Δευτέρα, Φεβρουαρίου 22, 2010

Οι κρυφές ζωές της κυρίας Λι

Κάποιο κριτικοί πιστεύουν πως η επιτυχία του πρώτου μυθιστορήματος της Ρεμπέκα Μίλλερ, κόρης του Άρθουρ Μίλλερ, που ήδη βρήκε την κινηματογραφική του μεταφορά, δεν είναι άσχετη με το βαρύ όνομα που κουβαλάει η συγγραφέας. Δεν ξέρω αν αυτό συνέβαλε, όμως "Οι κρυφές ζωές της κυρίας Λι" (Πατάκης, 2009, μετ. Μάρα Μόιρα) είναι ένα πολύ ενδιαφέρον μυθιστόρημα, παρ' όλες τις επιφυλάξεις που μπορεί να έχει κάποιος.
Το βιβλίο χωρίζεται σε τέσσερα μέρη. Αρχίζει με το ζεύγος Πίππα και Χερμπ Λι να εγκαθίστανται στο χωριό Μάριγκολντ, μια παροικία συνταξιούχων. Εκείνη είναι 53 χρόνων κι εκείνος, ένας επιτυχημένος εκδότης, 30 χρόνια μεγαλύτερός της. Έχουν δυο δίδυμα ενήλικα παιδιά, ένα γιο και μια κόρη, που δεν ζουν μαζί τους. Φαινομενικά είναι ένα αγαπημένο, ευτυχισμένο ζευγάρι. Όμως τα πράγματα δεν είναι πάντα όπως φαίνονται. Κάποιες υπνοβασίες της Πίππα υπαινίσσονται πως κάτω από τη γιαλιστερή επιφάνεια το δράμα παραμονεύει.
Στο δεύτερο και εκτενέστερο μέρος, σε πρωτοπρόσωπη τώρα αφήγηση, η Πίππα εξιστορεί τη ζωή της ως το γάμο της με τον Χερμπ. Κόρη ενός πάστορα και μιας προβληματικής μητέρας που για την ενεργητικότητα και δραστηριότητά της κατέφευγε στη χρήση διεγερτικών, είχε μια ιδιάζουσα σχέση με τη μητέρα της "...μου είχε φερθεί σαν να ήμουνα εραστής, και σαν να ήμουνα μωρό-σαν κάτι που της ανήκε, αλλά ποτέ όπως θα φερόταν σε ένα άτομο".
Μαθήτρια γυμνασίου ερωτεύεται και ξελογιάζει έναν καθηγητή της, το σκάει ύστερα από το σκάνδαλο και πάει στη Ν. Υόρκη, σε μια θεία της, που σε λίγο θα ανακαλύψει τις ομοφυλοφιλικές της σχέσεις. Το περιβάλλον της θείας θα την οδηγήσει στα ναρκωτικά, σε ομάδες σαδομαζοχιστών, σε μια ζωή ανερμάτιστη. "Εξακολουθώντας να μένω άυπνη τη νύχτα των μαστιγίων και των αλυσίδων συλλογιζόμουνα τη μέχρι τότε ζωή μου. Ήμουνα μια κακοτεχνία. Δεν έβλεπα κάποιο μέλλον. Δεν είχα σχέδια". Αυτό το μέρος του βιβλίου ίσως δικαιολογεί την άποψη που διατυπώνεται στο οπισθόφυλλο:"Οι κρυφές ζωές της κυρίας Λι" αποτελούν μια νέα εκδοχή του "Αμερικανικού ειδυλλίου" του Φίλιπ Ροθ".
Απ'αυτή την άβυσσο τη σώζει η γνωριμία με τον Χέρμπερ Λι, ήδη παντρεμένο για δεύτερη φορά. Η Πίππα θα αποτελέσει την τρίτη του σύζυγο, σχέση οικοδομημένη στο τραγικό τέλος της δεύτερης συζύγου.
Στο τρίτο μέρος του βιβλίου η τριτοπρόσωπη γραφή επανέρχεται και ξαναγυρίζουμε στο παρόν της παροκίας των συνταξιούχων. Τα πρόσωπα του δράματος, στα οποία θα προστεθούν ακόμη μερικά, ένας φανατικός νεαρός χριστιανός, ο μυθιστοριογράφος Σαμ Σαπίρο, μια φίλη που θα προδώσει με το χειρότερο τρόπο την Πίππα, οδεύουν προς την έξοδο. Το αποτελούμενο από τρεις μόνο σελίδες τέταρτο μέρος μας αφήνει σ' ένα ανοιχτό μέλλον.
Ένα καλό σύγχρονο μυθιστόρημα. Η συνέχεια θα δείξει αν η Ρεμπέκα Μίλλερ είναι αξιόλογη, αυτόφωτη μυθιστοριογράφος ή αν μόνο το βάρος του ονόματος της έδωσε μια προσωρινή επιτυχία. 

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 17, 2010

Η ένδοξη παραίτηση της Ρόζα Λέιν

Το γράψιμο της Τζοάνα Καβένα σίγουρα τη θυμίζει, χωρίς αμφιβολία έχει επηρεαστεί απ' αυτήν, την αναφέρει άλλωστε ανάμεσα στις ποικίλες άλλες λογοτεχνικές αναφορές της, αλλά από το σημείο αυτό ως το χαρακτηρισμό "Βιρτζίνια Γουλφ του 21ου αι." νομίζω υπάρχει μεγάλη απόσταση. Άλλωστε, "Η ένδοξη παραίτηση της Ρόζα Λέιν" (Μεταίχμιο 2009, μετ. Αργυρώ Μαντόγλου) είναι το πρώτο μυθιστόρημα της Καβένα και είναι πολύ πρόωρος ο χαρακτηρισμός, αν δεν δούμε και τη συνέχεια της συγγραφικής της πορείας.
Κεντρικό πρόσωπο του βιβλίου η 35χρονη Ρόζα Λέιν, που τα τελευταία δέκα χρόνια εργάζεται ως δημοσιογράφος, κρατώντας την πολιτιστική στήλη μεγάλης εφημερίδας. Μια καλοκαιρινή μέρα, τελείως απροσδόκητα ακόμη και για την ίδια, σε μια παρόρμηση, στέλλει στο αφεντικό της ένα σύντομο μέιλ με κατάληξη "παραιτούμαι". Τι είναι αυτό που την έσπρωξε σ' αυτή την αυθόρμητη κίνηση; Είναι η κρίση της ηλικίας; Είναι ο θάνατος της μητέρας της που συνέβη λίγους μήνες πριν;  Ή μήπως είναι η προσπάθεια να βρεί ένα νόημα στη ζωή της που την έβλεπε τελματωμένη και την τρομοκρατούσε η ιδέα να περάσει μια ζωή επαναλαμβάνοντας τα ίδια πράγματα;
Η ζωή της βέβαια δεν θα γίνει κάθόλου πιο εύκολη. Σχεδόν ταυτόχρονα με την παραίτησή της, πληροφορείται ότι ο Λίαμ, ο άντρας με τον οποίο συζούσε για τρία χρόνια, την εγκαταλείπει και ετοιμάζεται να παντρευτεί την καλύτερή της φίλη. Διπλή προδοσία. Φιλοξενείται σε μια φίλη, τα άθλια οικονομικά της την αναγκάζουν να ψάχνει, άδικα όμως, για μια δουλειά, ενώ αγωνίζεται να πείσει την τράπεζα να της δώσει μια παράταση για τα χρέη της. Καταρτίζει συνεχώς λίστες για πράγματα που έχει να κάνει:" Να βρεις μια δουλειά-Να πλύνεις τα ρούχα-να καθαρίσεις την κουζίνα-να τηλεφωνήσεις στον Λίαμ-Να μελετήσεις άλλες θρησκείες-Να διαβάσεις τις κωμωδίες του Σαίξπηρ-να καθαρίσεις το καθιστικό" κ.λπ. κλπ. Οι λίστες αυτές, με μικρές παραλλαγές, επανέρχονται σ' όλο το βιβλίο, τονίζοντας έτσι  την αδράνειά της, την αντίθεση ανάμεσα στις προθέσεις και τις πράξεις.
Στο μεγαλύτερο μέρος του μυθιστορήματος την βλέπουμε να τριγυρίζει στους δρόμους του Λονδίνου, να παρατηρεί ακόμη και ασήμαντες λεπτομέρειες από την πολύωρη περιπλάνησή της, ενώ οι σκέψεις την πλημμυρίζουν. Έχει εδώ αρκετή ομοιότητα με την "Κυρία Νταλλογουέη", αλλά η περιπλάνηση της ηρωίδας της Βιρτζίνια Γουλφ κράτησε μόνο μια μέρα και μέσα σ' αυτήν χώρεσε παρελθόν και παρόν. Οι περιπλανήσεις, η απραξία, η βουλία, οι αναμνήσεις, οι σκέψεις της Ρόζα κρατάνε μήνες κι αυτό, παρ' όλη τη δύναμη γραφής της Καβένα, καταντά κάπως κουραστικό για τον αναγνώστη.
Σαν σε μια διαλεκτική σχέση, εμφανίζονται στο βιβλίο δυο εντελώς αντίθετες περπτώσεις. Είναι ο πατέρας της Ρόζα που αν και ηλικιωμένος, έχοντας χάσει τη σύζυγό του, είναι γεμάτος ενέργεια, ασχολείται με πλήθος δραστηριότητες και δεν του λείεπι η γυνακεία συντροφιά.
Η δεύτερη περίπτωση είναι ένα ζευγάρι φίλων της που ζει σε μια άνετη φάρμα στην περιοχή των λιμνών. Έχουν τρία παιδιά, περιμένουν τέταρτο και όταν η Ρόζα τους επισκέπτεται αισθάνεται να αποπνέουν τη χαρά τη ζωής. Όμως, ενώ είναι πρόθυμοι να τη φιλοξενήουν πολλές μέρες, εκείνη, το επόμενο πρωί, πριν ακόμη η οικογένεα ξυπνήσει, φεύγει και γυρίζει στο Λονδίνο.
Η Τζοάνα Καβένα θα 'λεγε κανείς πως σγκέντρωσε στην ηρωίδα της πολλά από τα γνωρίσματα των νέων της εποχής μας. Ανεργία, αδράνεια, μια κενότητα, αναζήτηση ενός νοήματος στην ύπαρξη πέρα από το δουλειά-σπίτι-οικογένεια.
"Η ένδοξη παραίτηση της Ρόζα Λέιν (διερωτώμαι μαζί με την Αγγέλα Γαβρίλη στο http://www.diavasame.gr/ γιατί αυτή η αλλαγή του τίτλου. Στο πρωτότυπο ο τίτλος είναι απλώς inglorius=άδοξη) είναι ένα ενδιαφέρον σύγχρονο μυθιστόρημα, που όσοι δεν αγαπούν ιδιαίτερα τη δράση, αλλά προτιμούν την εσωτερικότητα και τις σκέψεις, σίγουρα θα απολαύσουν. 

Κυριακή, Φεβρουαρίου 14, 2010

Το πάρκο μύρισε άνοιξη

Βροχερός ο φετινός χειμώνας, το πάρκο πίσω από το σπίτι μου (δάσος το λένε τα παιδιά) καταπρασίνισε. Το χαρήκαμε σήμερα, προπάντων γιατί ξέρουμε πως όπου να' ναι η καταπράσινη πανδαισία θ' αρχίσει να κιτρινίζει. Το καλοκαίρι έρχεται νωρίς στην Κύπρο...

Καταπράσινο χαλί, στολισμένο με κίτρινα αγριολούλουδα


Ούτε σπιθαμή από χώμα...


Μια χαρούμενη παρέα


Τα πεύκα χαμογελούν φρεσκοπλυμένα


Τα παιδιά ξεκουράζονται


Το πράσινο καθρεφτίζεται στο μικρό ποταμάκι

Κρίμα που δεν ακούεται το κελάρυσμα του ρυακιού


Οι σκληροί κάκτοι σαν να χαίρονται κι αυτοί



Το ωραίο γεφυράκι


Μια μαργαρίτα σε προκαλεί να τη ρωτήσεις:μ' αγαπά, δεν μ'αγαπά...


Θαυμάζοντας τη φύση


Ακόμα κι οι ταπεινές μολόχες φαντάζουν όμορφες


Ομορφιά που κρατάει τόσο λίγο



Δευτέρα, Φεβρουαρίου 08, 2010

Το βιολί του Άουσβιτς


Στο σύντομο πρόλογο του βιβλίου, ο Εουζέμπι Αγιένσα, Διευθυντής του Ινστιτούτου Θερβάντες
στην Αθήνα, μας φέρνει σε επαφή με το έργο της Καταλανής συγγραφέως Maria Anglada (1930-1999), της οποίας το μυθιστόρημα "Το βιολί του Άουσβιτς" (εκδ. Κονιδάρη, 2009, μετ. Κλαίτη Σωτηριάδου) είναι το πρώτο που μεταφράζεται στα ελληνικά.
Η λογοτεχνία η εμπνευσμένη από τα φριχτά στρατόπεδα συγκέντρωσης της ναζιστικής Γερμανίας μας έχει δώσει πληθώρα έργων. 'Εχουμε διαβάσει τόσα πολλά που ίσως ακόμη ένα βιβλίο να μην έχει να προσθέσει τίποτα πια. Κι όμως, στο "Βιολί του Άουσβιτς", πέρα από όσα ξέρουμε ως τώρα, προστίθεται μια ακόμη πινελιά. Είναι η μαγεία που εκπέμπεται από την τέχνη και ειδικά τη μουσική, που κι αν ακόμη δεν μπορεί να μαλακώσει την καρδιά ενός θηρίου ("Γουρούνι" αποκαλούν τον διοικητή του στρατοπέδου) μπορεί κάποτε να γίνει το μέσον για να σωθεί ένας άνθρωπος.
Ο Ντάνιελ, Εβραίος κατασκευαστής βιολιών από την Κρακοβία, βρίσκεται έγκλειστος σ' ένα μικρό στρατόπεδο. Έχει δηλώσει επάγγελμα ξυλουργός, γι' αυτό και τον χρησιμοποιούν σε ανάλογες εργασίες. Μια μέρα κατορθώνει να επισκευάσει ένα βιολί που είχε μια ρωγμή και τότε ο διοικητής τον διατάζει να κατασκευάσει ένα βιολί που να ηχεί όπως ένα Στραντιβάριους, σε συγκεκριμένη προθεσμία, που ο ίδιος ο Ντάνιελ δεν γνωρίζει. Μέσα στις πιο αντίξοες συνθήκες, την πείνα, το κρύο, τις απάνθρωπες τιμωρίες, τους θανάτους, ο Ντάνιελ αγωνίζεται για την κατασκευή του βιολιού, αγωνιζόμενος ουσιαστικά για την ίδια τη ζωή του.
Παρ' όλες τις φρικαλεότητες που περιγράφονται στο βιβλίο, το βρήκα, σε αντίθεση με άλλα που διαδραματίζονται στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, να αποπνέει μια ήρεμη μελαγχολία, να δημιουργεί στην ψυχή του αναγνώστη μια νότα αισιοδοξίας, μια ελπίδα για το καλύτερο. Ίσως γιατί μέσα από τις σελίδες του αναβλύζει η μουσική και η αγάπη για την Τέχνη που στέκεται πάνω από την απάνθρωπη θηριωδία.
Μου θύμισε ένα άλλο ωραίο βιβλίο, το "Αναβολή για την ορχήστρα" της Φάνια Φενελόν, που ίσως πρέπει να ξαναδιαβάσω.

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 03, 2010

Ο χρόνος πάλι

Η πρώτη σκέψη που μου έρχεται στο νου καθώς αναπολώ όσα διάβασα στο βιβλίο της Σώτης Τριανταφύλλου "Ο χρόνος πάλι" (Πατάκης 2009) είναι "βαρυστομάχιασμα". Πώς νιώθεις σωματικά όταν κάποτε παρασυρθείς και καταναλώσεις μεγάλες σε ποσότητα και ποικιλία τροφές, έτσι ένιωσα πνευματικά διαβάζοντας αυτό το βιβλίο. Ένα πλήθος πληροφοριών, σκέψεων, αυτοβιογραφικών στοιχείων, περιγραφών πόλεων και τόπων, ονομάτων, υπαινικτικών αναφορών, τίτλων τραγουδιών, λογοτεχνικών αναφορών και λογοτεχνικής κριτικής και άλλων ακόμη στοιχείων, πλημμυρίζουν το βιβλίο κι ανάμεσά τους παρεμβάλλονται και πέντε διηγήματα. Πολύ συχνά η επιμελήτρια της έκδοσης καταφεύγει σε υποσημειώσεις για να διευκολύνει τον αναγνώστη, που και πάλι δεν είναι αρκετές για κάποιον που δεν είναι εξοικειωμένος, προπάντων με την πληθώρα των μουσικών αναφορών ή συγγραφέων ή κινηματογραφικών έργων.
Μέσα απ' όλο αυτό το συνονθύλευμα, που δεν ακολουθεί χρονολογική σειρά, μπορεί ο αναγνώστης να ανασυνθέσει τη ζωή της συγγραφέως. Με ποικίλες σπουδές, φαρμακευτική, γαλλική ιστορία και φιλολογία, αμερικανική ιστορία, την οποία και δίδαξε σε σχολείο του Μπρονξ, ζώντας μεταξύ Αθήνας-Παρισιού-Ν. Υόρκης, έζησε μια πλούσια σε εμπειρίες ζωή. Πνεύμα ανήσυχο, απροσάρμοστο, επαναστατικό, εικονοκλαστικό, με αγάπη στη μουσική και τα αυτοκίνητα, δεν ξέρω αν, παρ' όλη την τόσο γεμάτη ζωή, μπόρεσε να είναι ευτυχισμένη.
Εμφανίζεται δυστυχισμένη μέσα στην οικογένειά της, γιατρός και κομμουνιστής ο πατέρας, άβουλη η μητέρα. "Γεννήθηκα και μεγάλωσα μέσα στην κομμουνιστική Αριστερά: το περιβάλλον αυτό καθόρισε για πολλά χρόνια συγγένειες, φιλίες και επαγγελματικές σχέσεις", γράφει. Αλλού πάλι λέει: "Η ζωή στο σπίτι: ένα είδος στρατιωτικής θητείας που θα τελείωνε είτε με λιποταξία, είτε με τρελόχαρτο". Και κάπου αλλού: "Οι οικογένειες μου φαίνονται ενυδρεία όπου βάζεις αθώα το χέρι σου για να παίξεις με τα ψάρια και σου το τρώνε τα πιράνχας, ή σου το σφίγγουν θανάσιμα τα χταπόδια".
Η φοιτητική της ζωή στην Αθήνα επίσης απορριπτέα (Τι νοσταλγώ από τα φοιτητικά μου χρόνια: τίποτα).
Μα ούτε και η πατρίδα της λέει κάτι: "Δεν αναγνωρίζω καμιά πατρίδα. Θα ήμουν ευτυχισμένη αν μπορούσα να κινούμαι πάνω από τα σύνορα χωρίς διαβατήριο, ταυτότητα, άδεια οδηγήσεως. πατρίδα μου είναι η αγγλική και η ελληνική γλώσα" Κι όμως, όπως η ίδια πάλι ομολογεί, όταν μια φορά στην Αμερική την συνέλαβε η αστυνομία, τηλεφώνησε στο ελληνικό προξενείο λέγοντας "είμαι ελληνίδα υπήκοος, ελάτε να με σώσετε"!
Μα ούτε και οι δεσμοί της φαίνεται να την ικανοποιούν. Ζει για τρία χρόνια στο Παρίσι με τον Αλγερινό Ραμπά Ασουφίμ, με τον οποίο χωρίζει ήσυχα. "Χρόνια αργότερα ερωτεύτηκα έναν άνδρα που ήταν παντρεμένος (με άλλη). Δεν ήξερα ότι ο γάμος έχει τόση σημασία. Είμαστε πιστοί σε κάποιον μέχρι να βρούμε κάτι καλύτερο, όχι;"
Η Ελλάδα την απογοητεύει: "Η Ελλάδα, ένα νεκροταφείο ιδεών, ένα σκουληκιασμένο κεράσι". Καθόλου παράξενο που μέσα σ' ένα κατάλογο των top10 αγαπημένων της βιβλίων δεν υπάρχει ούτε ένας Έλληνας συγγραφέας. Γράφει αλλού: "Ο Σεφέρης: γραφικότητες, περιστέρια, θάλασσα, λιόδεντρα. Ο Καβάφης: ποίηση χωρίς γυναίκες, χωρίς φύση, φορτωμένη αποτροπές και διδαχές..." 
Πάλι καλά που μέσα στο μουσικό top10 της περιλαμβάνει τον Θεοδωράκη και τον Σαββόπουλο!
Κι όμως, η Σώτη Τριανταφύλλου γράφει καλά. Η γραφή της σε παρασύρει στον ανεμοστρόβιλο της ζωής της και η όποια διαφωνία ή απαρέσκεια του αναγνώστη σβήνει μπροστά στη λογοτεχνική γραφή. Και σίγουρα, δεν είναι μόνο η υποσυνείδητη τάση όλων μας για ματιές από την κλειδαρότρυπα που καθιστά αυτό το βιβλίο αξιοδιάβαστο.