Παρασκευή, Οκτωβρίου 31, 2014

Κύριε Διοικητά

Romain Slocombe
Κύριε Διοικητά
Πόλις, 2014
Μετ. Έφη Κορομηλά
Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος φαίνεται πως θα παραμείνει ακόμα για πολύ πηγή λογοτεχνικής έμπνευσης. Αμέτρητα βιβλία έχουν γραφτεί, στηριγμένα σε πτυχές αυτού του πολέμου. Κι όμως υπάρχουν ακόμα πλευρές λογοτεχνικά ανεξερεύνητες.
Μια τέτοια πτυχή έρχεται να μας αποκαλύψει ο Γάλλος συγγραφέας Romain Slocombe. Συνηθίσαμε ως τώρα να διαβάζουμε ή να παρακολουθούμε (κινηματογραφικά) έργα που εκθειάζουν τη Γαλλική Αντίσταση. Τη σκοτεινή πλευρά του δωσιλογισμού και της ταύτισης με το ναζιστικό καθεστώς δεν θυμάμαι να έχω συναντήσει σε τόση έκταση και τόσο αποκαλυπτική ερμηνεία όσο στο βιβλίο του Slocombe.
Ολόκληρο το μυθιστόρημα αποτελείται από μια επιστολή, εξού και ο τίτλος "Κύριε Διοικητά". Την επιστολή απευθύνει ο κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου, ο Πωλ-Ζαν Υσσόν, το Σεπτέμβριο του 1942 στον Γερμανό Διοικητή της Νομαρχίας, στην οποία υπάγεται η μικρή πόλη Αντινύ, στην οποία ζει ο Υσσόν. Ο επιστολογράφος είναι συγγραφέας, διανοούμενος, Ακαδημαϊκός, ήρωας του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, υποστηρικτής και θαυμαστής του Πεταίν, φανατικός αντισημίτης, που με άρθρα και δημοσιεύματα καταφέρεται εναντίον των Εβραίων. Τα κίνητρά του είναι καθαρά ιδεολογικά. Πιστεύοντας ότι "οι Εβραίοι αποτελούν σε κάθε χώρα εθνικό και κοινωνικό κίνδυνο", τάσσεται υπέρ της "καθαρότητας" της Γαλλίας. Μπορούμε να υποθέσουμε ποιο θα είναι το τραγικό δίλημμα στο οποίο θα βρεθεί, όταν διαπιστώνει ότι η ωραία γυναίκα του γιου του, η Γερμανίδα ηθοποιός  Ίλσε, ξανθή και γαλανομάτα, είναι Εβραία! Και ακόμα χειρότερα, όταν την ερωτεύεται! Ταυτόχρονα με τα τρομερά διλήμματα και τα οικογενειακά δράματα που αντιμετωπίζει (θάνατος της κόρης και της γυναίκας του, φυγή του γιου του για να ενταχθεί στην Αντίσταση), μέσα από τη μακροσκελή επιστολή (ουσιαστικά ολόκληρο το βιβλίο) παρακολουθούμε την κατάληψη της Γαλλίας, την Κατοχή, τη δράση παρακρατικών ομάδων που συντάσσονται με το ναζιστικό καθεστώς, που απειλούν, εκβιάζουν και υποβάλλουν αγωνιστές σε φρικτά βασανιστήρια.
Ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο, του οποίου το τέλος, στο οποίο τότε μόνο μαθαίνουμε τι ζητά ο Υσσόν από τον Κύριο Διοικητή, εκπλήττει τον αναγνώστη.
Μειονέκτημα και κάπως κουραστικό βρήκα το πλήθος των αναφορών σε πρόσωπα και γεγονότα όχι και τόσο γνωστά, εξού και οι πολλές σημειώσεις, των οποίων η παράθεση στο τέλος και όχι στο κάτω μέρος των σελίδων δυσχεραίνει τον αναγνώστη.

Τετάρτη, Οκτωβρίου 22, 2014

Αρκετά ως εδώ



Λάιονελ Σράιβερ
Αρκετά ως εδώ (So Much for That)
Μεταίχμιο 2012
Μετ. Γωγώ Αρβανίτη
Μετά το συγκλονιστικό "Πρέπει να μιλήσουμε για τον Κέβιν", αναζήτησα άλλα βιβλία της ίδιας συγγραφέως. Το μόνο που βρήκα ήταν το "Αρκετά ως εδώ". Όχι τόσο δυνατό έργο όσο ο "Κέβιν", αλλά εξίσου ογκώδες (607 σελίδες) και εξίσου ενδιαφέρον.
Πρόκειται για μια εικονογραφία της σύγχρονης Αμερικής, μιας πλευράς της τουλάχιστον, που αφορά τον τρόπο ζωής, τις δυσκολίες, τα οικονομικά προβλήματα, την κρατική καταδυνάστευση με τις απίστευτες φορολογίες και προπάντων το απάνθρωπο σύστημα υγείας, όπως όλα αυτά τα βιώνει ένα ζευγάρι, ο Σεπ Νάκερ και η σύζυγός του Γκλίνις και όχι μόνο αυτοί  βέβαια. Είναι ένας λόγος καταγγελτικός που αφήνει να ξεχύνεται ένας θυμός, διανθισμένος εντούτοις με χιούμορ, μαύρο χιούμορ. Είναι μια προσπάθεια αντίδρασης στην καταπίεση του σύγχρονου πολιτισμού και μια διακήρυξη για ανάγκη επιστροφής σε απλούστερους τρόπους ζωής.
Ο κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου, ο Σεπ Νάκερ, που είχε μετά από χρόνια σκληρής δουλειάς στήσει μια επιχείρηση για μαστορέματα κάθε είδους, ονειρεύεται πάντα τη Μετέπειτα Ζωή, δηλ. να μπορέσει κάποτε να φύγει για έναν άλλο τόπο, ένα τόπο που το κόστος ζωής θα ήταν ελάχιστο και να ζήσει εκεί όλη την υπόλοιπη ζωή του. Με τη γυναίκα του είχαν κάμει πολλά αναγνωριστικά ταξίδια και είχαν καταλήξει ότι ο ιδανικός τόπος γι' αυτό που ονειρεύονταν ήταν ένα μικρό νησί, η Πέμπα, στα ανοιχτά της Τανζανίας. 
Όταν ο Σεπ πουλάει την επιχείρησή του για ένα εκατομμύριο δολάρια, νιώθει έτοιμος για τη φυγή. Το βράδυ όμως που ανακοινώνει στη Γκλίνις την οριστική απόφασή του, την ίδια ώρα εκείνη τον πληροφορεί ότι μια επίσκεψη στο γιατρό έδειξε ότι πάσχει από ένα σπάνιο και ανίατο είδος καρκίνου, το μεσοθηλίωμα. Τα πάντα πλέον ανατρέπονται. Για ένα χρόνο παρακολουθούμε τη σταδιακή επιδείνωση της Γκλίνις, τις χημειοθεραπείες με όλες τις παρενέργειές τους και ταυτόχρονα την οικονομική αφαίμαξη του Σεπ, γιατί η ασφάλεια πληρώνει μέρος μόνο της ιατρικής περίθαλψης.
Τα δυο κεντρικά πρόσωπα του έργου πλαισιώνονται από πλήθος άλλα, που συμβάλλουν στο να φωτιστούν πολλές άλλες πλευρές του σύγχρονου τρόπου ζωής. Είναι τα δυο παιδιά του ζεύγους, είναι η αδελφή του που κι αυτή εξαρτάται οικονομικά από τον Σεπ, ο ηλικιωμένος πατέρας του, για την παραμονή του οποίου σε ίδρυμα επίσης πληρώνει ο Σεπ, οι αδελφές και η μητέρα της Γκλίνις και προπάντων ένα άλλο ζευγάρι, αχώριστοι φίλοι του Σεπ και της Γκλίνις, ο Τζάκσον και η Κάρολ. Κι αυτοί ανεβαίνουν το δικό τους Γολγοθά, με ένα κορίτσι που πάσχει από μια σπάνια ασθένεια του νευρικού συστήματος, την οικογενή δυσαυτονομία (το έψαξα αλλά πάλι δεν κατάλαβα τι ακριβώς είναι).
Μέσα από τους χαρακτήρες και τις ζωές όλων αυτών των προσώπων προβάλλει μια ζοφερή, σκληρή εικόνα της Σύγχρονης Αμερικής, κάθε άλλο παρά πραγματοποίηση του Αμερικανικού ονείρου. Προβάλλουν όμως και ζητήματα και προβληματισμοί που αφορούν κάθε άνθρωπο, όπου κι αν ζει: Πώς αντιμετωπίζει το περιβάλλον κάποιον με ανίατη ασθένεια; Πώς αντιμετωπίζεται ο θάνατος από τον ίδιο τον άρρωστο; Είναι σωστό να ξέρει και ο ίδιος πόσος καιρός του μένει; Τι ρόλο παίζει στη ζωή μας η φιλία, η αγάπη, η υπευθυνότητα; 
Μια ανατροπή στο τέλος δίνει στο μυθιστόρημα μια αισιόδοξη κατάληξη. Στη σκέψη όμως του αναγνώστη επικρατεί μάλλον η ιδέα της ματαιότητας και της απαξίωσης του σύγχρονου τρόπου ζωής. Ίσως κι ένας προβληματισμός για την ανάγκη αναθεώρησης της ζωής μας. "Τα λίγα χρόνια που είμαστε ικανοί να απολαύσουμε τη ζωή δουλεύουμε σαν σκλάβοι. Και τι μας απομένει; Τα χρόνια που είμαστε γέροι και άρρωστοι. Όταν σταματάμε επιτέλους τη δουλειά, αρρωσταίνουμε. Έχουμε ελεύθερο χρόνο όταν μας είναι βάρος. Όταν μας είναι άχρηστος. όταν ο ελεύθερος χρόνος παύει να είναι ευκαιρία και γίνεται εμπόδιο".

Δευτέρα, Οκτωβρίου 06, 2014

Η καρδερίνα

Ντόνα Ταρττ
Η καρδερίνα (The goldfinch)
Λιβάνης, 2014
Άργησα πολύ να μπω στο ρυθμό γραφής της Ντόνα Ταρττ, να συγχρονιστώ με τον αργό βηματισμό της, σε σημείο που σκεφτόμουν μήπως ήταν υπερβολικές οι ενθουσιώδεις κριτικές και το βραβείο Pulitzer με το οποίο τιμήθηκε. Όταν όμως, επιμένοντας προσαρμόστηκα, το βιβλίο απέκτησε μια ακαταμάχητη γοητεία κι ας μου πήρε κάπου δυο βδομάδες να διεξέλθω τις 989 πυκνογραμμένες σελίδες του.
Δε θα έλεγα πως δεν έχει μειονεκτήματα. Αυτός ο όγκος γραφής θα μπορούσε να είχε περιοριστεί. Υπάρχουν πολλές αναφορές σε παρόμοια περιστατικά, όπως για παράδειγμα η επίδραση των ναρκωτικών που αναφέρεται ξανά και ξανά. Όμως γενικά είναι ένα εντυπωσιακό συγγραφικό επίτευγμα, ενδιαφέρον από πάρα πολλές απόψεις.
Πολλές πτυχές της σύγχρονης Αμερικής είναι αριστοτεχνικά δοσμένες. Η ατμόσφαιρα των πόλεων, ειδικά της Νέας Υόρκης και του Λας Βέγκας, όπου διαδραματίζεται το μεγαλύτερο μέρος του έργου, οι δρόμοι τους, οι κάτοικοί τους, οι θεσμοί, οι απατεώνες αλλά και οι ακέραιοι χαρακτήρες, η δύναμη της φιλίας και η αποξένωση, τα ναρκωτικά, η τέχνη και η εμπορία της, η λογοτεχνία, βρίσκουν τη θέση τους στη μακροσκελέστατη αφήγηση του κεντρικού ήρωα, του Θίο Ντέκερ. Ο ήρωας της Ταρττ αποτελεί μια σύγχρονη εκδοχή άλλοτε του Όλιβερ Τουίστ του Ντίκενς, άλλοτε του Χόλντεν Κώλφηλντ του "Φύλακας στη σίκαλη" και άλλοτε του Χάρυ Πότερ, εξού και ο αχώριστος φίλος του, ο δευταραγωνιστής του βιβλίου, ο Μπόρις, σχεδόν πάντα τον αποκαλεί Πότερ.
Το μυθιστόρημα αρχίζει από το τέλος. Ο Θίο βρίσκεται μόνος και άρρωστος σ' ένα ξενοδοχείο στο Άμστερνταμ. Είναι Χριστούγεννα και για πρώτη φορά ύστερα από χρόνια βλέπει στο όνειρό του τη νεκρή πια μητέρα του. Η σκέψη και η αφήγησή του πάει 14 χρόνια πίσω, όταν, δεκατριάχρονος, είχε πάει μαζί με τη μητέρα του στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης για να δουν μια έκθεση Ολλανδών ζωγράφων. Ανάμεσα στους πίνακες βρισκόταν και ο αγαπημένος πίνακας της μητέρας του, η "Καρδερίνα", έργο του Ολλανδού,  ζωγράφου Φαπρίτσιους, μαθητή του Ρέμπραντ. Ο Φαπρίτσιους σκοτώθηκε το 1654 σε μια έκρηξη εργοστασίου πυρίτιδας, από την οποία καταστράφηκαν και όλα τα έργα του, εκτός από τον μικρό αυτό πίνακα, την "Καρδερίνα". "Ήταν μικρός, ο πιο μικρός στην έκθεση, και ίσως ο πιο απλός: ένα κίτρινο πουλάκι σε ένα γυμνό, άχρωμο φόντο, με μια αλυσίδα να το κρατάει δεμένο στην κούρνια του από το σαν κλαράκι αδύνατο ποδαράκι".
Ενώ ο Θίο βρίσκεται στο μουσείο, παρατηρώντας όχι μόνο τους πίνακες αλλά κι ένα κοκκινομάλλικο κορίτσι που θα γίνει ο  έρωτας της ζωής του, μια έκρηξη από τρομοκρατική ενέργεια καταστρέφει μερικές αίθουσες. Ανάμεσα στα θύματα και η μητέρα του. Εκείνος επιζεί και φεύγοντας, σε μια ενστικτώδη παρόρμηση, παίρνει μαζί του το μικρό πίνακα που θα γίνει το επίκεντρο του μυθιστορήματος.
Πεντάρφανος ο Θίο, με τον πατέρα του να τους έχει εγκαταλέιψει από καιρό, με κάποιους παππούδες να μη δείχνουν καμιά προθυμία να τον αναλάβουν, βρίσκει φιλόξενη στέγη στην πλούσια οικογένεια ενός φίλου και συμμαθητή του. Το δαχτυλίδι που του είχε εμπιστευτεί πριν πεθάνει, στην αίθουσα του Μουσείου ένας ηλικιωμένος, γίνεται αφορμή να γνωρίσει τον πιο ακέραιο ίσως τύπο του βιβλίου, τον Τζέιμς Χόμπαρτ. Είναι ένας έμπορος επίπλων, κατ' ακρίβεια αναπαλαιωτής επίπλων, αντικέρ,  με αφοσίωση στην τέχνη, ένας ευπατρίδης θα 'λεγε κανείς, που θα γίνει ο αγαπημένος προστάτης του Θίο, ο μέντοράς του και θα τον μυήσει σε πολλά μυστικά της τέχνης.
Στο μεταξύ όμως άλλες περιπέτειες περιμένουν τον Θίο. Ο πατέρας του που μετά τη φυγή του έμενε με τη φιλενάδα του στο Λας Βέγκας, ζώντας από το τζόγο και μικροαπάτες, έρχεται και τον παίρνει μαζί του. Με τον πίνακα της καρδερίνας πάντα σαν φυλαχτό, χωρίς ποτέ να έχει πει τίποτα σε κανένα, ο μικρός Θίο θα ζήσει για καιρό στο Λας Βέγκας. Εκεί θα γνωρίσει το συμμαθητή του Μπόρις, που θα γίνει ο αχώριστος σύντροφός του. Ο Μπόρις, με καταγωγή από την Ανατολική Ευρώπη, ορφανός κι αυτός από μητέρα, έχει ζήσει με τον πατέρα του σε πολλές χώρες του κόσμου. Μιλάει Ρωσικά, Ουκρανικά, Πολωνικά, είναι ένας τύπος μικρού μποέμ που εισάγει τον Θίο στον κόσμο του αλκοόλ, των ναρκωτικών και της μικροαπατεωνιάς. Το σχολείο δεν τους ενδιαφέρει, ζώντας ουσιαστικά και οι δυο χωρίς οικογενειακή επίβλεψη, κλέβουν, καπνίζουν, χωρίς στόχο και σκοπό στη ζωή τους.
Όταν ο πατέρας του Θίο σκοτώνεται σε τροχαίο, τίποτα πια δεν τον κρατάει εκεί. Με τα ελάχιστα υπάρχοντά του, ανάμεσα στα οποία πάντα κρυμμένη η "Καρδερίνα", ένα σκυλί και το βιβλίο του Σαιντ Εξιπερί "Άνεμος, άμμος και αστέρια" (στα ελληνικά "Γη των ανθρώπων"), διασχίζει με λεωφορείο την  Αμερική και καταφεύγει στη Ν. Υόρκη, στον Χόμπαρτ. Δεκατέσσερα χρόνια μετά, με την ανάμνηση της μητέρας του και τον ανεκπλήρωτο έρωτά του να τον συνοδεύουν, ο μικρός, καλά κρυμμένος πίνακας θα βρεθεί και πάλι στο επίκεντρο της ζωής του Θίο με απρόβλεπτες εξελίξεις. Τότε θα βρεθεί στο Άμστερνταμ και το τέλος συνδέεται με την αρχή.
Το μυθιστόρημα αυτό είναι τόσο πλούσιο σε θέματα που το αργό διάβασμα καθίσταται αναγκαίο. Ο αναγνώστης ξαναθυμάται έργα τέχνης, μουσικά ακούσματα, κινηματογραφικά έργα και προπάντων λογοτεχνία. Ντοστογιέφσκι, Πόε, Προυστ, Εξιπερί κ.ά. αναφέρονται όχι απλώς ως ονόματα αλλά κάποτε και με σχολιασμό απόψεών τους. Οι περιγραφές του πώς αισθάνεται ο χρήστης ναρκωτικών ή η κατάσταση του στερητικού συνδρόμου, όταν κάποιος αποφασίσει να απεξαρτηθεί, είναι τόσο πειστικές, ώστε δημιουργούν την υποψία της προσωπικής εμπειρίας.
Εν τέλει, μια σύγχρονη εκδοχή των ογκωδών μυθιστορημάτων του 19ου αι. που αξίζει τον κόπο που θα του αφιερώσει ο αναγνώστης.