφύγουν!).
Το βιβλίο που υπογράφεται επίσης από την Μονίκ Τρεντέ-ας μη ξεχνάμε ότι η Ρομιγύ είναι σχεδόν τυφλή- χωρίζεται σε οκτώ κεφάλαια. Σε καθένα από αυτά εξετάζεται και μια πτυχή, ένα φαινόμενο της αρχαίας ελληνικής που της δίνει την ιδιαιτερότητά της, που την καθιστά μοναδική και ξεχωριστή. Αρχίζει με την ευρεία εξάπλωσή της σ' όλο τον τότε γνωστό κόσμο, μια εξάπλωση που επετεύχθη χωρίς καταναγκασμό, σε αντίθεση με τους σύγχρονους αποικιοκράτες που επέβαλαν τη γλώσσα τους στους κατακτημένους λαούς.
Συνεχίζει για να δείξει την ακρίβεια και την ομορφιά αυτής της γλώσσας. Μέσα από παραδείγματα δείχνει τη στενή σχέση γλώσσας και υψηλής ποιότητας λογοτεχνικών έργων, που η απήχηση και η επίδρασή τους φτάνει ως τις μέρες μας. Λέξεις που επινοήθηκαν από τους δημιουργούς για να εκφράσουν τα συναισθήματα και τις ιδέες τους.
Προχωρεί στη συνέχεια, πάντα αντλώντας παραδείγματα από τα κείμενα, σε γραμματικά φαινόμενα. Για παράδειγμα εξετάζει τη σημασία που έχει το κλιτικό σύστημα, η ύπαρξη του άρθρου, η διάκριση των γενών (στα Γαλλικά π.χ. δεν υπάρχει ουδέτερο γένος) αλλά και τη δύναμη που παρέχει στο λόγο η ελευθερία με την οποία μπορούν να κινούνται οι λέξεις μέσα στην πρόταση.
Η σύνθεση και η παραγωγή των λέξεων, τα σχετικά με το ρήμα (η διάκριση που κάνει μεταξύ μέσης και παθητικής φωνής είναι πράγματι εξαιρετική), εκείνα τα αμετάφραστα μόρια (γε, τε, δε, τοι, αυ κ.λπ.) που πάντα μας μπερδεύουν, οι εικόνες, οι παρομοιώσεις, οι μεταφορές, η σχέση των αρχαίων ελληνικών και της γαλλικής γλώσσας, όλ' αυτά εξετάζονται με οξυδέρκεια που καταπλήσει. Στίχοι από τον Όμηρο, τον Αισχύλο ή τον Αριστοφάνη, χωρία από τον Θουκυδίδη, τον Ισοκράτη ή τον Πλάτωνα, για να περιοριστώ σε ενδεικτικές μόνο αναφορές, πλημμυρίζουν το βιβλίο, τεκμηριώνοντας τις θέσεις της.
"Όσοι υποστηρίζουν ενεργά τον εξοβελισμό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας-τόσο στη Γαλλία όσο και σε άλλες χώρες-, έχουν την εντύπωση ότι τα ελληνικά ήταν η γλώσσα μιας πολύ μικρής χώρας που είχε πάψει να είναι ανεξάρτητη πριν ακόμα τη χριστιανική εποχή και πως, κατά συνέπεια, η ύπαρξή τους ανήκει σε ένα μακρινό παρελθόν. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο ατόπημα", υποστηρίζει η Ζακλίν.
Να το ξέρει άραγε ότι στο ατόπημα αυτό υποπίπτουν και πολλοί στην ίδια τη χώρα που γέννησε αυτή τη γλώσσα;

Τρίτη, Ιανουαρίου 05, 2010

Αιχμηρά αντικείμενα


Ακολουθώντας την πολύχρονη συνήθειά μου να διαβάζω ένα αστυνομκό μυθιστόρημα στις διακοπές των Χριστουγέννων, όπως εξηγούσα πέρυσι, διάλεξα φέτος το βιβλίο της Τζίλιαν Φλιν "Αιχμηρά ανικείμενα" (Μεταίχμιο, 2008, μετ. Γωγώ Αρβανίτη), για το οποίο είχα ήδη διαβάσει στο Βιβλιοκαφέ και στο diavasame.
Και μόνο το μαύρο εξώφυλλο με το ασημί ξυραφάκι στη μέση σε κάνει να ανατριχιάζεις. Η Τζίλιαν Φλιν πρωτοτυπεί. Η έμφαση δεν δίνεται στους φόνους, όπως στα πλείστα αστυνομικά, ούτε στην προσπάθεια της αστυνομίας για εξιχνίασή τους. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση της δημοσιογράφου και πρωταγωνίστριας του έργου Καμίλ Πρίκερ, επικεντρώνεται στη μικρή, επαρχιακή πόλη, στους κατοίκους και τις μεταξύ τους σχέσεις, στα ψυχολογικά προβλήματα των άλλων και τα δικά της.

Η Καμίλ κατάγεται από το Γουίντ Καμπ, μια μικρή πόλη στο νότιο άκρο της πολιτείας Μισούρι, από την οποία όμως λείπει χρόνια, εργαζόμενη ως δημοσιογράφος σε μια εφημερίδα του Σικάγου. 'Οταν στην πόλη της δολοφονείται ένα εννιάχρονο κορίτσι και εξαφανίζεται ένα άλλο με μεγάλη πιθανότητα να έχει κι αυτό δολοφονηθεί, η Καμίλ στέλλεται να καλύψει το γεγονός. Η απροθυμία της να επιστρέψει στη γενέτειρά της και στο πατρικό της σπίτι, σηματοδοτεί ήδη τα κρυμμένα μυστικά του παρελθόντος της. Σιγά-σιγά η συγγραφέας μας αποκαλύπτει το οικογενειακό της περιβάλλον, μας εισάγει στην ατμόσφαιρα της μικρής πόλης, όπου τίποτα δεν μένει μυστικό και τα κουτσομπολιά δίνουν και παίρνουν. Σύντομα και το δεύτερο κοριτσάκι θα βρεθεί νεκρό και, όπως και το πρώτο θύμα, με βγαλμένα όλα του τα δόντια.

Η Καμίλ τριγυρίζει στη πόλη της, συναντάται με παλιές συμμαθήτριες, επισκέπτεται τα σπίτια των θυμάτων, προσπαθεί να εκμαιεύσει πληροφορίες από τον ντετέκτιβ που ανέλαβε την υπόθεση και με τον οποίο δημιούργησε μια εφήμερη ερωτική σχέση. Η ανία της μικρής πόλης βρίσκει διέξοδο στο ποτό. Το τι ποτό καταναλώνεται σ' αυτό το βιβλίο, προπάντων από την Καμίλ, δεν λέγεται. Παράλληλα με τους φόνους η Καμίλ ζει το δικό της δράμα. Κάτι κρυμμένο στο οικογενειακό της παρελθόν τη βασανίζει. Η συνήθειά της, ψυχολογική πάθηση καλύτερα, να "χαρακώνεται" και για την οποία είχε τύχει θεραπείας σε ειδική κλινική, εξακολουθεί να τη ταλαιπωρεί. Η συγγραφέας, όπως συνήθως γίνεται στα αστυνομικά μυθιστορήματα, έντεχνα μας αφήνει να υποψιαστούμε κάποιο πρόσωπο ως ένοχο. Εκεί όμως που φτάνουμε στο τέλος και λέμε με καμάρι "εγώ το κατάλαβα ότι ήταν το τάδε πρόσωπο", έρχεται μια ξαφνική ανατροπή μόλις στις δυο τελευταίες σελίδες.

Νομίζω ο καλύτερος χαρακτηρισμός για το μυθιστόρημα της Τζίλιαν Φλιν είναι αυτός του Στίβεν Κινγκ: "Ένα ανατριχιαστικό ψυχολογικό θρίλερ".