Παρασκευή, Δεκεμβρίου 23, 2011

Οι καιροί της μνήμης

Το τέταρτο και τελευταίο μέρος της τετραλογίας του Θοδωρή Παπαθεοδώρου με κούρασε για να το τελειώσω. Είχα διαβάσει με ενθουσιασμό το πρώτο μέρος, "Οι κόρες της λησμονιάς", με ενδιαφέρον το δεύτερο, "Οι μάνες της άδειας αγκαλιάς", με περιέργεια για την κατάληξη της ιστορίας το τρίτο μέρος, "Τα δάκρυα των αγγέλων", αλλά με αρκετή προσπάθεια το τέταρτο και τελευταίο μέρος, "Οι καιροί της μνήμης" (όλα στις εκδόσεις Ψυχογιός).
Ο Εμφύλιος τέλειωσε επισήμως το 1949. Όμως οι συνέπειές του δεν σταμάτησαν εκεί, τα μίση και τα πάθη δεν έσβησαν μεμιάς. Ο συγγραφέας στο μέρος αυτό διερευνά τις ζωές και τις τύχες κυρίως των ηττημένων κομμουνιστών που άλλοι κατέφυγαν στις ανατολικές χώρες, πρώτα στην Αλβανία και από εκεί διασκορπισμένοι στην Ουγγαρία, Ρουμανία, Πολωνία, Τασκένδη, άλλοι καταδικάστηκαν και εκτελέστηκαν κι άλλοι εξορίστηκαν σε ελληνικά ξερονήσια.
Ιδιαίτερα αναφέρεται στις χιλιάδες των φυγαδευμένων παιδιών, που οι μεν το ονόμαζαν παιδομάζωμα και οι δε παιδοσώσιμο. Όλα βέβαια τα γεγονότα αυτά στηρίζονται σε πληθώρα ιστορικών πηγών που παρατίθενται στο τέλος. Ακόμα περισσότερο φωτίζουν τα γεγονότα οι επεξηγηματικές σημειώσεις του συγγραφέα, όπως συνέβαινε και με τους υπόλοιπους τόμους.
Οι τρεις μάνες, η Αγγέλα, η Αριάδνη, η Μέλπω, καθεμιά από τις οποίες είχε το δικό της μερτικό στο πένθος και στον πόνο, εξακολουθούν να αναζητούν και να περιμένουν τα χαμένα τους παιδιά που κάποια ακούσια και άλλα με τη θέλησή τους βρέθηκαν στα βουνά και από εκεί στις ανατολικές χώρες. Μέσα από τις τύχες των ηρώων και των ηρωίδων του έργου ο συγγραφέας εκθέτει τη σκληρότητα της δεξιάς που επεκράτησε, τις διώξεις, τις εκτελέσεις, τις εξορίες τις φυλακίσεις, τον εξαναγκασμό σε δηλώσεις μετανοίας αλλά και τον αυταρχισμό των κομμουνιστικών καθεστώτων, τον καταπιεστικό και ανελεύθερο τρόπο λειτουργίας του κόμματος, τις διενέξεις και την αλληλοεξόντωση μεταξύ των ηττημένων και αργότερα την αρχή μιας διαφαινόμενης αλλαγής με το θάνατο του Στάλιν, φτάνοντας χρονικά περίπου ως το 1958.
Πολύ ενδιαφέρον ιστορικά το βιβλίο και γενικά όλη η τετραλογία, θα μπορούσε, πιστεύω, να είναι συντομότερη.. Κουράζουν οι επαναλήψεις και μεγάλο μέρος, όπως για παράδειγμα στις επιστολές, που η εξέλιξη είναι στάσιμη. Έχω επίσης την άποψη πως σ' ένα βιβλίο στηριγμένο σε ιστορικά γεγονότα δεν αρμόζει το ύφος που θα μπορούσε να ονομάσει κάποιος "γλυκερό", με συσσώρευση συνωνύμων ή με τη χρήση υποκοριστικών όπως μανούλα, καρδούλα, ψυχούλα, κ.ο.κ.
Δεν θέλω με τις παρατηρήσεις αυτές να μειώσω την αξία του βιβλίου, πιστεύω από τα πιο αντικειμενικά που γράφτηκαν για τον Εμφύλιο. Κι αν μπορούσε κανείς να συμπυκνώσει σε μια φράση τον άξονα στον οποίο κινείται το βιβλίο, θα ήταν το εξής απόσπασμα: "Τι Αγγέλα και τι Αριάδνη, τι αντάρτης και τι στρατιώτης, ίδιος ο πόνος της μάνας, ίδιος, ολόιδιος, ασήκωτος..."

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 16, 2011

Νόστου πάθη

Φαίνεται ότι όπως συμβαίνει με τα sequel των ταινιών, όπου κατά κανόνα η πρώτη της σειράς είναι και η καλύτερη, κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με τα βιβλία. Ο Μιλτιάδης Χατζόπουλος μας έδωσε με το πρώτο βιβλίο της τριλογίας του, το "Εν μέρει ελληνίζων", ένα αρκετά ενδιαφέρον βιβλίο, με πειστική απόδοση της κοινωνίας της Κύπρου του 1955-59, αν και είχα τις επιφυλάξεις μου ως προς τον χαρακτήρα του κεντρικού προσώπου, του νεαρού Δημήτρη Δωρίδη, ως προς το πώς απεικονιζόταν ο απλευθερωτικός μας αγώνας αλλά και ως προς την αμφισημία του τίτλου.
Το δεύτερο βιβλίο με τίτλο "Ο περατικός", παρακολουθούσε τη ζωή του Δημήτρη στη Γαλλία τη δεκαετία του '60, όπου σπουδάζει, ωριμάζει, ερωτεύεται μια Γαλλίδα, ενώ δεν ξεχνά την Άννα, το νεανικό του έρωτα στην Κύπρο.
Η τριλογία ολοκληρώνεται τώρα με τον τρίτο τόμο που έχει τίτλο "Νόστου πάθη" (Εστία, 2011). Η ιστορία συνεχίζεται. Ο Δημήτρης αναζητά την παλιά του αγαπημένη, την Άννα, στην Οξφόρδη, την παίρνει μαζί του στην Κύπρο και παντρεύονται. Εγκαθίστανται, συναντούν παλιούς φίλους, ο Δημήτρης εργοδοτείται στο Κέντρο Ιστορικών Μελετών. Είναι το 1969, η αρχή της πιο ταραγμένης περιόδου στην πρόσφατη ιστορία της Κύπρου, της περιόδου που σήμανε την έναρξη του εμφύλιου διχασμού και σταδιακά οδήγησε στην Τουρκική εισβολή του 1974.
Η οικογενειακή ζωή του Δημήτρη, η απόκτηση σπιτιού, η γέννηση του πρώτου του παιδιού καθώς και η επαγγελματική του αποκατάσταση εξιστορούνται κάτω από τη βαριά σκιά των ιστορικών γεγονότων της εποχής. Στον τρίτο αυτό τόμο ο Χατζόπουλος ρίχνει μεγαλύτερο βάρος στην ιστορία παρά στη μυθιστορία. Όλα τα γεγονότα όπως τα ξέρουμε καλά εμείς που τα βιώσαμε, η ίδρυση παράνομων οργανώσεων, ο βαθύς διχασμός Μακαριακών-Γριβικών, η αμφιταλάντευση ανάμεσα στην Ανεξαρτησία και την Ένωση, η σταδιακή συγκέντρωση των Τουρκοκυπρίων στο βόρειο μέρος του νησιού, οι απόπειρες κατά της ζωής του Μακαρίου, η ΕΟΚΑ Β', το πραξικόπημα, η εισβολή, όλα καταγράφονται λεπτομερώς.
Ο Δημήτρης Δωρίδης είναι ίσως η πρώτη φορά που δεν μένει απόμακρος παρατηρητής των γεγονότων, όπως συνέβαινε στα δυο προηγούμενα βιβλία κι ως ένα βαθμό και σ' αυτό το τρίτο, αλλά παίρνει μέρος στα διαδραματιζόμενα. Το σπίτι του συνορεύει με την τουρκοκυπριακή περιοχή και, έχοντας φυγαδεύσει τη γυναίκα του και τον μικρό του γιο στην Αγγλία, ο ίδιος συντάσσεται με τους υπερασπιστές ενός φυλακίου που βρίσκεται κοντά στο σπίτι του. Όταν και η δεύτερη φάση της τουρκικής εισβολής ολοκληρώνεται, όταν ο Δημήτρης παρακολουθεί τις διαδηλώσεις εναντίον των Αμερικανών και τη δολοφονία του Αμερικανού πρέσβη, τότε "Μια μόνη σκέψη είχε στον νου του ο Δημήτρης: να φύγει απ' αυτή την καταραμένη πόλη, από αυτό το καταδικασμένο από τους θεούς νησί". 
Ο επίλογος διαδραματίζεται 28 χρόνια αργότερα, όταν ο Δημήτης και η Άννα, με παιδιά μεγάλα πια και εγγόνια αποφασίζουν να γυρίσουν ξανά στην Κύπρο. Το "καταραμένο νησί" νιώθουν και πάλι να τους καλεί.
Για μας του Κυπρίους πιστεύω ότι το "Νόστου πάθη" έχει ιδαίτερο ενδιαφέρον, αν και πιο πολύ ιστορικό παρά λογοτεχνικό. Διερωτώμαι όμως αν μπορεί να ενδιαφέρει εξίσου και τους μη Κύπριους αναγνώστες.
Όσον αφορά το εντελώς προσωπικό ύφος και γλώσσα του συγγραφέα έχω αναφερθεί στην ανάρτησή μου για το προηγούμενο βιβλίο του.

Σημ. Μια ασήμαντη λεπτομέρεια. Διερωτώμαι γιατί ο συγγραφέας δεν κάνει καμιά αναφορά στην τηλεόραση. Οι ήρωές του παρακολοθούν παντού ραδιόφωνο, καμιά όμως αναφορά στην τηλεόραση που υπήρχε από πολλά χρόνια στην Κύπρο. Ασήμαντο βέβαια, αλλά σε ένα τόσο ρεαλιστικό μυθιστόρημα νομίζω είναι παράλειψη.

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 15, 2011

Προβλήματα

Αντιμετωπίζω κάποια προβλήματα με τις αναρτήσεις μου, έχουν αλλάξει ταπάντα. Δεν ξέρω αν πρόκειται για γενική αλλαγή του google ή αν φταίω εγώ. Ελπίζω να διορθωθούν σύντομα. To  εθισμό με το blog μόνο ομοιοπαθείς μπορούν να τον καταλάβουν και επομένως και την απελπισία μου. Όμως, παρ' όλα αυτά δεν παύω να ελπίζω.

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 09, 2011

Ο θείος Πέτρος και η εικασία του Γκόλντμπαχ

Στο βιβλίο αυτό σκόνταφτα εδώ και χρόνια, αλλά για κάποιο ανεξήγητο λόγο, παρ' όλο ότι μου αρέσει η μαθηματική λογοτεχνία, δεν μου γεννούσε την επιθυμία να το διαβάσω.
Πριν από λίγο καιρό, σε μια κοινωνική σύναξη, απ' αυτές που προσπαθείς να ισορροπήσεις στο ένα χέρι τσάντα και ποτήρι για να πεις με το άλλο "χαίρω πολύ", μου σύστησαν ένα νέο μαθηματικό. Βρεθήκαμε να μιλάμε για βιβλία, για λογοτεχνία και φυσικά για τα μαθηματικά στη λογοτεχνία. Απόρησε όταν του είπα ότι δεν είχα διαβάσει τον "Θείο Πέτρο και την εικασία του Γκόλντμπαχ" του Απόστολου Δοξιάδη. Η γυναίκα του, μου είπε, αν και δεν είχε σχέσεις με τα μαθηματικά, όταν το άρχισε, έμεινε ξάγρυπνη ως τις τρεις το πρωί για να το τελειώσει.
Βεβαίως, μετά από αυτό, την άλλη μέρα το πήρα (Καστανιώτης, 37η έκδοση). Δεν ξενύχτησα, γιατί το τέλειωσα σε μια μέρα! Πραγματικά εξαιρετικό, δικαιώνει τη φήμη του ως διεθνές μπεστ σέλερ, μεταφρασμένο σε πάνω από είκοσι γλώσσες.
Πολλά μαθηματικά δεν έχει το βιβλίο. Είναι περισσότερο ένας ύμνος στα μαθηματικά, είναι η αναφορά σε διάσημους μαθηματικούς, είναι η αφοσίωση στη μαθηματική επιστήμη, αλλά και γενικότερα, νομίζω, η αφοσίωση σ' ένα σκοπό, σ' ένα ιδανικό.
Ο μύθος έχει ως εξής: Ο νεαρός πρωτοπρόσωπος αφηγητής κατατρύχεται από την περιέργεια για τη ζωή του θείου του, του θείου Πέτρου, ο οποίος υπήρξε μια μαθηματική διάνοια, διέπρεψε στα νιάτα του σε πανεπιστημιακή έδρα του εξωτερικού, αλλά ξαφνικά τα παράτησε όλα, γύρισε στην Αθήνα και εδώ και χρόνια ζει απομονωμένος σ' ένα σπιτάκι στην Εκάλη, καλλιεργεί τον κήπο του, δεν έχει ίχνος κοινωνικής ζωής, εκτός από τις σπάνιες φορές που πηγαίνει στη σκακιστική λέσχη. Είναι το "μαύρο πρόβατο" της οικογένειας, ο αποτυχημένος της ζωής, όπως τον θεωρούν οι δικοί του. Όλα αυτά εντείνουν την περιέργεια του νεαρού ανιψιού του.
Το "προσφιλές ανιψούδι", όπως τον αποκαλέι ο θείος του, έχοντας και αυτός κλίση στα μαθηματικά, ζητά τη γνώμη του θείου του κατά πόσο νομίζει ότι είναι αρκετά προικισμένος γι' αυτή την επιστήμη, την οποία και θέλει να σπουδάσει. Εκείνος κάνει μια συμφωνία μαζί του. Θα του θέσει ένα πρόβλημα. Αν το λύσει (θα έχει όλο το καλοκαίρι στη διάθεσή του), θα σημαίνει ότι πράγματι είναι προικισμένος για μαθηματικός, γιατί πιστεύει ότι ο μαθηματικός "γεννιέται, δεν γίνεται", ή όπως το διατυπώνει στα Λατινικά "mathematicus nascitur, non fit".  Αν δεν το αποδείξει, τον βάζει να ορκιστεί ότι δεν θα ακολουθήσει ποτέ τον κλάδο των μαθηματικών.
Το πρόβλημα έχει ως εξής: "Θέλω να μου αποδείξεις", είπε, "ότι κάθε ζυγός αριθμός μεγαλύτερος του 2 μπορεί να εκφραστεί ως άθροισμα δύο πρώτων". Ο νεαρός ξέρει βεβαίως ότι πρώτοι λέγονται οι αριθμοί που δεν διαιρούνται παρά μόνο με τη μονάδα και τον εαυτό τους, όπως το 2, 5, 7, 11 κ.λπ. Αφού λοιπόν βασανίστηκε ένα καλοκαίρι, χωρίς βεβαίως να λύσει το πρόβλημα, φεύγει στην Αμερική για σπουδές. Όμως εκεί, τυχαία θα ανακαλύψει το μαρτύριο στο οποίο τον είχε υποβάλει ο θείος του και θα τον πλημμυρίσει η οργή.
Γυρίζοντας για τις καλοκαιρινές διακοπές θα επισκεφθεί τον θείο του και με έντονο ενδιαφέρον θα ακούσει από τον ίδιο την ιστορία του, την εξιστόρηση της θεωρούμενης ως σπαταλημένης ζωής και τα συναισθήματά του θα μεταστραφούν για άλλη μια φορά.
Υπαρκτά πρόσωπα, διάσημοι μαθηματικοί όπως ο Κωνσταντίνος Καραθεοδωρής, ο Χάρντυ, ο Λίτλγουντ, ο Τιούρινγκ κ. ά. εμπλέκονται στην αφήγηση του θείου Πέτρου. Οι ανατροπές τόσο στη ζωή του ανιψιού όσο και στην αφηγημένη ζωή του θείου διαδέχονται η μια την άλλη, κρατώντας μας αμείωτο το ενδιαφέρον.
Η εικασία του Γκόλντμπαχ διαδραματίζει, βεβαίως κυριαρχικό ρόλο στο βιβλίο. μα πάνω απ' όλα στο μυθιστόρημα υμνείται η γοητεία των αριθμών, η έρευνα των σχέσεων μεταξύ τους, που δεν έχουν απαραίτητα σχέση με πρακτικές εφαρμογές. "Οι μαθηματικοί τέρπονται από τις μελέτες τους όπως οι σκακιστές από το παιχνίδι τους. Για την ακρίβεια, η ψυχολογία του μαθηματικού ερευνητή είναι πολύ κοντύτερα σε αυτήν του ποιητή ή του μουσικοσυνθέτη, του ανθρώπου που τον απασχολεί η δημιουργία του Ωραίου και η αναζήτηση της Αρμονίας και της Τελειότητας". 
Εξού και η ζωή του μαθηματικού ερευνητή είναι μια ζωή μοναξιάς. "Με την πιο πραγματική έννοια της λέξης, ζει σ' ένα κόσμο εντελώς απρόσιτο, όχι μόνο στους πολλούς, αλλά και στο άμεσο περιβάλλον του. Ακόμα και οι οικείοι του δεν μπορούν να μετάσχουν ουσιαστικά στις χαρές και τις λύπες του, αφού τους είναι αδύνατο να καταλάβουν το περιεχόμενό τους".
"Ο μη μαθηματικός", μας λέει ο Δοξιάδης, "δεν μπορεί να αντιληφθεί τις απολαύσεις που στερείται. Το αμάλγαμα Αλήθειας και Ομορφιάς που αποκαλύπτεται μέσα από την κατανόηση ενός σημαντικού θεωρήματος δεν απαντιέται σε καμία άλλη ανθρώπινη δραστηριότητα, εκτός από-φαντάζομαι, δεν ξέρω-τη μυστική θρησκευτική εμπειρία".
Μια αμυδρή ιδέα αυτών των απολαύσεων μας δίνει αυτό το υπέροχο μυθιστόρημα.

Σάββατο, Δεκεμβρίου 03, 2011

Περαίωση

Ο συμπαθέστατος Κώστας Χαρίτος, ο μόνιμος πρωταγωνιστής των αστυνομικών ιστοριών του Πέτρου Μάρκαρη, ο αστυνόμος που ξεδιαλύνει τα εγκλήματα και ανακαλύπτει τους ενόχους, ξανάρχεται στο καινούριο μυθιστόρημα του Μάρκαρη, που έχει τίτλο "Περαίωση".
Τι σημαίνει "περαίωση"; Για τους σύγχρονους Έλληνες ο όρος είναι άμεσα κατανοητός. Για τους μεταγενέστερους ή τους ξένους ίσως χρειάζεται ερμηνεία. Περαίωση λοιπόν είναι μια διαδικασία στην οποία ο επιχειρηματίας καταβάλλει ένα ποσό στην εφορία (που θα συμφωνηθεί) και μετά από αυτό η εφορία κλείνει τους λογαριασμούς με τον επιχειρηματία, με άλλα λόγια δεν ελέγχει τα βιβλία του για την περίοδο που έγινε η περαίωση.
Γύρω λοιπόν από αυτό τον επίκαιρο όρο ο συγγραφέας πλέκει τον ιστό του έβδομου αστυνομικού του μυθιστορήματος. Και εδώ πάλι η σύγχρονη Αθήνα διαδραματίζει κυριαρχικό ρόλο. Η οικονομική κρίση με τις συνέπειές της, η αποκοπή μισθών, η ανεργία, οι αυτοκτονίες, τα συλλαλητήρια, οι πορείες, οι αγανακτισμένοι, το κυκλοφοριακό χάος, οι δρόμοι και οι γειτονιές της Αθήνας, αποτελούν το κοινωνικό και τοπικό περιβάλλον της δράσης.
Μεταφρασμένα στα Γερμανικά βιβλία του Μάρκαρη,  στο Βερολίνο
Δυο άνθρωποι, εξέχοντες πολίτες, ο ένας μεγαλογιατρός, ο άλλος πάμπλουτος επιχειρηματίας, βρίσκονται νεκροί. Ο ένας τοποθετημένος στο αρχαίο νεκροταφείο του Κεραμεικού, ο άλλος στον αρχαιολογικό χώρο της Ελευσίνας. Και οι δυο έχουν εκτελεστεί με ένεση...κώνειου. Σύντομα μια επιστολή στα μέσα ενημέρωσης αναφέρει ότι αυτοί οι δυο είχαν προειδοποιηθεί από κάποιον που υπογράφει ως "εθνικός φοροεισπράκτορας" ότι, αν δεν πλήρωναν τους οφειλόμενους φόρους που ανέρχονταν σε εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ, θα εκτελούνταν, πράγμα που έγινε.  Μετά από αυτό εκατομμύρια οφειλόμενων φόρων αρχίζουν να εισρέουν στα ταμεία του κράτους. Το έγκλημα όμως είναι έγκλημα.
Ο αστυνόμος Χαρίτος αναλαμβάνει την εξιχνίασή του, προπάντων όταν ο άγνωστος "εθνικός φοροεισπράκτορας", ο οποίος στο μεταξύ έχει αναδειχτεί σε λαϊκό ήρωα, ζητά ποσοστά από το ποσό που εισέπραξε το κράτος! Θα ακολουθήσουν και άλλοι φόνοι, αυτή τη φορά με βέλος εμποτισμένο σε κώνειο. Όλα τα στοιχεία παραπέμπουν στην αρχαιότητα. Δύσκολο το πρόβλημα για τον Χαρίτο, που στο μεταξύ αντιμετωπίζει και τα οικογενειακά του προβλήματα, με κυριότερο την απόφαση της κόρης του να μεταναστεύσει, μαζί με το σύζυγό της, μια και στην Ελλάδα δεν βρίσκει δουλειά.
Η διαπλοκή, η διαφθορά, η φοροδιαφυγή, οι κομματικές παρεμβάσεις, όλα όσα οδήγησαν την Ελλάδα στη σημερινή κατάσταση στηλιτεύονται με έμμεσο, ειρωνικό και συχνά ανάλαφρο τρόπο. Πάντα σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, σε χρόνο ενεστώτα που δίνει αμεσότητα και ζωντάνια στο κείμενο, με άφθονους διαλόγους, με χιούμορ, ο Πέτρος Μάρκαρης θα μας οδηγήσει στη λύση. Ελπίζουμε με το μυθιστόρημά του αυτό να μη βάλει ιδέες σε κάποιους! Άλλωστε αυτό συμβουλεύει το οπισθόφυλλο: "Το μυθιστόρημα δεν συνιστάται για απομιμήσεις".

Σημ. Όπως μας πληροφορεί το οπισθόφυλλο, η "Περαίωση" είναι το δεύτερο μυθιστόρημα της Τριλογίας της Κρίσεως. Πρώτο υπήρξε το "Ληξιπρόθεσμα δάνεια". Όλοι εμείς που γνωρίσαμε και αγαπήσαμε τον Κώστα Χαρίτο, την οικογένεια, τους συναδέλφους του στο γραφείο, με ανυπομονησία θα περιμένουμε το τρίτο μέρος της τριλογίας.

Κυριακή, Νοεμβρίου 27, 2011

Μία ημέρα

"Αχ, που 'σαι νιότη που 'δειχνες πως θα γινόμουν άλλος"
Ο στίχος αυτός του Βάρναλη ερχόταν και ξαναρχόταν στη σκέψη μου, καθώς διάβαζα το πολυσέλιδο μυθιστόρημα του Ντέιβιντ Νίκολς "Μία ημέρα", με υπότιτλο "Είκοσι χρόνια. Δύο άνθρωποι". (Μίνωας, 2011, μετ. Γωγώ Αρβανίτη). Παγκόσμιο best seller, μεταφρασμένο σε 36 γλώσσες, γυρισμένο ήδη σε ταινία, εκθειασμένο από την κριτική, έχει όλα τα χαρακτηριστικά του ευπώλητου. Καθώς όμως το διάβαζα δεν ήξερα να πω αν είναι ένα σοβαρό μυθιστόρημα με ανάλαφρο επικάλυμμα ή αν είναι ένα ακόμα ανάλαφρο είδος τύπου Άρλεκιν με επίχρισμα σοβαρότητας! Σημασία έχει ότι το διάβασα με ενδιαφέρον, κάποιες στιγμές με χαμόγελο, άλλοτε με συγκίνηση, συχνά επιδοκιμάζοντας την αποδομητική στάση του συγγραφέα για πλήθος συνήθειες, νοοτροπίες και καταστάσεις.
Είναι 15 Ιουλίου 1988. Δυο νέοι, η Έμμα και ο Ντέξτερ, γνωρίζονται τη νύχτα της αποφοίτησής τους από το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου. Περνούν τη νύχτα μαζί, κουβεντιάζουν, αναλογίζονται πώς θα είναι στα σαράντα τους που τους φαίνονται απίστευτα μακρινά, κάνουν όνειρα. Εκείνος, μέτριος φοιτητής στο τμήμα μοντέρνων γλωσσών, ωραίος, πλούσιος, θέλει πρώτα να ταξιδέψει, Γαλλία, Κίνα, Ινδία...Εκείνη, έχοντας τελειώσει με άριστα Αγγλική λογοτεχνία και ιστορία, προερχόμενη από μια κατώτερη κοινωνική τάξη, δεν ξέρει τι ακριβώς θα κάνει. Σημασία έχει, λέει, "να θέλεις να κάνεις κάτι διαφορετικό. Όχι να αλλάξεις ολόκληρο τον κόσμο, αλλά έστω αυτό το μικρό κομμάτι που υπάρχει γύρω σου".
Παρ' όλη την έλξη που αισθάνονται ο ένας για τον άλλο, οι δρόμοι τους αναπόφευκτα χωρίζουν. Ο συγγραφέας εξετάζει τις ζωές τους την ίδια ημερομηνία, 15 Ιουλίου, κάθε χρόνο μέχρι το 2007. Κάθε χρονιά τους βρίσκει σε μια διαφορετική κατάσταση. Ο καθένας ακολουθεί τη δική του πορεία. Κάνουν δεσμούς, χωρίζουν, κάποτε συναντιώνται, διατηρώντας μέσα στο χρόνο κάτι που θα μπορούσε να ονομαστεί "ερωτική φιλία". Εκείνος, πραγματοποιώντας το όνειρό του, αφού ταξιδέψει, γίνεται διάδημος παρουσιαστής στην τηλεόραση. Εκείνη εργάζεται πρώτα ως σερβιτόρα κι εξασφαλίζει τα δίδακτρα για να αποκτήσει δίπλωμα δασκάλας, ενώ ταυτόχρονα ονειρεύεται να γίνει συγγραφέας.
Η ζωή όμως δεν εξελίσσεται όπως την ονειρευτήκαμε. Οι ήρωες του Νίκολς "γι' αλλού κινήσανε κι αλλού η ζωή τους πήγε", πράγμα βέβαια που δεν μπορώ να αποκαλύψω.
Παράλληλα με τη ζωή των ηρώων του ο συγγραφέας με αδρές πινελιές ζωγραφίζει και τον μεταβαλλόμενο κόσμο. Πολύ σύντομες, υπαινικτικές σχεδόν αναφορές γίνονται για τον Νέλσον Μαντέλα, την εισβολή στο Αφγανιστάν, τον Σαντάμ Χουσεΐν, τη νέα χιλιετία κ. ά. Έχω την άποψη πως το βιβλίο θα κέρδιζε αν γίνονταν εκτενέστερες αναφορές στα σημαντικά γεγονότα της εικοσαετίας που καλύπτει το βιβλίο.
Με την ίδια συντομία ρίχνονται στο βιβλίο συχνά μονολεκτικές αναφορές σε πλήθος βιβλία που μοιάζει να είναι μια επιδεικτική αναφορά των λογοτεχνικών γνώσεων του συγγραφέα. Από την Άγκαθα Κρίστι στον Κούντερα, από την Τζέιν Όστιν στον Ντίκενς, από τη Βιρτζίνια Γουλφ στην Έμιλι Ντίκινσον, από τον Ντοστογιέφσκι στον Ναμπούκοφ, συγγραφείς και έργα αναφέρονται με δεδομένο ότι είναι γνωστά στον αναγνώστη. Όσο για το "Χάουαρντς εντ" ο ήρωάς του το διαβάζει μια ζωή χωρίς να το τελειώνει. Έμμεσα ο Νίκολς κάνει την κριτική του. Για πλήθος άλλα θέματα η κριτική του είναι πιο άμεση. Ειρωνεύεται τον κόσμο της τηλεόρασης, τα ακριβά εστιατόρια που είναι μόνο "δήθεν", το πρότυπο του θεωρούμενου επιτυχημένου κ.λπ. Λέει για παράδειγμα: "Τον παλιό καιρό, όταν οι άνθρωποι είχαν μόνο το αλκοόλ για βοήθεια, για να μιλήσεις με ένα κορίτσι έπρεπε πρώτα να κάνεις παιχνίδι με τα μάτια, να την κεράσεις ποτό, να φας ώρες ρωτώντας για βιβλία, ταινίες, γονείς, αδέρφια. Τώρα είναι εύκολο να περάσεις σχεδόν κατευθείαν από το "πώς σε λένε;" στο "Δείξε μου το τατουάζ σου" ας πούμε ή στο "Τι χρώμα εσώρουχα φοράς;"
Αλλού γράφει: "Στο θαυμαστό καινούριο κόσμο της TV δεν υπήρχε περίπτωση να μπει σε μια αίθουσα συσκέψεων και να βρει εκεί ένα τσούρμο εξηντάρηδες να κατεβάζουν ιδέες γύρω από ένα τραπέζι. Αλήθεια, τι γίνονταν οι άνθρωποι της TV όταν έφταναν σε μια ορισμένη ηλικία;"
Κι άλλοτε παρατηρεί ειρωνικά για τον ήρωά του: "...τυπικό δείγμα μιας νέας ράτσας Βρετανού: Λονδρέζος, με λεφτά, άνετος με τη σεξουαλικότητά του, με αδυναμία στο σεξ, τα ακριβά αυτοκίνητα, τα ρολόγια από τιτάνιο και τα αντικείμενα από ματ ανοξείδωτο ατσάλι".
Η θητεία του Νίκολς ως σεναριογράφου είναι εμφανής στην πληθώρα των διαλόγων του βιβλίου. Νομίζω πως πρόκειται για έναν έξυπνο, γνώστη της λογοτεχνίας συγγραφέα που κινήθηκε με τους ρυθμούς της αγοράς και πέτυχε. Εν κατακλείδι θα έλεγα πως το "Μία ημέρα" είναι ό,τι πρέπει ως ανάγνωσμα για ένα κρύο, χειμωνιάτικο σαββατοκύριακο, στη θαλπωρή του σπιτιού.

Τρίτη, Νοεμβρίου 22, 2011

Αμνησία

Δεν είναι η πρώτη φορά που διαπιστώνω ότι μια έμπνευση, μια ωραία ιδέα, δεν κατορθώνει να φτάσει στο προσδοκώμενο αποτέλεσμα. Το θέμα "μνήμη" και πώς αυτή λειτουργεί, οι επιπλοκές της, πώς χάνεται και πώς ανακτάται, είναι από μόνο του ένα πολύ ενδιαφέρον θέμα και έχει δώσει ωραία ψυχολογικά θρίλερ τόσο στη λογοτεχνία όσο και στον κινηματογράφο. (Θυμάμαι τώρα το εξαιρετικό, παλιό μυθιστόρημα του James Hilton "Αιχμάλωτοι του παρελθόντος", έκδοση του Ρομάντζου του 1955, που βρίσκεται ακόμη στα παλαιοπωλεία).
Όμως ο Άγγλος Στιβ Γουάτσον με την "Αμνησία" (Ψυχογιός, 2011, μετ. Γιώργος Μπαρουξής), που αποτελεί το πρώτο του μυθιστόρημα, αποτέλεσμα των μαθημάτων δημιουργικής γραφής που παρακολούθησε, δεν κατορθώνει να δημιουργήσει έργο μεγάλης πνοής. Υπάρχουν επαναλήψεις που το καθιστούν φλύαρο, η δράση είναι ελάχιστη και οι αναμενόμενες ανατροπές σχεδόν προβλεπόμενες από τον αναγνώστη.
Η υπόθεση: Μια γυναίκα, η Κριστίν, σαράντα εφτά χρονών, ξυπνάει κάθε πρωί σ' ένα άγνωστο γι' αυτήν δωμάτιο, πλάι σ' έναν άγνωστο άνδρα. Όλη η προηγούμενη ζωή της έχει σβηστεί από τη μνήμη της. Κάθε μέρα ο άντρας της πρέπει να της θυμίζει ποια είναι, να γεμίζει την κουζίνα με σημειώματα, ενώ ένας γιατρός, νευρολόγος, την παρακολουθεί εν αγνοία του συζύγου της, μελετώντας την περίπτωσή της και βοηθώντας την να επανεύρει τη μνήμη της. Ένα από τα μέσα που χρησιμοποιεί είναι να την προτρέψει να καταγράφει σε ημερολόγιο όσα της συμβαίνουν κάθε μέρα. Έτσι, διαβάζοντάς τα η Κριστίν θυμάται και μας αφηγείται τι της συμβαίνει. Οι καταγραφές είναι αφύσικα εκτενείς και λεπτομερείς για μια γυναίκα χωρίς μνήμη.
Με τη μέθοδο αυτή, αλλά και με την επίσκεψη σε μέρη όπου έζησε στο παρελθόν, η μνήμη της αρχίζει σιγά-σιγά να επανέρχεται, οπότε διαπιστώνει, και μαζί της και ο αναγνώστης, ότι τα πράγματα δεν είναι αυτά που φαίνονται.
Θα μπορούσε να είναι ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο. Όμως, κατά τη γνώμη μου, δεν είναι κι ας έχουν αγοραστεί τα συγγραφικά δικαιώματα από πάνω από 30 χώρες, όπως μαθαίνουμε από το πληροφοριακό σημείωμα. Ίσως η ταινία που ετοιμάζεται να γυριστεί με βάση το έργο, με τις απαραίτητες τροποποιήσεις που συνήθως γίνονται κατά τη μεταφορά βιβλίων στον κινηματογράφο, να αποβεί πιο ενδιαφέρουσα.

Δευτέρα, Νοεμβρίου 07, 2011

Ο ιεροκήρυκας

Η Φιελμπάκα είναι ένα ψαροχώρι της Σουηδίας, 140 χμ. περίπου από το Γέτεμποργ. Eκεί γεννήθηκε το 1974 η Camilla Lackberg και εκεί τοποθετεί τις αστυνομικές της ιστορίες. Με σπουδές στα οικονομικά στράφηκε στη συγγραφή αστυνομικών μυθιστορημάτων από αγάπη για τις αστυνομικές ιστορίες, αφού, όπως μας πληροφορεί το βιογραφικό της, από τα έντεκά της χρόνια είχε διαβάσει όλα τα βιβλία της Αγκάθα Κρίστι.
Το πρώτο της βιβλίο, "Η παγωμένη πριγκίπισσα", κυκλοφόρησε το 2003 (στα ελληνικά από το Μεταίχμιο το 2010), έγινε μπεστ σέλερ, γι' αυτό και η εξίσου μεγάλη επιτυχία του δεύτερού της βιβλίου "Ο ιεροκήρυκας" (Μεταίχμιο 2011, μετ. Γρηγόρης Κονδύλης). Στα σουηδικά κυκλοφορεί ήδη το έβδομό της βιβλίο, ενώ στα ελληνικά προαναγγέλλεται για την άνοιξη του  2012 το "Οικογενειακά μυστικά".
Κατά κανόνα στα αστυνομικά μυθιστορήματα υπάρχει ως κεντρικό πρόσωπο ο ίδιος ντετέκτιβ. Για παράδειγμα ο Ηρακλής Πουαρό στην Αγκάθα Κρίστι (κάποτε η Μις Μαρπλ), ο Σέρλοκ Χολμς στον Άρθουρ Κόναν Ντόυλ, ο Κώστας Χαρίτος στον Πέτρο Μάρκαρη κ.ο.κ.
Η Camilla Lackberg δημιούργησε τον Πάτρικ Χένστρεμ. Εργάζεται στο αστυνομικό τμήμα του Τανουμσχέντε, έχει ως προϊστάμενο τον όχι και πολύ ικανό Μέλμπεργ και βοηθούς μια ομάδα άλλων αστυνομικών. Ο Πάτρικ, όπως όλοι οι οι ντετέκτιβ αστυνομικών μυθιστορημάτων, είναι έξυπνος, έντιμος, δραστήριος, προσηλωμένος στο καθήκον και βεβαίως φτάνει πάντα στη λύση και στην αποκάλυψη των ενόχων.
Στο πρώτο βιβλίο της Lackberg τον είδαμε να ερωτεύεται την Ερίκα, μια συγγραφέα, πιθανόν το alter-ego της ίδιας της συγγραφέως, που κληρονομεί το πατρικό της στη Φιελμπάκα και αποφασίζει να μείνει εκεί. Παντρεύονται και τώρα, στο δεύτερο βιβλίο, η Ερίκα είναι έγκυος και περιμένουν το πρώτο τους παιδί. Είναι καλοκαίρι, πολλή ζέστη (λίγο δύσκολο να το φανταστούμε για τη Σουηδία), ο Πάτρικ είναι με άδεια, αλλά ανακαλείται στην υπηρεσία γιατί βρέθηκε ένα γυμνό πτώμα μιας νέας γυναίκας. Το πιο περίεργο είναι ότι κάτω από το πτώμα βρέθηκαν δυο σκελετοί. Η έρευνα έδειξε ότι πρόκειται για σκελετούς νέων γυναικών που είχαν εξαφανιστεί  είκοσι χρόνια πριν. Κατάγματα και τραύματα στο πτώμα έδειχναν ότι το θύμα είχε βασανιστεί πριν δολοφονηθεί, αλλά ευρήματα και στους δύο σκελετούς έδειχναν ένα παρόμοιο τρόπο θανάτου. Πώς συνδέεται το καινούριο έγκλημα με τα παλιά; Ποιος και γιατί δολοφόνησε τις  νέες γυναίκες;
Από την αρχή φαίνεται ότι ο ένοχος πρέπει να αναζητηθεί ανάμεσα στα μέλη δυο συγγενικών οικογενειών που κατάγονται από τον φημισμένο στην εποχή του ιεροκήρυκα Εφραίμ Χούλτ, αλλά με κάκιστες σχέσεις μεταξύ τους. Η έρευνα που διεξάγει ο Πάτρικ διανθίζεται με τις οικογενειακές του στιγμές, την Ερίκα που υποφέρει από τη ζέστη στον ένατο μήνα της εγκυμοσύνης, τους ανεπιθύμητους ξένους που εκμεταλλεύονται τη φιλοξενία της, τα προβλήματα που η μικρότερη αδελφή της αντιμετωπίζει στο γάμο της και ποικίλα άλλα θέματα καθημερινότητας.
Κάποτε η λύση στα αστυνομικά μυθιστορήματα μας φαίνεται παρατραβηγμένη, όχι τόσο πιθανή και ίσως να μη μας ικανοποιεί πάντα. Όμως πιστεύω ότι μεγαλύτερη σημασία για τον αναγνώστη έχει η διαδρομή ως εκεί. Η περιέργεια για το τι μπορεί να συνέβη, η ενεργοποίηση της σκέψης στην αναζήτηση του ενόχου, οι ποικίλες άλλες πληροφορίες σχετικά με τη ζωή στην τοπική και χρονική συγκυρία, οι κοινωνικές, ψυχολογικές και άλλες διαστάσεις που απαιτεί το σύγχρονο αστυνομικό μυθιστόρημα. Γενικά είναι ένα ανάγνωσμα που λειτουργεί με τους δικούς του όρους, από το οποίο δεν έχεις απαιτήσεις υψηλής λογοτεχνίας, αλλά που μπορεί να σου χαρίσει λίγες ώρες αναγνωστικής ψυχαγωγίας.

Δευτέρα, Οκτωβρίου 31, 2011

Για μια μικρή παύλα

Διαβάζοντας (σχεδόν χωρίς διακοπή) τα δεκαέξι διηγήματα της συλλογής του Κώστα Λυμπουρή "Για μια μικρή παύλα" (Κέδρος 2011) διερωτήθηκα γιατί άραγε το λογοτεχνικό αυτό είδος να είναι υποτιμημένο στις αναγνωστικές προτιμήσεις των βιβλιοφίλων, αφού ένα ωραίο διήγημα μπορεί να μας χαρίσει εξίσου με το μυθιστόρημα λογοτεχνική απόλαυση. Είναι κάποια διηγήματα που "σαν πρόκες", όπως θέλει τις λέξεις ο Αναγνωστάκης, καρφώνονται και στοιχειώνουν τη σκέψη μας για καιρό, κάποτε για πάντα.
Τέτοια υπήρξαν τα διηγήματα της πρώτης συλλογής του Λυμπουρή, "Προσωρινά κλειστό" (Πλανόδιο 2006), τέτοια είναι και τα διηγήματα της πιο πρόσφατης δουλειάς του. Δεκαέξι μικρές ιστορίες που μέσα από την καίρια στιγμή που, σαν φωτογράφος ο συγγραφέας αποτυπώνει για πάντα μ' ένα ανοιγοκλείσιμο του φακού, αποκαλύπτουν το δράμα μιας ζωής.
"Κατά μήκος του πεζοδρομίου ήταν παρκαρισμένα πολλά αυτοκίνητα"
Ο ηλικιωμένος Διονύσης Αρβανιτίδης ("Για μια μικρή παύλα") με την επιμονή του να διορθώσει μια πινακίδα της οδού Καραολή Δημητρίου, προσθέτοντας, όπως θα έπρεπε, μια μικρή παύλα ανάμεσα στα δυο ονόματα, αφού δεν πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο, ουσιαστικά αναθεωρεί και διορθώνει μια στάση ζωής.
Μεσήλικας και μονήρης και ο καθηγητής Τεύκρος Δελαπόρτας ("Μόνο με φρούτα"), αναλογιζόμενος την απογοητευτική του διαδρομή, μέσα σε μια στιγμή ξαναβρίσκει το νόημα της ζωής.
"Τον ανάπηρο τον πήγαιναν εκεί κάθε Σάββατο"
Ο καταπιεσμένος από τον αυταρχικό πατέρα του Παντελής ("Τσου Κάι") αποτυπώνεται τη στιγμή που κάνει τη δική του επανάσταση. "Σαν να ήταν η ώρα της", σκέφτηκε, "σαν να διαμορφωνόταν σιγά σιγά, με τον καιρό, για να φτάσει έτσι ολοκληρωμένη, έστω και ακραία, τη στιγμή που έπρεπε".
Μερικά μόνο δείγματα από τον κόσμο των ηρώων του Κώστα Λυμπουρή. Παιδιά, μετανάστες, νέοι και ηλικιωμένοι, πληγωμένοι άλλοι ψυχικά και άλλοι σωματικά αποτυπώνονται από τον συγγραφέα σε μια σημαδιακή, καίρια στιγμή της ζωής τους, ανατρέποντας, κάποτε ανακόπτοντας, την πορεία της ("Έγκλημα τιμής").
Κορυφαίο στην προτίμησή μου στέκεται το διήγημα "Η κηδεία του αγνοουμένου". Με τόνο καθόλου μελοδραματικό, θα έλεγα μάλλον ανάλαφρο, προβάλλουν όλες οι πτυχές του δράματος που έζησε και ζει ακόμα η Κύπρος με τις εκατοντάδες των αγνοουμένων, αυτών που δεν βρέθηκαν το 1974 ούτε νεκροί ούτε ζωντανοί. Πολλών τα οστά ανευρίσκονται τώρα και με τη μέθοδο του DNA γίνεται η αναγνώριση και τελείται η κηδεία τους. Με τη φωνή ενός αγνοούμενου που παρακολουθεί την ίδια την κηδεία του προβάλλεται το δράμα των οικείων του, στιγματίζεται η πολιτική υποκρισία, απομυθοποείται ο "ηρωισμός" και καθρεφτίζεται το παράδοξο και το παράλογο του πράγματος. "Μου φαίνεται παράξενη η ηλικία μου. Εντάξει, το '74 ήμουν είκοσι πέντε χρονών, όμως τι έγινε με τα ενδιάμεσα χρόνια; Αν δεν μεγάλωσα ποτέ, πώς μπορεί να θεωρούμαι πατέρας μιας κόρης σχεδόν τριάντα τεσσάρων χρόνων και παππούς;" αναλογίζεται ο αγνοούμενος, καθώς διαβάζει στο αγγελτήριο της κηδείας του "ετών 25".
"Δυσκολευτήκαμε πολύ να τους εξηγήσουμε γιατί κουβαλούσαμε τόσους ανθούς..."
Τοπικό πλαίσιο της δράσης άλλοτε η Αθήνα, άλλοτε η Κύπρος. Η Αθήνα του σήμερα με τα πεζοδρόμια στα οποία δεν μπορείς να κινηθείς, με σκηνές καθημερινότητας στο μετρό, τους ανάπηρους ζητιάνους, τους πλανόδιους πωλητές. Και η Κύπρος. Η Κύπρος του χτες με αναφορά στο 1955 και στο 1974, αλλά και η Κύπρος του σήμερα με την Τουρκική κατοχή που, όσα χρόνια κι αν έχουν περάσει, δεν μπορεί να διαγράψει τις αναμνήσεις μας και την αγάπη για τους τόπους μας. Μια αγάπη που είναι τόσο έντονη ώστε κάποιοι να ταξιδέψουν στην κατεχόμενη γη μόνο και μόνο για να νιώσουν το άρωμα των ανθών από τις πορτοκαλιές του Μόρφου (" Κάλεσμα των ανθών").
Η τεχνική του Κώστα Λυμπουρή κρατάει την κλασική φόρμα του διηγήματος. Γλώσσα αποφορτωμένη από "ψιμύθια", λιτή αφήγηση, σύντομες περιγραφές, ελάχιστοι διάλογοι, κυριαρχία του ενδιάθετου λόγου. Ιδιαίτερα αξιοπρόσεχτοι οι επίλογοι. Μέσα σε ελάχιστες γραμμές έρχεται το απρόοπτο τέλος, επιτελείται η ανατροπή, καθορίζεται το κέντρο βάρους του διηγήματος.
Μέσα στην πλημμυρίδα της εύπεπτης και ευπώλητης μυθιστορηματικής παραγωγής η διηγηματική φωνή του Κώστα Λυμπουρή έρχεται να δώσει μια ανάσα γνήσιας λογοτεχνικής γραφής.

Σημ. Ο Κώστας Λυμπουρής είναι φιλόλογος. Τώρα υπηρετεί ως μορφωτικός σύμβουλος στην Πρεσβεία της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Αθήνα.

Κυριακή, Οκτωβρίου 23, 2011

Ψεύτρα γλώσσα

Τελειώνοντας το μυθιστόρημα του Άντριου Γουίλσον "Ψεύτρα γλώσσα" (Μεταίχμιο 2008, μετ. Νίκη Προδρομίδου) προβληματίστηκα σε ποια από τις ετικέτες του ιστολογίου μου θα το ενέτασσα. Να το έβαζα στην ομάδα "Βενετία" μια και μεγάλο μέρος του διαδραματίζεται στην ονειρική αυτή πόλη; Ή μήπως στα "αστυνομικά" αφού έχει και τέτοια πλοκή; Άραγε δεν θα ταίριαζε και σε μια ομάδα "βιβλιοβιβλίων", δηλ. βιβλίων που έχουν στο επίκεντρο της υπόθεσής τους το βιβλίο (αν και δεν έχω δημιουργήσει ακόμα μια τέτοια κατηγορία); Τελικά προτίμησα να το εντάξω στην κατηγορία "Βενετία", παρ' όλο που το μυθιστόρημα συγκεντρώνει όλα αυτά τα χαρακτηριστικά που το καθιστούν ακαταμάχητα γοητευτικό και ενδιαφέρον.
"Δεν είναι αυτό το βιβλίο που ήθελα να γράψω. Δεν έγινε τίποτα όπως είχα φανταστεί". Και μόνο οι δυο αυτές φράσεις ως μότο του βιβλίου είναι αρκετές για να κινήσουν την περιέργεια του αναγνώστη και να τον κάνουν ν' αρχίσει την ανάγνωση, την οποία και δεν θα εγκαταλείψει παρά μόνο φτάνοντας στην τελευταία σελίδα!
Ο νεαρός Άνταμ Γουντς, τελειόφοιτος του Πανεπιστημίου του Λονδίνου στην ιστορία της τέχνης, ονειρευόμενος να γίνει συγγραφέας και να γράψει το πρώτο του μυθιστόρημα, φτάνει στη Βενετία, για να γράψει ήσυχος, μακριά από τους περισπασμούς του Λονδίνου. Εξασφαλίζει διαμονή και μισθό φροντίζοντας έναν ηλικιωμένο, εκκεντρικό Άγγλο, τον Γκόρτον Κρέις, ο οποίος ζει εντελώς απομονωμένος σ' ένα παλάτσο. Ο Κρέις είναι ένας συγγραφέας που είχε γίνει διάσημος για το ένα και μοναδικό μυθιστόρημα που έγραψε, το οποίο είχε γίνει παγκόσμιο μπεστ-σέλερ. Από τότε όμως αποτραβήχτηκε από τον κόσμο και δεν έγραψε τίποτα πια. Ζώντας κοντά του ο Γουντς και τακτοποιώντας τα χαρτιά του συλλαμβάνει την ιδέα, αντί του δικού του μυθιστορήματος που δεν προχωρεί και πολύ, να γράψει τη βιογραφία του ιδιόρρυθμου συγγραφέα, πάντα βέβαια εν αγνοία του, ονειρευόμενος να αποκτήσει φήμη και δόξα. Για την έρευνά του γυρίζει για λίγες μέρες στο Λονδίνο και ανατρέχει στα αρχεία του σχολείου στο οποίο υπήρξε καθηγητής ο Κρέις. Τα θαμμένα μυστικά αρχίζουν να έρχονται ένα-ένα στο φως. Για να κρατήσει μυστικό το σχέδιό του μηχανεύεται τα πάντα, χρησιμοποιεί θεμιτά και αθέμιτα μέσα, με το ψέμα να είναι διαρκώς στο στόμα του. Η δράση προχωρεί γοργά, οι ανατροπές διαδέχονται η μια την άλλη ως το απρόοπτο, αναπάντεχο τέλος που έρχεται μόνο στην τελευταία σελίδα του βιβλίου.
Η Βενετία με τα αδιέξοδα δρομάκια, τα κανάλια, το σκοτεινό παλάτσο δημιουργούν το τέλειο σκηνικό γι' αυτό το έργο που εξελίσσεται σε θρίλερ. Αλλά το βιβλίο δεν είναι μόνο αυτό. Προβλήματα συγγραφής, όπως η αγωνία του συγγραφέα, η επιδίωξη της φήμης με οποιοδήποτε μέσο, η λογοκλοπή, οι πηγές έμπνευσης είναι θέματα που ανακύπτουν και προβληματίζουν.
Καιρό είχα να διαβάσω βιβλίο που να με συνεπάρει τόσο ώστε να το τελειώσω σε δυο μέρες. Ατμοσφαιρικό, ευρηματικό σε παρασύρει σε μια χωρίς διακοπή ανάγνωση ως το απρόσμενο τέλος.

Δευτέρα, Οκτωβρίου 17, 2011

Μακρύς ο δρόμος για το Μοντεβιδέο

Ο Γιάννης Σπανός είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση πνευματικού ανθρώπου. Φιλόλογος-ιστορικός, δημοσιογράφος, αρθρογράφος σε κυπριακές και ελλαδικές εφημερίδες, με καθημερινές ραδιοφωνικές εκπομπές και επιπλέον συγγραφέας τριάντα βιβλίων. Μια πληθωρική προσωπικότητα που αναζητά έκφραση με ποικίλους τρόπους. Το συγγραφικό του έργο περιλαμβάνει ιστορικά βιβλία, προπάντων γύρω από τον απελευθερωτικό αγώνα της Κύπρου, λογοτεχνικές μελέτες, θεατρικά, σενάρια ταινιών και εσχάτως μυθιστορήματα. Από τα ιστορικά του έργα ιδιαίτερης σημασίας και μνείας, προϊόν πολύχρονης μελέτης, το έργο του "Οι Κύπριοι εθελοντές στους εθνικούς αγώνες" (Ιωνικές εκδόσεις 2008).
Τελευταία δουλειά του το ενδιαφέρον μυθιστόρημα "Μακρύς ο δρόμος για το Μοντεβιδέο" (Ιωνικές εκδόσεις 2011). Είχαν προηγηθεί τα μυθιστορήματα "Μάρκος Βρανάς. Ο εκδικητής της Σμύρνης" και "Η δύναμη της μοναξιάς".
Ο λόγος του πληθωρικός όπως η προσωπικότητά του, θυμίζει την πληθωρικότητα του Καζαντζάκη, η φαντασία του οργιαστική. Γεμάτη η γραφή του από μνήμες ιστορικές, από μυθολογικές αναφορές, από αναμνήσεις της αγαπημένης του γης της Καρπασίας. Οι ήρωές του αγωνιστές της ζωής, ακέραιοι, εφευρετικοί, συχνά γίνονται υπερήρωες, θυμίζοντας ανάλογους Καζαντζακικούς χαρακτήρες. Πολλά κοινά στοιχεία επισημαίνονται και στα τρία μυθιστορήματά του, θα επικεντρωθώ όμως στο τελευταίο. Στο "Μακρύς ο δρόμος για το Μοντεβιδέο" κεντρική μορφή είναι ο Νικόλας Λιονταράς που στις αρχές του 20ου αιώνα, φεύγοντας από τη φτώχεια του μικρού του νησιού και τη φυματίωση που εξόντωσε πολλά μέλη της οικογένειάς του, καταλήγει μετανάστης στο Μοντεβιδέο της Ουρουγουάης.
Εκεί θα συναντήσει τον συγχωριανό του Αμβρόσιο. Μαζί θα ζήσουν περιπέτειες, αλλά και συχνά  θα βυθίζονται στις αναμνήσεις από τη μακρινή τους πατρίδα.
Η μεγάλη όμως φιλία και ο σύνδεσμος του Νικόλα που θα κρατήσει μια ζωή θα είναι με τον Κρητικό Στάθη Καλογεράκη, καπετάνιο του πλοίου "Κρήτη". Μαζί θα κάνουν δουλειές, θ' αποκτήσουν και δεύτερο καράβι που θα ονομάσουν "Κύπρο" και ο Κρητικός θα βαφτίσει αργότερα και το γιο του Νικόλα. Ο Στάθης είχε πάρει μέρος στην επανάσταση του Θέρισου. Λάτρης του Βενιζέλου, τον οποίο οι δυο φίλοι θα συναντήσουν χρόνια αργότερα στη Μασσαλία, όταν το ίνδαλμά τους θα πορευόταν στο Παρίσι, να διαπραγματευτεί τα δίκαια της Ελλάδας στη συνθήκη των Σεβρών. Θα παρευρεθούν και στην υποδοχή του στην Αθήνα, αλλά θα ζήσουν και τη θλιβερή ήττα του στις εκλογές του 1920.
Κι ο έρωτας όμως δεν λείπει από τη ζωή του Νικόλα. Θα ερωτευτεί την Εβίτα Φιορά, της οποίας ο σύζυγος δολοπλόκος, εκμεταλλευτής, απατεώνας, συνδεδεμένος με τον υπόκοσμο θα γίνει για χρόνια ο κακός δαίμονας του Νικόλα, ωσότου ο Κύπριος κατορθώσει να απαλλαγεί από αυτόν.
Το βιβλίο τελειώνει το 1922, παραμονές της μεγάλης συμφοράς του Ελληνισμού με μια φράση που την προαναγγέλλει: "Το αόρατο χέρι της ιστορίας άνοιγε την αυλαία του επερχόμενου εφιάλτη".
Όμως η ζωή και οι περιπέτειες των ηρώων του Γιάννη Σπανού, που κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, δεν φαίνεται να είναι ο κύριος στόχος του. Μοιάζουν να είναι μονάχα ο καμβάς για να ζωγραφιστούν επάνω του μνήμες, ιστορικές αναφορές, σκηνές από τη ζωή της Κύπρου και ειδικά της Καρπασίας, στοιχεία λαογραφικά, μυθολογικά, πολιτιστικά του Ελληνισμού. Είναι εντυπωσιακός ο τρόπος που ο συγγραφέας κατορθώνει να δένει φυσιολογικά στην αφήγησή του, χωρίς να φαίνονται παρέμβλητα, τόσα στοιχεία. Να αναφέρει τους Κενταύρους, τον Ανταίο, τις Αμαζόνες, τον Οιδίποδα, τον Ξέρξη και τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, τον Διγενή Ακρίτα, ωραίες περιγραφές της φύσης του χωριού του, παραδόσεις και έθιμα, πρόσωπα που χαράσσονται και στη δική μας μνήμη. Ένα τέτοιο πρόσωπο είναι η μορφή του παππού του, του φλογερού παπα-Μιχάλη, που μόλις άρχιζε ένας ξεσηκωμός ορμούσε να ελευθερώσει την Πόλη και την Αγια- Σοφιά, για να βρει τελικά το θάνατο σ' ένα μακεδονικό χωριό.
Δεν παραλείπονται βέβαια και αναφορές σε σύγχρονα με το μυθιστόρημα ιστορικά γεγονότα. Στην επανάσταση του Θέρισου, στη βύθιση του Τιτανικού, στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στην ιστορία της Ουρουγουάης.
Στην πλούσια και εκφραστική γλώσσα που χρησιμοποιεί, κάποτε κυπριακές λέξεις ξεπετάγονται δίνοντας μια ιδιαίτερη χροιά στο όλο ύφος: Κόξα (η μέση), βουνάρι (σωρός), στρούθος (σπουργίτι), ζαπτιές (αστυνομικός) κ. ά. Άλλοτε πάλι αβίαστα εμφανίζονται λέξεις και φράσεις ποιητικές, αφομοιωμένη ποιητική παρακαταθήκη του συγγραφέα, όπως "το λάμπασμα" (Σικελιανός), "της τύχης η καταφορά", "θείος Ιούλιος μην" (Καβάφης). Προτάσεις σύντομες, το ασύνδετο σχήμα λόγου κυριαρχεί, προσδίδοντας ένα γοργό ρυθμό στην όλη αφήγηση.
Διαβάζοντας τα μυθιστορήματα του Γιάννη Σπανού έχεις την αίσθηση ότι καθώς τα έγραφε τα απολάμβανε πρώτα ο ίδιος. Ότι τα έγραφε για τον εαυτό του, για τη χαρά της καταγραφής και της αναπόλησης. Μαζί του όμως αυθόρμητα παρασύρεσαι και η δική σου απόλαυση δεν είναι μικρότερη καθώς περιδιαβάζεις στο λογοτεχνικό του σύμπαν.

Δευτέρα, Οκτωβρίου 10, 2011

Η εποχή της στάχτης

Το 1966 ένα καινούριο λογοτεχνικό είδος γεννήθηκε. Με το πρωτοποριακό "Εν ψυχρώ" (In cold blood) του Τρούμαν Καπότε καθιερώθηκε η λογοτεχνία του "non fiction novel", του μυθιστορήματος που δεν έχει τίποτα επινοημένο, αλλά αποτελεί λογοτεχνική μετάπλαση ενός πραγματικού γεγονότος.
Στο είδος αυτό ανήκει εν μέρει το πολυσέλιδο μυθιστόρημα του νέου (γεν. 1968) Μεξικανού συγγραφέα Χόρχε Βόλπι "Η εποχή της στάχτης" (Ωκεανίδα 20011, μετ. Λεωνίδας Καρατζάς). Οι διαφορές βέβαια με το "Εν ψυχρώ" είναι πολλές. Εκεί είχαμε μόνο υπαρκτά πρόσωπα. Εδώ τα ιστορικά πρόσωπα συμφύρονται με τα μυθιστορηματικά. Εκεί υπήρχε μόνο ένα γεγονός που διαδραματίστηκε σε λίγα εικοσιτετράωρα, εδώ το χρονικό πλαίσιο καλύπτει περίπου 70 χρόνια του εικοστού αιώνα. Εκεί ο χώρος της δράσης ήταν μια αγροτική αμερικανική κατοικία, εδώ η δράση απλώνεται από την Αμερική στη Ρωσία, στο Μεξικό, στο Ζαΐρ, στην Παλαιστίνη, στο Βερολίνο και αλλού.
Μέσα στις 630 σελίδες του μυθιστορήματός του ο Βόλπι θέλησε να περιλάβει τα κυριότερα γεγονότα που αφορούν την οικονομία, τις κοινωνικές αναταραχές, τα επιστημονικά επιτεύγματα, ειδικά αυτά που σχετίζονται με τη μελέτη του ανθρώπινου γονιδιώματος. Μετά από ένα προοίμιο με τίτλο "Ερείπια" και που αποτελεί μια λεπτομερή περιγραφή της καταστροφής του πυρηνικού εργοστασίου στο Τσερνόμπιλ το 1986, το έργο, ως ένα είδος δράματος, επιμερίζεται σε τρεις πράξεις: Εποχή πολέμου (1929-1985), Μεταλλάξεις (1985-1991) και Η ουσία του ανθρώπου (1991-2000).
Οι χρόνοι και οι τόποι συνυφαίνονται. Η εξιστόρηση των γεγονότων γίνεται βασικά με χρονική σύμπτωση, αλλά με διαρκή τοπική μετατόπιση. Τα πρόσωπα προστίθενται κατά δεκάδες. Στον κατάλογο προσώπων που παραθέτει ο συγγραφέας στο τέλος του βιβλίου μέτρησα περίπου 140! Τα πλείστα υπαρκτά πρόσωπα. Ο Στάλιν, ο Γκορμπατσόφ, ο Γιέλτσιν, ο Κάρτερ, ο Κλίντον, ο Μπους, όλοι οι Γενικοί Γραμματείς της Σοβιετικής Ένωσης ή Αμερικανοί πρόεδροι της περιόδου, επιστήμονες όπως ο Ζαχάροφ ή ο βιολόγος Λισένκο, οικονομολόγοι όπως ο Γκαλμπρέιθ, οικολόγοι, ακτιβιστές, ποιητές (ειδικά η Άννα Αχμάτοβα), χρηματιστές, και δεκάδες άλλοι.
Τα κύρια μυθιστορηματικά πρόσωπα είναι τρεις γυναίκες, οι σύζυγοι, οι εραστές τους, η ευρύτερη οικογένειά τους, οι συνεργάτες τους. Η πρώτη είναι η Σοβιετική βιολόγος Ιρίνα Γκράνινα, της οποίας ο σύζυγος έχει επίσης σημαίνοντα ρόλο στο βιβλίο. Βιολόγος κι αυτός, αντικαθεστωτικός, εκτοπίζεται για πέντε χρόνια ζώντας σε απάνθρωπες συνθήκες, για να γίνει αργότερα από τους πρωτοπόρους του μετασχηματισμού της κομμουνιστικής κοινωνίας.
Η δεύτερη είναι η Αμερικανίδα Τζένιφερ, σημαντικό στέλεχος του ΔΝΤ, που η ιδιότητά της την οδηγεί σε διάφορα μέρη του κόσμου. Με τη σύγχρονη οικονομία σχετίζεται και ο σύζυγός της Τζακ Γουέλς, επιχειρηματίας στη βιοτεχνολογία, μέσα από τις δραστηριότητες του οποίου προβάλλεται ο κόσμος των εταιρειών, του χρηματιστηρίου και των μετοχών.
Σε ποικίλα μέρη κυκλοφορεί και η αδελφή της Τζένιφερ, η Άλισον, υπό μια εντελώς διαφορετική ιδιότητα. Μέλος της Greenpeace, συμμετέχει σε αποστολές όπως αυτή του γνωστού πλοίου "Rainbow Warrior" που βυθίστηκε στον Ειρηνικό κατά τη δράση του εναντίον των γαλλικών πυρηνικών δοκιμών, για να βρει τελικά τραγικό θάνατο στην Παλαιστίνη.Τέλος, η τρίτη γυναίκα είναι η Εύα Χαλάς, ουγγρικής καταγωγής, κορυφαία στην πληροφορική, που γίνεται ερωμένη του Γουέλς αλλά και του συγγραφέα του βιβλίου, ο οποίος εμφανίζεται κατά διαστήματα μιλώντας σε πρώτο πρόσωπο, διακόπτοντας την τριτοπρόσωπη αφήγηση. Ο συγγραφέας βρίσκει τρόπο να συσχετίσει όλα αυτά τα πρόσωπα και μέσω αυτών να φωτίσει τα σημαντικότερα γεγονότα της εποχής. Η σταλινική εποχή, η σταδιακή αποσταλινοποίηση, η περεστρόικα και η γκλάσνοτ, η πτώση του τείχους του Βερολίνου, η έκρηξη στο Τσερνόμπιλ, η συγκολινιστική καταστροφή του διαστημοπλοίου Τσάλεντζερ, η οικονομία του Τρίτου Κόσμου, η αποκρυπτογράφηση του ανθρώπινου γονιδιώματος είναι μερικά μόνο από τα θέματα που τον απασχολούν. Ειδικά αυτό το τελευταίο φαίνεται να κατέχει δεσπόζουσα θέση στο βιβλίο. Σ' αυτό επανέρχεται συνεχώς, αποδίδοντας σχεδόν όλα όσα αφορούν τον άνθρωπο στα γονίδιά του.
Σαφώς εναντίον του κομμουνιστικού συστήματος ο Βόλπι δεν χαρίζεται ούτε στο καπιταλιστικό σύστημα. Το μόνο στο οποίο φάινεται να εναποθέτει κάποιες ελπίδες για το μέλλον του ανθρώπου είναι η πιθανή δυνατότητα ανακατασκευής μας. Γράφει: "Όπως και τα άλλα έμβια όντα είμαστε απλές μηχανές επιβίωσης, εφήμερα οχυρά απέναντι στο χάος, υπάκουοι φύλακες των γονιδίων μας. Αυτό μόνο. Χώμα και σκιά. Χρειάστηκε να περάσουν εκατομμύρια χρόνια για να το καταλάβουμε. Ποια είναι λοιπόν η ουσία μας; Ποια είναι η ουσία του ανθρώπου; Τι είναι αυτό που μας κάνει τυφλούς, υπερόπτες, δειλούς, σκληρούς, στενόμυαλους, οξυδερκείς, φιλόδοξους, φιλάσθενους, μελαγχολικούς, συμπονετικούς, ανέντιμους; Η απάντηση είναι μπροστά μας: κρύβεται στο γονιδίωμά μας, σ' αυτή την τρελή βάση δεδομένων, η οποία, τουλάχιστον στη θεωρία, θα μπορούσε να επιτρέψει την ανακατασκευή μας".

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 26, 2011

Ο θάνατος του Σωκράτη

Όσες φορές και να διαβάσω τις υπέροχες εκείνες σελίδες του "Φαίδωνα", όπου ο Σωκράτης, την ημέρα που πρόκειται να πιει το κώνειο, συζητά με τους φίλους και μαθητές του για τον θάνατο και την αθανασία της ψυχής και προπάντων, όταν διαβάζω την άκρως συγκινητική σκηνή των τελευταίων του στιγμών και του θανάτου του, έτσι όπως ο Πλάτωνας μας τις περιγράφει, αισθάνομαι πάντα την ίδια βαθιά συγκίνηση αλλά και γαλήνη. Κάτι από την ηρεμία και αταραξία του Σωκράτη σαν να μου μεταγγίζεται και ο θάνατος παίρνει μια πιο ήπια μορφή.
Έτσι, δεν ήταν δυνατό να παραβλέψω ένα βιβλίο με τίτλο "Ο θάνατος του Σωκράτη" (Πατάκης 2011, μετ. Δημήτρης Φιλιππουπολίτης και Νεφέλη Χατζηδιάκου). Συγγραφέας η Αμερικανίδα Emily Wilson, καθηγήτρια κλασικών σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια.
"Γιατί να νοιαζόμαστε ακόμα για κάποιον που έκανε στη ζωή του ελάχιστα πράγματα πέρα από το να μιλάει και να πιει δηλητήριο σε μια φυλακή στην Αθήνα το 399 π.Χ .-σχεδόν πριν από δυόμιση χιλιάδες χρόνια¨;", αναρωτιέται η συγγραφέας. Για να σημειώσει πιο κάτω: "Στόχος αυτού του βιβλίου είναι να εξηγήσει γιατί ο θάνατος του Σωκράτη υπήρξε τόσο σημαντικός για τόσο πολλούς και διαφορετικούς ανθρώπους και επί τόσο πολλούς αιώνες".
Αρχίζει με μια επισκόπηση της διδασκαλίας του. Γιατί θεώρησαν τόσο επικίνδυνες τις απόψεις του οι Αθηναίοι που φημίζονταν για τη δημοκρατικότητά τους; Ποιους ενόχλησαν; Μήπως δεν οδηγήθηκε στο θάνατο μόνο λόγω των πιστεύω του αλλά και για άλλους κοινωνικούς και πολιτικούς λόγους;
Η συγγραφέας προσπαθεί να δώσει απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά, καταφεύγοντας  στις πηγές από τις οποίες μαθαίνουμε για τον Σωκράτη, μια και ο ίδιος δεν έγραψε τίποτα. Τον Ξενοφώντα και, πρωτίστως βεβαίως, τον Πλάτωνα. Δεν παραλείπει όμως και τον Αριστοφάνη, που δίνει μια κωμική και διαστρεβλωμένη, σε σχέση με τον Πλάτωνα, εικόνα του Σωκράτη.
Στη συνέχεια η Wilson εξετάζει την απήχηση που είχε ο θάνατος του Σωκράτη σ' όλους τους αιώνες, ξεκινώντας από τους Ρωμαίους και φτάνοντας ως την εποχή μας. Αναφέρεται σε κάποιους που τον μιμήθηκαν και σε άλλους που τον αντιμετώπισαν επικριτικά. Σταματά ιδιαίτερα στον παραλληλισμό που γίνεται με τον Ιησού και τη διαμάχη μεταξύ χριστιανών και εθνικών ως προς τις ηθικές αξίες. Όπως πάλι η ίδια η συγγραφέας αναφέρει, "Μέσα απ' αυτό το βιβλίο θέλω να ξαναζωντανέψω τις πολυποίκιλες φωνές όλων εκείνων που μίλησαν για τον θάνατο του Σωκράτη-φωνές που τις φαντάζομαι σαν να συμμετέχουν σε νέους σωκρατικούς διαλόγους που δεν έχουν ολοκληρωθεί και ολοένα πληθαίνουν". Φωνές που εκφράστηκαν όχι μόνο μέσα από πληθώρα φιλοσοφικών, λογοτεχνικών και άλλων έργων αλλά και μέσα από πίνακες που με ποικίλους τρόπους απεικονίζουν το θάνατο του Σωκράτη. Αρκετά από αυτά τα έργα παρατίθενται στο βιβλίο. Κρίμα μόνο που τα αδικεί η πολύ σκοτεινή, μαυρόασπρη εκτύπωσή τους.

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 19, 2011

Η αίθουσα φόνων

Μετά από το "βαρυστόμαχο" (αν και ωραίο) "Omega minor" ένιωσα την ανάγκη να διαβάσω κάτι πιο ανάλαφρο. Και τι καλύτερο από ένα ακόμα αστυνομικό μυθιστόρημα της (ενενηντάχρονης τώρα)  αγαπημένης μου Π.Ντ. Τζέημς; Κι έτσι κατέφυγα στο μόνο που δεν είχα διαβάσει από τα μεταφρασμένα στα ελληνικά βιβλία της (όλα στον Καστανιώτη), το "Η αίθουσα φόνων" (2006, μετ. Ερρίκος Μπαρτζινόπουλος).
Τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της γραφής της Τζέημς τα έχω ήδη αναφέρει σε άλλες τρεις αναρτήσεις: "Ο φάρος", "Θάνατος σε ιδιωτική κλινική" και "Αθώο αίμα". Τα ίδια χαρακτηριστικά της γραφής της συναντάμε και στην "Αίθουσα φόνων". Πρωταγωνιστής ο Νταλγκλίς, που συνδυάζει δυο αταίριαστες φαινομενικά ιδιότητες. Έξυπνος ντετέκτιβ, αυτός που, ως αντίστοιχο του πασίγνωστου Πουαρώ της Άγκαθα Κρίστι, ξεδιαλύνει τελικά όλα τα εγκλήματα, αλλά και ποιητής, που όχι μόνο διαβάζει αλλά και γράφει ποίηση. Χαρακτηρίζεται ακόμη και από ένα συναισθηματισμό και μια δειλία στην έκφραση των συναισθημάτων του προς την Έμμα, καθηγήτρια στο Κέιμπριτζ, με την οποία είναι ερωτευμένος.
Το βιβλίο διακρίνεται, όπως είναι το στυλ της Τζέημς, από έναν αργό ρυθμό. Φτάνουμε στη σελίδα 140 για να γίνει ο πρώτος φόνος και το ενδιαφέρον μας ως εκεί υποκινείται όχι από το ποιος είναι ο δολοφόνος, αλλά ποιος απ' όλα τα πρόσωπα που γνωρίσαμε θα είναι το θύμα. Στη σελίδα 314 θα συναντήσουμε τον απαραίτητο δεύτερο φόνο και αρκετά αργότερα τον τρίτο.
Όμως ο αργός ρυθμός καθόλου δεν μειώνει την απόλαυση της ανάγνωσης. Γιατί τα αστυνομικά της Τζέημς, όπως και τα περισσότερα σήμερα έργα της αστυνομικής λογοτεχνίας, δεν εξαντλούνται στη διάπραξη των εγκλημάτων και στην ανεύρεση των ενόχων. Πολλά άλλα στοιχεία, κοινωνικά, πολιτικά, ψυχολογικά, προσδίδουν μια ευρύτερη διάσταση στο αστυνομικό μυθιστόρημα.
Το τοπικό πλαίσο, στα περισσότερα τουλάχιστον έργα της, είναι το Λονδίνο, το οποίο όχι μόνο γνωρίζει καλά, αλλά και αγαπά, αν και δεν λείπει μια κριτική ματιά αυτής της πόλης και γενικότερα της αγγλικής ζωής και νοοτροπίας. Λέει για παράδειγμα: "Φτιάχνοντας τσάι ασφαλώς. Το αγγλικό αντίδοτο για όλα τα δεινά".
Αλλού πάλι, η διαφορά των κοινωνικών τάξεων προκαλεί την επικριτική της στάση. Σκέφτεται κάποια στιγμή η Κέιτ, η βοηθός του Νταλγκλίς, αναφερόμενη σε κάποιες κυρίες: "Δεν είναι αναγκασμένες να ζουν σ' ένα κτηριακό γκέτο με καταστραμμένο ασανσέρ και συνεχώς αναπαραγόμενη βία. Δε στέλνουν τα παιδιά τους σε σχολεία όπου οι τάξεις είναι πεδία μάχης και το ογδόντα τα εκατό των παιδιών δεν μπορούν να μιλήσουν αγγλικά. Αν τα παιδιά τους παραβιάσουν τον ποινικό κώδικα οδηγούνται σε ψυχίατρο, όχι στο Δικαστήριο Ανηλίκων. Αν χρειαστούν επείγουσα ιατρική νοσηλεία μπορούν και πηγαίνουν σε ιδιωτικό γιατρό. Δεν είναι περίεργο που μπορούν να είναι φιλελεύθερες". Κι αλλού πάλι αναφωνεί: "Θεέ μου, είναι φοβερή χώρα, αν είσαι φτωχός".
Η λογοτεχνική έκφραση και διατύπωση και η περιγραφική δύναμη, είναι επίσης γνώρισμα της γραφής της Τζέημς. "Προτιμούσε την πρώτη περίοδο της ακαδημαϊκής χρονιάς με το ενδιαφέρον της γνωριμίας των εισακτέων, το τράβηγμα των κουρτινών που άφηναν έξω τις σκοτεινές βραδιές και τα πρώτα αστέρια, τον μακρινό απόηχο παράφωνων κωδωνοκρουσιών και, όπως τώρα, την ιδιαίτερη μυρωδιά του ποταμού, την ομίχλης και της νοτισμένης γης".
Άφησα τελευταία την αναφορά στην υπόθεση του έργου, όχι γιατί είναι πιο ασήμαντη, αλλά γιατί το θέμα, φόνος-έρευνα-ανακάλυψη ενόχου, είναι κοινό χαρακτηριστικό όλων των αστυνομικών μυθιστορημάτων. Με δυο λόγια η υπόθεση είναι η εξής: Σε μια αριστοκρατική περιοχή του Λονδίνου, το Χάμστεντ, λειτουργεί ένα ιδιωτικό μουσείο με θέμα του την περίοδο του μεσοπολέμου. Ο ιδρυτής του συνέλεξε εκεί οτιδήποτε είχε σχέση με τις δυο αυτές δεκαετίες, του '20 και '30, φωτογραφίες, πίνακες, χάρτες, πρώτες εκδόσεις, χειρόγραφα από θέματα αθλητισμού μέχρι θέματα ψυχαγωγίας και μόδας. Μια αίθουσα είναι αφιερωμένη σε φόνους της εποχής εκείνης, που πράγματι είχαν διαπραχθεί τότε, όπως μας πληροφορεί εισαγωγικά η συγγραφέας. Είναι γνωστή ως Αίθουσα Φόνων. Και ξαφνικά αρχίζουν να διαπράττονται φόνοι (μυθιστορηματικοί τώρα) που μιμούνται τον τρόπο διάπραξης των παλιών εκείνων φόνων. Και φυσικά ο Νταλγκλίς με τους βοηθούς του θα βρει τον ή τους ενόχους και το μυστήριο θα λυθεί.
Ένα ακόμα ενδιαφέρον μυθιστόρημα για τους λάτρεις του είδους.

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 12, 2011

Οδοιπορικό στη Γερμανία


«Απ’ όλα αυτά που είδαμε και ακούσαμε εδώ και μια βδομάδα στη Γερμανία, νομίζω ένα μόνο θα θυμάμαι: το παλάτι όπου αποφασίστηκε η τύχη (και το μοίρασμα) της Γερμανίας στο τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου», μου είπε ένας φίλος την τελευταία μέρα της ολιγοήμερης παραμονής μας στη χώρα αυτή.
Μπορεί να ήταν κάπως υπερβολικός ο φίλος, αλλά τρεις ημέρες στο Βερολίνο, τρεις στη Δρέσδη και μια μονοήμερη επίσκεψη στη Λειψία, μας γέμισαν  με τόσες εικόνες, τόσες πληροφορίες, τόσες εντυπώσεις, που μας φαίνεται αδύνατο να τις συγκρατήσουμε. Δρόμοι, πλατείες, ποτάμια, εκκλησίες, κάστρα, μουσεία, βασιλιάδες, μνημεία, ιστορία, παρελθόν και παρόν στριφογυρίζουν στη σκέψη και την ανάμνησή μας.
Στο Βερολίνο είχα ξαναπάει πριν από 16 χρόνια. Σ’ αυτό το διάστημα δεν άλλαξε μόνο εκείνο, άλλαξα κι εγώ. Ένα τόπο δεν τον βλέπουμε πάντα με τον ίδιο τρόπο. Τον βλέπουμε μ’ όλα όσα κουβαλάμε μέσα μας, με όλες τις προσχηματισμένες εικόνες, μ’ όλα όσα έχουμε πλάσει με τη φαντασία μας γι’ αυτόν. Κι όλα αυτά αλλάζουν με το χρόνο.
Ωραία κτήρια κατά μήκος του ποταμού
Κι όμως πολλά πράγματα έχουν πράγματι αλλάξει και στο ίδιο το  Βερολίνο. Η επανένωση των δύο Γερμανιών ήταν πολύ πρόσφατη τότε, η Βουλή δεν είχε ακόμα μεταφερθεί από τη Βόννη στο Βερολίνο, ο πρωτότυπος γυάλινος θόλος του Reichstag, ένα ακόμη εμβληματικό σημείο του Βερολίνου σήμερα, δεν υπήρχε τότε (τέλειωσε το 1999), ο καινούριος κεντρικός σιδηροδρομικός σταθμός άνοιξε μόλις το 2006, το Εβραϊκό Μουσείο το 2001, ακόμα πιο πρόσφατα, μόλις το 2009, ξανάνοιξε το Νέο Μουσείο, που ανάμεσα σ’ άλλα στεγάζει κυπριακές συλλογές και την περίφημη προτομή της Νεφερτίτης. Με τίποτα δεν θα μπορούσα να αναγνωρίσω την πλατεία Potsdamer. Τον καιρό της διαίρεσης ήταν μια έρημη περιοχή στο σύνορο των δύο Γερμανιών. Μετά την επανένωση προβληματίστηκαν αρκετά τι θα έκαναν σ’ εκείνο το χώρο. Σήμερα είναι μια από τις πιο ενδιαφέρουσες πλατείες του Βερολίνου με τα τεράστια συγκροτήματα της Sony και της Chrysler, που το 1995 χτίζονταν ακόμη, με καφέ, κινηματογράφους, θέατρο, γκαλερί, εστιατόρια, καζίνο, καταστήματα.
Και οι άνθρωποι; Άλλαξαν καθόλου; Δεν ξέρω. Τέτοια τουριστικά ταξίδια όπως το δικό μας δεν σου δίνουν πολλά περιθώρια να συναναστραφείς με κόσμο, να ανταλλάξεις απόψεις, να γνωρίσεις πώς σκέφτονται. Άλλωστε ήδη μεγάλωσε μια καινούρια γενιά που δεν έχει ζήσει τη διαίρεση.
Σκαλωσιές και έργα μπροστά στο μουσείο της Περγάμου θολώνουν την εξωτερική εντυπωσιακή εικόνα που διατηρούσα στη μνήμη μου από την πρώτη μου επίσκεψη στο σπάνιας αξίας κι ομορφιάς αυτό μουσείο που, αν κάποιος έχει χρόνο μόνο για ένα μουσείο, πρέπει οπωσδήποτε να είναι αυτό. Μαθαίνουμε πως τα έργα ανακαίνισης στο Νησί των Μουσείων, όπου βρίσκεται το μουσείο της Περγάμου και άλλα τέσσερα ακόμα μουσεία, θα ολοκληρωθούν το 2015.
Η Καγκελαρία από τον Σπρέε
Βλέπω το μουσείο της Περγάμου για δεύτερη φορά κι όμως με το ίδιο ή και μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Το όνομά του το μουσείο το παίρνει από το κυριότερο έκθεμά του, που δεν είναι άλλο από τον τεράστιο βωμό των ελληνιστικών χρόνων. Βρέθηκε το 1880 στην Πέργαμο της Μ. Ασίας από Γερμανούς αρχαιολόγους οι οποίοι βεβαίως και το μετέφεραν στο Βερολίνο. Είναι ένα τεράστιο οικοδόμημα που καταλαμβάνει την πρώτη αίθουσα του μουσείου. Όσες φορές και να το δεις δεν θα πάψεις να εκπλήσσεσαι από την ομορφιά αυτού του μνημείου, τη λευκότητα του μαρμάρου, την κίνηση, τη ζωντάνια, την ένταση, το συναίσθημα που μπόρεσε ο καλλιτέχνης να αποδώσει στις εκατό περίπου ανάγλυφες μορφές που κοσμούν τη ζωφόρο του βωμού και που παριστάνουν τη γιγαντομαχία, τη μάχη των θεών και των γιγάντων. Τι διαφορά με έργα της εγγύς Ανατολής, τα λιοντάρια και την Πύλη της Ιστάρ από τη Βαβυλώνα που στεγάζονται στο ίδιο μουσείο!
Από τη ζωφόρο του βωμού
Ό, τι και να άλλαξε στο Βερολίνο, αυτό παραμένει πάντα μια πόλη μαγική, τυλιγμένη στην ανάμνηση του ιστορικού της παρελθόντος, στην ομορφιά των κτηρίων της, στην έντονη πολιτιστική ζωή, στον ισχυρό οικονομικό και πολιτικό της ρόλο. 
Τι μπορούμε να κάνουμε και να ζήσουμε μέσα σε τρεις μέρες απ’ αυτό το πλήθος των εμπειριών που μπορεί να σου προσφέρει αυτή η πόλη των τριάμισι εκατομμυρίων; Αρχίζουμε με μια πρωινή κρουαζιέρα στον Σπρέε, το ποτάμι που σαν ένα στριφογυριστό φίδι διασχίζει το Βερολίνο, για να ενωθεί με τον άλλο ποταμό, τον Χάβελ, και να τραβήξει βόρεια. Καραβάκια γεμάτα τουρίστες πηγαινοέρχονται. Περνάμε κάτω από γέφυρες, θαυμάζουμε τα όμορφα κτήρια που υψώνονται πλάι στις όχθες του ποταμού, ακούμε τις πληροφορίες του ξεναγού: να, εδώ ένα μουσείο, εκεί η Καγκελαρία, πιο πέρα ο Καθεδρικός Ναός κι άλλα κι άλλα, δύσκολο να τα συγκρατήσεις, μόλις προλαβαίνεις να τα καταγράψεις με το φωτογραφικό σου φακό. Κόσμος στις όχθες κάνει τον περίπατό του στα πάρκα ή κάθεται στις καφετέριες που απλώνονται πλάι στο ποτάμι, θέλοντας να δημιουργήσουν την ψευδαίσθηση της παραλίας…

Ο καθεδρικός ναός (Dom)
Το Βερολίνο είναι από τις λίγες πόλεις που δεν έχουν κέντρο, γι’ αυτό και φαίνεται δαιδαλώδες και δύσκολο να το μάθει κανείς. Τι να θεωρήσουμε ως κέντρο; Την Αλεξάντερπλατς με τον πανύψηλο (369 μ.) Πύργο της Τηλεόρασης να τη σηματοδοτεί από μακριά, με το Δημαρχείο κι ένα καινούριο εμπορικό κέντρο, ή μήπως την πολύβουη, γεμάτη ζωή και κίνηση Ποτσντάμερπλατς ή άραγε την Μπέμπελπλατς, εκεί όπου οι Ναζί το Μάιο του 1943 μάζεψαν και έκαψαν πάνω από 20.000 βιβλία  Εβραίων, κομμουνιστών ή άλλων αντιφρονούντων; Εκεί, ανάμεσα σ’ άλλα, βρίσκεται σήμερα η κρατική όπερα.
Ποιος δρόμος να θεωρηθεί πιο κεντρικός και πιο ενδιαφέρων για ψώνια, η Φρίντριχστρασσε ή η Kurfustendam (και για συντομία Ku ‘Damm) με τα 3,5 χμ. μήκος της; Και οι δυο δρόμοι αποτελούν τη χαρά του περιπατητή, αυτού που θέλει να διασχίσει μακρούς δρόμους γεμάτους καταστήματα, καφετέριες, κλαμπ, θέατρα, γκαλερί, πλήθη που περιδιαβάζουν.

Μέρος του τείχους με γκράφιτι
Αν θέλαμε να ορίσουμε ως συμβολικό κέντρο το σημείο όπου συμβαίνουν τα πιο σημαντικά ιστορικά γεγονότα της πόλης, θα λέγαμε ότι είναι η Πύλη του Βρανδεμβούργου. Την έχω ξαναδεί, ξέρω τα σχετικά με την κατασκευή της (1788-1791), τα χαρακτηριστικά της, την ομοιότητα με τα Προπύλαια της Ακρόπολης, το τέθριππο άρμα στην κορυφή της. Απομακρύνομαι λίγο από τον ξεναγό που δίνει όλες τις σχετικές πληροφορίες. Φαντάζομαι την Πύλη φραγμένη και κλειστή για 28 χρόνια, όσο κράτησε η διαίρεση της πόλης. Βλέπω ύστερα εδώ, στον ίδιο χώρο, τα αλαλάζοντα από χαρά πλήθη τη νύχτα που έπεσε το Τείχος, έτσι όπως τα βλέπαμε στις τηλεοπτικές μας οθόνες τον Νοέμβριο του 1989. Και βλέπω τώρα τον κόσμο που απολαμβάνει στις γύρω καφετέριες την όμορφη, ηλιόλουστη μέρα, βλέπω το πλήθος ντόπιων και ξένων που ειρηνικά περιδιαβάζει ανέμελα στην περίφημη λεωφόρο Under den Linden που ξεκινάει απ’ εδώ κι η σκέψη περιπλανιέται  στα γυρίσματα της Ιστορίας. Κάτι που νομίζω συμβαίνει στο Βερολίνο περισσότερο από κάθε άλλη πόλη.
Η Πύλη του Βρανδεμβούργου
Λίγο πριν φτάσουμε στην Πύλη περνάμε μέσα από ένα μνημείο, το Μνημείο του Ολοκαυτώματος. Είναι ένας τεράστιος χώρος, που τον καταλαμβάνουν 2711 τσιμεντένια, ανισοϋψή κατασκευάσματα, χωρίς ονόματα, χωρίς επιγραφές, έργο του 2005, αφιερωμένο στην 60η επέτειο της πτώσης του ναζιστικού καθεστώτος.
Πού είναι τώρα οι παντοδύναμοι Ναζί; Πού είναι ο Χίτλερ; Πού είναι το μέρος όπου αυτοκτόνησε; Τίποτα. Δεν υπάρχει ίχνος. Όταν ρωτήσεις, σου δείχνουν αόριστα «κάπου εκεί». Δεν έχουν αφήσει τίποτα που να τον θυμίζει, ούτε τάφος υπάρχει, ούτε η σκόνη του πουθενά, για να ξεχαστεί, να σβήσει, αν είναι δυνατό, από τη μνήμη, να μη γίνει ο τάφος του τόπος προσκυνήματος.
Το μνημείο του ολοκαυτώματος
Και το τείχος; Πού βρισκόταν; Κτίστηκε κυριολεκτικά μέσα σ’ ένα βράδυ, το βράδυ της 2ας προς την 3η Αυγούστου 1961 και γκρεμίστηκε μέσα σε πανηγυρισμούς στις 9 Νοεμβρίου 1989. Ελάχιστα κομμάτια σώζονται από το μήκους 160 χμ. τείχος. Και ασφαλώς δεν υπάρχει τουρίστας που δεν θα επισκεφθεί το κομμάτι που διατηρήθηκε ως δείγμα, καλυμμένο τώρα με ζωηρά γκράφιτι, ζωγραφισμένα από καλλιτέχνες που μαζεύτηκαν εδώ για να γιορτάσουν το άνοιγμα της πόλης.
Κόσμος περιδιαβάζει στην Under den Lynden
Μια  φίλη που είχε πρόσφατα επισκεφθεί το Βερολίνο, μου είπε: «Μην παραλείψεις να επισκεφθείς το Litteraturahouse. Θα ενθουσιαστείς». Με ένα άλλο φιλικό ζευγάρι ψάχνουμε τη διεύθυνση στο λαβυρινθώδη χάρτη του Βερολίνου. Το βρίσκουμε. Έξι τετράγωνα μετά το Κα Ντε Βε, το πολυκατάστημα-must για κάθε τουρίστα. Είναι, όπως και το όνομά του λέει, το σπίτι της λογοτεχνίας. Ένα ωραίο παλιό αρχοντικό του 1889, κέντρο λογοτεχνίας, εκθέσεων, συμποσίων, διαλέξεων, συζητήσεων.
Το "Σπίτι της λογοτεχνίας"
Πριν ακόμα μπούμε, συγκίνηση από μια αφίσα στο δρόμο. Όλα τα έργα του Πέτρου Μάρκαρη μεταφρασμένα στα Γερμανικά. Μέσα, δροσερός κήπος, συντροφιές κουβεντιάζουν ήσυχα. Χωρίς άλλο και για βιβλία. Μικρό, κομψό βιβλιοπωλείο στο ισόγειο του κτηρίου. Μια απόλαυση να βρίσκεσαι ανάμεσα σε βιβλία, πολλά από τα οποία αναγνωρίζω, έστω και με το γερμανικό τους τίτλο.
Μια άλλη ευτυχισμένη στιγμή ήταν το βραδινό κοντσέρτο με Μπραμς και Μότσαρτ που παρακολουθήσαμε στον Καθεδρικό Ναό, το Dom, όπως είναι γνωστός ο προτεσταντικός αυτός ναός και που, όπως λέγεται, κτίστηκε ως αντίβαρο του Αγίου Πέτρου της Ρώμης. Εξωτερικά τίποτα στον πανύψηλο θόλο και στους τέσσερις πύργους που τον περιβάλλουν δεν φαίνεται από τις τεράστιες ζημιές που υπέστη κατά τον πόλεμο.
Καθώς η μουσική μας ταξιδεύει με τη μαγική της μελωδία, κοιτάζω γύρω. Ο στίχος του Σεφέρη συνοδεύει τις σκέψεις μου: «Υπέρογκες αρχιτεκτονικές, σχεδόν σκηνικά…». Κίονες κορινθιακού ρυθμού, γρανιτένιες κολόνες, ανάγλυφες διακοσμήσεις, ωραία ψηφιδωτά στο θόλο, πολυχρωμία κι ένα τεράστιο εκκλησιαστικό όργανο, από τα μεγαλύτερα που έχουμε δει, βαρυφορτώνουν το εσωτερικό του μεγάλου ναού. Μου φαίνεται υπερβολικά φορτωμένος σε σύγκριση με τις δικές μας εκκλησιές, αλλά και σε σχέση με την απλότητα που συνηθίσαμε να βλέπουμε στους προτεσταντικούς ναούς.
Οι επισκέπτες του Βερολίνου σπάνια θα παραλείψουν και μια ολιγόωρη, έστω, επίσκεψη στο Πότσνταμ, αν και αξίζει πολύ περισσότερο. Σε απόσταση 30 χμ. από το Βερολίνο, πρωτεύουσα σήμερα του κρατιδίου του Βρανδεμβούργου με 130,000 κατοίκους, μέσα σ’ ένα καταπράσινο, ειδυλλιακό περιβάλλον, πλάι στον ποταμό Χάβελ, μπορεί να προσφέρει στον επισκέπτη όχι μόνο την ομορφιά του παρόντος του αλλά και μια ευκαιρία αναπόλησης του παρελθόντος. Η ιστορία του πάει πολύ πίσω, ήδη στις αρχές του 16ου αι. συναντάμε το κτίσιμο του πρώτου παλατιού, κι ο ένας μετά τον άλλο οι βασιλιάδες θα προσθέσουν τα δικά τους οικοδομήματα. Η χρυσή εποχή όμως του Πότσνταμ υπήρξε η περίοδος της βασιλείας του Φρειδερίκου II, του γνωστού ως Μεγάλου Φρειδερίκου που βασίλεψε για 46 ολόκληρα χρόνια (1740-1786). Η ιστορία της ζωής του μας συναρπάζει, είναι απ’ αυτές τις ιστορίες που έχοντας κάποιο κουτσομπολίστικο περιεχόμενο μας εντυπώνονται και τις θυμόμαστε πιο πολύ από άλλες. Βλέπουμε όμως τα έργα του. Πέρα από τους πολέμους που διεξήγαγε καθιστώντας την Πρωσία (τότε μέρος της Γερμανίας) μια μεγάλη δύναμη, με την αγάπη του για τις καλές τέχνες, το διάβασμα, ένας γνήσιος εκπρόσωπος της «φωτισμένης δεσποτείας» κατέστησε το Πότσνταμ, μια επιβλητική βασιλική πόλη, ένα έργο τέχνης.
Σαν Σουσί
Κορυφαίο ανάμεσα στα οικοδομήματα το Σανσουσί. Ένα παλάτι που ο Φρειδερίκος έκτισε ως θερινή κατοικία, για να ξεκουράζεται από τις έγνοιες και την ένταση της διακυβέρνησης και των πολέμων. Για να αποσύρεται, να ακούει μουσική, να διαβάζει. Ένα πραγματικό έργο τέχνης σε στυλ ροκοκό, με τις λεπτοδουλεμένες διακοσμήσεις. Δυστυχώς δεν το επισκεπτόμαστε, το βλέπουμε μόνο εξωτερικά, περπατάμε για λίγο μέσα στο τεράστιο πάρκο που το περιβάλλει και σταματάμε αναλογιζόμενοι την ιστορία του Πότσνταμ και του Φρειδερίκου μπροστά από τον τάφο του, όπου ζήτησε να τα ταφεί μαζί με τα σκυλιά του!
Ο τάφος του Μ. Φρειδερίκου
Δεν μπορούσαμε βέβαια να παραλείψουμε το Cecilienhof, εκεί όπου η Ιστορία άφησε βαθιά τα ίχνη της. Εκεί όπου από τις 17 Ιουλίου ως τις 2 Αυγούστου 1945 καθορίστηκε το μέλλον της ηττημένης πια, ναζιστικής Γερμανίας. Το λέμε παλάτι αλλά καθόλου δεν μοιάζει με τα άλλα παλάτια. Τελευταίο κτίσμα της αυτοκρατορικής Γερμανίας, κτίστηκε το 1913-1917 ως κατοικία του πρίγκιπα διαδόχου και της συζύγου του Σεσίλιας. Μοιάζει περισσότερο σαν μια μεγάλη, αγγλική εξοχική κατοικία, με πολύ ξύλο και θαυμάσιους κήπους. Μέρος του σήμερα είναι ξενοδοχείο. Όμως, τα ιστορικά δωμάτια στα οποία έμεναν οι τρεις αντιπροσωπίες και ο χώρος όπου λήφθηκαν αποφάσεις που καθόρισαν το μέλλον της Γερμανίας με πολύ ευρύτερες συνέπειες, τα τριγυρίζουμε για ώρα πολλή καθώς οι μέρες εκείνες ζωντανεύουν με την αφήγηση του ξεναγού μας. Ο Τρούμαν, ο Άτλη (που αντικατέστησε τον Τσόρτσιλ, ο οποίος συμμετείχε αρχικά αλλά έφυγε όταν έχασε τις εκλογές) και ο ισχυρός άντρας, ο Στάλιν, ενώ η Ευρώπη ήταν βυθισμένη στα ερείπια και στο θάνατο, για δυο βδομάδες μέσα σ’ αυτό το ειδυλλιακό περιβάλλον, μοίραζαν μεταξύ τους τη Γερμανία και αποφάσιζαν για τις πολεμικές αποζημιώσεις. Τίποτα από τις αποφάσεις εκείνες δεν ισχύει σήμερα.
Το Σεσίλιενχοφ
Το ταξίδι όμως συνεχίζεται. Ένα ταξίδι που το έκανα, μια και είχα ξαναπάει στη Γερμανία, κυρίως για τη Δρέσδη. Εικόνες της που είχα δει, παλιά μπαρόκ κτήρια φωλιασμένα πλάι στο μεγάλο ποτάμι, τον Έλβα, να δημιουργούν την εντύπωση μιας πόλης καιρών περασμένων, η γνώση ότι όλα αυτά ήταν ξανακτισμένα μετά τον πόλεμο, ξυπνούσαν  μέσα μου την ακατανίκητη επιθυμία να επισκεφθώ αυτή την πόλη. Οι προσδοκίες μου δεν διαψεύστηκαν. Κι έτσι όπως την πρωταντικρίσαμε μέσα στη θολή ατμόσφαιρα μιας συννεφιάς κι ενός ψιλόβροχου φάνταζε ακόμα πιο παραμυθένια απ’ ό,τι την είχα φανταστεί.
Ωχ! Η πρώτη γουλιά της μπίρας. Τι απόλαυση!
Δρέσδη
Ίσως πρώτη φορά μια πόλη δεν μου προκάλεσε την επιθυμία να επισκεφθώ τα μουσεία της. Είναι η ίδια ένα ζωντανό μουσείο κι όχι άδικα την είπαν «Φλωρεντία του Έλβα». Το παλιό της κέντρο, με συγκεντρωμένα όλα τα αξιόλογα κτήριά της, μπορεί να το περιηγηθείς με τα πόδια μέσα σε 2-3 ώρες, ενώ κάθε τι που συναντάς σου αφηγείται κάτι από την ιστορία της πόλης.

Στις όχθες του Έλβα
Οι πρώτες αρχές της Δρέσδης, πρωτεύουσας σήμερα του κρατιδίου της Σαξονίας, πάνε πολύ πίσω, στο Μεσαίωνα. Όμως τη μεγάλη ακμή της, τα πιο σπουδαία κτήριά της, τις συλλογές έργων τέχνης, τα οφείλει σε δυο κυρίως βασιλιάδες, τον Φρειδερίκο Αύγουστο I, τον επονομαζόμενο Αύγουστο Ισχυρό, που το χρυσό έφιππο άγαλμά του δεσπόζει σ’ ένα σημείο της πόλης, και τον Φρειδερίκο II, τον 17ο και 18ο αι. Παλάτια, ειδικά το παλάτι Σβίγγερ, ένα από τα πιο ωραία μπαρόκ κτήρια της Γερμανίας, περίφημη πινακοθήκη και κέντρο πολιτιστικών εκδηλώσεων σήμερα, το εντυπωσιακό κτήριο της όπερας, βρίσκονται όλα γύρω από την καρδιά του ιστορικού κέντρου, τη Νόιμαρκτ.
Στην "ταράτσα της Ευρώπης" κάτω από ένα συννεφιασμένο ουρανό
Περπατάμε κατά μήκος του ποταμού στην υπερυψωμένη «Ταράτσα του Brul” (πανίσχυρου πρωθυπουργού του Φρειδερίκου Αυγούστου II) που ονομάστηκε και «μπαλκόνι της Ευρώπης», και δεν ξέρουμε τι να πρωτοθαυμάσουμε: τις γέφυρες, το ποτάμι, τα πλοία που πηγαινοέρχονται ή τα θαυμάσια κτήρια που εκτείνονται κατά μήκος του.
Το Σβίγκερ
Η Όπερα της Δρέσδης
Αργά το απόγευμα μπαίνουμε στη Frauenkirche (την εκκλησία της Παναγίας, θα λέγαμε), μια προτεσταντική εκκλησία που, αν δει κανείς τα ερείπια στα οποία την μετέτρεψαν οι βομβαρδισμοί της αγγλοαμερικανικής αεροπορίας μεταξύ 13-15 Φεβρουαρίου 1945 (αναίτια, μια και ο πόλεμος ήδη είχε κριθεί) είναι αδύνατο να φανταστεί πώς ξανάγινε αυτή η εκκλησία όπως τη βλέπουμε σήμερα και που μόλις το 2005 εγκαινιάστηκε.
Η Frauenkirche βομβαρδισμένη
Τα τρία βράδια της παραμονής μας στη Δρέσδη συνέπεσαν με το τριήμερο φεστιβάλ της πόλης που γίνεται το τρίτο Σαββατοκύριακο του Αυγούστου. Στις όμορφες στιγμές της μέρας προστέθηκαν οι απολαυστικές βραδιές με τον τεράστιο χώρο της Νόιμαρκτ να γεμίζει από περίπτερα, μουσικές, χορό, παιγνίδια και… ασφαλώς λουκάνικα και μπίρα!
Μια από τις μεγαλύτερες απολαύσεις  που μας έδωσε η Δρέσδη ήταν μια δίωρη κρουαζιέρα στον Έλβα. Ταξιδεύοντας αργά μ’ ένα ποταμόπλοιο διασχίζουμε ένα μέρος του μεγάλου αυτού ποταμού. Περνάμε κάτω από γέφυρες, ξαναβλέπουμε από μια άλλη πλευρά την όμορφη πόλη, απολαμβάνουμε τις καταπράσινες πλαγιές, τις μικρές πόλεις στις όχθες, ωραία σπίτια που κατεβαίνουν κάποτε ως το νερό. Και όπως μια φίλη σχολιάζει, καθώς μετά την κρουαζιέρα συνεχίζουμε νότια διασχίζοντας την αποκαλούμενη «ελβετική Σαξονία», «μπορεί στην Ανατολική Γερμανία να μην είχαν ελευθερία, μπορεί να στερούνταν υλικά πράγματα, είχαν όμως μια υπέροχη φύση». Σπάνιας ομορφιάς τοπίο, χιλιόμετρα μέσα από δάση, ενώ πανύψηλοι, βραχώδεις σχηματισμοί συνοδεύουν την πορεία μας.
Η Frauenkirche σήμερα
Το τεράστιο κάστρο Konigstein στο οποίο καταλήγουμε, ένα από τα μεγαλύτερα στην Ευρώπη, δεν μπορώ να πω ότι μας έκανε ιδιαίτερη εντύπωση παρά το μέγεθός του, μια και έχουμε δει πληθώρα κάστρων σε όλες τις χώρες της Ευρώπης. Όμως η θέα από εκεί ψηλά, όπου ανεβαίνουμε με τελεφερίκ, σου κόβει την ανάσα. Άξιζε και μόνο γι’ αυτήν η επίσκεψή μας στο κάστρο.
Όμορφες, πανάκριβες πορσελάνες Μάισεν, στο εργοστάσιο λίγο έξω από τη Δρέσδη 

Απολαυστικό ήταν και το γεύμα στην περιοχή Bastei, στην κορυφή του βουνού, ενώ κάτω κυλάει το ποτάμι και οι παράξενοι σχηματισμοί των βράχων δημιουργούν ένα σχεδόν εξωγήινο τοπίο.

Το φεστιβάλ άρχισε
Λειψία
Όταν, στα φοιτητικά μου χρόνια διάβαζα σε βιβλία, αρχαίων κυρίως συγγραφέων, "Lipsiae" (τόπος  έκδοσης Λειψία), δεν ήξερα καν πού πέφτει αυτή η πόλη, ήταν κάτι πολύ μακρινό και αόριστο. Τα χρόνια πέρασαν, διάβασα, έμαθα, εμπειρίες ζωής την έφεραν πολύ πιο κοντά μας. Ανατολική Γερμανία, η εξέγερση για το γκρέμισμα του τείχους που άρχισε απ’ εδώ, πλείστες όσες αναφορές, οι εμπορικές εκθέσεις, οι εκθέσεις βιβλίου, ένα σύντομο πέρασμα σε προηγούμενο ταξίδι, η Λειψία δεν ήταν πια κάτι εντελώς άγνωστο και αόριστο.
Περίπατος στο κέντρο της Λειψίας
Όμως και πάλι, δυστυχώς, κι αυτή τη φορά ένα γοργό πέρασμα ήταν. Κυριακή. Τα πάντα κλειστά. Μονάχα την αύρα της νιώθουμε που μας περιβάλλει και η φαντασία ταξιδεύει. Ακόμα κι έτσι, όπως εξωτερικά βλέπουμε τα όμορφα, παλιά κτήρια της Λειψίας, το πρώτο χρηματιστήριο, το παλιό δημαρχείο, την όπερα, το πρώτο δημόσιο σχολείο (1568!), το πανεπιστήμιο, τη βιβλιοθήκη, ή καθώς διασχίζουμε τον κεντρικό της δρόμο, τη Grimmaische Strasse, με τις καφετέριες και τους μουσικούς του δρόμου, απολαμβάνουμε την παλιά πόλη και χαιρόμαστε αυτό το όμορφο, δροσερό, αυγουστιάτικο απόγευμα.
Ο Γκαίτε

Σκέφτομαι πόσο λείπει από μας αυτή η συνέχεια, το παλιό που έχει ζωή αιώνων. Η πολιτιστική μας ιστορία όπως εκφράζεται στα μνημεία του πολιτισμού μας, αν εξαιρέσουμε κάποιες εκκλησιές μας, σταματάει στην κλασική αρχαιότητα. Βυθίζεται σ’ ένα σκοτεινό μεσαίωνα και δεν ξέρω αν έχουμε κτήριο με ιστορία πέραν των 150 χρόνων. Είναι κι αυτό νομίζω κάτι που μας συγκινεί και προκαλεί το θαυμασμό μας σ’ αυτές τις παλιές ευρωπαϊκές πόλεις. Για παράδειγμα, στη Λειψία γευματίζουμε στο Auerbachs Keller, έναν υπέροχο υπόγειο χώρο μέσα σε μια πανέμορφη στοά, ένα χώρο που όπως μαθαίνουμε ήταν η αγαπημένη ταβέρνα του Γκαίτε όταν ως φοιτητής έτρωγε εδώ, ενώ την είσοδο στο εστιατόριο κοσμούν δυο μπρούντζινες ομάδες αγαλμάτων που παριστάνουν μορφές από τον Φάουστ.
Στο σπίτι του Σίλλερ
Η Λειψία ήταν και είναι η πόλη με την έντονη οικονομική, πολιτιστική, πνευματική ζωή. Πολύ παλιά εμπορικά προνόμια που της δόθηκαν ήδη από τα μεσαιωνικά χρόνια την κατέστησαν ένα ισχυρό  οικονομικό κέντρο. Διερωτώμαι αν η οικονομική ευμάρεια είναι  αποτέλεσμα της πνευματικής άνθησης ή προϋπόθεσή της. Πολύ παλιό Πανεπιστήμιο (1409), μια εξίσου παλιά πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη με εκατομμύρια τόμους βιβλία, με σπουδαστές όπως ο Λέσσιγκ και ο Γκαίτε, εκδοτικό κέντρο με δεκάδες εκδοτικούς οίκους και βιβλιοπωλεία, η Λειψία συνεχίζει και σήμερα το διπλό της ρόλο ως οικονομικό και πολιτιστικό κέντρο.
Ο Μπαχ μπροστά από την εκκλησία του Αγίου Θωμά
Ο τάφος του Μπαχ
Αλλά κι ένας τρίτος ρόλος χαρακτηρίζει αυτή την όμορφη πόλη, ρόλος που δεν είναι άσχετος με τις δυο προηγούμενες ιδιότητές της. Είναι ο ρόλος της ως λίκνου ελευθερίας. Η πνευματική καλλιέργεια δεν μπορεί να συμβαδίζει με καταστάσεις ανελευθερίας. Τον Οκτώβρη του 1813 ο Ναπολέων ηττάται λίγο έξω από τη Λειψία, σ’ αυτή που ονομάστηκε Μάχη των Εθνών. Ένα τεράστιο μνημείο, ύψους 91 μ. στήθηκε εδώ το 1913, στην εκατοστή επέτειο της μάχης. Πολύ ογκώδες για να είναι κομψό, με σκούρο, γρανιτένιο χρώμα, δεν μας προκαλεί ιδιαίτερη συγκίνηση και ασφαλώς κανείς δεν έχει τη διάθεση να ανέβει τα 500 σκαλοπάτια του για να απολαύσει τη θέα της Λειψίας!
Ωραίο σύμπλεγμα αγαλμάτων σε δρόμο της Λειψίας
Όμως, σε πολύ πιο κοντινούς μας καιρούς, η Λειψία συνδέθηκε με την αρχή του τέλους του διαχωρισμού της Γερμανίας. Στον πιο παλιό και πιο μεγάλο ναό της Λειψίας, τη Nikolaikirche, που η πρώτη αρχή της βρίσκεται στο 1165, άρχισαν το 1982 κάθε Δευτέρα εβδομαδιαίες συγκεντρώσεις με προσευχές για την ειρήνη. Συγκεντρώσεις που βαθμιαία πήραν τη μορφή ειρηνικών διαδηλώσεων και κατέληξαν στις γνωστές εκδηλώσεις διαμαρτυρίας,  που ξαπλώθηκαν σε όλη τη Γερμανία τερματίζοντας το διαχωρισμό.
Μια ακόμη εκκλησία μας σταμάτησε ώρα πολλή. Είναι η περίφημη Thomaskirche, η εκκλησία του Αγίου Θωμά. Εδώ, το 1539 ο Λούθηρος εισήγαγε τη μεταρρύθμιση στη Σαξονία, αλλά προπάντων η φήμη της εκκλησίας έγκειται στη σύνδεσή της με το όνομα του Μπαχ. Για 27 ολόκληρα χρόνια έψαλλε και έπαιζε το εκκλησιαστικό όργανο γοητεύοντας τους πιστούς με τη μουσική του. Από τη 200η επέτειο του θανάτου του, το 1950, φιλοξενείται εδώ ο τάφος του, σκεπασμένος πάντα με φρέσκα λουλούδια. Ένα cd με ένα από τα σημαντικότερα έργα του, «Τα κατά Ματθαίον Πάθη», αγορασμένο από το μικρό κατάστημα έξω από την εκκλησία, θα αποτελεί μια μόνιμη υπόμνηση εκείνου του όμορφου απογεύματος στη Λειψία.
Ξενάγηση κάτω από ψιλόβροχο
…………………………………………
Η «Πόλις», ευτυχώς, δεν μας είχε ακολουθήσει. Τη δική μας πόλη τη βρήκαμε εδώ να μας περιμένει με όλα τα δύσκολα και τα δεινά του καιρού και του τόπου μας. Την κάποια μελαγχολία μετριάζει η ανάμνηση του ωραίου ταξιδιού και η προσδοκία μιας καινούριας περιπλάνησης ανά τον κόσμο.

Σημ.Θερμές ευχαριστίες στο ταξιδιωτικό γραφείο Top Kinisis, που οργάνωσε το ωραίο αυτό ταξίδι.