Σάββατο, Νοεμβρίου 27, 2010

Ένας φίλος έφυγε...

Από τη στιγμή που ένα έμβιο ον έρχεται στη ζωή, τίποτα δεν υπάρχει πιο σίγουρο, πιο αναπότρεπτο γεγονός να το περιμένει, από τον τερματισμό αυτής της ζωής, το θάνατο. Από τη στιγμή που γεννιόμαστε βαδίζουμε προς αυτό το προκαθορισμένο και αμετάθετο τέρμα. Κι ενώ δεν μας τρομάζει, ούτε, συνήθως, μας προβληματίζει η ανυπαρξία μας πριν από τη γέννησή μας, η εξαφάνιση της ζωής με τη μορφή που τη ξέρουμε, είτε πρόκειται για τη ζωή προσφιλών μας προσώπων, είτε για την προσωπική μας ύπαρξη, μας γεμίζει τρόμο και αγωνία, συχνά με άκρο απελπισμό.
Θρησκείες και φιλοσοφίες έχουν σαν κεντρικό τους άξονα το θέμα του θανάτου και προσπαθούν με τη θέση που παίρνουν να δώσουν μια βοήθεια στον άνθρωπο, για να ξεπεράσει το φόβο του. Βασική θέση των πιο πολλών απ' αυτές είναι πως με το θάνατο δεν τελειώνουν όλα, πως η ζωή με άλλη μορφή συνεχίζεται. Μερικές μάλιστα φιλοσοφίες και θρησκείες, όπως η πλατωνική φιλοσοφία ή η χριστιανική θρησκεία, προχωρούν ακόμη πιο πέρα. Όχι μόνο η ζωή συνεχίζεται, υποστηρίζουν, αλλά η άλλη ζωή που μας περιμένει είναι απείρως ωραιότερη, άλυπη, αιώνια, αυτή είναι η πραγματική ζωή. Αυτή που ζούμε ως θνητοί, η επίγεια, είναι μονάχα μια οδός βασάνων, δοκιμασιών που σκοπό έχουν να μας προετοιμάσουν για την άλλη, την αληθινή και αιώνια ζωή.
Ωραίες βέβαια και αισιόδοξες θεωρίες. Δεν ξέρω όμως πόσους  μπόρεσαν να απαλλάξουν από τον πόνο ή το φόβο του θανάτου. Για τη μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων παραμένει ένα μυστήριο, ένα ταξίδι προς το άγνωστο, που συνήθως προσπαθούμε να το αντιμετωπίσουμε αγνοώντας το και διώχνοντας μακριά ακόμα και τη σκέψη της πιθανότητας να μας συμβεί. Ο θάνατος είναι για τους άλλους, όχι για μας ή τους δικούς μας.
Ξανακάνω αυτές τις σκέψεις κάθε φορά που ένας φίλος, διαβαίνοντας την Αχερουσία, ξεκινάει για το ταξίδι χωρίς γυρισμό. Αυτή τη φορά είναι ο Γλαύκος Χρίστης, που έφυγε στις 18 Νοεμβρίου. Παιδί της Κερυνειώτικης γης, "Ωραίος σαν Έλληνας" στη μορφή και στην ψυχή, όπως τη γη που τον γέννησε, έζησε τη ζωή του ανάμεσα στα βιβλία, στο διάβασμα, στο γράψιμο. Δημοσιογράφος, μεταφραστής, αγωνιστής της ελευθερίας, είχε μια πλούσια σε εμπειρίες ζωή, που μας τις κατέλιπε στα τέσσερα βιβλία που εξέδωσε μετά την αφυπηρέτησή του: Κύπρος: Αναδρομές στο παρελθόν (2004), Ταξίδι στο χρόνο (2006), Χασαμπουλιά (2008), Αποικιακά παρασκήνια και παρατράγουδα (2010).
Καθισμένος μπροστά στον υπολογιστή του, όταν άλλοι, πολύ νεότεροί του, ομολογούν "δεν έχω ιδέα απ' αυτά τα πράγματα", έγραφε, επικοινωνούσε, δημοσίευε στο διαδίκτυο.
Ήρεμος πάντα, ευγενής αριστοκράτης της παλιάς σχολής, ενδοστρεφής αλλά και μια ευχάριστη παρουσία για το στενό κύκλο των γνωστών, μ' ένα λεπτό χιούμορ που δεν του έλειψε ούτε ακόμη και στις τελευταίες μέρες της αρρώστιας του.
Ο θάνατος είναι πάντα μια οδυνηρή παρουσία, έστω κι αν αυτός που διαβαίνει "στα Σκοτεινά Μεγάλα Μέρη" έζησε μια ολοκληρωμένη ζωή. Η ανάμνηση του ωραίου περάσματός του απ' αυτή τη ζωή ας είναι μικρή παρηγοριά για τη σύζυγο και τις δυο του κόρες.

Δευτέρα, Νοεμβρίου 22, 2010

Οι μάνες της άδειας αγκαλιάς

Όταν, πριν από λίγους μήνες, τελειώνοντας το μυθιστόρημα του Θοδωρή Παπαθεοδώρου "Οι κόρες της λησμονιάς", διάβαζα στην τελευταία σελίδα "Τέλος του πρώτου μέρους", άρχισα να ανυπομονώ πότε θα κυκλοφούρούσε το δεύτερο μέρος. Οι ημιτελείς ιστορίες των τριών γυναικών, της Μέλπως από τη Θεσσαλονίκη, της Αγγέλας από το Μυριόφυλλο, της Αριάδνης από την Αθήνα, ζητούσαν επιτακτικά τη συνέχεια. Κι ας ήταν ό,τι περίμενα να βρω και στο δεύτερο αυτό τόμο σελίδες τραγικές, σελίδες γεμάτες τρόμο, θλίψη, αίμα και δάκρυ, σελίδες άκρως ρεαλιστικές του πικρού εμφυλίου σπαραγμού.
Η ιστορία των τριών γυναικών και τα παράλληλα ιστορικά γεγονότα σταματούσαν στο 1945. Από εκεί παίρνει τη σκυτάλη ο δεύτερος τόμος, "Οι μάνες της άδειας αγκαλιάς" (Ψυχογιός, 2010) και φτάνει ως το 1948. Τα πιο άγρια χρόνια του εμφυλίου, εικόνες φρίκης, εγκλήματα που σε κάνουν να διερωτάσαι πώς ήταν δυνατό να διαπραχθούν από Έλληνες εναντίον Ελλήνων.
Παράλληλα με τα μυθιστορηματικά πρόσωπα, κυρίως τις τρεις γυναίκες που η κάθε μια με διαφορετικό τρόπο έχει χάσει και αναζητεί την κόρη της, πορεύονται τα ιστορικά γεγονότα της εποχής, τεκμηριωμένα επεισόδια του εμφυλίου, πρόσωπα-πρωταγωνιστές των σκοτεινών εκείνων χρόνων. Ο φανατισμός και από τις δύο πλευρές στην ύψιστή του μορφή. Ο συγγραφέας εξακολουθεί κι εδώ να ισοζυγιάζεται ανάμεσα στις αντιμαχόμενες παρατάξεις. Δεν παίρνει το μέρος καμιάς, καταγράφει μόνο γεγονότα, με πόνο ψυχής για τα αθώα θύματα, σ' όποια πλευρά κι αν ανήκουν. Από τις δεκάδες σκηνές και επεισόδια  επιλέγω δυο χαρακτηριστικές:
"Εκείνο το βράδυ και όλη την επόμενη μέρα, η Καλαμάτα έζησε ένα όργιο ακροδεξιάς βίας. Το μεσημέρι εκείνης της Κυριακής, 20 Ιανουαρίου 1946, περίπου χίλιοι οργανωμένοι ακροδεξιοί από όλη την Πελοπόννησο, αριθμός εκπληκτικός ακόμη και για τα δεδομένα της ευρύτερης περιοχής, συγκεντρώθηκαν στο χωριό Θουρία και με μία άμεση και αιφνίδια κίνηση μπήκαν στην πόλη από όλες τις διευθύνσεις. Μέσα σε μόλις λίγες ώρες, κατέλυσαν τις Αρχές και βύθισαν την πρωτεύουσα της Μεσσηνίας στο χάος και στην αναρχία. Σπίτια παραδόθηκαν στις φλόγες, καταστήματα αριστερών πολιτών λεηλατήθηκαν (...)Αργά το βράδυ της 21ης Ιανουαρίου οι ένοπλοι ακροδεξιοί αποχώρησαν από την Καλαμάτα έχοντας εκτελέσει μέσα στην πόλη έξι πολίτες και σέρνοντας μαζί τους άλλους εκατό σαν ομήρους".
"Ο καπετάνιος των ανταρτών, ο επονομαζόμενος και καπετάν Βροντάς, έβαλε τους τέσσερις άντρες να γονατίσουν με τα χέρια σταυρωμένα πίσω από τον αυχένα κι έπειτα όπλισε το πιστόλι του και τους εκτέλεσε έναν προς έναν χωρίς δεύτερη κουβέντα. Πρώτα τους τρεις συνοδούς και τελευταίο τον άντρα με το κοστούμι. Ένα δευτερόλεπτο πριν τον στείλει στον Άλλο Κόσμο, ένα θριαμβευτικό χαμόγελο σχηματίστηκε στα σφιχτά χείλια του καπετάν Βροντά (...) Ο καπετάνιος έκανε ένα νεύμα στο πρωτοπαλίκαρό του, που προχώρησε προς τον μικρό, έβγαλε το δικό του πιστόλι και τραβώντας τη σκανδάλη φύτεψε μια σφαίρα ανάμεσα στα δυο πελώρια από τρόμο και θλίψη παιδικά μάτια- "Ένα μοναρχοφασιστικό σκουπίδι λιγότερο", μουρμούρισε ικανοποιημένος"
Όπως και στον πρώτο τόμο, οι "Σημειώσεις του συγγραφέα" στο τέλος του βιβλίου, παρέχουν με συντομία και σαφήνεια ιστορικά στοιχεία και πληροφορίες για την εποχή. Τι ήταν η Συμφωνία της Βάρκιζας, το Ε.Α.Μ., ο Ο.Π.Λ.Α., ο Ε.Δ.Ε.Σ. η Εξαρχία, η Οργάνωση Χ, το "Σύμφωνο Πετριτσίου", το διαβόητο Μπούλκες, ποιος ήταν ο Νίκος Ζαχαριάδης, ο Άρης Βελουχιώτης, ο Μάρκος Βαφειάδης, κ.λπ., κ.λπ. Βρήκα το μέρος αυτό του βιβλίου εξίσου ενδιαφέρον με το υπόλοιπο πολυσέλιδο βιβλίο. Είναι πληροφορίες όχι μόνο κατατοπιστικές για την εποχή αλλά και ενισχυτικές της αξιοπιστίας της μυθιστορίας.
Δεν υπάρχει ίσως συντομότερος και καταλληλότερος τρόπος να συνοψιστεί το περιεχόμενο του βιβλίου απ' αυτή την έξοχη παράγραφο: "Δόλια πατρίδα, δόλιε λαέ, εύπιστε και αφελή, έρμαιο παθιασμένο κάθε άκαπνου ήρωα Ζαχαριάδη και κάθε φευγατισμένου στα Λονδίνα βασιλιά, τραγουδιστή και υμνωδέ της κομμουνιστικής διεθνούς ή των βασιλικών παιάνων, λαέ που σκέφτεσαι με την καρδιά κι όχι με το μυαλό, δόλιε λαέ, άξιος της μοίρας και της σκέψης σου".
Τώρα δεν απομένει παρά να περιμένουμε το τρίτο μέρος αυτής της εξαιρετικής τριλογίας, που, όπως προαναγγέλλει ο συγγραφέας, θα κυκλοφορήσει τον Απρίλιο του 2011, με τίτλο "Τα δάκρυα των αγγέλων".

Τρίτη, Νοεμβρίου 09, 2010

Η συμφωνία των ονείρων

Το διάβασα μέσα σε δυο μέρες, αλλά δεν μου άρεσε. Αν αυτό ακούγεται αντιφατικό, θα εξηγήσω αμέσως γιατί.
Ο Νίκος Θέμελης έχει μια αφηγηματική ικανότητα που θέλγει, που κινεί το ενδιαφέρον, που σε κάνει να γυρίζεις βιαστικά τις σελίδες για να δεις τη συνέχεια. Διαβάζεται εύκολα, άνετα, τρέχει, γι' αυτό και το τέλειωσα τόσο σύντομα. Όμως, από την άλλη, το βρήκα ρηχό, χωρίς βαθιά νοήματα ή προβληματισμούς που θα σου τραβούσαν την προσοχή, που θα σε έκαναν να σταθείς για λίγο και να συλλογιστείς. Έχω διαβάσει και τα επτά μυθιστορήματα του Θέμελη και πιστεύω πως ό,τι είχε να πει το είπε με τα τρία πρώτα: Αναζήτηση, Ανατροπή, Αναλαμπή. Τα υπόλοιπα  δεν στέκονται καθόλου στο ίδιο ύψος. Παρ' όλα αυτά, κάθε βιβλίο του βρίσκεται αμέσως στα ευπώλητα. Να είναι άραγε άσχετο το ότι κάθε βιβλίο του διαφημίζεται πριν ακόμη κυκλοφορήσει ή ότι κριτικές και συνεντεύξεις αφθονούν, ενώ δεν συμβαίνει το ίδιο με άλλους συγγραφείς, συχνά με αξιολογότερη δουλειά; (Αναφέρω το μυθιστόρημα του Θοδωρή Παπαθεοδώρου "Οι μάνες της άδειας αγκαλιάς", συνέχεια του "Οι κόρες της λησμονιάς", που κυκλοφόρησε σχεδόν ταυτόχρονα με τον Θέμελη, βιβλίο κατά τη γνώμη μου πολύ ανώτερο, που όμως δεν έτυχε της ίδιας προβολής).
"Η συμφωνία των ονείρων" (Μεταίχμιο, 2010) αποτελείται από τέσσερα μέρη, τέσσερις ιστορίες. Τα τρία πρώτα μέρη διαδραματίζονται στα Γιάννενα, ενώ το τελευταίο μέρος σ' ένα νησί που δεν κατονομάζεται. Χρονικά καλύπτει την περίοδο 1947-1990. Όμως τα ιστορικά στοιχεία της περιόδου δίνονται μόνο υπαινικτικά, με μια-δυο προτάσεις, με μια σύντομη αναφορά, έτσι που ο μη ενημερωμένος αναγνώστης, οι νεότεροι για παράδειγμα, που δεν έζησαν ή που δεν διάβασαν σχετικά, δεν μπορούν να καταλάβουν. Π.χ. Τα Σπίτια του Παιδιού της Φρειδερίκης, ο Συναγερμός, ο Πλαστήρας, ο Παπάγος, ο αγώνας της Κύπρου, η κρίση του Κυπριακού και των Ελληνοτουρκικών σχέσεων, η Χούντα, ο Αντρέας "που είχε έρθει ουρανοκατέβατος", ο Κοσκωτάς και άλλα ανάλογα, έτσι όπως ρίχνονται στο κείμενο έχουν σημασία μόνο για όσους τα βίωσαν, οι άλλοι δεν θα καταλάβουν τίποτα. Και διερωτώμαι. Ένα βιβλίο γράφεται μόνο για τους συγχρόνους σαν να είναι ένα life style περιοδικό;
Τέσσερις ξεχωριστές ιστορίες με ήρωες που συνδέονται μεταξύ τους με συγγενικούς δεσμούς συνθέτουν το περιεχόμενο του βιβλίου. Η γιαγιά Μαριάνθη, μια δυναμική, αυταρχική και καταπιεστική γυναίκα, που χρησιμοποεί την αλάθευτη ερμηνεία των ονείρων της για να επιβάλλει τη θέλησή της, κόρες και γαμπροί και νύφες και εγγόνια αποτελούν τον πληθυσμό του μυθιστορήματος. Δεν λείπει ούτε ο αντάρτης γιος, χαμένος για πάντα, ούτε ο αντιπαθητικός χαρακτήρας του εμπόρου, ούτε ο άπιστος και παρ' ολίγον αιμομίκτης σύζυγος, ούτε ο γιος που η συμπεριφορά της χήρας μητέρας του τον ωθεί να εξαφανιστεί στη Θεσσαλονίκη και άλλοι ακόμη χαρακτήρες. Η τελευταία ιστορία, με κύριο πρόσωπο την ορφανή κόρη του χαμένου αντάρτη, μοιάζει έξω από το κλίμα των υπολοίπων. Πάει να γίνει μια αστυνομική ιστορία, κάπως απίθανη και με πολύ προβλεπτό τέλος.
Κάνοντας μια γενική αποτίμηση για το βιβλίο θα έλεγα το εξής: Καλογραμμένες ιστορίες που δεν σου αφήνουν τίποτα.

Τετάρτη, Νοεμβρίου 03, 2010

Ήρεμο χάος

"Ήρεμο χάος, σκέφτομαι. Όπως εκείνο όλων των γονιών χθες το απόγευμα στο σχόλασμα, όπως κάθε στιγμή στην ψυχή όλων των παιδιών του κόσμου. Μόνο που τώρα το σκέφτομαι για μένα, γι' αυτό το στήριγμα που συνεχίζει να με σώζει από τα βάσανα που όλοι, οι πάντες, φαντάζονται ότι είμαι θύμα τους, κι ακόμη δεν είναι έτσι. Είναι ένα ήρεμο χάος, ναι, έτσι είναι αυτό που έχω μέσα μου. Ένα ήρεμο χάος".
Η φράση-τίτλος του μυθιστορήματος επανέρχεται αρκετές φορές στη διάρκεια της μακράς αφήγησης του Πιέτρο Παλαντίνι, κεντρικού ήγρωα και αφηγητή στο πολυσέλιδο βιβλίο του σύχρονου Ιταλού συγγραφέα Sandro Veronesi. Το "Ήρεμο χάος" (Πάπυρος 2010, μετ. Λητώ Σεϊζάνη), που ήδη έχει γυριστεί σε ταινία, είναι ένα αντιπροσωπευτικό, χαρακτηριστικό της εποχής μας έργο. Ένα κομμάτι του σύγχρονου κόσμου μας, τουλάχιστον όπως τον ξέρουμε στις χώρες της Δύσης. Με μια πρωτότυπη στη σύλληψή της ιδέα, ο συγγραφέας, από ένα παγκάκι στο οποίο βρίσκεται καθισμένος ο ήρωάς του για τρεις μήνες, επεκτείνεται πολύ πιο μακριά από το άμεσο, γύρω του περιβάλλον.
Ο Πιέτρο Παλαντίνι, 43χρονος κάτοικος του Μιλάνου, στέλεχος σε μια πολυεθνική, περνά τις τελευταίες μέρες του καλοκαιριού στο παραθαλάσσιο εξοχικό του. Μια μέρα, βλέποντας μια γυναίκα να κινδυνεύει να πνιγεί, ρίχνεται στη θάλασσα και με κίνδυνο της δικής του ζωής και μεγάλη προσπάθεια, τη σώζει. Την ίδια ώρα, στο σπίτι, η γυναίκα του πεθαίνει ξαφνικά, αβοήθητη, μπροστά στα μάτια της δεκάχρονης κόρης τους. Η ζωή του Πιέτρο από τη μια στιγμή στην άλλη ανατρέπεται. Επιπλέον κινδυνεύει και η επαγγελματική του ζωή, μια και η εταιρεία του πρόκειται να συγχωνευθεί με έναν άλλο κολοσσό, πράγμα που αναπόφευκτα θα φέρει απολύσεις και οπωσδήποτε πολλές αλλαγές.
Την πρώτη μέρα της νέας σχολικής χρονιάς, αφού συνοδέψει την κόρη του στο σχολείο, την ώρα που τη χαιρετούσε, της είπε αυθόρμητα: "Θα σε περιμένω ώσπου να σχολάσεις", πράγμα που κάνει. Το ίδιο επαναλαμβάνεται και την επομένη και πλέον η συνήθεια αυτή αποκτά μια μονιμότητα. Καθισμένος στο αυτοκίνητό του ή στο παγκάκι του  πάρκου, κοιτάζει και καταγράφει τη ζωή που περνάει μπροστά του με μια καθημερινή ομοιομορφία. Οι γονείς που φέρνουν τα παιδιά τους στο σχολείο ή τα παίρνουν το απόγευμα, μια κοπέλα που βγάζει το σκύλο της περίπατο στο μικρό πάρκο, ο Πακιστανός που καθαρίζει τα παρμπρίζ των αυτοκινήτων, ένα παιδί με σύνδρομο Ντάουν που περνάει με τη μητέρα του, ο τροχονόμος, υπάλληλοι ενός πρακτορείου ταξιδίων που βγαίνουν για καφέ κ.λπ. γίνονται αντικείμενο της παρατήρησης και των σκέψεών του.
Από το γραφείο του επικοινωνούν μαζί του, του φέρνουν όταν χρειάζεται κάτι να υπογράψει, αλλά ταυτόχρονα το παγκάκι και το αυτοκίνητο γίνονται, όπως λέει, "ένα τείχος των δακρύων". Συγγενείς, συνάδελφοι που απολύθηκαν ή αντιμετωπίζουν άλλα προβλήματα, ο αδελφός του, η κουνιάδα του, φίλοι, ακόμα και προϊστάμενοί του ένας-ένας καταφθάνουν, καθένας με τα δικά του προβλήματα.  Ο Πιέτρο με έκπληξη διαπιστώνει πως ο μεγάλος πόνος από το θάνατο της γυναίκας του που περίμενε να εμφανιστεί δεν έχει έρθει. Ούτε και στην κόρη του, που περιμένει να την παρηγορήσει. Όλα είναι ένα ήρεμο χάος.
Μέσα από την ακινησία του ήρωά του ο Veronesi απλώνει τη ματιά του και αγκαλιάζει τον κόσμο. Στις 529 σελίδες του μυθιστορήματος περνάνε πλήθος θέματα. Ο θάνατος, η ενοχή, οι τύψεις, όνειρα, εμπειρίες ζωής, ανθρώπινες σχέσεις, σχέσεις αδελφιών, γονιών-παιδιών, κινηματογραφικά έργα, στίχοι από ένα cd των Radiohead που έρχονται και επανέρχονται, ατομικά δράματα, εμπειρία από το κάπνισμα οπίου, ακόμα και μια αναφορά στην οικονομική πτυχή του ολοκαυτώματος, αλλά πάνω απ' όλα ο σκληρός, ανταγωνιστικός κόσμος των επιχειρήσεων.
Δεν λείπει το χιούμορ ούτε η συγκίνηση. Κάποτε μόνο η αφήγηση γίνεται τόσο υπερβολικά λεπτομερειακή που ο αναγνώστης αισθάνεται κάποια πλήξη, αδημονώντας για τη συνέχεια.
Κλείνοντας το βιβλίο μαζί με την ικανοποίηση από ένα ωραίο λογοτεχνικό έργο ένιωθα και τη μελαγχολία που μπόρεσε να μου μεταδώσει ο συγγραφέας για τον κόσμο μας. Πράγματι, "It's a wild world", όπως ο Πιέτρο διαπιστώνει.