Τετάρτη, Δεκεμβρίου 30, 2009

Αποχαιρετώντας το 2009 με καλοκαιρινές αναμνήσεις

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ


(12-26 ΙΟΥΛΙΟΥ 2009)

Δυο βδομάδες στη θάλασσα

Κυριακή, 12 Ιουλίου

Αναχώρηση

Ξεκινώ σήμερα για ένα ταξίδι που χρόνια ονειρευόμουν μα που δεν ήλπιζα πως θα μπορούσα να πραγματοποιήσω ποτέ. Κι όμως να ‘μαι που ξεκινώ για εκεί όπου για αιώνες άνθησε ο ελληνικός πολιτισμός. Για εκεί όπου οι Αργοναύτες αναζήτησαν το χρυσόμαλλο δέρας. Εκεί όπου ο Ορέστης ξαναβρήκε τη χαμένη του αδελφή. Εκεί όπου Έλληνες έμποροι οραματίστηκαν την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού. Ξεκινώ για τη Μαύρη Θάλασσα. Η δική μας Αργώ ονομάζεται Azamara Quest και Ιωλκός μας είναι η Civitavecchia («Παλιά Πόλη»), επίνειο της Ρώμης.

Δευτέρα, 13 Ιουλίου


 Ξυπνάμε αγκυροβολημένοι στον Κόλπο του Σορρέντο. Όλο το βράδυ πλέαμε κατά μήκος της δυτικής ακτής της Ιταλίας, διασχίζαμε νερά τόσο γαλήνια και ήρεμα που κάποιοι δεν πήραν είδηση ότι είχαμε σαλπάρει. Το Σορρέντο μας αντικρίζει από το ύψος της ομορφιάς του.

Άποψη του Σορέντο από τη θάλασσα

Να ‘ναι άραγε, όπως η παράδοση το θέλει, σ’ αυτούς τους καταπράσινους λόφους καθισμένες οι μυθικές Σειρήνες τραγουδούσαν μαγεύοντας τους ναυτικούς; Ή μήπως ο μύθος δημιουργήθηκε γιατί πλήθος γνωστών και διασήμων, ξεκινώντας από τον αυτοκράτορα Τιβέριο και φτάνοντας στον Ντίκενς, τον Τολστόι, το Λόρδο Μπάιρον, τον Νίτσε, τον Λίστ, τον Καρούζο, τον Παβαρότι και τη σημερινή κοσμοπλημμύρα των τουριστών, μαγεύτηκαν από την ομορφιά και το εξαίσιο κλίμα του;
Εμείς, δυστυχώς, έχουμε λίγες μόνο ώρες να το τριγυρίσουμε, να περπατήσουμε στα στενά δρομάκια του, να ρίξουμε μια ματιά στη μισοσκότεινη, παλιά εκκλησία του Αγίου Φραγκίσκου και πιο πολύ να θαυμάσουμε τον Κόλπο της Νάπολης που απλώνεται στα πόδια του Σορρέντο.

Σορέντο. Στο βάθος ο Βεζούβιος

Κάποιοι πάνε για μια ξενάγηση στην κοντινή Πομπηία και στο Κάπρι. Τα ‘χω ξαναδεί, γι’ αυτό τριγυρίζω με φίλους στο όμορφο Σορρέντο ως την ώρα που ξανά επιβιβαζόμαστε για να συνεχίσουμε τ’ ωραίο ταξίδι.

Τρίτη, 14 Ιουλίου

Εν πλω

Χαράματα έχουμε περάσει τα στενά της Μεσσήνης, λίγο πιο πριν, όσοι άντεχαν να ξαγρυπνήσουν, είδαν το ηφαίστειο Στρόμπολι. Αργά-αργά περνάμε κάτω από την Ιταλία, διασχίζουμε το Ιόνιο και οδεύουμε προς την Πελοπόννησο. Η μέρα κυλάει με χίλιες δυο δραστηριότητες. Γυμναστήριο, διαλέξεις για μαγειρική, φωτογραφία, κομπιούτερ, πολύτιμους λίθους…διαλέγετε και παίρνετε. Πολλοί τεμπελιάζουν γύρω από την πισίνα μ’ ένα βιβλίο στο χέρι, απολαμβάνοντας αυτό το διάλειμμα ξέγνοιαστης ζωής. Η ζωντανή μουσική, μια ωραία κοπέλα στο μοναχικό χορό της, ένα ζαλιστικό ποτό, οδηγούν τη σκέψη σε δρόμους άλλους. Είναι τόση η ομορφιά και η ξεγνοιασιά της στιγμής, που άθελά μου με πιάνουν τύψεις για τις αντιθέσεις της ζωής, για όλη τη δυστυχία που υπάρχει ακόμη στον κόσμο. Και μια ενδόμυχη ευχή: Να ‘ρθει μέρα που ο κόσμος όλος να μοιάζει μ’ αυτό το πασίχαρο πλοίο…

Τετάρτη, 15 Ιουλίου

Σαντορίνη

Το πρωινό μας βρίσκει έξω από την Πελοπόννησο, στο ολόφωτο, γαλάζιο, γελαστό Αιγαίο, στη δική μας θάλασσα. Και οι Κυκλάδες…

Ίπποι πέτρινοι με τη χαίτη ορθή
και γαλήνιοι αμφορείς
και λοξές δελφινιών ράχες
η Ίος η Σέριφος η Μήλος

Γύρω στις 2 το απόγευμα το πλοίο μας ρίχνει άγκυρα έξω από τη Σαντορίνη.

Παραμένει αρόδο κι εμείς με βάρκες αποβιβαζόμαστε στο λιμάνι, τη Σκάλα, κάπου 270 μέτρα κάτω από τη μικρή πρωτεύουσα, τα Φηρά. Σηκώνουμε το βλέμμα. Πώς ανεβαίνει κανείς απάνω; Κάποτε…με γαϊδουράκια, ή σκαρφαλώνοντας τα 600 σκαλοπάτια ή, αυτό που προτιμούν οι περισσότεροι, με το τελεφερίκ.
Ξεκινάμε αμέσως για το πιο φημισμένο χωριό του νησιού, την Οία. Από μακριά φαντάζει σαν μια άσπρη, χιονισμένη βουνοκορφή.

…και τα σπίτια πιο λευκά…

Παρ’ όλο τον καυτό ήλιο του μεσημεριού, τριγυρίζουμε στα στενά δρομάκια, πήχτρα από τουρίστες, ενώ δεν χορταίνουμε να φωτογραφίζουμε τ’ άσπρα σπιτάκια. Πουθενά αλλού, νομίζω, δεν βρίσκουν τόση επιβεβαίωση οι στίχοι του Ελύτη:

Και τα σπίτια πιο λευκά
Στου γιαλού το γειτόνεμα

Το περίφημο ηλιοβασίλεμα της Οίας δεν θα το δούμε, πρέπει να γυρίσουμε στα Φηρά. Στο γυρισμό σταματάμε σ’ ένα οινοποιείο για δοκιμή των εξαιρετικών, πραγματικά σαντορινιών κρασιών. Μα κι εδώ πιο πολύ μας τραβάει η θέα που απλώνεται μπροστά μας, η γαλάζια καλντέρα, το βυθισμένο ηφαίστειο, τα νησάκια-δημιούργημά του.

Σαντορίνη
Στο μικρό, αλλά τόσο ενδιαφέρον μουσείο των Φηρών «διαβάζουμε» την ιστορία του νησιού στα θαυμάσια ευρήματα της αρχαιολογικής σκαπάνης: πρωτοκυκλαδικά, ύστερα Κυκλαδικά, αμφορείς.

Πέμπτη, 16 Ιουλίου
Κουσάντασι-Έφεσος

Το πρωινό μας βρίσκει στο Κουσάντασι, «Το νησί των πουλιών», ένα από τα πιο δημοφιλή παραθαλάσσια θέρετρα της Τουρκίας. Λίγες μόνο ώρες πριν βρισκόμαστε σ’ ελληνικά νερά, στη Σαντορίνη. Πώς άξαφνα όλα αλλάζουν! Τον ήχο της καμπάνας διαδέχεται η φωνή του μουεζίνη. Οι ήχοι, οι μυρωδιές, η όλη ατμόσφαιρα πώς άλλαξε μεμιάς!
Κι όμως, όταν μπαίνουμε στο λεωφορείο και ξεκινάμε για την Έφεσο, «Παράξενο», λέει μια φίλη, «πολύ οικείο μου φαίνεται το περιβάλλον». Πώς να μην είναι οικείο; Εδώ είναι η «Αιολική γη». Πράσινοι, απαλοί λόφοι, ροδακινιές, φιστικιές, βαμβάκια, πλούσια γη, δική μας κάποτε γη…
Σε περίπου είκοσι λεπτά απόσταση απλώνονται τα ερείπια ενός από τους πιο καλοδιατηρημένους και πιο εντυπωσιακούς αρχαιολογικούς χώρους. Είναι η αρχαία Έφεσος με τις πύλες της, τις λεωφόρους της, τους ναούς, το μεγάλο θέατρο (25. 000 θεατές μπορούσε να χωρέσει), το στάδιο, την αγορά, την περίφημη Βιβλιοθήκη του Κέλσου, ακόμα και τουαλέτες ή «το σπίτι του έρωτα».


Η Βιβλιοθήκη του Κέλσου


Οι Τούρκοι ξεναγοί όμως ξεκινούν την ίδρυση της πόλης από τους Ρωμαίους. Πρέπει να τους ρωτήσεις για να σου πουν «Ναι, προηγουμένως είχαν έρθει οι Έλληνες».

Μα όταν μπεις στο Αρχαιολογικό Μουσείο της πόλης, όπου εκτίθενται ευρήματα από τις ανασκαφές, τότε καταλαβαίνεις την επίδραση του ελληνικού πολιτισμού. Άγαλμα της Αφροδίτης, άγαλμα του Διονύσου. Γλυπτά, τοιχογραφίες, ένα κεφάλι του Σωκράτη, κιονόκρανα, όλα φωνάζουν για το ελληνικό παρελθόν της πόλης.



Το μουσείο της Εφέσου

Ένα παράξενο άγαλμα της Αρτέμιδος, με το στήθος γεμάτο από τα σύμβολα της γονιμότητας προσελκύει την προσοχή και προκαλεί τις λεπτομερείς εξηγήσεις της ξεναγού.
Στην Έφεσο άλλωστε βρισκόταν ο μεγάλος ναός της θεάς, ένα από τα επτά θαύματα του κόσμου, και που υπήρξε η πιο μεγάλη απογοήτευση της επίσκεψής μας εδώ. Κανείς δεν μας είχε προϊδεάσει ότι από τον περίφημο αυτό ναό (που ο Ηρόστρατος έκαψε για να μείνει το όνομά του στην ιστορία-πράγμα που δυστυχώς κατόρθωσε) δεν σώζεται παρά μόνο…ένας κίονας.
Μα η Έφεσος δεν υπήρξε μόνο μια μεγάλη, πλούσια και ευημερούσα ρωμαϊκή πόλη. Υπήρξε και κέντρο του Χριστιανισμού. «Προς Εφεσίους» γράφει ο Απόστολος Παύλος, η Παναγία λέγεται ότι εδώ πέρασε τις τελευταίες μέρες της ζωής της και το σπίτι της είναι ιερό προσκύνημα, εδώ βρίσκεται ο τάφος του Αγίου Ιωάννη και τα ερείπια της μεγάλης Βασιλικής που έκτισε στη μνήμη του ο Ιουστινιανός.
Η περιπλάνησή μας στον αρχαίο κόσμο τελειώνει. Ξαναγυρίζουμε στο Κουσάντασι. Τα μαγαζιά έχουν τώρα ανοίξει. Οι μαγαζάτορες συναγωνίζονται στη διαφήμιση των εμπορευμάτων τους. Δερμάτινα είδη, χάλκινα, μπρούντζινα, χαλιά. Με μια ενδιαφέρουσα επίδειξη κατασκευής χειροποίητων χαλιών (που κανείς μας βέβαια δεν ενδιαφέρεται να αγοράσει) αποχαιρετούμε την τουρκική αυτή πόλη.
Στην αγορά του Κουσάντασι

Παρασκευή, 17 Ιουλίου
Χίος

Χαράματα το πλοίο ρίχνει άγκυρα στη Χίο. Ο ήλιος μόλις ανατέλλει φωτίζοντας το πανέμορφο τοπίο.


Ο ήλιος ανατέλλει στη Χίο

Μνήμες αναδεύονται μέσα μου. Μνήμες που πάνε δεκαετίες πίσω.

«Τζαι πε μου, κόρη μου, πόθθεν είσαι
τζαι τ’ όνομάν σου πώς το λαλούν;»
-«Από τη Χιον τη ματζελλεμένην
τζαι τ’ όνομάμ μου λαλούμ μ’ Ελένην».

Στη συνείδηση ανεβαίνουν οι στίχοι όπου για πρώτη φορά άκουσα την άγνωστη, μακρινή Χιό-Χίο, με τη φωνή της μητέρας μου, όταν μας απάγγελλε απέξω ολόκληρο το πολύστιχο ποίημα του Βασίλη Μιχαηλίδη, τη «Χιώτισσα», που μικρούς μας τρόμαζε και μας γοήτευε.
Γνώρισα αργότερα τη Χίο μεσ’ από τα βιβλία της ιστορίας, μέσ’ από το στίχο του Ουγκώ:

«Η Χίος τ’ όμοφο νησί μαύρη απομένει ξέρα»

Και τώρα να την που προβάλλει μπροστά μου, κάθε άλλο παρά «μαύρη ξέρα». Καταπράσινη, γελαστή, όμορφη. Ας με συγχωρέσει η φήμη του πασίγνωστου νησιού, τη βρήκα όμως πιο όμορφη από τη Σαντορίνη. Ανηφορίζοντας το φιδογυριστό δρόμο φτάνουμε στην πιο γνωστή και την πιο φημισμένη Μονή του νησιού, τη Νέα Μονή, εξαίσιο Βυζαντινό κτίσμα του 11ου αιώνα.

Η Νέα Μονή

Ακούμε την ιστορία του, θαυμάζουμε τα ωραία ψηφιδωτά, αλλά μεγαλύτερη συγκίνηση αισθάνομαι αντικρίζοντας στο προσκυνητάρι στη μέση της εκκλησίας μια μικρή εικόνα: Ο Άγιος Κήρυκος και η Αγία Ιουλίττα. Δεν έτυχε να τους δω αλλού. Τι σύμπτωση! Προχθές, δεκαπέντε Ιουλίου, ήταν η γιορτή τους.

Άξιον εστί εορτάζοντας τη μνήμη
Των Αγίων Κηρύκου και Ιουλίτης.

Κι εδώ ο Ελύτης που νοερά δεν έπαψε να με συνοδεύει καθώς εδώ και τέσσερις μέρες διασχίζουμε το Αιγαίο.
Βγαίνοντας από την εκκλησία, σε μια μικρή μισοσκότεινη αίθουσα, μια προθήκη με γυμνά κρανία παραπέμπει και πάλι στα δεινά του νησιού, στη μνήμη των σφαγών που δεν λέει να σιγήσει.
Ψηλά, σ’ ένα γρανιτένιο βράχο, βρίσκεται σκαρφαλωμένο το χωριό Ανάβατος (αυτό που δεν μπορείς να το ανεβείς). Εγκαταλελειμμένο και ακατοίκητο πια, προσφέρεται μόνο σαν δείγμα της αρχιτεκτονικής του, με τους εξωτερικούς τοίχους των σπιτιών να ενώνονται, αποτελώντας ένα τείχος με το βουνό. Η υπέροχη θέα που απλώνεται μπροστά σου μέσα από τα ερείπιά του σε αποζημιώνει για το λαχάνιασμα του ανεβάσματος.

Στα δρομάκια του χωριού Ανάβατος

Πολύ κοντά, ένα άλλο χωριό, το Αυγώνυμα, φαντάζει από μακριά σαν ζωγραφιά σε παιδικό παραμύθι. Πέτρινα σπίτια, στενά δρομάκια μας μεταφέρουν σε εποχές περασμένες. Απέναντι στο βάθος μόλις διακρίνονται τα Ψαρά, άλλος πονεμένος τόπος της Ρωμιοσύνης. Πιο πίσω, μας λένε, είναι η Νάξος.

Θέα από τα Αυγώνυμα

Ξαναγυρνάμε στην πόλη, στη Χώρα. Για ώρα πολλή τριγυρίζουμε στον κεντρικό της δρόμο, την Απλωταριά, όπως είναι γνωστή. Ρωτώντας οδηγούμε τα βήματά μας στην όμορφη, μεγάλη Ιστορική Βιβλιοθήκη της Χίου, που φέρει το όνομα του μεγάλου της τέκνου, του Αδαμάντιου Κοραή. Μια απ’ τις μεγαλύτερες βιβλιοθήκες της Ελλάδας, με πάνω από 250 000 τόμους, με συλλογές από χάρτες, γκραβούρες, πίνακες, χειρόγραφα και άλλα σπάνια κειμήλια. Ανάμεσά τους και η πρώτη σημαία που υψώθηκε το 1912 σημαίνοντας την απελευθέρωση του νησιού.
Εγκαταλείποντας το νησί δεν μπορούμε να μην πάρουμε μαζί μας τα πιο χαρακτηριστικά είδη, όλα προϊόντα της μαστίχας. Φαινόμενο μοναδικό στον κόσμο, τα μαστιχόδεντρα, που ευδοκιμούν σ’ ένα μονάχα μέρος, ούτε καν σε άλλο μέρος του ίδιου του νησιού, προσφέρουν το χυμό τους για ποτά, καλλυντικά, γλυκά, σαπούνια κ. ά. Όλα με το ωραίο, χαρακτηριστικό άρωμα της μαστίχας.

Σάββατο, 18 Ιουλίου
Κωνσταντινούπολη

«Είναι, αλήθεια, τόσο όμορφη, τόσο μαγευτική, τόσο απίστευτα ονειρική, όπως την είδαμε; Ή μήπως η εικόνα της Πόλης που χρόνια-αιώνες καλύτερα-κουβαλάμε μέσα μας και πλάθαμε στη φαντασία μας προβλήθηκε απάνω στη σημερινή Ισταμπούλ και την κάλυψε και αποκαλύφθηκε στα μάτια μας μια άλλη Πόλη; Όχι η κατακτημένη του Μωάμεθ και ων σουλτάνων αλλά η Πόλη του Κωνσταντίνου, η Πόλη του Ιουστινιανού, η Πόλη της δόξας του Βυζαντίου; Ποιος ξέρει…Σημασία έχει πως οι έξι μέρες που μείναμε στην Πόλη μας έκαναν να την ερωτευτούμε ακόμα περισσότερο απ’ ό, τι την είχαμε αγαπήσει από μακριά, πως φεύγοντας είπαμε: «Εδώ, δε γίνεται, πρέπει να ξανάρθω»
Αυτά έγραφα πέντε χρόνια πριν, όταν το 2004 επισκέφθηκα για πρώτη φορά την Πόλη. Και να που η επιθυμία πραγματοποιείται. Ξανάρχομαι σήμερα, μόνο όμως για ένα Σαββατοκύριακο αυτή τη φορά.
Η ομορφιά της μας αποκαλύπτεται τώρα ακόμη καλύτερα καθώς την αντικρίζουμε πλησιάζοντάς την από τη θάλασσα. Διακρίνομε ήδη τους μιναρέδες που μολύνουν τον ορίζοντά της, την τουρκεμένη Αγιά-Σοφιά, τα παραθαλάσσια παλάτια της.

Πλησιάζοντας στην Πόλη
Το διήμερο της παραμονής μας ξαναζούμε το τούρκεμα στο ναό του Ιουστινιανού, θαυμάζουμε το κοντινό υδραγωγείο, διασχίζουμε τους κοσμοπλημμυρισμένους δρόμους με μια τρομαχτική τροχαία κίνηση που δεν συναντάς πουθενά αλλού.
Στην Παναγία των Βλαχερνών
Ξαναχαζεύουμε στην Κλειστή Αγορά και στην Αγορά των Μπαχαρικών, με συγκίνηση ψάλλουμε το «Τη Υπερμάχω» στις Βλαχέρνες και ώρα πολλή θαυμάζουμε τα απίστευτης ομορφιάς, μοναδικά στον κόσμο, ψηφιδωτά της Μονής της Χώρας. Όσες φορές κι αν τα δεις δεν τα χορταίνεις. Εμπνευσμένα από τα απόκρυφα ευαγγέλια, με σκηνές από τη ζωή του Χριστού και της Παναγίας, είναι κάτι το ανεπανάληπτο. Ο Κυριακάτικος εκκλησιασμός στο πατριαρχείο, αν και ο Πατριάρχης απουσιάζει, απαραίτητος. Με ενοχλεί όμως η τουριστικοποίηση κι αυτών ακόμη των ιερών στιγμών της λειτουργίας. Οι φωτογραφίσεις, με την πλάτη γυρισμένη στο Ιερό, μου φέρνουν στο νου τους «Περιηγητές στη λειτουργία»:

Καλοκαιρινοί. Ζέστη είχε αρχίσει από το πρωί.
Μπήκαν σαν κύμα. Φέραν ταραχή. (Παπατσώνης)





Το απόγευμα σαλπάρουμε και πάλι. Στο απαλό φως του απογευματινού ήλιου αποχαιρετούμε την Πόλη και σε λίγο διασχίζουμε τον Βόσπορο. Κανείς δεν εγκαταλείπει το υπέροχο θέαμα που για ώρα πολλή μας συνοδεύει, ώσπου τέλος περνάμε τις Συμπληγάδες και ξανοιγόμαστε στη Μαύρη Θάλασσα.


Στο Πατριαρχείο



Διασχίζοντας το Βόσπορο

Δευτέρα, 20 Ιουλίου
Σινώπη

Το πρωί μας βρίσκει να αντικρίζουμε από κάποια απόσταση τη Σινώπη, μια μικρή, επαρχιακή, νωθρή, τουρκική πόλη, στο βορειότερο σημείο της τουρκικής ευξείνειας ακτής. Το λιμάνι της θεωρείται από τα πιο προφυλαγμένα, αλλά η θάλασσα που αγρίεψε δεν μας επιτρέπει να προσεγγίσουμε στην ακτή.
Αποβιβαζόμαστε με βάρκες του πλοίου. Τι να δούμε όμως; Τα πιο αξιοθέατα, ένα εθνογραφικό, δηλ. λαογραφικό μουσείο, θα λέγαμε, σ’ ένα πρώην αρχοντικό σπίτι. Η καθημερινή ζωή των ανθρώπων, η επίπλωση, η προετοιμασία των προικιών για το γάμο κ.λπ. Ελάχιστα ως καθόλου ενδιαφέρον. Ένας παλιός «μεντρεσές», δηλ. θεολογική μουσουλμανική σχολή, στεγάζει τώρα τουριστικά καταστήματα. Άδικα περιμένουμε για ώρα ένα καφέ που παραγγείλαμε. Η συνεννόηση δύσκολη έως αδύνατη με ανθρώπους που δεν μιλούν καμιά άλλη γλώσσα εκτός από την τουρκική.


Ο μεντρεσές στη Σινώπη
Πολύ πιο ενδιαφέρον βρήκα το απέναντι τζαμί, το λεγόμενο Alaaddin. Ο ιμάμης πρόθυμα μας δίνει όσες πληροφορίες του ζητάμε, πάντα βέβαια διά μέσου του ξεναγού που μεταφράζει. Ο ξεναγός μας είναι ένας ανίδεος νεαρός, που το μόνο αξιοσημείωτο σχόλιό του ήταν ότι η πόλη του προήλθε από ανάμειξη πολλών λαών που πέρασαν απ’ εδώ, απόδειξη ότι εμείς του θυμίζουμε…τη γιαγιά του!
Και μέσα σ’ αυτή την καθαρά τουρκική ατμόσφαιρα μπαίνουμε στο μικρό μουσείο της πόλης κι αναπνέουμε Ελλάδα. Βυζαντινές εικόνες, ψηφιδωτά, επιτύμβιες στήλες: Ιουλία-Σαββείνος, Ευνομία, Θεοτίμα σύζυγος Φαρνάκη, Είμαι ο τάφος της Βριταγόρας, συζύγου του Βρόμιου, κ.ά. χαραγμένα τα ελληνικά στις επιτύμβιες στήλες, σιωπηλά φωνάζουν για την προέλευση της πόλης. Ιδρύθηκε από Μιλησίους, ίδρυσε η ίδια άλλες αποικίες στον Εύξεινο Πόντο, υπήρξε η πρωτεύουσα του πανίσχυρου Μιθριδάτη, σφοδρού πολέμιου των Ρωμαίων και τώρα είναι μια υποβαθμισμένη, επαρχιακή πόλη. Μερικές χιλιάδες Έλληνες ζούσαν εδώ ως το 1914. Όσοι δεν εξοντώθηκαν, μετανάστευσαν στην Ελλάδα με την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1923-24.

Σινώπη

Φεύγοντας βλέπουμε τα παλιά κανόνια στραμμένα στο βορρά, κατάλοιπα του Ρωσοτουρκικού πολέμου. Πριν μπούμε ξανά στις βάρκες για το πλοίο, κάνουμε μια σύντομη στάση μπροστά στο κακόγουστο άγαλμα του γνωστού κυνικού φιλοσόφου, του Διογένη, που γεννήθηκε εδώ. Παριστάνεται μ’ ένα φανάρι στο χέρι κι ένα σκυλάκι στα πόδια του!





Τρίτη, 21 Ιουλίου
Γιάλτα

Όλο το βράδυ διασχίζαμε τη Μαύρη Θάλασσα από νότο προς βορρά, από τη Σινώπη στη Γιάλτα. Καιρός ήταν ο Άξενος Πόντος (κι ας τον είπαν Εύξεινο για να τον καλοπιάσουν) να δείξει το αληθινό του πρόσωπο. Μας ταρακούνησε λιγάκι. Κάποιοι ζαλίστηκαν, άλλοι, πιο προνοητικοί, έμειναν στα δωμάτιά τους. Το πρωί, ξυπνώντας, αντικρίσαμε την όμορφη Γιάλτα ν’ απλώνεται χαρούμενη και γελαστή προς τη θάλασσα, μπροστά από τα καταπράσινα βουνά της. Απάνεμο λιμάνι, με τους Έλληνες να το έχουν πρώτοι ανακαλύψει (Γιάλτα-από το γιαλός). Άραγε εδώ να άραξε ο Ορέστης με τον Πυλάδη, εδώ να ξαναβρήκε τη χαμένη του αδελφή; Η μυθολογία, αλλά και η Ιστορία άφησαν βαθιά τα ίχνη τους στην Κριμαία-Ταυρίδα.
Στην άκρη της χερσονήσου της Κριμαίας, η Γιάλτα φαντάζει πανέμορφη. Πριν ακόμη τη γνωρίσουμε από πιο κοντά, καταλαβαίνουμε γιατί υπήρξε αγαπημένο ενδιαίτημα των τσάρων, αργότερα των ηγετών του κομμουνισμού, της ρωσικής αριστοκρατίας και της ουκρανικής ελίτ. Μήλο της έριδος μεταξύ Τουρκίας και Ρωσίας γνώρισε πολέμους και αναταραχές, με αποκορύφωμα τον Κριμαϊκό Πόλεμο (1853-56). Αυτό τον πανέμορφο τόπο διάλεξαν και οι νικητές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, Ρούσβελτ, Τσόρτσιλ και Στάλιν για να συναντηθούν και να μοιράσουν τον κόσμο.

Γιάλτα
Η γνωριμία μας με τη Γιάλτα αρχίζει με την επίσκεψη στο σπίτι του μεγάλου Ρώσου συγγραφέα, Άντον Τσέχοφ. Μέσα σ’ ένα ειδυλλιακό περιβάλλον, ανάμεσα σε δέντρα και λουλούδια, κυπαρίσσια, φοινικιές, θάμνους και τριανταφυλλιές, υψώνεται το κατάλευκο σπίτι, όπου πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, έχοντας επισκεφθεί πολλές φορές προηγουμένως τη Γιάλτα. Εδώ έγραψε τον «Βυσσινόκηπο», (καθόλου απίθανο να εμπνεύστηκε από το περιβάλλον του), τις «Τρεις αδελφές», την «Κυρία με το σκυλάκι».


Σε ξεχωριστό οίκημα στεγάζεται το Μουσείο Τσέχοφ, γεμάτο από φωτογραφίες, χειρόγραφα, πρώτες εκδόσεις, κριτικές, επιστολές. Να βλέπεις σε φωτογραφίες τον Τσέχοφ με τον Τολστόι ή με τον Μάξιμ Γκόρκι Τι απίθανη συντροφιά!
Συνεχίζουμε για ένα από τα παλάτια της Γιάλτας, το Παλάτι Αλούπκα. Βέβαια, για τους πολυταξιδεμένους ένα ακόμη παλάτι δεν λέει και πολλά πράγματα. Όμως, αν κάτι κάνει το Αλούπκα να ξεχωρίζει είναι η εντυπωσιακή τοποθεσία του. Διασχίζουμε με τα πόδια ένα πανέμορφο δάσος και το αντικρίζουμε να υψώνεται στη μέση ενός απέραντου πάρκου, προστατευμένο από βορρά από τα Κριμαϊκά βουνά, από το νότο ν’ απλώνεται μπροστά του η καταπληκτική θέα της Μαύρης Θάλασσας. Σχεδιασμένο από Άγγλο αρχιτέκτονα, κτισμένο (1828-1846) ως κατοικία του πρίγκιπα Βοροντσόφ, συνδυάζει διάφορους ρυθμούς, από το γοτθικό ως τον αραβικό. Σ’ αυτό το παλάτι έμεινε το 1945 ο Τσόρτσιλ και η βρετανική αντιπροσωπία, όταν ήρθαν για τη γνωστή Διάσκεψη της Γιάλτας. Εμείς, δυστυχώς, δεν έχουμε αυτό το προνόμιο!


Το παλάτι Αλούπκα

Το επόμενο παλάτι που επισκεπτόμαστε δεν έχει αυτή την ομορφιά. Έχει όμως την Ιστορία να το σημαδεύει ανεξίτηλα. Στο παλάτι Livadia (η ελληνικότατη λέξη Λιβάδια) οι τρεις μεγάλες δυνάμεις, Αγγλία, Ρωσία, Αμερική, συνήλθαν από τις 4-11 Φεβρουαρίου 1945 και καθόρισαν τη μορφή που θα είχε ο μεταπολεμικός κόσμος. Πρώτος «ανακάλυψε» τη Γιάλτα ο τσάρος Αλέξανδρος Β΄ το 1860 και από τότε μπορεί να πει κανείς ότι η Γιάλτα έγινε η θερινή πρωτεύουσα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας.
Τη σημερινή του μορφή το παλάτι πήρε από τον τελευταίο τσάρο, τον Νικόλαο Β΄ το 1911, αλλά η πολυμελής οικογένειά του με το τραγικό τέλος μόνο τέσσερις φορές έμεινε εδώ.


Το τραπέζι της συνδιάσκεψης

Τριγυρίζουμε στα δωμάτια του τσάρου, της τσαρίνας, των παιδιών, στη μεγάλη αίθουσα υποδοχής, στην τραπεζαρία, στην αίθουσα μπιλιάρδου, βλέπουμε ωραίες εσωτερικές αυλές, αλλά τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με το ρίγος που σε καταλαμβάνει μπροστά στο τραπέζι όπου οι τρεις, Τσόρτσιλ, Ρούσβελτ και Στάλιν υπέγραψαν τη συμφωνία, όταν σκέφτεσαι ότι οι αποφάσεις που λήφθηκαν εδώ επηρέασαν και ίσως επηρεάζουν ακόμα εκατομμύρια ανθρώπων.


Πολύ έχουμε βυθιστεί στην Ιστορία. Καιρός να ξανάρθουμε στο παρόν. Σ’ ένα τοπικό εστιατόριο με μοναδική θέα προς το βράχο που ονομάζεται «φωλιά του χελιδονιού» δοκιμάζουμε τα ουκρανικά φαγητά κι απολαμβάνουμε ένα ποτήρι κρασί.
Εδώ υπογράφηκε η συμφωνία της Γιάλτας


Τετάρτη, 22 Ιουλίου
Σεβαστούπολη

Χαρά και συγκίνηση καθώς ξυπνώντας το πρωί αντικρίζουμε το λιμάνι που έχουμε φτάσει: CEBACTOPOLb. . Κτισμένη στη νοτιοδυτική άκρη της Χερσονήσου της Κριμαίας, αυτής της τόσο ταραγμένης περιοχής, μιας περιοχής διαφιλονικούμενης ανά τους αιώνες, η Σεβαστούπολη ήταν μέχρι το 1911 απαγορευμένη για τους ξένους, λόγω του ότι ήταν Σοβιετική ναυτική βάση. Και τώρα ακόμη, με ειδική συμφωνία μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας, ο Ρωσικός στόλος της Μαύρης Θάλασσας σταθμεύει εκεί. Αυτό μέχρι το 2017. Μετά, ποιος ξέρει. Κανένας δεν μπορεί να προβλέψει την Ιστορία, λέει και η ξεναγός μας, που χτες στη Γιάλτα μας μιλούσε για την τραγική ιστορία του τσάρου Νικόλαου. Τώρα όμως η Σεβαστούπολη είναι ανοιχτή και για τη διεθνή εμπορική ναυτιλία, αλλά και για τα εκατομμύρια των τουριστών που την επισκέπτονται κάθε χρόνο.
Σεβαστούπολη
 Δυο φορές η πόλη ισοπεδώθηκε, χωρίς να παραβλέπουμε και την καταστροφή που υπέστη κατά την επανάσταση των Μπολσεβίκων και κατά τις σφοδρές συγκρούσεις τους με το Λευκό στρατό που διεξήχθησαν εδώ. Την πρώτη φορά βομβαρδίστηκε από τους Αγγλογάλλους που συμμάχησαν με τους Τούρκους εναντίον της Ρωσίας κατά τον Κριμαϊκό Πόλεμο (1853-56). Τη δεύτερη από τους Ναζί στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σήμερα είναι μια όμορφη ανοικοδομημένη πόλη, όπου τίποτα δεν θυμίζει τις καταστροφές του παρελθόντος. Τη φοβερή πολιορκία, την άμυνα και την καταστροφή του 1855 μπορεί κανείς να δει στο «Πανόραμα». Ένα μουσείο που είναι ολόκληρο ένας πίνακας μήκους 115 μ. και ύψους 14 μ. Πίνακας με προοπτική που σου δίνει την εντύπωση του πραγματικού πεδίου της μάχης. Η τρισδιάστατη εικόνα, με τον ειδικό φωτισμό, τον ήχο, τις 4000 ανθρώπινες μορφές, τα όπλα, τους καπνούς, την πιστή αναπαράσταση του τοπίου, σου δίνει την εντύπωση πως παρακολουθείς από τον λόφο Μάλακοφ την άμυνα της πόλης την 6η Ιουνίου 1855.

Η νέα ζωή πλάι στην αρχαία

Το πιο αξιοθέατο όμως για μας στη Σεβαστούπολη είναι τα ερείπια της αρχαίας Χερσονήσου, αποικίας των Αθηναίων, ιδρυμένης το 422 π.Χ. Για ώρα τριγυρίζουμε στα ερείπια της αρχαίας πόλης, αψηφώντας τον ήλιο και τη ζέστη της ημέρας. Καλά διατηρημένο θέατρο, αγορά, οχυρώσεις, κίονες, ναός…Μήπως πρέπει να αναθεωρήσουμε την υπόθεση ότι στην πολύ γειτονική Γιάλτα έφτασε ο Ορέστης; Μήπως η αρχαία Ταυρίδα ταιριάζει πιο πολύ να ταυτιστεί με τη Σεβαστούπολη-Χερσόνησο;
Οι ξένοι, αντιθετική πινελιά μέσα στα αρχαία ερείπια, που απολαμβάνουν το μπάνιο τους αγνοώντας τα αφιλόξενα βράχια της ακτής, ενισχύουν αυτή την υπόθεση.
Λίγο πιο πέρα ο μεγαλοπρεπής ναός του Αγίου Βλαδιμήρου τιμά τη Σεβαστούπολη ως λίκνο του Ρωσικού Ορθόδοξου Χριστιανισμού. Εδώ, τον 9ο αι. ο πρίγκιπας Βλαδίμηρος ασπάστηκε τον Χριστιανισμό, καθιστώντας τον θρησκεία της Ρωσίας.

Πέμπτη, 23 Ιουλίου
Οδησσός

Και να την που προβάλλει μπροστά μας, πανέμορφη μέσα στο ηλιόφωτο, καλοκαιρινό πρωινό, αυτή για την οποία κυρίως ξεκινήσαμε τ’ ωραίο ταξίδι.. Δρόμοι και λεωφόροι, βουλεβάρτα και πάρκα, πανέμορφα κτίρια και πλήθος μουσεία, η ιστορία η ίδια περιδιαβάζει στους δρόμους της. Στην 7ωρη ξενάγησή μας προσπαθούμε να δούμε όσο πιο πολλά μπορούμε, να συνδυάσουμε αυτά που βλέπουμε με όσα η φαντασία και τα διαβάσματά μας ανακαλούν.


Η όπερα της Οδησσού
Σχετικά καινούρια πόλη, με ιστορία 200 μόνο χρόνων, ουσιαστικά δημιούργημα της Μεγάλης Αικατερίνης στη θέση ενός παλιού οχυρού, έγινε με τη φροντίδα εμπνευσμένων κυβερνητών της, με την αγάπη του πολυπολιτισμικού πληθυσμού της, με την ανάπτυξη του εμπορίου το 19ο αι. το «μαργαριτάρι της Μαύρης Θάλασσας». Μια πανέμορφη πόλη που μαγεύει τον επισκέπτη.



Αρχίζουμε την περιήγησή μας από τη Λεωφόρο Πριμόρσκι. Ένας κατάφυτος με σκιερές δεντροστοιχίες φαρδύς πεζόδρομος, με νεοκλασικά κτίρια του 19ου αι. δεξιά και αριστερά. Μια μικρή πλατεία σχηματισμένη από δύο ημικυκλικά κτίρια, είναι αφιερωμένη στο Δούκα Ρισελιέ, πρώτο κυβερνήτη της πόλης, στον οποίο οφείλει τόσα πολλά. Ντυμένος με τη ρωμαϊκή τήβεννο απλώνει το δεξί χέρι προς τη θάλασσα σαν να καλωσορίζει και να προσκαλεί τους ξένους, ενώ στο αριστερό κρατάει τη ανακήρυξη της πόλης σε ελεύθερη ζώνη εμπορίου.

Η περίφημη σκάλα Ποτέμκιν

Μπροστά από το Δημαρχείο με τη νεοκλασική πρόσοψη, υψώνεται το μνημείο στον αγαπημένο Ρώσο ποιητή Πούσκιν, που στο σύντομο πέρασμά του από την πόλη (που ουσιαστικά ήταν εξορία) τη σημάδεψε με το έργο του.

Ο Λαοκόων μπροστά στο Αρχαιολογικό Μουσείο

Μπροστά στο Αρχαιολογικό Μουσείο, γεμάτο από τις αδιάψευστες μαρτυρίες του ελληνικού παρελθόντος της πόλης, υψώνεται ένα θαυμάσιο αντίγραφο του Λαοκόοντα. Στο Μουσείο καλών Τεχνών παρακολουθούμε μια από τις πιο σημαντικές συλλογές έργων Ρώσων και Ουκρανών καλλιτεχνών.
Το μουσείο

Από τα ωραιότερα κτίρια της Οδησσού είναι το Θέατρο Όπερας και Μπαλέτου, κτισμένο το 1837 από Βιεννέζους αρχιτέκτονες. Συμπλέγματα αγαλμάτων στολίζουν το επιβλητικό εξωτερικό: Η μούσα της τραγωδίας, η Μελπομένη, ο μυθικός Ορφέας, η μούσα του χορού, η Τερψιχόρη, ανάγλυφες απεικονίσεις σκηνών από τον Ιππόλυτο του Ευριπίδη, από τους Όρνιθες του Αριστοφάνη, αφιερώνονται στην τραγωδία και την κωμωδία. Οι καλύτεροι Ρώσοι και ξένοι καλλιτέχνες εμφανίστηκαν στη σκηνή αυτού του αρχιτεκτονικού κοσμήματος της Οδησσού, που τώρα εμείς ενεοί θαυμάζουμε το εξωτερικό του μόνο.
Και να επιτέλους η Σκάλα Ποτέμκιν, απαθανατισμένη στο περίφημο έργο του Άιζενστάιν. Κτισμένη στα 1840 σαν μια μεγαλοπρεπής είσοδος από τη θάλασσα στην πόλη, πήρε το όνομά της από το ομώνυμο θωρηκτό και από τους στασιασμένους ναύτες του 1905. Αντικρίζουμε τα 193 σκαλοπάτια της από την κορυφή της να κατεβαίνουν σαν ένα ορμητικό ποτάμι προς τη θάλασσα, που φαίνεται, χάρις στην ιδιαίτερη κατασκευή της (πλατύτερη στη βάση και στενότερη όσο ανεβαίνει) ψηλότερη απ’ ό,τι είναι. Μα δεν είναι η μόνη ιδιαιτερότητά της. Καθώς την κοιτάζει κάποιος από την κορυφή σκαλοπάτια δεν φαίνονται, φαίνονται μόνο πλατύσκαλα και το λιμάνι σου φαίνεται έτσι πολύ κοντά. Αντίθετα, αν την κοιτάξεις από τη βάση προς την κορυφή, φαίνονται μόνο τα σκαλοπάτια κι η σκάλα σου φαίνεται έτσι πιο ανάλαφρη, στοχεύοντας ολόισια τον ουρανό.
Μα εκεί που η καρδιά μας χτυπά συγκινημένη, εκεί όπου με άκρα ευλάβεια και σιωπή μπαίνουμε, είναι το μικρό, ασήμαντο εξωτερικά, απέριττο σπίτι της Φιλικής Εταιρείας.
Από το μουσείο της Φιλικής Εταιρείας

Εδώ όπου τρεις έμποροι οραματίστηκαν και έθεσαν τις βάσεις για την απελευθέρωση της Ελλάδας από τον πολυαίωνο τουρκικό ζυγό. Τα μάτια βουρκώνουν. Αισθάνομαι σαν να θέλω να κάνω το σταυρό μου μπαίνοντας σ’ αυτή την αίθουσα όπου οι τρεις, γύρω από ένα τραπέζι αναπαριστούν τη σκηνή της ίδρυσης της μυστικής τους οργάνωσης. Η πρώτη προκήρυξη, επιστολές, δημοσιεύματα της εποχής, μνημειώνουν τη στιγμή, γεμίζουν, πολλαπλασιάζουν, επεκτείνουν τον μικρό χώρο. Δωρεά του Μαρασλή το σπίτι αυτό, της σχεδόν μυθικής αυτής προσωπικότητας που το όνομά του συναντάμε σε κάθε γωνιά της πόλης. Το θέατρο, το μουσείο, το Δημαρχείο, βασισμένα όλα σε δωρεές του Γρηγόρη Μαρασλή, που κυβέρνησε την πόλη από το 1878-1895.
Σ’ ένα τοπικό εστιατόριο, στον περίφημο δρόμο Deribasovskaya, ξεκουραζόμαστε μ’ ένα τυπικό ουκρανικό γεύμα. Μας συνοδεύουν γλυκύτατες μελωδίες από όμορφα , γελαστά κορίτσια της Οδησσού.

Παρασκευή, 24 Ιουλίου
Βάρνα-Τελευταίος σταθμός

Το διάσημο Βουλγαρικό θέρετρο με τις εκτεταμένες παραλίες, η δημοφιλέστερη καλοκαιρινή πόλη της Βουλγαρίας, δεν μου άφησε ωραίες εντυπώσεις. Ίσως γιατί ήρθε μετά τη Γιάλτα και την Οδησσό που μπροστά τους μοιάζει με φτωχό συγγενή. Ή πάλι, ίσως γιατί δεν είχαμε αρκετό χρόνο να την περιηγηθούμε και να τη γνωρίσουμε καλύτερα.
Κτισμένη από Έλληνες (ποιους άλλους;) στη θέση παλιάς Θρακικής πόλης, χρωστά την ύπαρξη και την ευημερία της στη Μαύρη Θάλασσα, της οποίας αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά εμπορικά λιμάνια. Φίλιππος, Μ. Αλέξανδρος, Ρωμαίοι, Βυζαντινοί, Βουλγαρικό βασίλειο, Τούρκοι, Σοβιετική Ένωση, πόσοι και πόσοι πέρασαν απ’ εδώ στην προσπάθειά τους να κυριαρχήσουν στα Βαλκάνια! Σήμερα, Δημοκρατία της Βουλγαρίας, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κάνω αυτές τις σκέψεις καθώς η ξεναγός ώρα πολλή, πολύ περισσότερη απ’ όση χρειάζεται, μας περιγράφει με πάσα λεπτομέρεια τα Ρωμαϊκά λουτρά, στα ερείπια των οποίων στεκόμαστε.
Τα ρωμαϊκά λουτρά στη Βάρνα

Κι εγώ σκέφτομαι τους πολέμους με τους Έλληνες, τη διαμάχη για τη Μακεδονία, τον Βουλγαροκτόνο και τους τυφλωμένους Βουλγάρους, «Τα μυστικά του βάλτου» και την Πηνελόπη Δέλτα, τα πάθη και τα χυμένα αίματα και τώρα…Ελλάδα και Βουλγαρία αδελφωμένες στην Ενωμένη Ευρώπη. Και πάλι η απρόβλεπτη Ιστορία.
Κτισμένος στην καρδιά της Βάρνας, ο Καθεδρικός ναός της Αναλήψεως είναι ένα από τα πιο ελκυστικά οικοδομήματα στην πόλη. Κτίστηκε το 1880-85 σε ανάμνηση των Ρώσων στρατιωτών που πολέμησαν για την απελευθέρωση της χώρας από τους Τούρκους. Τεράστιος, εντυπωσιακός, με τους κρεμμυδόσχημους τρούλους του να θυμίζουν έντονα το ρωσικό στυλ των εκκλησιών, είναι όχι μόνο τόπος λατρείας αλλά και ένα ωραίο έργο τέχνης, τόσο εξωτερικά όσο και στο εσωτερικό του. Για λίγο καθισμένοι ακούμε μια δέηση στα Βουλγάρικα από ένα νεαρό ορθόδοξο ιερέα. Η προσευχή, σε όποια γλώσσα δεν παύει να συγκινεί και να ηρεμεί.
Το Εθνογραφικό (Λαογραφικό) Μουσείο που επισκεπτόμαστε στη συνέχεια δεν μας ενθουσιάζει ιδιαίτερα, παρά μόνο προκαλεί τα επιφωνήματά μας όταν αντικρίζουμε στα γεωργικά εργαλεία, στα αντικείμενα του σπιτιού ή στις ενδυμασίες, τόσες ομοιότητες με αντίστοιχα δικά μας.



Τα ωραία κρασιά και τους τοπικούς μεζέδες της Βάρνας θα δοκιμάσουμε στην καρδιά του δάσους, λίγο έξω από την πόλη, σ’ ένα υπαίθριο εστιατόριο. Το κέφι από το κρασί και το όμορφο περιβάλλον ενισχύουν οι παραδοσιακοί χοροί που ένα Βουλγαρικό συγκρότημα μας παρουσιάζει.







Σάββατο, 25 Ιουλίου
Εν πλω

Χτες, μ’ ένα απίθανο ηλιοβασίλεμα, αποχαιρετήσαμε τη Μαύρη Θάλασσα. Βράδυ περάσαμε αυτή τη φορά τον Βόσπορο. Κάποιο ξενύχτησαν, να δουν έστω από μακριά τα φώτα της Πόλης

Ηλιοβασίλεμα στη Μαύρη Θάλασσα

Το πρωί βρεθήκαμε να πλέουμε σε μια ακίνητη Προποντίδα, στη Θάλασσα του Μαρμαρά. Τόσο ακύμαντη που κάποιος φίλος ετυμολογεί την ονομασία από το μάρμαρο! Οι γλάροι μας ακολουθούν.


Γύρω στο μεσημέρι διασχίζουμε τα Δαρδανέλια, το Τουρκικό Τσανάκαλε, το δικό μας Ελλήσποντο. Εδώ έπεσε η Έλλη από το χρυσό κριάρι, απ’ εδώ πέρασε ο Ξέρξης κατεβαίνοντας προς την Ελλάδα, απ’ εδώ διάβηκε ο Μ. Αλέξανδρος κάνοντας την αντίστροφη πορεία. Η σκέψη και πάλι στους πολέμους, στα αίματα, στις ανθρωποθυσίες, στην αποτυχημένη απόβαση των συμμάχων κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο που καθόρισε και την οριστική πια μοίρα της Πόλης. Τι αντίθεση με το ολοφώτεινο αυτό πρωινό και την ηρεμία που χαρίζει η θάλασσα!

Ξανά στο Αιγαίο, εδώ όπου, σε αντίθεση με τη Μαύρη Θάλασσα, κατά τη Μαριάννα Κορομηλά «Θάλασσα σημαίνει φως, διάφανα νερά, φιλόξενοι όρμοι, καλοί λιμένες, άπειρα νησιά και νησίδες, σύντομα περάσματα, κοντινές αποστάσεις». Το χαιρόμαστε όλη μέρα, τελευταία του ταξιδιού, το Αιγαίο μας.

Κυριακή, 26 Ιουλίου -Πειραιάς, 7 π.μ. -Τέλος του ταξιδιού




«Όπου κι αν ψάξω δε βρίσκω άλλο λιμάνι τρελή να μ’ έχει κάνει όπως τον Πειραιά…»












Το πέταγμα της βασίλισσας

"Γι' αυτόν, το μυθιστόρημα είναι μια βασίλισσα μέλισσα που πετάει προς τα πάνω, στα τυφλά, οικειοποιούμενη ό,τι συναντάει στην άνοδό της, δίχως οίκτο και τύψεις, γιατί έχει έρθει σ' αυτό τον κόσμο μόνο και μόνο γι' αυτό το πέταγμα. Το να πετάει προς το κενό είναι το μοναδικό της καμάρι και συνάμα η καταδίκη της".
Αν δεχτούμε τον ορισμό αυτό του μυθιστορήματος που υιοθετεί ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου του Τόμας Ελόι Μαρτίνες, τότε εξηγούμε τον παράδοξο τίτλο του μυθιστορήματος "Το πέταγμα της βασίλισσας" (Καστανιώτης 2008, μετ. Δανάη-Κατερίνα Φέρρη), που εκ πρώτης όψεως φαίνεται δυσερμήνευτος.
Πρώτο βιβλίο του Αργεντίνου συγγραφέα που διαβάζω, αλλά νομίζω δεν θα είναι και το τελευταίο. Παρ' όλη την παραδοξότητά του ως προς την πλοκή, τη χρονολογική ανακολουθία που συγχίζει κάπως, την αλλαγή στο αφηγηματικό εγώ που εν μέρει σε αποπροσανατολίζει, προπάντων και με τη χρήση του όχι συνήθους δευτέρου ενικού, είναι ένα βιβλίο με εξαιρετικό ενδιαφέρον. Ο Μαρτίνες δεν διστάζει να δώσει την άσχημη πλευρά της ίδιάς του της χώρας προβάλλοντας τη θρησκοληψία, τη διαπλοκή, την εκμετάλλευση της παντοδυναμίας του τύπου, τη διαφθορά. "Το μόνο που θέλω είναι να ξέρει ο κόσμος, όπως ξέρω κι εγώ, ότι κάτι στο Μπουένος Άιρες βρομάει σαπίλα", λέει κάπου.
Κεντρικός ήρωας είναι ο Καμάργο, ένας παντοδύναμος διευθυντής μιας εφημερίδας στο Μπουένος Άιρες, που καταλαμβάνεται από ανεξέλεγκτο πάθος για τη Ρέινα Ρέμις, μια δημοσιογράφο που εργάζεται στην εφημερίδα του, έξυπνη και ικανή, αν και όχι ιδιαίτερα ωραία, που έχει τα μισά του χρόνια. Ο ίδιος είναι παντρεμένος, αλλά σχεδόν σε διάσταση με τη γυναίκα του και έχει δυο δίδυμες δεκαπεντάχρονες κόρες, από τις οποίες η μια πάσχει από καρκίνο. Ο Καμάργο προωθεί τη Ρέινα, της δίνει ξεχωριστή θέση στην εφημερίδα, πολλαπλασιάζει το μισθό της. Εκείνη ανταποκρίνεται, χωρίς ουσιαστικά αυτό που νιώθει να είναι έρωτας. "Ήταν ένα συναίσθημα για το οποίο δεν υπάρχει όνομα ούτε μέτρο". Οι δυο τους ζουν τρία χρόνια χωρίς να χωρίσουν σχεδόν καθόλου, πηγαίνοντας από τη μια άκρη της γης στην άλλη. Μα μια τέτοια κτητική σχέση που έδενε τον Καμάργο με τη Ρέινα δεν μπορεί να τελειώσει ομαλά. Τη ζηλεύει, την χτυπά κι όταν εκείνη σε μια αποστολή στην Κολομβία γνώρισε κι ερωτεύτηκε ένα νέο δημοσιογράφο, η εκδίκηση του Καμάργο που παρακολουθούσε και μάθαινε τα πάντα, γίνεται μ' ένα τρόπο που και η πιο νοσηρή φαντασία δύσκολα θα επινοούσε. Σπάνια χαρακτήρας βιβλίου, νομίζω, γίνεται τόσο μισητός στον αναγνώστη. Ο Καμάργο γίνεται η προσωποποίηση της αλαζονείας, αυτού του ελαττώματος που είναι "το πιο γόνιμο από τα θανάσιμα αμαρτήματα", αυτό που γεννάει όλα τα άλλα. Αισθάνεται παντοδύναμος, θέλει και μπορεί να ελέγχει τα πάντα. Το ψυχολογικό κενό που αισθάνεται από την εγκατάλειψή του από τη μητέρα του, η ανάγκη για τη στοργή και την αγάπη που του έλειψε μπορούν ως ένα βαθμό να ερμηνεύσουν τη συμπεριφορά του. Πώς να εξηγηθεί όμως το ότι δεν πάει να δει την κόρη του κι όταν ακόμη εκείνη είναι ετοιμοθάνατη;
Το ατομικό δράμα Καμάργο-Ρέινας τοποθετείται με φόντο το συλλογικό της σύγχρονης Αργεντινής. Το πλήθος τα θέματα που πλαισιώνουν την ερωτική ιστορία, θέματα θρησκευτικά, πολιτικά, ψυχολογικά, θέματα αστέγων και μεταναστών, ακόμη και λογοτεχνικά με μνεία συγγραφέων όπως ο Προυστ και ο Κάφκα, αλλά και η τεχνική του βιβλίου, το καθιστούν ένα εξαιρετικό ανάγνωσμα.
Για το ίδιο βιβλίο στον Librofilo

Τρίτη, Δεκεμβρίου 22, 2009

Το βασίλειό μου για ένα βιβλίο

Το βιβλίο του Άλαν Μπένετ "Το βασίλειό μου για ένα βιβλίο" (Μεταίχμιο, 2009, μετ. Τρισεύγενη Παπαϊωάννου, τίτλος πρωτοτύπου "The Uncommon reader"), είναι ένα μικρό λογοτεχνικό διαμαντάκι. Καιρό είχα να απολαύσω τόσο ένα βιβλίο. Κρίμα μόνο που είναι τόσο σύντομο που το τελειώνεις μέσα σε δυο ώρες. Λεπτή ειρωνεία, χιούμορ, σάτιρα της άρχουσας Αγγλικής τάξης και προπάντων αγάπη για το διάβασμα και πώς αυτό μπορεί ν' αλλάξει τη ζωή μας (εδώ της ίδιας της βασίλισσας) γεμίζουν τις σελίδες του βιβλίου που τις διαβάζουμε "χωρίς να σταματάμε να χαμογελάμε", σύμφωνα με μια πολύ επιτυχή άποψη.
Μοιάζει μ' ένα "παραμύθι για μεγάλους", με κεντρική ηρωίδα μια βασίλισσα. Όχι μια φανταστική βασίλισσα, αλλά (παρ' όλον ότι δεν αναφέρεται τ' όνομά της) την ίδια τη βασίλισσα της Αγγλίας. Μια μέρα η βασίλισσα, εντελώς τυχαία, συναντά την κινητή βιβλιοθήκη του δήμου του Ουέσμινστερ, δανείζεται ένα βιβλίο και ανακαλύπτει τη γοητεία του διαβάσματος. Όσο διαβάζει τόσο περισσότερο μαγεύεται. Δεν μπορεί να πάει πουθενά χωρίς να έχει μαζί της ένα βιβλίο. Ακόμα κι όταν διασχίζει τους δρόμους του Λονδίνου στην κλειστή της άμαξα, χαιρετάει με το ένα χέρι και στο άλλο κρατάει ένα αθέατο βιβλίο και διαβάζει!
Αυτή όμως η καινούρια συνήθεια αρχίζει να γίνεται ενοχλητική για τους γύρω της. Προσπαθεί να τη διαδώσει και στους άλλους, δανείζει βιβλία στον πρωθυπουργό της και μάλιστα τον ρωτάει ύστερα γι' αυτά, αργεί στα ραντεβού της, ακόμη και τα σκυλιά της δυσανασχετούν, γιατί όταν τα βγάζει περίπατο δεν παίζει πια μαζί τους, αλλά κάθεται σ' ένα παγκάκι και διαβάζει. Ενοχλημένοι όμως είναι και οι υπήκοοί της. Στις διάφορες περιοδείες της στη χώρα συνήθιζε ως τότε να απευθύνει στερεότυπες ερωτήσεις στις οποίες οι αξιωματούχοι των ανακτόρων φρόντιζαν να εφοδιάζουν το κοινό με εξίσου στερεότυπες απαντήσεις. Τώρα όμως η βασίλισσα συνηθίζει να ρωτάει: "Τι διαβάζετε αυτόν τον καιρό;" ερώτηση που τη διαδέχεται μια αμήχανη σιωπή.
Το περιβάλλον της έχει φθάσει σε απόγνωση, δεν ξέρουν τι να κάνουν. Απομακρύνουν από κοντά της ένα νεαρό που από τα μαγειρεία όπου δούλευε τον προσέλαβε ως γραφέα της λόγω της αγάπης του για τη λογοτεχνία, ζητούν τη συμβουλή ενός υπέργηρου λόρδου που είχε υπηρετήσει για δεκαετίες τα ανάκτορα κι όταν τη βλέπουν να κρατά σημειώσεις υποψιάζονται ότι πάσχει από Αλτσχάιμερ!
Δεν θα αποκαλύψω βέβαια το τέλος. Ένα βιβλίο απολαυστικό, διασκεδαστικό, όπου εκτός από τη σάτιρα της αγγλικής αυλής δεν λείπουν και τα σύντομα, αλλά καίρια και αιχμηρά κάποτε σχόλια γύρω από τους συγγραφείς και το έργο τους.

Τρίτη, Δεκεμβρίου 15, 2009

Ιστορία σαν παραμύθι

Τίτλος απόλυτα ταιριαστός με το περιεχόμενο, αν και διαφορετικός από τον τίτλο του πρωτοτύπου. "Questa storia" (Αυτή η ιστορία) τιτλοφορείται στα Ιταλικά το μυθιστόρημα του Αλεσσάντρο Μπαρίκκο. Στα Ελληνικά "Ιστορία σαν παραμύθι" (Πατάκης, 2008, μετ. Άννα Παπασπύρου). Πράγματι, πλάι στα ιστορικά γεγονότα πλέκεται ο μύθος. Παράλληλα με την κούρσα αυτοκινήτων της διαδρομής Παρίσι-Μαδρίτη του 1903, πλάι στη φονικότατη μάχη του Καπορέτο του 1917, αναπτύσσει το όνειρό της η μυθιστορηματική φιγούρα του Ούλτιμο Πάρι.
Ήδη, από τα πιο πάνω χαρακτηριστικά, φαίνεται πως ο αναγνώστης δεν πρέπει να περιμένει ένα μυθιστόρημα με την κλασική έννοια του όρου. Ο Μπαρίκκο πρωτοτυπεί τόσο ως προς τη γλώσσα όσο και προς το θέμα και την πλοκή του βιβλίου του.
Το έργο χωρίζεται σε επτά μέρη, καθένα από τα οποία διατηρεί μια φαινομενική ανεξαρτησία. Διαφορετικοί χρόνοι και θέματα, διαφορετικά αφηγηματικά πρόσωπα. Πότε τριτοπρόσωπη, πότε πρωτοπρόσωπη γραφή, χωρίς να είναι ούτε και σ' αυτά το ίδιο πρόσωπο που μιλά. Όμως, συνδετικός κρίκος σε όλο το βιβλίο παραμένουν δυο στοιχεία: η αγάπη για το αυτοκίνητο και τις κούρσες και η πρωταγωνιστική μορφή, ακόμη κι εκεί που δεν είναι παρούσα, του Ούλτιμο Πάρι.
Στο πρώτο κεφάλαιο (Ουβερτούρα) παρακολουθούμε τον ιστορικό αγώνα ταχύτητας του 1903 με αυτοκίνητα που μπορούσαν να φτάσουν μέχρι και 140(!) χιλιόμετρα την ώρα. Μια κούρσα που ονομάστηκε "κούρσα-εκατόμβη" και που διακόπηκε άδοξα λόγω των πολλών δυστυχημάτων και των θανάτων που προκάλεσε.
Στο δεύτερο κεφάλαιο (Τα παιδικά χρόνια του Ούλτιμο) μεταφερόμαστε σ' ένα χωριό της βόρειας Ιταλίας και γνωρίζουμε την οικογένεια του Ούλτιμο. Είναι ο πατέρας Λίμπερο Πάρι, η μητέρα Φλοράνς και ο μικρός Ούλτιμο, ένα παράξενο παιδί που "έχει τη χρυσαφένια σκιά". Η τυχαία άφιξη εκεί του κόμη Ντ' Αμπρόζιο θα εισαγάγει την οικογένεια στον καινούριο κόσμο του αυτοκινήτου.
Στο τρίτο κεφάλαιο (Μνημόνιο του Καπορέτο) ο μικρός Ούλτιμο είναι πια 19 χρονών, στρατιώτης στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Εδώ, λέει ο ίδιος ο συγγραφέας στο επιλογικό σημείωμά του, "δεν χρειάστηκε να σκαρφιστώ τίποτα, γιατί εκεί η πραγματικότητα ξεπέρασε κάθε φαντασία". Με ρεαλισμό περιγράφεται η φονικότατη μάχη του Οχτώβρη του 1917, όπου χιλιάδες ήταν οι νεκροί, οι τραυματίες και οι αιχμάλωτοι, κυρίως Ιταλοί, που νικήθηκαν από την Αυστρία-Γερμανία.
Στο τέταρτο κεφάλαιο (Ελιζαβέτα) συναντάμε τον Ούλτιμο μέσα από τις ημερολογιακές εγγραφές της Ρωσίδας Ελιζαβέτας να ζει μαζί της στην Αμερική, ενώ το όνειρό του να φτιάξει μια πίστα αυτοκινήτων με δρόμους που δεν οδηγούν πουθενά δεν τον εγκαταλείπει.
Στο πέμπτο κεφάλαιο (1947. Σίνιγκτον. Αγγλία) ένας άλλος μεγάλος πόλεμος έχει τελειώσει, στον οποίο ο Ούλτιμο δεν πολέμησε, αλλά υπηρέτησε ως εθελοντής μηχανικός αεροπλάνων. Βρήκα το κεφάλαιο αυτό ως το πιο επιτυχημένο στο αφηγηματικό ύφος. Αφηγητής είναι ο προβληματικός ετεροθαλής αδερφός του Ούλτιμο. Οι παύσεις, οι επαναλήψεις, το απλοϊκό, αφελές ύφος της αφήγησης αποδίδει τέλεια το ύφος της ομιλίας ενός αυτιστικού παιδιού. Ο Ούλτιμο εδώ έχει επιτέλους υλοποιήσει το όνειρό του, μετατρέποντας ένα αεροδρόμιο μετά το τέλος του πολέμου, σ' αυτό που όλη του τη ζωή ονειρευόταν, σε πίστα αυτοκινήτων.
Στο έκτο κεφάλαιο (1950. Χίλια μίλια) μεταφερόμαστε σε έναν άλλο ιστορικό αγώνα αυτοκινήτων στην Ιταλία, αυτόν που ονομάστκε "χίλια μίλια", γιατί αυτή ήταν η απόσταση που έπρεπε να διανύσουν. Το τέλος του κεφαλαίου συμπίπτει και με το τέλος του Ούλτιμο. Όμως το όνομά του και η μνήμη του δεν τελειώνουν. Στο επιλογικό κεφάλαιο (Επίλογος) η παλιά του αγαπημένη, η Ελιζαβέτα, έχοντας παντρευτεί κάποιον πάμπλουτο, τριγυρίζει χρόνια ψάχνοντας να βρει την πίστα που είχε φτιάξει ο Ούλτιμο.
Ως κατακλείδα προτιμώ, αντί δικής μου αποτίμησης, να παραθέσω τη γνώμη της μεταφράστριας του έργου από το προλογικό της σημείωμα, με την οποία και απόλυτα συμφωνώ: "Με φαινομενικά ετερόκλητα στοιχεία ο Μπαρίκκο καταπιάνεται εδώ με ένα και μοναδικό θέμα: με το όνειρο, με το όραμα, με την προσδοκία. Αυτός είναι ο πυρήνας του βιβλίου:το όνειρο ως μοναδικός στόχος ζωής, ως αφετηρία και γραμμή τερματισμού συνάμα. Το όνειρο που γίνεται λόγος για να ζει κανείς και λόγος για να πεθάνει".

Τρίτη, Δεκεμβρίου 08, 2009

Σ' ένα στρατόπεδο...


Πρωτογνώρισα τον Κουμανταρέα στον "Ωραίο λοχαγό" κι από τότε τον ακολουθώ σ' όλο το έργο του. Αν και πέρασαν τόσα χρόνια, θυμάμαι ακόμα το θάμβος μπροστά στην ομορφιά, αλλά και τη θλίψη από τη βαθμιαία έκπτωσή της. Ο Κουμανταρέας είναι από τους συγγραφείς που το όνομά τους και μόνο αποτελεί για μένα αρκετή εγγύηση για την ποιότητα του έργου, έστω κι αν δεν στέκονται όλα στο ίδιο ύψος.
Στο τελευταίο του μικρό βιβλίο, μια νουβέλα, με τίτλο "Σ' ένα στρατόπεδο άκρη στην ερημιά" (Κέδρος, 2009) βρήκα απόηχους από τον "ωραίο λοχαγό". Σ' ένα στρατόπεδο, που δεν τιοποθετείται τοπικά ή χρονικά, η φιλότεχνος γυναίκα του Στρατηγού, Διοικητή του στρατοπέδου, τον πείθει να ζητήσει να του φτιάξουν το πορτρέτο του. Ζητάνε λοιπόν να παρουσιαστούν όσοι φαντάροι μπορούν να ζωγραφίζουν κι αφού δοκιμάσουν τις ζωγραφικές τους ικανότητες, η Στρατηγίνα διαλέγει εκείνον που ήταν "λεπτός, σχεδόν αέρινος, με ξανθά μαλιά που έπεφταν σε αφέλειες στο μέτωπό του. Οι βλεφαρίδες του, γι' άντρα, παραήταν μακριές και γυριστές και είχε μάτια παιδικά, ονειροπαρμένα". Ο φαντάρος, που από μέσα της η Στρατηγίνα τον αποκαλεί Ρώσο (για τη ξανθή ομορφιά του) είναι μια κάπως εξωλογική φιγούρα. Αφηγείται ωραία και τον ακούνε ενθουσιασμένοι οι άλλοι άντρες, δίνει περίεργες απαντήσεις και το πορτρέτο που ζωγραφίζει σαν ν' αλλάζει από μόνο του μέσα στη νύχτα. (Αδύνατο, βέβαια, να μην ανακαλέσει στη μνήμη ο αναγνώστης τον Ντόριαν Γκρέι). Μια εξέγερση, μια μαγική απόδραση και το έργο τελειώνει όπως άρχισε, με ένα πούλμαν γεμάτο τουρίστες να επισκέπτονται μια πινακοθήκη, όπου εκτίθεται, χρόνια μετά, το πορτρέτο και κάθε χρόνο επαναλαμβάνεται η τελετουργία της φιλοτέχνησής του.
Ο Πατριάρχης Φώτιος έκανε μια εκτενή, λεπτομερή ανάλυση του έργου. Μου θύμισε κάποιες πολυσέλιδες αναλύσεις τις οποίες κάνουν κάποτε κριτικοί για ένα και μόνο απλό στίχο ενός ποιήματος και καταντά η ανάλυση να αξίζει περισσότερο από τον ίδιο το στίχο. Η δική μου άποψη είναι ότι η νουβέλα αυτή δεν είναι τίποτε άλλο από μια κατασκευή. Δεν είναι προϊόν έμπνευσης, ούτε ενδόμυχης ανάγκης να "πει κάτι" ο συγγραφέας Ένα έργο που έγινε κατά παραγγελία, όπως λέει ο ίδιος, και που αναλύσεις σαν του Πατριάρχη του αποδίδουν προθέσεις που πιθανόν να μην είχε ούτε ο ίδιος ο δημιουργός του. Το βρίσκω ένα από τα πιο "αδύνατα" έργα του Κουμανταρέα.



Τετάρτη, Δεκεμβρίου 02, 2009

Το κορίτσι που έπαιζε με τη φωτιά


Διάβασα το δεύτερο μέρος της τριλογίας Millenium του Στιγκ Λάρσον, "Το κορίτσι που έπαιζε με τη φωτιά" (Ψυχογιός, 2009, μετ. Γιώργος Μαθόπουλος)-Το πρώτο ως γνωστό είναι "Το κορίτσι με το τατουάζ"- για δυο κυρίως λόγους: α) δεν το αγόρασα, μου το δάνεισε μια φίλη και β) το διάβασα μια μέρα που είχα κυριευθεί από σωματική και πνευματική τεμπελιά! Βέβαια, 700 (ακριβώς) σελίδες δεν διαβάζονται σε μια μέρα, αλλά ομολογώ ότι πηδούσα μερικές. Εκεί, για παράδειγμα, όπου με κάθε λεπτομέρεια περιγράφονται συμπλοκές, δεν με ένοιαζε σε ποιο σημείο κλώτσησε ο ένας ή ποιο κόκκαλο του άλλου έσπασε ή από πού έτρεχε το αίμα του τρίτου, κι έτσι τις προσπερνούσα.

Το παράξενο, ιδιόρρυθμο, εν μέρει εξωπραγματικό κορίτσι, το κορίτσι με το τατουάζ, η Λίσμπετ Σαλάντερ, πρωταγωνιστεί κι εδώ. Τη βρίσκουμε στην αρχή στη Γρενάδα, ένα μικρό νησί της Καραϊβικής, να απολαμβάνει τις διακοπές που της εξασφάλισαν τα εκατομμύρια που με μια ηλεκτρονική κομπίνα είχε ξαφρίσει. Τώρα βέβαια γιατί σ' αυτήν επιτρέπονται τέτοιες παρανομίες ενώ απαγορεύονται στους "κακούς" του βιβλίου, είναι άλλο θέμα. Μετά από ένα χρόνο που γύριζε τον κόσμο, ξαναγυρίζει στη Σουηδία. Εκεί θα βρεθεί ύποπτη για τρεις φόνους, οι δυο από τους οποίους αφορούσαν ένα ζεύγος δημοσιογράφων που ερευνούσαν το τράφικιγκ στη χώρα τους και ο τρίτος φόνος ένα δικηγόρο που ήταν ο διαχειριστής-κηδεμόνας της Σαλάντερ. Σημαντικό ρόλο στο βιβλίο ασφαλώς διαδραματίζει και ο ήρωας του πρώτου βιβλίου, ο Μίκαελ Μπλούκμβιστ. Καταδιώξεις, σωματεμπορία, αστυνομικές έρευνες, διαπλοκή αστυνομικών-δημοσιογράφων, χάκερ, φόνοι, έρωτες, αφθονούν στο βιβλίο, όπου επίσης δίνεται μια ερμηνεία του χαρακτήρα και της ψυχοσύνθεσης της ηρωίδας, που στα 13 της χρόνια είχε κλειστεί σε ψυχιατρείο. 'Ομως, καμιά εξήγηση δεν δίνεται πώς, αυτή η αμόρφωτη κοπέλα είναι ξεφτέρι στους υπολογιστές (εδώ μάλιστα ασχολείται και με τα Μαθηματικά και ειδικά με το θεώρημα του Φερμά!), ούτε πείθει όταν με το μικροσκοπικό της σώμα καταφέρνει να τα βάλει με δυο μεγαλόσωμους άντρες και να τους κατατροπώσει! Ακόμα κι όταν τη θάβουν ζωντανή, αυτή κατορθώνει να επιβιώσει και να ξεθαφτεί! Βεβαίως, την τελική νικητήρια σκηνή θα μονοπωλήσει ο "καλός" του βιβλίου, ο δημοσιογράφος Μίκαελ, που θα σπεύσει για τη σωτηρία της, σε μια ακροτελεύτια εικόνα, τέτοια που κάποτε όταν τη βλέπαμε στο σινεμά χειροκροτούσαμε!
Τα δυο βιβλία του Λάρσον (υποθέτω και το τρίτο που, απ' ό,τι ξέρω δεν έχει ακόμα μεταφραστεί στα ελληνικά) είναι χωρίς αμφιβολία καλογραμμένα αστυνομικά μυθιστορήματα, που μπορούν να προσφέρουν στους λάτρεις αυτού του είδους των αστυνομικών (πολύ διαφορετικών από το είδος Άγκαθα Κρίστι ή Σέρλοκ Χολμς) ξεκούραστες ώρες πνευματικής αδράνειας.