Παρασκευή, Οκτωβρίου 30, 2009

Το κορίτσι με το τατουάζ

Το ότι κάλυψα αναγνωστικά τις 660 σελίδες του μυθιστορήματος του Στιγκ Λάρσον μέσα σε τρεις μόνο μέρες, είναι από τις πιο πειστικές αποδείξεις για το πόσο "τραβηχτικό" είναι αυτό το βιβλίο, γυρισμένο ήδη σε ταινία.
"Το κορίτσι με το τατουάζ" (Ψυχογιός 2009, μετ. Γιώργος Μαθόπουλος, πρόλογος Μανώλης Πιμπλής) έχει μια ιδιάζουσα εκδοτική ιστορία. Αποτελεί το πρώτο μέρος μιας τριλογίας με το γενικό τίτλο Millenium (ο δεύτερος τόμος ήδη κυκλοφορεί και στα Ελληνικά), την οποία ο Σουηδός συγγραφέας δεν πρόλαβε να δει τυπωμένη. Έξι μήνες μετά την παράδοση των χειρογράφων, το 2004, πέθανε από καρδιακή ανακοπή. Δεν είδε έτσι την τεράστια επιτυχία που σημειώνει το βιβλίο του σ' όλο τον κόσμο.
Πρόκειται για ένα αστυνομικό θρίλερ, αλλά όχι μόνο. Είναι ταυτόχρονα και μια ανατομία της σουηδικής κοινωνίας. Θέματα πολιτικά, κοινωνικά, θρησκευτικά, οικονομικά, τεχνολογίας και άλλα περιβάλλουν την αστυνομική ιστορία. Θα 'λεγε κανείς πως το αστυνομικό μυστήριο είναι το δέλεαρ για να ειπωθούν όλα τα άλλα.
Κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος είναι ο δημοσιογράφος Μίκαελ Μπλούκμβιστ (δημοσιογράφος ήταν και ό ίδιος ο συγγραφέας). Συνεκδότης του περιοδικού Millenium, ειδικεύεται στο οικονομικό ρεπορτάζ προσπαθώντας να "ελέγχει και να αποκαλύπτει τους μεγαλοκαρχαρίες κεφαλαιούχους". Εξίσου σημαντικό ρόλο, αν όχι σημαντικότερο, διαδραματίζει "Το κορίτσι με το τατουάζ¨, η Λίσμπετ Σαλάντερ. Μικροκαμωμένη, με σώμα γεμάτο τατουάζ, με παράξενο, παράταιρο, συνήθως μαύρο ντύσιμο, απροσάρμοστη, γι' αυτό και ζει υπό επιτήρηση, με σεξουαλικές προτιμήσεις και για τα δύο φύλα, "ένα φρικιό", όπως λέει η ίδια. Δεν έχει τελειώσει καλά-καλά το σχολείο, είναι όμως ικανότατη στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, διαθέτει μια φωτογραφική μνήμη και εργάζεται ως εξωτερική συνεργάτις σε μια εταιρεία ασφάλειας.
Αυτοί οι δυο τόσο αταίριαστοι και ανόμοιοι τύποι, ο Μίκαελ και η Λίσμπετ, άγνωστοι μεταξύ τους ως το μισό σχεδόν βιβλίο, θα συνεργαστούν κάποια στιγμή για την εξιχνίαση μιας εξαφάνισης προσώπου που έγινε πριν από 36 ολόκληρα χρόνια! Το πρόσωπο αυτό ανήκε στη μεγάλη, πάμπλουτη, ισχυρή οικογένεια επιχειρηματιών, την οικογένεια Βάνιερ. Επικεφαλής του ομίλου εταιρειών της οικογένειας είναι ο ογδοντάχρονος Χένρικ Βάνιερ, που αναθέτει στον Μπλούκβιστ, με πρόσχημα τη συγγραφή της ιστορίας της οικογένειας, τη διερεύνηση της εξαφάνισης της δεκαεξάχρονης τότε, το 1966, Χάριετ. Τα περισσότερα από τα μέλη της οικογένειας Βάνιερ ζούσαν σ' ένα σουηδικό νησί, που συνδεόταν με τη μικρή πόλη Ένεσταντ μόνο με μια γέφυρα. Απ' αυτό το νησί εξαφανίστηκε χωρίς να βρεθεί ούτε νεκρή ούτε ζωντανή, παρά τις εξονυχιστικές έρευνες, η νεαρή Χάριετ. Αργά, μεθοδικά, με ανατροπές που ξαφνιάζουν, ο συγγραφέας παρασύρει τον αναγνώστη να αναζητεί μαζί με τον Μίκαελ και τη Λίσμπετ τη λύση. Ζούμε κι εμείς ένα χρόνο στο απομονωμένο νησί όπου έχει εγκαταστεθεί ο δημοσιογράφος, σύμφωνα με το συμβόλαιο που υπέγραψε με τον Χένρικ. Παγώνουμε μέσα στα χιόνια του σουηδικού χειμώνα με τις θερμοκρασίες 20 βαθμών κάτω από το μηδέν, γνωρίζουμε τους χαρακτήρες που, αν και πολλοί, δεν συγχίζουν τον αναγνώστη, γιατί η τέχνη του συγγραφέα τους καθιστά πλήρως ευδιάκριτους, η σκέψη μας ακονίζεται στις υποθέσεις του τι πράγματι μπορεί να συνέβη πριν από τόσα χρόνια.
Ελκυστικό και "διαβαστερό" μπορεί να είναι το βιβλίο, δεν παύω όμως να έχω τις μικρές μου ενστάσεις. Και πρώτα για την ηρωίδα του έργου, τη Λίσμπετ. Πόσο πιθανό είναι μια κοπέλα που δεν έχει τελειώσει το σχολείο να είναι μια ικανότατη χάκερ ή να μιλάει Αγγλικά με "οξφορδιανή προφορά"; Η διείσδυση στους ξένους υπολογιστές, ακόμα κι αν πρόκειται για να ξεσκεπαστεί ένας απατεώνας, δεν νομίζω ότι είναι ηθικά αποδεχτή ενέργεια. Πολύ περισσότερο θεωρώ απαράδεχτη την απόσπαση χρημάτων από ξένους λογαριασμούς, στην οποία προβαίνει η ηρωίδα. Μπορεί να εκδικήθηκε έναν απατεώνα, αλλά ποιος μπορεί να εμποδίσει την απόσπαση και από άλλους λογαριασμούς;
Οι σαδιστικές σκηνές του βιβλίου είναι ιδιαίτερα ενοχλητικές. Και αν στη μια περίπτωση δικαιολογούνταν γιατί συνδέονταν με φόνους, στην πρώτη περίπτωση που αφορούν τη Λίσμπετ τις βρήκα αχρείαστες, δεν συνδέονται άμεσα με την υπόθεση, εκτός αν αυτό θα φανεί στη συνέχεια, στο δεύτερο τόμο. Βρήκα γενικά το βιβλίο, παρά το ενδιαφέρον του, κάπως φλύαρο, θα μπορούσε να είναι συντομότερο, γι' αυτό και δεν θα βιαστώ να διαβάσω το δεύτερο τόμο. Χρειάζεται μια ανάσα πριν απ' αυτό.
Υ.Γ. Δεν ξέρω πόσο επιτρεπτό είναι να χρησιμοποείται ταυτόσημος τίτλος με ένα άλλο βιβλίο. Είναι "Το κορίτσι με το τατουάζ" της Τζόις Κάρολ Όουτς, εκδομένο από τον Καστανιώτη το 2006. Η ακριβής μετάφραση του τίτλου του σουηδικού βιβλίου είναι, όπως λέει στον πρόλογό του ο Μανώλης Πιμπλής, "Οι άντρες που μισούσαν τις γυναίκες".

Σάββατο, Οκτωβρίου 24, 2009

Σβησμένες ψυχές

Όποιος δεν αντέχει τη βία και τη σκληρότητα ας μη διαβάσει το μυθιστόρημα του Ναντίμ Ασλάμ. Είναι σκηνές που σε κάνουν ν' ανατριχιάζεις, που σε αναγκάζουν να κλείσεις για λίγο το βιβλίο για να μπορέσεις να συνέλθεις και να συνεχίσεις παρακάτω. Αν όμως, παρ' όλ' αυτά, θέλει κανείς να κατανοήσει έστω και αμυδρά την ιστορία και τη νοοτροπία της ταραγμένης αυτής χώρας, του Αφγανιστάν, τον τρόπο σκέψης του φανατικού ισλάμ, τις επεμβάσεις Ρωσίας και Αμερικής, τότε ένα από τα καλύτερα, πιστεύω, σχετικά βιβλία είναι το "Σβησμένες ψυχές" (εκδ. Τόπος, 2009, μετ. Αγγελική Τσιρούνη, τίτλος πρωτοτύπου The wasted vigil) .
Η γραφή του Πακιστανού συγγραφέα Ναντίμ Ασλάμ έχει κάτι από τη διάσπαση και τον κατακερματισμό της ίδιας της χώρας. Χαρακτήρες που εκπροσωπούν τάξεις και νοοτροπίες, πολύ χαλαρά συνδεδεμένοι μεταξύ τους, γεγονότα που θίγονται σε μια σελίδα για να ολοκληρωθούν πολλές σελίδες μετά, επεισόδια που σαν σε ομόκεντρους κύκλους αναφέρονται ξανά και ξανά, με καινούριες λεπτομέρειες να προστίθενται σε κάθε αναφορά, σηματοδοτούν την τεχνική του συγγραφέα.
Το έργο τοποθετείται χρονικά στο 2004, μετά την 11η Σεπτεμβρίου, αναφέρονται όμως και γεγονότα όλης της περασμένης τριακονταετίας. Βασικό πρόσωπο του έργου, που λειτουργεί σαν συνδετικός κρίκος για τα υπόλοιπα, είναι ο ηλικιωμένος γιατρός Μάρκους. Άγγλος αυτός, είχε ασπαστεί τον Μωαμεθανισμό, για να μπορέσει να παντρευτεί την Αφγανή, επίσης γιατρό, Κατρίνα. Κι όμως, 39 χρόνια γάμου δεν υπήρξαν αρκετά για να μη θεωρηθεί εκείνη από τους Ταλιμπάν μοιχαλίδα και να θανατωθεί με λιθοβολισμό. Στο σπίτι του Μάρκους, ένα σπίτι που στο ταβάνι του έχει καρφωμένα βιβλία και τους τοίχους καλυμμένους με λάσπη για να κρύβονται οι απεικονίσεις, φθάνει η Λάρα. Είναι μια Ρωσίδα που ψάχνει το χαμένο αδερφό της, που 25 χρόνια πριν είχε έρθει στο Αφγανιστάν με την εισβολή των Ρώσων και από τότε αγνοείται. Θα μάθουμε αργότερα πως αυτός είχε βιάσει την κόρη του γιατρού, τη Ζαμίν, εξαφανισμένη τώρα. Ένα παιδί γεννήθηκε απ' αυτό το βιασμό, μα ο Ρώσος Μπενεντίκτ είχε ένα οικτρό τέλος. Αφού του έκοψαν τους τένοντες των ποδιών, τον χρησιμοποίησαν σ' ένα αφγανικό παιγνίδι, όπου δυο έφιππες ομάδες διεκδικούν τραβώντας το ένα ζώο. Στη θέση του ζώου έβαλαν τον Μπενεντίκτ. Μα οι σκηνές αποτρόπαιης βίας δεν έχουν τέλος. Από τις πιο ανατριχιαστικές σκηνές είναι ο ακρωτηριασμός του χεριού του Μάρκους, που υποχρεώνουν την ίδια τη γυναίκα του να τον κάνει.
Ένα άλλο πρόσωπο που διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο βιβλίο είναι ο Κάζα, ένας νεαρός Αφγανός, μεγαλωμένος στα ορφανοτροφεία και εκπαιδευμένος στα "στρατόπεδα μαρτύρων" όπως οι ίδιοι θέλουν να τα αποκαλούν και όχι "στρατόπεδα αυτοκτονίας". Με τον Κάζα παρακολουθούμε τη θρησκευτική διαπαιδαγώγηση, στοιχεία του μωμεθανισμού και την εκπαίδευση αυτών που εμείς ονομάζουμε τρομοκράτες κι εκείνοι μάρτυρες. Κι αυτός όμως θα πέσει θύμα των αλληλοπολεμούμενων αφγανικών πολεμάρχων και φατριών που θα τον τυφλώσουν στο ένα του μάτι. Άλλα πρόσωπα είναι ακόμη η Αφγανή δασκάλα Ντούνια, που κι αυτή διωκόμενη βρίσκει καταφύγιο στο σπίτι του γιατρού, είναι ο Ντέιβιντ, Αμερικανός πράκτορας της CIA που είχε ερωτευτεί τη χαμένη τώρα Ζαμίν, άλλοι πράκτορες, είναι ο νεαρός που οδηγώντας ένα φορτηγό με εκρηκτικά ανατινάσσει ένα σχολείο γιατί το είχαν ιδρύσει οι Αμερικάνοι, είναι ένας ολόκληρος λαός που δεν λέει να γλιτώσει από τη δυστυχία. Οι Ρώσοι το 1979, μετά οι Ταλιμπάν, μετά την 11η Σεπτεμβρίου οι Αμερικανοί.
Εκείνο που σε εντυπωσιάζει στο βιβλίο του Ασλάμ δεν είναι τόσο ο θάνατος, όσο τα βασανιστήρια που οδηγούν στο θάνατο. Άνθρωποι γδέρνονται ζωντανοί, θάβονται ζωντανοί, ακρωτηριάζονται, τυφλώνονται, στα μαγαζιά του Αφγανιστάν "πουλούν μονά παπούτσια"! Κι όμως, το Αφγανιστάν είναι μια όμορφη χώρα, ανάμεσα στη φρίκη ξεπροβάλλουν εικόνες γεμάτες ευαισθησία, κι όμως εδώ διατηρείται ακόμη η ανάμνηση του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ώστε κάποτε το κεφάλι του Βούδα να έχει τα χαρακτηριστικά ελληνικού αγάλματος. "Ακόμα κι ο αέρας τούτης της χώρας έχει να πει μια ιστορία για τον πόλεμο", θα πει κάπου ο συγγραφέας. Θα τελειώσουν άραγε ποτέ τα δεινά του Αφγανιστάν, τα δεινά των όπου γης Αφγανιστάν;

Τρίτη, Οκτωβρίου 13, 2009

Η κλέφτρα των βιβλίων

Μόλις έκλεισα την 612η σελίδα του μυθιστορήματος του Μάρκους Ζούσακ "Η κλέφτρα των βιβλίων" (Ψυχογιός, 2008, μετ. Κώστια Κοντολέων), αισθάνθηκα την ανάγκη να γυρίσω και να ξαναδιαβάσω τις πρώτες σελίδες. Ένιωθα ότι στην αρχή υπήρχε μια αοριστία, μια ασάφεια, που μόνο όταν τελειώσεις το μυθιστόρημα γίνεται πλήρως κατανοητή. Ένα μυθιστόρημα με ιδιαίτερη πρωτοτυπία τόσο στην τεχνική όσο και στο περιεχόμενο, αν και το χρονικό περιβάλλον (Γερμανία Β΄ Παγκόσμιος) το έχουμε βιώσει σε πλήθος άλλων βιβλίων.
Αφηγητής της ιστορίας είναι ο θάνατος, πράγμα που ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται από τις πρώτες κιόλας σελίδες. Μια ιδέα πρωτότυπη αλλά και συμβολική. Ποιος θα μπορούσε να είναι καταλληλότερος αφηγητής από τον παντεπόπτη θάνατο που εκείνη ειδικά την περίοδο ήταν πανταχού παρών, έβλεπε επομένως τα πάντα; Ως πρωτοπρόσωπος αφηγητής ο θάνατος παρακολουθεί τις τύχες των χαρακτήρων του βιβλίου, μας τις αφηγείται, συχνά παρεμβαίνει με σχόλια. Δεν είναι όμως ο φοβερός και τρομερός με το δρεπάνι στο χέρι, όπως συνήθως τον φαντάζονται οι άνθρωποι. Ο θάνατος του Ζούσακ είναι ευαίσθητος, λυπάται γι' αυτούς που αναγκάζεται να μεταφέρει, συχνά τους παίρνει με θλίψη στοργικά στην αγκαλιά του. Λέει μετά το βομβαρδισμό της Κολονίας: "Πεντακόσιες ψυχές. Άλλες τις κουβάλησα με τα χέρια μου, σαν να κουβαλούσα βαλίτσες. Άλλες τις κουβάλησα στον ώμο μου. Μόνο τα παιδιά κουβαλούσα στην αγκαλιά μου". Κι έρχεται μια στγμή, όταν πρόκειται να κουβαλήσει τον Ρούντι Στάινερ, το πιο προσφιλές του από τα πρόσωπα του έργου, που κι αυτός ακόμα ο θάνατος κλαίει. "Κάτι παθαίνω μ' αυτό το αγόρι. Κάθε φορά που το βλέπω. Είναι η μοναδική αρνητική επίδρασή του πάνω μου. Με κάνει και κλαίω".
Ο παντογνώστης θάνατος γνωρίζει και τα μέλλοντα (που κατά τον Καβάφη "γνωρίζουν οι θεοί"). Αυτή του η ιδιότητα συμβάλλει σε μια άλλη πρωτοτυπία του Ζούσακ. Συχνά η πρόβλεψη προτρέχει των γεγονότων, με άλλα λόγια προλέγει αυτά που πρόκειται να συμβούν, αόριστα και υπαινικτικά, όμως αυτό καθόλου δεν μειώνει το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Ίσα-ίσα το εντείνει, θέλεις να διαβάσεις παρακάτω, να δεις πώς θα οδηγηθούν τα πράγματα ως εκεί που με υπαινιγμούς ο συγγραφέας-θάνατος άφησε να διαφανούν.
Κεντρική ηρωίδα του βιβλίου είναι η Λίζελ Μέμινγκερ, ένα δεκάχρονο κορίτσι το 1939, όταν αρχίζει το έργο. Στο ταξίδι για το Μόλχινγκ, μια μικρή πόλη στα περίχωρα του Μονάχου, όπου πάει για να συναντήσει τους θετούς γονείς της, ο μικρός εξάχρονος αδελφός της πεθαίνει. Στο νεκροταφείο κλέβει το πρώτο της βιβλίο, "Το εγχειρίδιο του νεκροθάφτη", χωρίς να ξέρει ακόμη ανάγνωση. Είναι μια έμφυτη αγάπη για το βιβλίο, όχι μόνο ως περιεχόμενο, αλλά και για το βιβλίο ως αντικείμενο, μια αγάπη που θα τη συνοδεύει σ' ολόκληρη τη ζωή της, όταν η ίδια θα γράψει ένα βιβλίο.
Η μικρή Λίζελ, μόνη πια, καταλήγει στην φτωχική οικογένεια των Χούμπερμαν. Σύντομα ένας δυνατός συναισθηματικός δεσμός δημιουργείται με τους θετούς γονείς. Η μητέρα, η Ρόζα, είναι μια δυναμική, φαινομενικά σκληρή γυναίκα, που κρύβει την αγάπη και την ευαισθησία της κάτω από τις υβριστικές προσφωνήσεις. Ο πατέρας, ο Χανς, συνδέεται ιδιαίτερα με το κοριτσάκι και τα βράδια, όταν εκείνη ξυπνάει από εφιάλτες, κατεβαίνουν στο υπόγειο και της μαθαίνει ανάγνωση από το πρώτο της κλεμμένο βιβλίο.
Ακολουθούν σκηνές από την ήσυχη ακόμα ζωή στη μικρή πόλη, γνωριμία με άλλα παιδιά, στενή φιλία της Λίζελ με τον Ρούντι, αυτόν που θα γίνει αχώριστος σύντροφός της στις περιπέτειές της, ενώ η οργάνωση της Χιτλερικής Νεολαίας, ο φανατισμός και η σκληρότητα των μελών της μας εισάγει σταδιακά στο κλίμα της εποχής. Μιας εποχής που, μεταξύ άλλων, διακρίνεται και για τις πυρκαγιές της, όπου καίνε ό,τι θεωρείται εβραϊκό ή ανατρεπτικό στο ναζιστικό καθεστώς. Από μια τέτοια πυρκαγιά η μικρή Λίζελ σώζει και κλέβει, με κίνδυνο της ζωής της, ένα δεύτερο βιβλίο.
Η κλοπή των βιβλίων θα γίνει σχεδόν εθισμός, όταν, βοηθώντας τη μητέρα της που ξενοπλένει, η Λίζελ μεταφέρει τα πλυμένα και σιδερωμένα ρούχα στο σπίτι του δημάρχου κι εκεί βλέπει τη βιβλιοθήκη. Η έκπληξη και η χαρά της δεν περιγράφονται "Υπήρχαν βιβλία παντού! Ράφια φίσκα στα βιβλία στόλιζαν τους τοίχους από πάνω ως κάτω. Ήταν σχεδόν αδύνατο να ξεχωρίσεις το χρώμα των τοίχων. Υπήρχαν βιβλία όλων των ειδών και των μεγεθών, μαύρα, κόκκινα, γκρίζα, βιβλία σε όλες τις αποχρώσεις, με περίτεχνα γράμματα στις ράχες τους. Δεν είχε δει πιο όμορφο πράγμα στη ζωή της η Λίζελ Μέμινγκερ. (...) Διέτρεξε με την ανάστροφη του χεριού της το πρώτο ράφι σε όλο του το μήκος, ακούγοντας το σούρσιμο των χεριών της να γλιστράει στη ράχη κάθε βιβλίου σαν μουσικό όργανο. Χρησιμοποίησε και τα δυο της χέρια. Αγγίζοντας το ένα ράφι μετά το άλλο. Και ύστερα γέλασε. Η φωνή της ανέβηκε τσιριχτή στο λαιμό της, και όταν σταδιακά σταμάτησε να γελάει και στάθηκε στη μέση του δωματίου, πέρασε πολλά λεπτά κοιτάζοντας πότε τα ράφια και πότε τα δάχτυλά της".
Η κυρία δημάρχου, μια θλιμμένη γυναίκα που είχε χάσει το γιο της στον πόλεμο, αφήνει τη μικρή να κάθεται στη βιβλιοθήκη και να διαβάζει. Όμως ο πειρασμός είναι μεγάλος. Με τη βοήθεια του Ρούντι η Λίζελ αρχίζει να μπαίνει κρυφά από το ανοιχτό παράθυρο της βιβλιοθήκης και να κλέβει βιβλία (παράθυρο που θα αποδειχτεί πως ξεπίτηδες αφηνόταν ανοιχτό!).
Μια μέρα στο σπίτι των Χούμπερμαν φτάνει ο Μαξ Φάντεμπουργκ, κρατώντας για καμουφλάζ το Mein Kampf. Είναι Εβραίος, γιος ενός παλιού συμπολεμιστή του Χανς στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, που είχε σώσει τότε τη ζωή του Χανς. Έτσι τώρα αυτός το ανταποδίδει κρύβοντας τον Μαξ. Τα βιβλία θα ενώσουν τη Λίζελ και με τον Μαξ, που θα μείνει για δυο χρόνια κρυμμένος στο υπόγειο.
Η αγάπη για τα βιβλία μπλέκεται μέσα στο μυθιστόρημα με την όλη ατμόσφαιρα της εποχής. Είναι ο πόλεμος, οι βομβαρδισμοί, είναι οι νέοι που χάνονται, είναι οι πατέρες που επιστρατεύονται, είναι η πείνα και οι διωγμοί των Εβραίων. Καθίσταται επομένως αφάνταστα δύσκολη η παρουσίαση ενός τέτοιου βιβλίου. Πώς να μιλήσεις για ένα βιβλίο, χωρίς να το προδώσεις, που πλάι στη φρίκη του πολέμου τοποθετεί την ευαισθησία του θανάτου; Που πλάι στην πείνα και τους βομβαρδισμούς βάζει την αγάπη για τα βιβλία; Που πλάι στη φιλοσοφική σκέψη ρίχνει όμορφες ποιητικές εικόνες;
Είναι ένα εξαιρετικό βιβλίο που χωρίς μεγαλόφωνα κηρύγματα υποβάλλει την αγάπη για τα βιβλία, την ειρήνη, τον άνθρωπο.

Τετάρτη, Οκτωβρίου 07, 2009

Ο μοναχός που πούλησε τη Ferrari του

Εδώ και πολλά χρόνια έχω πάψει να διαβάζω βιβλία του τύπου "Πώς να κατακτήσεις την ευτυχία", ή " Πώς να επιτύχεις στο επάγγελμά σου" κ.λπ., τα λεγόμενα δηλαδή βιβλία αυτοβελτίωσης ή αυτοβοήθειας. Αν έκανα τώρα (με δυσκολία, ομολογώ) μια εξαίρεση για το βιβλίο του Robin Sharma "Ο μοναχός που πούλησε τη ferrari του" (Ισόρροπον, 2006, γ΄ έκδοση), το έκανα για δυο κυρίως λόγους: Πρώτο, γιατί το βιβλίο αυτό μου το έκανε δώρο πρόσωπο αγαπητό και δεν ήθελα να το απογοητεύσω που με αγάπη και ενδιαφέρον διάλεξε αυτό το βιβλίο για μένα και δεύτερο, γιατί διαφημίζεται ως βιβλίο-φαινόμενο, που πούλησε περισσότερα από ένα εκατομμύριο αντίτυπα, αν και κατά κανόνα δεν παρασύρομαι από τη διαφήμιση.
Στο βιβλίο ένας επιτυχημένος και πάμπλουτος δικηγόρος, ο Τζούλιαν, που έχει αποκτήσει τα πάντα στη ζωή του, καταρρέει μια μέρα στο δικαστήριο λόγω καρδιακής προσβολής που του προκάλεσε το άγχος και οι έντονοι ρυθμοί της ζωής του. Όταν συνέρχεται, εγκαταλείπει τα πάντα, ταξιδεύει στην Ινδία και επιστρέφει αγνώριστος. Όλο το βιβλίο είναι η αφήγηση σ' ένα φίλο του για το πώς άλλαξε η ζωή του, τι έμαθε από τους σοφούς της Σαβίνα (που σημαίνει ΄Οαση διαφωτισμού), ποιους κανόνες πρέπει να εφαρμόσει κανείς για να αποκτήσει "τέλεια υγεία, απεριόριστη ενέργεια, διαρκή ευτυχία και πνευματική γαλήνη" (αν είναι ποτέ δυνατό).
Συμβουλές που μας δίνουν καθημερινά γιατροί και ψυχολόγοι επαναδιατυπώνονται από τους σοφούς των Ιμαλαΐων. Όπως, να κοιμόμστε νωρίς και να ξυπνάμε πρωί, να τρεφόμαστε υγιεινά αποφεύγοντας το κρέας και ειδικά το κόκκινο, να ασκούμαστε, να έχουμε στόχους στη ζωή και να τους επιδιώκουμε σταθερά, να έχουμε αυτοπειθαρχία, να επιζητούμε καθημερινά λίγη ώρα με τον εαυτό μας, να διαλογιζόμαστε, να ζούμε το παρόν, να κάνουμε αυτό που θέλουμε και όχι αυτό που πρέπει (πράγμα με το οποίο προσωπικά διαφωνώ) κ.λπ.
Τελικά, θα συμφωνήσω με μια σκέψη που διατυπώνεται σχετικά με το διάβασμα βιβλίων, στο οποίο επίσης τον είχαν παρακινήσει οι σοφοί, σκέψη που, πιστεύω, ισχύει και γι΄αυτό το βιβλίο: "Δεν θα σε εμπλουτίσει αυτό που θα εκμαιεύσεις από τα βιβλία-είναι αυτό που τα βιβλία θα εκμαιεύσουν από σένα που θα αλλάξει, τελικά, τη ζωή σου. Τα βιβλία απλά σε βοηθούν να δεις αυτό που ήδη βρίσκεται μέσα σου". (Αθάνατε Σωκράτη!)