Σάββατο, Φεβρουαρίου 25, 2012

Αναγνωστικές αναπολήσεις

Τούτες τις μέρες κάποια διαβάσματα με ξαναγύρισαν πίσω, σε καιρούς περασμένους. Ξαναδιαβάσματα, θα 'λεγα καλύτερα, γιατί και τα τρία αναγνώσματα που μου κράτησαν συντροφιά την εβδομάδα που πέρασε τα είχα διαβάσει χρόνια πριν. Αφορμή για το ξαναδιάβασμά τους υπήρξε ο εντοπισμός τους ως ελεύθερων, ανοικτών αναγνωσμάτων στο διαδίκτυο και επομένως η δωρεάν απόκτησή τους στον e-reader μου, από τη διεύθυνση http://www.openbook.gr/
Ξεκινώ από τον "Τρελαντώνη" της αγαπημένης Πηνελόπης Δέλτα. Ξανάζησα όχι μόνο τη χαρούμενη ανεμελιά των τεσσάρων αδελφιών που με τόση νοσταλγία περιγράφει η Δέλτα, αλλά και τη δική μου ηλικία της αθωότητας. Θυμάμαι, όταν μικρή το πρωτοδιάβαζα, πόσο ζήλευα αυτά τα ωραία σπίτια, τα παιδιά με τις υπηρέτριες και την Αγγλίδα δασκάλα, αλλά ταυτόχρονα ταυτιζόμενη μαζί τους, ξέφευγα από το φτωχικό, επαρχιακό περιβάλλον της  εποχής στο οποίο ζούσα.
"Ο Τρελαντώνης" θεωρείται το πιο αυτοβιογραφικό βιβλίο της Πηνελόπης Δέλτα. Σ' αυτό, τα τέσσερα αδέλφια στέλνονται ένα καλοκαίρι από τους γονείς τους, που έμεναν στην Αίγυπτο, στους θείους τους στον Πειραιά. Βρισκόμαστε στο τέλος του 19ου αι. Παρακολουθούμε τη ζωή των παιδιών μέσα σ'αυτό το μεγαλοαστικό περιβάλλον, σε μια γειτονιά με ωραία, πλούσια εξοχικά, ανάμεσα στα οποία και του ίδιου του βασιλιά. Προβάλλονται οι σκανταλιές του Αντώνη, η αυστηρή πειθαρχία που απαιτούσε η εποχή και οι τιμωρίες για τις αθώες παιδικές αταξίες, αλλά μέσα  από το βιβλίο αναδύεται μια ολόκληρη εποχή.
Η δεύτερη αναγνωστική μου αναπόληση ήρθε με το διήγημα του Βιζυηνού "Μοσκώβ Σελήμ". Η εποχή και πάλι ο 19ος αι. Πόση διαφορά όμως και στη γλώσσα και στο θέμα. Εδώ απολαμβάνουμε (όσοι αξιωθήκαμε να την κατανοούμε) την ομορφιά, την πύκνωση, την καίρια διατύπωση της καθαρεύουσας του Βιζυηνού. Είναι η θλιβερή ιστορία ενός Τούρκου, όπως αυτός την αφηγείται στον συγγραφέα. Στοιχεία ψυχογραφικά, κοινωνικά, χαρακτηριστικά της σουλτανικής Τουρκίας, στοιχεία πολιτικά, οι πόλεμοι του δεύτερου μισού του 19ου αι. περνούν μέσα από την αφήγηση του αγαθού Τούρκου, που γέμισε τραύματα το κορμί του πολεμώντας για τον Σουλτάνο και το έθνος του, για να γνωρίσει την αληθινή ανθρώπινη συμπόνια και καλοσύνη μόνο όταν έζησε ως αιχμάλωτος των Ρώσων. Στη θαυμάσια αυτή νουβέλα μέσα  από την ατομική περίπτωση του Μοσκώβ Σελήμ διαζωγραφείται ένας κόσμος και μια εποχή.
Το τρίτο ανάγνωσμα με οδήγησε στην αναπόληση των φοιτητικών χρόνων. Ο Κωνσταντίνος Χατζόπουλος (1868-1920) με το "Φθινόπωρο" περιλαμβανόταν στην εξεταστέα ύλη. Θυμάμαι πως ούτε τότε μου άρεσε αυτό το έργο ούτε και τώρα με ενθουσίασε. Πιστεύω πως έχει πια γραμματολογική μόνο σημασία, γιατί καθώς γράφει και ο Απόστολος Χατζίνης  (Το νεοελληνικό μυθιστόρημα, Αθήνα, 1958) "αποτελεί το πρώτο συμβολιστικό μυθιστόρημα στη νεοελληνική λογοτεχνία". Υπάρχει μια διάχυτη μελαγχολία, καθόλου δράση, σύντομοι διάλογοι και περισσότερες σιωπές, μια θολή ατμόσφαιρα στη φύση και στις ψυχές των ανθρώπων.
Όλοι εμείς οι βιβλιόφιλοι ψάχνουμε απεγνωσμένα για το καινούριο βιβλίο που θα μας συναρπάσει. Σκέφτομαι πως κάποτε αξίζει να ξαναγυρίζουμε και στα παλιά.

Σημ. Οι φωτογραφίες των εξωφύλλων είναι βεβαίως από νεότερες εκδόσεις.

Κυριακή, Φεβρουαρίου 19, 2012

Ο ερωτευμένος Ελύτης

"Ο ερωτευμένος Ελύτης" (Ψυχογιός 2011) του Φίλιππου Φιλίππου χαρακτηρίζεται ως μυθιστόρημα. Δυσκολεύομαι όμως να εντοπίσω κάποιο έστω μυθιστορηματικό στοιχείο,  μια και τα πάντα στο βιβλίο, τοπικό πλαίσιο, χρόνος, πρόσωπα, γεγονότα, υπήρξαν πραγματικά: η Κέρκυρα με τους δρόμους της που αναφέρονται ονομαστικά (και ομολογώ με τρόπο κουραστικό για τον μη Κερκυραίο αναγνώστη που δεν μπορεί να αναπλάσει με τη φαντασία του το χώρο), οικογένειες της Κέρκυρας, όλα τα πρόσωπα που απαρτίζουν τον πληθυσμο του βιβλίου. Το μόνο ίσως μυθιστορηματικό στοιχείο θα μπορούσε να θεωρηθεί η υπόθεση του συγγραφέα ότι ο Ελύτης το 1937, στους εννιά μήνες που φοίτησε στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών στην Κέρκυρα, γνώρισε κι ερωτεύτηκε μια ωραία κοπέλα, την Ελένη Βεντούρα. Όμως κι αυτή ήταν ένα υπαρκτό πρόσωπο.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το βιβλίο είναι προϊόν μακράς έρευνας και μελέτης, όπως εμφαίνει και η επιλεκτική βιβλιογραφία που παρατίθεται στο τέλος. Κι ότι επίσης ο συγγραφέας αναπαριστά μια πολύ αληθοφανή εικόνα της κερκυραϊκής κοινωνίας του 1937, αν ληφθεί μάλιστα υπ' όψιν ότι όταν άρχισε την έρευνά του το 2006, ζούσαν ακόμα πρόσωπα που είχαν γνωρίσει τον ποιητή κατά την τότε παραμονή του στην Κέρκυρα. Αληθοφάνεια που καταδεικνύεται και με τα φωτοτυπημένα δημοσιεύματα  από εφημερίδες της εποχής που ενσπείρονται στο βιβλίο.
Πέρα από το πλήθος των κερκυραϊκών οικογενειών, πολλά γνωστά λογοτεχνικά πρόσωπα κυκλοφορούν στο βιβλίο. Είναι ο γνωστός Κύπριος λόγιος Ευάγγελος Λουίζος, που συνυπηρετούσε τότε με τον Ελύτη, ο Λόρενς Ντάρελ με την οικογένειά του, ο Εμπειρίκος, ο Καραγάτσης, συντροφιές και συζητήσεις μιας ανέμελης προπολεμικής ζωής.
Η πιο ενδιαφέρουσα πλευρά του βιβλίου πιστεύω πως είναι η ερμηνεία που δίνεται σε θέματα που αφορούν το έργο του Ελύτη. Για παράδειγμα, πώς προέκυψε το ψευδώνυμό του (από Αλεπουδέλης-Ελύτης), ποια επίδραση δέχτηκε από τον Εμπειρίκο, γιατί τόσο συχνά, από τους "Προσανατολισμούς" ως το "Άξιον Εστί" και τη "Μαρία Νεφέλη" εμφανίζεται στην ποίησή του το όνομα Ελένη κ. ά.
"Πρέπει να ρωτήσω τους νεκρούς
για να μπορέσω να προχωρήσω παρακάτω", 
λέει ο Σεφέρης σ' ένα ποίημά του, σαν άλλος Οδυσσέας που κατέβηκε στον Άδη για τον ίδιο σκοπό. Για τον Φίλιππο Φιλίππου "Οι νεκροί ξαναγυρίζουν . Επιστρέφουν σαν σκιές και περπατούν στους δρόμουςτους παλιούς, προσποιούμενοι τους αδιάφορους. Τους νιώθουμε να ακουμπάνε τα θλιμμένα τους δάχτυλα στα φατνώματα των μυστικών ζωών μας, να μας παρατηρούν, παρακαλώντας να τους θυμηθούμε και να τους ξαναδώσουμε να παίξουν κάποιο ρόλο. Επιστρέφουν για να μας θυμίσουν λησμονημένες αγάπες που παλεύουν να ξαναγεννηθούν. Ενίοτε εισβάλλουν στη ζωή μας με σάρκα και οστά, τα φωτεινά πρωινά ή τα σκοτεινά βράδια, είτε για να μας δυναστεύσουν είτε για να μας παρηγορήσουν".
Μυθιστόρημα μπορεί να μην είναι "Ο ερωτευμένος Ελύτης", είναι όμως ένα αξιόλογο βιβλίο που έρχεται να προστεθεί στη βιβλιογραφία του μεγάλου μας ποιητή.

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 10, 2012

Εις γην Χαναάν

Το μυθιστόρημα του Σεμπάστιαν Μπάρυ "Εις γην Χαναάν" (Καστανιώτης 2011, μετ. Αύγουστος Κορτώ) πατάει πάνω στ' αχνάρια του επίσης δικού του "Μυστική γραφή". Και στα δυο παρακολουθούμε το μονόλογο μιας γυναίκας, αν και στη "Μυστική γραφή" ακουγόταν και μια ανδρική φωνή.
Είναι πραγματικά αξιοθαύμαστο πώς ένας άνδρας συγγραφέας μπορεί να εισχωρήσει τόσο πολύ στη γυναικεία ψυχοσύνθεση. Δεν είναι σύνηθες στην πρωτοπρόσωπη λογοτεχνική γραφή ο συγγραφέας να υποδύεται ένα διαφορετικό φύλο. Όμως εδώ ακριβώς έγκειται η ικανότητα του μεγάλου συγγραφέα, που δεν στηρίζεται στο αυτοβιογραφικό στοιχείο, όπως συχνά συμβαίνει κυρίως με τους πρωτοεμφανιζόμενους συγγραφείς, αλλά πλάθει ένα καινούριο σύμπαν εξαρχής.
Και πάλι η Ιρλανδία. Αλλά η Ιρλανδία υπάρχει μόνο στην αρχή της ιστορίας, γιατί το μεγαλύτερο μέρος τοποθετείται στη "Γη Χαναάν", στη Γη της Επαγγελίας, στην Αμερική, όπου κατατρεγμένοι Ιρλανδοί αναζήτησαν τη σωτηρία, αλλά που τελικά αποδείχτηκε ότι δεν ήταν καθόλου "Γη Χαναάν".
Η ογδονταενιάχρονη Λίλι Μπιρ, κόρη αξιωματικού του βρετανικού στέμματος, γεννημένη σε μια Ιρλανδία που σπαρασσόταν από τον εμφύλιο, αναπολεί την ταραγμένη της ζωή, δηλώνοντας εξαρχής ότι όταν φτάσει στο τέλος της αφήγησης, θα θέσει τέρμα στη ζωή της. Στη μακρά ζωή της άντεξε πολλά: κατατρεγμούς, θανάτους, εγκατάλειψη, πόνο, πένθος. Όμως δεν μπορεί να αντέξει το θάνατο του εγγονού της. Γι' αυτό και τα δεκαεπτά κεφάλαια του βιβλίου τιτλοφορούνται "Πρώτη μέρα χωρίς τον Μπιλ", "Δεύτερη μέρα χωρίς τον Μπιλ" κ.ο.κ.
Οι σκέψεις προχωρούν συνειρμικά. Απ' το οδυνηρό παρόν στη μακρά, βασανισμένη της ζωή. Κατά τη δεκαετία του '20 καταφεύγει με τον αγαπημένο της Τατζ, τον οποίο καταδιώκουν οι αυτονομιστές, στην Αμερική και συγκεκριμένα στο Σικάγο. Εκεί, στη "Γη Χαναάν", θα συναντήσει τη σκληρότητα και την εγκατάλειψη, αλλά και την καλοσύνη και τη συμπαράσταση. Οι πόλεμοι του 20ου αιώνα της πήραν τους αγαπημένους της. Ο αδελφός της σκοτώνεται στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο πρώτος της άνδρας πέφτει θύμα του ιρλανδικού εμφύλιου. Ο δεύτερος σύζυγος την εγκαταλείπει αναίτια και ξαφνικά, ο γιος της γυρίζει αλλαγμένος από τον πόλεμο του Βιετνάμ κι ο εγγονός της τελικά αυτοκτονεί μετά την επάνοδό του από τον πόλεμο του Κόλπου.
Κι όμως η αναπόληση όλων αυτών των δεινών γίνεται με μια ηρεμία και μια αποδοχή του αναπόδραστου, αφήνοντας στον αναγνώστη μια γαλήνη. Η Λίλι Μπιρ θλίβεται "έως θανάτου", αλλά πουθενά δεν δυσνασχετεί, δεν αποδίδει ευθύνες σε κανένα, είναι έτοιμη να συγχωρέσει. "Το να θυμάσαι καμιά φορά είναι μεγάλη λύπη, μα όταν τελειώσει η αναθύμηση, σου 'ρχεται μια πολύ παράξενη γαλήνη. Διότι έχεις καρφώσει τη σημαία σου στην κορυφή της λύπης. Την έχεις κατακτήσει".
Η ποιητικότηα της γλώσσας του Μπάρυ, οι ανατροπές που κι αυτές δεν έρχονται απότομα και αιφνιδιαστικά, η ηρεμία της αφήγησης, δικαιώνουν την ευρεία αποδοχή της οποίας έτυχε το βιβλίο.

Σάββατο, Φεβρουαρίου 04, 2012

Ανεμώλια

Το βιβλίο του Ισίδωρου Ζουργού "Ανεμώλια" (Πατάκης 2011) αρχίζει όταν ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής, Νίκος Χαλκίδης, από τη Θεσσαλονίκη, εγκαταλείπει σύζυγο και παιδί και συναντά σ' ένα ιστιοπλοϊκό, ονόματι "Θερσίτης", τέσσερις παλιούς συμμαθητές και φίλους. Έχουν όλοι εγκαταλείψει τις οικογένειές τους, έχουν συμφωνήσει ότι δεν θα έχουν καμιά επικοινωνία, κλείνοντας μάλιστα και τα κινητά τους και ξεκινούν να διαπλεύσουν το Αιγαίο. Σκοπεύουν να κατευθυνθούν πρώτα στη Λέσβο και να πάρουν από εκεί την Ελένη, την ωραία Ελένη, παντρεμένη τώρα εκεί, με την οποία ήταν αγιάτρευτα ερωτευμένος από τα μαθητικά ακόμα χρόνια ένας από την παρέα. Από εκεί έχουν στόχο να τραβήξουν για τη Ρόδο, τόπο που τους είχε όλους σημαδέψει όταν, μαθητές, είχαν πάει στην πενθήμερη εκδρομή τους. 
Από τις πρώτες σελίδες μαθαίνουμε ότι όλα αυτά είναι πια παρελθόν. Ο αφηγητής γράφει, όπως λέει, για να μην τα ξεχάσει. Και η σκέψη του μετατοπίζεται διαρκώς από τη ναυτική περιπέτεια εκείνου του καλοκαιριού στις αναμνήσεις της παιδικής και νεανικής ηλικίας, "τότε που οι ώρες έμοιαζαν ατελείωτες, τότε που δε δίναμε καμιά σημασία στο χρόνο", τότε που "ο κόσμος ήταν καινούριος, αφόρετος", όπως είναι πάντα ο κόσμος για τους νέους. Αναφέρεται στη δική του πνευματική ωρίμαση, στην οποία καθοριστικό ρόλο διαδραμάτισε ένας μεγαλύτερος νέος κι ένα βιβλίο, ο "Ντέμιαν" του Έσσε. 
Οι πέντε συμμαθητές και φίλοι που τριγύριζαν ξένοιαστοι στις γειτονιές της Θεσσαλονίκης της δεκαετίας του '70, μεγάλωσαν, σπούδασαν, έκαναν οικογένειες, μα τώρα στα 47 τους, γεμάτοι διαψεύσεις, θέλουν να ξαναζήσουν από την αρχή, να ξαναγίνουν οι έφηβοι του τότε. Στο πλοίο τους, τον "Θερσίτη", περνούν ξένοιαστες μέρες και νύχτες, καπνίζουν, προπάντων πίνουν και θυμούνται.
Θα φτάσουν άραγε στη Λέσβο-Τροία; Θα πάρουν την ωραία Ελένη; Θα ξαναβρούν στη Ρόδο τη χαμένη τους νιότη; Ο αναγνώστης οδηγείται αργά, μ' ένα κορυφούμενο ενδιαφέρον στο τέλος που ασφαλώς δεν μπορώ να αποκαλύψω.
 Οι ομηρικές αντιστοιχίες είναι πέρα από διαφανείς. Χωρισμένο σε 24 κεφάλαια και αριθμημένα αλφαβητικά κατά το ομηρικό πρότυπο, με καταφανείς συσχετισμούς των πέντε φίλων με αντίστοιχους ομηρικούς ήρωες, με πολλούς άλλους υπονοούμενους συσχετισμούς, όπως για παράδειγμα με το μάντη Φινέα ή την Καλυψώ, το βιβλίο βρίθει επίσης λέξεων από τον ομηρικό κόσμο, έντεχνα και φυσιολογικά ενταγμένων στο κείμενο: κύδος, άναξ ανδρών, εκηβόλος Φοίβος, δημοβόρος βασιλιάς, λευκώλενος θεά κ.λπ. Ο ίδιος ο  τίτλος, Ανεμώλια, δηλ. λόγια του αέρα, ανώφελα, είναι παρμένος από το δ της Οδύσσειας.
Αν ο συγγραφέας ήθελε με το μυθιστόρημά του να μεταφέρει τον ομηρικό κόσμο στη σύγχρονη εποχή, αν ήθελε να δείξει τη διαχρονικότητα των ανθρωπίνων παθών, το πέτυχε απόλυτα. Το βιβλίο είναι πολύ ενδιαφέρον και ως πείραμα και ως αυτόνομο λογοτεχνικό δημιούργημα.

[Αυτή είναι η πρώτη παρουσίαση βιβλίου που διάβασα σε ηλεκτρονική μορφή. Το αγόρασα για 9 ευρώ-αν και πιστεύω ότι θα έπρεπε να είναι ακόμα φθηνότερο το ηλεκτρονικό βιβλίο-. Πρώτη δυσκολία: δεν έχω το σώμα του βιβλίου στα χέρια μου, να το ξεφυλλίσω ξανά, να δω τι πιθανόν υπογράμμισα, να ρίξω ματιές εδώ κι εκεί, να θυμηθώ. Βεβαίως μπορώ να το κάνω και στον υπολογιστή ή στον e-reader, αλλά δεν είναι το ίδιο με το ξεφύλλισμα του βιβλίου. Όμως γενικά μπορώ να πω ότι η ηλεκτρονική ανάγνωση μου άρεσε, σαν να σε κάνει να εντείνεις την προσοχή σου διαβάζοντας, να συγκρατείς περισσότερα πράγματα και βεβαίως πάντα μπορείς να δημιουργείς bookmarks και να κρατάς σημειώσεις].