Παρασκευή, Νοεμβρίου 23, 2018

Χίλιες ανάσες

Ιωάννα Καρυστιάνη
Χίλιες ανάσες
Καστανιώτης, 2018
Συχνός ο θάνατος στα έργα της Καρυστιάνη. Ο θάνατος τριγυρίζει σ' όλο το "Κουστούμι στο χώμα" (το πιο αγαπημένο μου βιβλίο της), ο θάνατος δημιουργεί μια τρομερή σκηνή στο "Φαράγγι", μια σκηνή που ποτέ ο αναγνώστης δεν μπορεί να ξεχάσει, που τον σημαδεύει για πάντα.   Με θάνατο αρχίζει και τελειώνει και το τελευταίο της μυθιστόρημα "Χίλιες  ανάσες". 
Τον Νιόβρη του 2015 ένα πτώμα μπλέκεται στα δίκτυα κάποιου ψαρά, κάπου κοντά στη Σύρο. Πρόκειται πιθανότατα για τον εξαφανισθέντα προ τριών  περίπου μηνών Στυλιανό Βογιατζή, κάτοικου του μικρού (φανταστικού) νησιού Κουκούτσι. Η χήρα του, Πηγή Βογιατζή, καλείται να αναγνωρίσει τον νεκρό. Ναι, είναι ο εξαφανισθείς σύζυγός της. Είναι όμως πράγματι, αφού ελάχιστα μέρη από τον νεκρό έχουν απομείνει, ή μήπως είναι κάποιος μετανάστης ή πρόσφυγας απ' όλους αυτούς που έχουν πνιγεί στο Αιγαίο; Η αμφιβολία την διακατέχει ως το τέλος. Το ίδιο και η απορία αν ο θάνατός του ήταν ατύχημα, έγκλημα ή αυτοκτονία. Η απορία θα μείνει και στον αναγνώστη, χωρίς όμως αυτό να έχει ιδιαίτερη σημασία. Γιατί γύρω από τον θάνατο ενυφαίνεται και η ζωή. Η σύγχρονη ζωή στην Ελλάδα (και στον κόσμο, θα έλεγα) όπως αυτή βιώνεται από τους κατοίκους ενός μικρού νησιού, ξεχασμένου από θεούς κι ανθρώπους, σε μια γωνιά του Αιγαίου.
Λιθάρι λεγόταν παλιά το νησάκι. Κουκούτσι το βάφτισε ένας δημοδιδάσκαλος "διαδίδοντας τη θεωρία πως οι φαταούλες κυβερνώντες ροκάνισαν τον καρπό του ιδρώτα γεωργών, κτηνοτρόφων και αλιέων και έφτυσαν στα μούτρα τους τα κουκούτσια".
Τρεις αχώριστες φίλες, η χήρα του "αλιευθέντος" νεκρού Πηγή, που ασκούσε το ασυνήθιστο για γυναίκα επάγγελμα του μηχανικού αυτοκινήτων, η Πόπη, μεταφράστρια που μοιράζει τον χρόνο της μεταξύ Αθήνας και νησιού και η Πέπη, χήρα κι αυτή, φανατική κινηματογραφόφιλη κι ακόμα η  κόρη της Πηγής Αμαλία, είναι τα βασικά πρόσωπα γύρω από τα οποία διαδραματίζονται τα γεγονότα. Γεγονότα απλά, της καθημερινότητας, γεγονότα που θα μπορούσαν να συμβούν σε κάθε απόμερη γωνιά της ελληνικής γης.
Ένας ξενομερίτης αστυνομικός, δυο άλλοι, ο Ηλίας κι ο Ισίδωρος που υπήρξαν αχώριστοι φίλοι με τον εξαφανισθέντα Στέλιο, μια ηλικιωμένη καθηγήτρια, αγγλίδες τουρίστριες που αποφάσισαν να ζήσουν εδώ τα χρόνια της συνταξιοδότησής τους κι άλλοι ακόμα άνθρωποι και ζώα, μια γαϊδουρίτσα, μια κατσίκα, ένα σκυλί, μια γάτα, διαδραμτίζουν κι αυτοί το ρόλο τους στο μικρό νησί. Κι ακόμα μια άλλη νεκρή, ένα όμορφο κορίτσι που χάθηκε σαράντα χρόνια πριν, απ' τον ίδιο βράχο που άφησε το τελευταίο του χνάρι ο πνιγμένος Στέλιος. Να έχουν άραγε σχέση τα δυο γεγονότα;
Μέσα σ' αυτό το περιορισμένο περιβάλλον η συγγραφέας κατορθώνει να εντάξει πλήθος θέματα. Θέματα εσωτερικά όπως η βίωση του πένθους, η φθορά της ηλικίας και η αναζήτηση της νεότητας, αλλά και θέματα εξωτερικά, όπως οι γιορτές του Πάσχα στο νησί, η χούντα, η εισβολή στην Κύπρο, η οικονομική κρίση και προπάντων το θέμα με τις στρατιές των προσφύγων που πλημμυρίζουν την Ελλάδα και η εθελοντική προσφορά γι' αυτούς.
Η γραφή της Καρυστιάνη συνειρμική, συχνά ελλειπτική, συμπυκνωμένη, υπαινικτική περισσότερο από κάθε άλλη φορά, κατορθώνει με το ελάχιστο το μέγιστο. Για παράδειγμα, μέσα σε  μια μόνο  παράγραφο μπορεί ειρωνικά να περιγράφει και ταυτόχρονα να  καταγγέλλει: "Το νησί, δίχως αρχαιότητες δεν προσέλκυε αρχαιοκάπηλους, δίχως εφοπλιστές δεν έφερε μεγαλοδιαρρήκτες, δίχως πεντάστερες τουριστικές μονάδες δεν είχε περιθώρια για μεγάλη φοροδιαφυγή και χοντρές κομπίνες, ο κόσμος ζούσε από τα ψάρια, τα κοτοκούνελα, τα τυράκια και τα μέλια και τσοντάριζε με όσους θέλανε διακοπές σε προσιτές τιμές, τοπικά πανηγύρια και ρομαντζάδα σε ήσυχες παραλίες".
Ο σύγχρονος κόσμος, η σύγχρονη Ελλάδα, μέσα από ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο.

Παρασκευή, Νοεμβρίου 02, 2018

Ζωή στα όρια

Dorit Rabinyan
Ζωή στα όρια
Α.Α. Λιβάνη, 2017
Μετ. Χριστιάνα Σακελλαροπούλου
Ένα κύμα βαθιάς μελαγχολίας και απαισιοδοξίας με τύλιξε καθώς έκλεινα την τελευταία σελίδα του πολύ ενδιαφέροντος βιβλίου της Εβραίας Ντορίτ Ραμπινιάν. Ένιωθα λυπημένη, όχι μόνο για το θλιβερό τέλος, το οποίο ήδη γνώριζα, αλλά και για την όλη κατάσταση που μοιάζει τόσο με τη δική μας εδώ στην Κύπρο. Ένας μεγάλος έρωτας ανάμεσα σε μια Εβραία κι έναν Παλαιστίνιο, καταδικασμένος εξαρχής. Σαν να διάβαζα για μια Ελληνίδα της Κύπρου ερωτευμένη μ' έναν Τουρκοκύπριο, εξίσου και περισσότερο καταδικαστέα και απορριπτέα κατάσταση. Ίσως με κάποια διαφοροποίηση ως προς το ποιος λαός είναι ο κατακτητής και ποιος ο κατακτημένος και διωγμένος από τα σπίτια και την πατρογονική γη.
Η εικοσιοχτάχρονη Εβραιοπούλα Λιάτ Μπενιαμίνι, μεταπτυχιακή φοιτήτρια στο Πανεπιστήμιο του Τελ Αβίβ, με πτυχίο Αγγλικής Φιλολογίας και Γλωσσολογίας, βρίσκεται για ένα εξάμηνο στη Νέα Υόρκη με υποτροφία Φούλμπραϊτ. Ο Χιλμί Νάσερ, Παλαιστίνιος από τη Ραμάλα, ζωγράφος, με πτυχίο από τη Σχολή Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου της Βαγδάτης, βρίσκεται ήδη εδώ και τέσσερα χρόνια με βίζα καλλιτέχνη. Μια ευτυχής (;) συγκυρία φέρνει κοντά τον ένα στον άλλο. Ένας έρωτας γεννιέται. Κι ας ξέρουν κι οι δυο, προπάντων εκείνη, πως ο έρωτας αυτός είναι καταδικασμένος.
Η όλη ιστορία δίνεται μέσα από τη ματιά και την πρωτοπρόσωπη γραφή της Λιάτ κι ας είναι η μορφή του Χιλμί που τελικά κυριαρχεί στο βιβλίο. Είναι ένας ωραίος νέος Παλαιστίνιος, με την ευαισθησία του καλλιτέχνη, χωρίς ισχυρούς δεσμούς με τη θρησκεία ή τα έθιμα του τόπου του. Δεν αποφεύγει το ακλοόλ, ούτε το χοιρινό, ούτε προσεύχεται πέντε φορές την ημέρα, κατ' ακρίβεια ποτέ δεν προσεύχεται. Εκείνη φαίνεται πολύ πιο  δεμένη με τις παραδόσεις της φυλής της. Διατηρεί τακτικότατη επαφή με την οικογένειά της στο Τελ Αβίβ και η αναφορά στις εβραϊκές γιορτές, τα φαγητά ή άλλες συνήθειες είναι συχνότατη. Τρομοκρατείται στη σκέψη ότι οι δικοί της μπορεί να μάθουν τη σχέση της με τον Χιλμί.
Για λίγους μήνες το ζευγάρι θα ζήσει μια μεγάλη αγάπη. Με τις διαφωνίες ενίοτε, αλλά πάντα με την ευαισθησία και την τρυφερότητα των ερωτευμένων. "Ο Χιλμί, με τις χιμαιρικές φαντασιώσεις του περί διεθνικού κράτους, ενός ομοσπονδιακού κράτους με ισότιμες τις δύο εθνότητες, να κλείνει τ'αφτιά του και να κοπανάει το κεφάλι του στον τοίχο σαν παιδί-γι' αυτόν ήταν όλα ή τίποτα. Κι εγώ με την ξεπερασμένη, αναιμική συμβιβαστική πρόταση των δύο κρατών, την οποία επαναλάμβανα μέχρι αηδίας. Εκείνος με την αθεράπευτα ονειροπόλα φύση του Λένον, ένας ευαίσθητος ιδεολόγος που έλπιζε ακόμα με μάτια που έλαμπαν στη συμφιλίωση των δύο λαών (...) Εκείνος ήταν ο πεφωτισμένος, ο οραματιστής που πάλευε να διορθώσει τα κακώς κείμενα, ενώ εγώ έμενα με  τη ρετσινιά του εθνικισμού, του σιωνισμού, του αντιερωτικού συντηρητισμού. Εκείνος ήταν ο διεθνιστής, ο ειρηνιστής που αποποιούνταν έννοιες όπως κράτος και θρησκεία, που απέρριπτε φούμαρα όπως σημαίες και εθνικούς ύμνους, ενώ εγώ, όσο κι αν απεχθανόμουν να αναλαμβάνω αυτόν τον ρόλο, ήμουν η νηφάλια πραγματίστρια που αναλωνόταν σε ανούσιες τυπικότητες όπως οι συμφωνίες ειρήνης, τα σύνορα και η εθνική κυριαρχία".
Η γραφή της Ραμπίτ εξαντλείται στις λεπτομέρειες. Μας παίρνει μαζί της και μας ταξιδεύει στις λεωφόρους και στις οδούς της Νέας Υόρκης, στα μικρά διαμερίσματα, σε πλατείες και καφέ, μας κάνει να βλέπουμε τα χρώματα του φθινοπώρου ή να νιώθουμε το φοβερό κρύο του νεοϋορκέζικου χειμώνα. Με πιο αδρές πινελιές ζωγραφίζεται το Τελ Αβίβ, η Ραμάλα, η θάλασσα που τόσο λείπει στον Χιλμί.
Μα πάνω απ' όλα μας κάνει να αναρωτιόμαστε αν θα' ρθει κάποτε ο καιρός που η ουτοπία του Λένον θα πάψει να είναι ουτοπία.
Imagine there's no countries
it isn't hard to do
Nothing to kill or die for
And no religion too
Imagine all the people living life in peace