Τρίτη, Ιανουαρίου 22, 2013

Η τριλογία του Βερολίνου

Όταν το παράγγελνα στο βιβλιοπωλείο δεν ήξερα το μέγεθός του. Όταν το παρέλαβα τρόμαξα με τις 1072 σελίδες του. Όταν όμως άρχισα να το διαβάζω, προπάντων όσο προχωρούσε το διάβασμα, τόσο πιο πολύ απολάμβανα τη γοητεία που ασκεί αυτό το ογκώδες, σκοτεινό βιβλίο (Κέδρος 2012) με τίτλο πρωτοτύπου "Berlin noir". Κι ας είναι γεμάτο από πτώματα, συχνά με την ωμά νατουραλιστική περιγραφή τους, κάποτε σκουληκιασμένα, άλλοτε απαγχονισμένα, καμένα ή  αποκεφαλισμένα.
Είναι αδύνατο να θυμάται κανείς τα δεκάδες ονόματα των προσώπων που παρελαύνουν στο βιβλίο, ούτε και το ρόλο του καθενός. Γερμανοί, Αμερικανοί, Ρώσοι, κατάσκοποι και αντικατάσκοποι, μέλη των Ες Ες ή της Γκεστάπο, άνδρες και γυναίκες διαδραματίζουν το μικρό ή μεγαλύτερο ρόλο τους. Ουσιαστικά δεν πρόκειται για ένα αλλά για τρία βιβλία, όπως δείχνουν και οι τίτλοι στα τρία μέρη του βιβλίου: "Οι βιολέτες του Μάρτη" (μετ. Αντώνης Καλοκύρης), "Ο χλομός εγκληματίας" (μετ. Ντενίζ Ρώντα), "Γερμανικό ρέκβιεμ" (μετ. Ντενίζ Ρώντα). 
Συνδετικός κρίκος είναι ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής Μπέρνι Γκούντερ, ένας σκληροτράχηλος πρώην αστυνομικός και τώρα ιδιωτικός ντετέκτιβ. Δεν διακρίνεται ιδιαίτερα για τις ηθικές του αρχές ή με το ποιον χρειάζεται κάθε φορά να συνεργαστεί. Έξυπνος, δυναμικός, πολύ εύκολα ανασύρει το πιστόλι του, γλιτώνει από απίστευτες κακοτοπιές (ακόμα και στο Νταχάου κλείνεται εκούσια για να αποσπάσει πληροφορίες), προδίδει και προδίδεται, σαφώς εναντίον του εθνικοσοσιαλισμού και του χιτλερικού καθεστώτος. Το τσιγάρο, που θα αποτελέσει είδος πολυτελείας μετά την ήττα, δεν λείπει από το χέρι του, ο λόγος του κυνικός, γεμάτος από σαρκαστικούς διαλόγους.
Κεντρικό θέμα καθενός από τα τρία βιβλία, πάντα με κύριο πρόσωπο τον Μπέρνι Γκούντερ, είναι το εξής: Στο πρώτο, τις "Βιολέτες του Μάρτη" (ειρωνικά αποκαλούνται έτσι όσοι έσπευδαν να ενταχθούν στο εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα), που διαδραματίζεται το 1936, ο Γκούντερ προσλαμβάνεται από τον εκατομμυριούχο βιομήχανο Χέρμαν Σιξ για να βρει ένα διαμαντένιο κολιέ που βρισκόταν στο χρηματοκιβώτιο της κόρης του και είχε κλαπεί. Η κόρη του Σιξ μαζί με το σύζυγό της βρέθηκαν απανθρακωμένοι, πιθανόταττα από φωτιά που έβαλαν εκείνοι που είχαν κλέψει το κολιέ, για να καλύψουν τα ίχνη τους.
Στο δεύτερο βιβλίο, "Ο χλομός εγκληματίας", βρισκόμαστε στο 1938. Ο Γκούντερ καλείται να συνεργαστεί με την αστυνομία για να εξιχνιάσει μια σειρά δολοφονιών κοριτσιών 15-16 χρονών που εξαφανίζονται και μέρες αργότερα κάποιος ειδοποιεί την αστυνομία για το πού βρίσκονται τα πτώματα. Ταυτόχρονα ο Μπέρνι αναλαμβάνει και μια άλλη υπόθεση που αφορά τον ομοφυλόφιλο γιο μιας πάμπλουτης μεγαλοεκδότριας και σχετίζεται με τον εκβιασμό που εκείνος υφίσταται, μια και η ομοφυλοφιλία ήταν αρκετός λόγος για να οδηγηθεί σε στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Στο τρίτο βιβλίο, "Γερμανικό ρέκβιεμ", μεταφερόμαστε στο 1947, στην ηττημένη πια Γερμανία, στο κατακτημένο και βομβαρδισμένο Βερολίνο. Μεγάλο μέρος του τρίτου αυτού μέρους διαδραματίζεται στη Βιέννη, όπου ο Γκούντερ πηγαίνει έναντι αδρής αμοιβής, για να βοηθήσει ένα παλιό του συνάδελφο, που κατηγορείται για το φόνο ενός Αμερικανού λοχαγού.
Όταν η "Τριλογία" τελειώνει, ο αναγνώστης μπορεί να μη θυμάται λεπτομέρειες της κάθε υπόθεσης ούτε και το ρόλο κάθε προσώπου. Εκείνο όμως που μένει, και πιστεύω για πάντα στη μνήμη μας, είναι η όλη ατμόσφαιρα. Παρακολουθούμε αρχικά ένα Βερολίνο που σημαιοστολίζεται για τους Ολυμπιακούς του 1936, όπου η λεωφόρος Ούντερ ντεν Λίντεν διαπλατύνεται για να χωράει τις παρελάσεις, όπου οι κάτοικοι αναγκάζονται να παρακολουθούν υποχρεωτικά τις ομιλίες του Γκέμπελς και του Χίτλερ, που όπως λέει κάποια στιγμή ο Γκούντερ "ασκούν μια υπνωτιστική επίδραση στον κόσμο". Τα καμπαρέ και τα κλαπ λειτουργούν, όμως ο φόβος αρχίζει να κάνει την εμφάνισή του για τους Εβραίους, τους ομοφυλόφιλους, τους αντικαθεστωτικούς. Μαζί με τον ήρωα τριγυρνάμε στους δρόμους του Βερολίνου, σε πασίγνωστα μέρη όπως τη Φριντριχστράσσε, η Αλεξάντερπλατς, το Κα-ντε-Βε, αλλά και σε κακόφημες συνοικίες και δρόμους.
Στο δεύτερο βιβλίο που τοποθετείται στα 1938 η εξουσία του Χίτλερ έχει εδραιωθεί για καλά και ο Φύρερ ετοιμάζεται για πόλεμο. Το Βερολίνο εξακολουθεί να διασκεδάζει, όμως ο φόβος εντείνεται, άνθρωποι εξαφανίζονται, οι επιθέσεις κατά των Εβραίων παίρνουν πιο συγκεκριμένη μορφή. Τα δολοφονημένα κορίτσια δίνουν μια πιο έντονη αστυνομική χροιά στο μυθιστόρημα και η όλη ατμόσφαιρα του Βερολίνου δίνεται μέσα από την έρευνα για εξιχνίαση των δολοφονιών,
Τέλος, στο τρίτο μέρος, στο "Γερμανικό ρέκβιεμ", βρισκόμαστε στο 1947, στο βομβαρδισμένο Βερολίνο. Παντού ερείπια, κρύο, πείνα, τα τρόφιμα με το δελτίο, οι γυναίκες, αποκαλούμενες και "κυρίες της σοκολάτας", πουλούν το κορμί τους στους Αμερικανούς ή βιάζονται από τους Ρώσους. Στη Βιέννη, όπου μεταφέρεται η υπόθεση, τα πράγματα είναι ελαφρώς καλύτερα από το Βερολίνο, παρ' όλο που και εκεί υπάρχουν ερείπια, η πόλη είναι μοιρασμένη ανάμεσα στους νικητές του πολέμου κι εκεί καταφεύγουν πολλοί πρώην Ναζί, επιδιώκοντας την αποναζικοποίηση.
Εν τέλει ένα έξοχο ατμοσφαιρικό μυθιστόρημα που θεωρείται ένα από τα πιο σημαντικά έργα της αστυνομικής noir λογοτεχνίας και δίκαια συμβάλλει ώστε ο Σκωτσέζος συγγραφέας Φίλιπ Κερρ (γεν. 1956) να είναι ένας από τους καλύτερους σύγχρονους ευρωπαίους συγγραφείς. Εντυπωσιάζει εκτός από όλα τα άλλα και η ενοραματική του σκέψη για το μέλλον της Γερμανίας. Γράφοντας το έργο στο τέλος της δεκαετίας του '80 και στις αρχές της δεκαετίας του '90 γίνεται σχεδόν προφητικός: "Εργαζόμαστε για ένα καινούριο αύριο χερ Γκούντερ. Η Γερμανία μπορεί να είναι τώρα μοιρασμένη ανάμεσά τους. Θα έρθει όμως ο καιρός που θα γίνουμε ξανά μια μεγάλη δύναμη. Μια μεγάλη οικονομική δύναμη. Όσο η Οργάνωσή μας δουλεύει στο πλευρό των Αμερικανών εναντίον του κομμουνισμού, θα μπορούμε να τους πείσουμε να επιτρέψουν την ανοικοδόμηση της Γερμανίας. Με τη βιομηχανία και την τεχνολογία μας θα επιτύχουμε αυτό που δεν θα μπορούσε ποτέ να επιτύχει ο Χίτλερ (...) Την Ευρώπη δεν θα την κατακτήσει η σβάστικα αλλά το μάρκο".

Κυριακή, Ιανουαρίου 13, 2013

Ψωμί Παιδεία Ελευθερία

Έχω διαβάσει όλα τα μυθιστορήματα του Πέτρου Μάρκαρη και ασφαλώς δεν μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση το πιο πρόσφατό του, "Ψωμί Παιδεία Ελευθερία" (Γαβριηλίδης, 2012).
Έχω πια εξοικειωθεί, όπως και όλοι φαντάζομαι οι αναγνώστες του Μάρκαρη, με το στυλ της γραφής του. Τοπικός προσδιορισμός (με εξαίρεση το "Παλιά πολύ παλιά" που διαδραματίζεται στην Κωνσταντινούπολη) είναι η Αθήνα. Οι δρόμοι της, οι γειτονιές της, τα μποτιλιαρίσματα και οι πορείες διαμαρτυρίας. Χρονικός προσδιορισμός το εκάστοτε παρόν, η έμπνευση πάντοτε από την επικαιρότητα.
Ο αστυνόμος Κώστας Χαρίτος μας έχει γίνει πια γνώριμος, με τη γυναίκα του την Αδριανή, τυπική νοικοκυρά με ειδικότητα στα... γεμιστά, την κόρη του την Κατερίνα που την έχουμε παρακολουθήσει να τελειώνει το Λύκειο, να σπουδάζει, να παντρεύεται το γιατρό Φάνη και να εργάζεται τώρα ως δικηγόρος. Ξέρουμε ακόμα τους συνεργάτες του Χαρίτου στην αστυνομία, τους συμπεθέρους του και τον παλιό αντιστασιακό Ζήση που συχνά τον βοηθά στις έρευνές του. Λίγο ακόμα και σαν τον Σέρλοκ Χολμς του οποίου το σπίτι στην περίφημη Μπέηκερ Στρητ είναι τουριστικό αξιοθέατο θα αναζητούμε και στο Παγκράτι το σπίτι του Χαρίτου!
Το "Ψωμί Παιδεία Ελευθερία"  αποτελεί κατά τον συγγραφέα το τρίτο μέρος της "Τριλογίας της Κρίσεως"(προηγήθηκαν τα "Ληξιπρόθεσμα δάνεια" και η "Περαίωση") και τοποθετείται χρονικά σ' ένα πολύ κοντινό μέλλον, την πρωτοχρονιά του 2014, το βράδυ που η Ελλάδα από το ευρώ ξαναγυρίζει στη δραχμή.
Ο Χαρίτος και η οικογένειά του παρακολουθούν τους πανηγυρισμούς στο Σύνταγμα, ενώ την επομένη δυο  πορείες εκδηλώνουν τις αντιθέσεις τους. Οι μεν, οι νεότεροι, φωνάζουν "αν είναι να ζήσουμε φτωχοί, καλύτερα με τη δραχμή", ενώ οι πιο ηλικιωμένοι διαδηλώνουν "φέρτε πίσω το ευρώ". Από την εξέλιξη των γεγονότων και συζητήσεων είναι έκδηλη η άποψη του Μάρκαρη υπέρ του ευρώ. Παρουσιάζει μια Ελλάδα που έχοντας γυρίσει στη δραχμή βρίσκεται σε χειρότερη κατάσταση από τη σημερινή. Εκτός από τη στέρηση, τη φτώχεια, τους άστεγους, τους άνεργους η χώρα αντιμετωπίζει και στάση πληρωμών, ενώ ένα ευρώ αντιστοιχεί με πεντακόσιες δραχμές.
Όμως αυτά δεν είναι το κύριο θέμα. Αποτελούν απλώς το κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα αρχίσουν να γίνονται οι φόνοι. Οι δολοφονημένοι είναι ένας επιτυχημένος επιχειρηματίας, ένας επιτυχημένος ακαδημαϊκός κι ένας επιτυχημένος συνδικαλιστής. Σε όλα τα πτώματα ένα ηχογραφημένο μήνυμα, "Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία" δημιουργεί συνειρμούς με την εξέγερση του Πολυτεχνείου του 1973, στην οποία αποτελούσε κυρίαρχο σύνθημα. Από εκεί αρχίζει η έρευνα για την εξιχνίαση των δολοφονιών, η οποία θα δείξει ότι και οι τρεις είχαν εκμεταλλευτεί τη συμμετοχή τους στην εξέγερση του Πολυτεχνείου για να ανέλθουν κοινωνικά και οικονομικά. Ο ένας "δεν άνοιγε βιβλίο. Περνούσε τα μαθήματα όχι πια σαν ο καλός φοιτητής αλλά σαν αντιστασιακός". Ο άλλος κέρδιζε παίρνοντας ευνοιοκρατικά τις προσφορές του δημοσίου, ο άλλος ρύθμιζε καταστάσεις ως συνδικαλιστής.
Μια ομάδα νέων αναλαμβάνει με τις δολοφονίες να ξεπλύνει τη ντροπή από όσους εκμεταλλεύτηκαν την αντιστασιακή τους δράση και βεβαίως ο Χαρίτος θα βρει τους ενόχους. Μόνη επιφύλαξή μου στην υπόθεση του καινούριου αυτού βιβλίου του Μάρκαρη είναι η υπονοούμενη εμπλοκή στους φόνους και παιδιών των δολοφονημένων. Όσο κακές κι αν ήταν οι σχέσεις γονιών και παιδιών, όσο και να ντρέπονταν τα παιδιά για τη δράση  των γονιών τους, δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι θα συνεργούσαν και στη δολοφονία τους.
Ένα ακόμα μυθιστόρημα στη γνώριμη πρωτοπρόσωπη γραφή του Μάρκαρη που θα ιακανοποιήσει τους θιασώτες του.

Κυριακή, Ιανουαρίου 06, 2013

Στην άκρη της νύχτας

Καθώς διάβαζα το μυθιστόρημα του Κώστα Μουρσελά "Στην άκρη της νύχτας" (Πατάκης 2011), προπάντων όταν το τέλειωσα, μια λέξη μου τριβέλιζε το μυαλό: ιεροσυλία. Σαν κάποιος να πάτησε πάνω στην Αγία Τράπεζα της λογοτεχνίας μας. Ο Παπαδιαμάντης, αυτός ο ανεκτίμητος θησαυρός, να γίνεται ένα κοινό ερωτικό μυθιστόρημα!
Σκηνές και γεγονότα με ελάχιστη σύνδεση μεταξύ τους, φλυαρία και επαναλήψεις. Ίσως έτσι εξηγείται και το συνήθως διαφημιστικό και δελεαστικό οπισθόφυλλο που δεν αναφέρεται στο κυρίως θέμα του βιβλίου, αλλά εξαντλείται σε μια σειρά ασύνδετων ερωτημάτων.
Σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση μιλάει ο Μανολόπουλος, συγγραφέας, πρόσωπο γνωστό από το πασίγνωστο και αξιόλογο "Βαμμένα κόκκινα μαλλιά". Βρίσκεται στο κρεβάτι με τη σύντροφό του (γιατί άραγε κάθε βιβλίο θα έπρεπε να έχει οπωσδήποτε σκηνές σεξ;) όταν για τρίτο συνεχόμενο βράδυ, στις 2 μετά τα μεσάνυχτα, χτυπάει το τηλέφωνο κι όταν απαντούν αυτός που παίρνει κλείνει αμέσως χωρίς να πει τίποτα. Κάνουν διάφορες υποθέσεις ως προς το ποιος μπορεί να είναι και τι να θέλει και δεν σκέφτονται το πιο απλό, αφού τους ενοχλεί τόσο, να αποσυνδέουν το βράδυ το τηλέφωνο! Τελικά αποδεικνύεται ότι ήταν ένας παλιός γνώριμος του Μανολόπουλου, ο Ρετσίνας, άλλη επίσης persona από τα "Βαμμένα κόκκινα μαλλιά". Καλεί τον Μανολόπουλο σε συνάντηση στην Αγορά της Αθήνας, του θυμίζει παλιές συζητήσεις και διαφωνίες τους, όταν είχαν πριν από χρόνια πάει στο σπίτι του Παπαδιαμάντη στη Σκιάθο. Υπόσχεται δε να του αποκαλύψει στοιχεία που δίνουν απάντηση στο ερώτημα που τους είχε απασχολήσει τότε: Γιατί ο Παπαδιαμάντης έδωσε ένα τέτοιο τέλος ή μάλλον γιατί έδωσε ένα κολοβό φινάλε στο διήγημά του "Όνειρο στο κύμα";
Ο Μανολόπουλος, γεμάτος περιέργεια, ξεκινάει μέσα στη νύχτα να συναντήσει τον Ρετσίνα, δεν θυμάται όμως πού έχει παρκάρει το αυτοκίνητό του. Το ψάξιμο κρατάει από τη σελίδα 76 ως την 116! που γεμίζουν με αναμνήσεις από την παλιά σχέση του με τον Ρετσίνα, από ερωτικές περιπέτειες ως λογοτεχνικές συζητήσεις. Κι όταν βρει το αυτοκίνητό του θα ακολουθήσουν άλλες σαράντα περίπου σελίδες ωσότου οι δυο παλιοί φίλοι συναντηθούν στην Αγορά. Κουβεντιάζουν όλο  το βράδυ, ως "την άκρη της νύχτας". Ο Ρετσίνας αποδεικνύει με ντοκουμέντα ότι η Μοσχούλα, η ηρωίδα του "Όνειρο στο κύμα", ήταν υπαρκτό πρόσωπο, ότι μαζί με τον "θείο" της τον Μόσχο ήρθαν στην Αθήνα όπου και συζούσαν, ότι ο Παπαδιαμάντης που δεν έπαψε ποτέ να τη σκέφτεται, της γράφει, τη συναντάει ένα βράδυ, κουβεντιάζουν, τη συνοδεύει στο σπίτι της, αλλά (ευτυχώς!) δεν ξέρουν αν μπήκε και μέσα.
Η φαντασία μπλέκεται με την παραγματικότητα. Ένα τέλος για το οποίο οι δυο παλιοί φίλοι διαφωνούσαν αν ήταν κολοβό ή όχι, αποδεικνύεται ότι θα μπορούσε να είναι αλλιώτικο. Αλλά κι αυτό πάλι είναι αποτέλεσμα μυθοπλασίας, αφού τα χαρτιά με τα οποία δήθεν αποδεικνυόταν ότι δεν θα έπρεπε να τελειώνει έτσι το διήγημα, όπως το τέλειωνε ο Παπαδιαμάντης, ήταν κείμενα του Μανολόπουλου που είχε γράψει τότε στη Σκιάθο, τα είχε πετάξει και τα είχε μαζέψει ο Ρετσίνας.
Δεν ισχυρίζομαι ότι το μυθιστόρημα του Μουρσελά δεν γεννά προβληματισμούς: Πώς εμπνέεται ο λογοτέχνης; Τι αυτοβιογραφικό ποσοστό υπάρχει σε κάθε λογοτέχνημα; Θα πρέπει να κρίνομε το έργο ανεξάρτητα από το δημιουργό του ή όχι:
Όμως ένιωσα ότι αυτοί οι προβληματισμοί συντελούσαν τόσο στην αποδόμηση του εξαίρετου διηγήματος, ώστε αισθάνθηκα την ανάγκη να  ξαναδιαβάσω τον αυθεντικό Παπαδιαμάντη. Να βυθιστώ στην  ονειρώδη περιγραφή της νυχτερινής κολυμβήτριας: "Έβλεπα την αμαυράν και όμως χρυσίζουσαν αμυδρώς κόμην της, τον τράχηλόν της τον εύγραμμον, τας λευκάς ως γάλα ωμοπλάτας, τους βραχίονας τους τορνευτούς, όλα συγχεόμενα, μελιχρά και ονειρώδη εις το φέγγος της σελήνης (...) Ήτον πνοή, ίνδαλμα αφάνταστον, όνειρον επιπλέον εις το κύμα. Ήτον νηρηίς, νύμφη, σειρήν πλέουσα, ως πλέει ναυς μαγική, η ναυς των ονείρων..."
Και να σταθώ συγκινημένη στη  φράση με την οποία κλείνει το διήγημα, φράση που κατά τη γνώμη μου δεν το αφήνει καθόλου κολοβό: "Ω! ας ήμην ακόμη βοσκός εις τα όρη!...

Τετάρτη, Ιανουαρίου 02, 2013

Πατρική κληρονομιά

Κατά κανόνα αποφεύγω να διαβάσω παλαιότερα ή τα πρώτα βιβλία ενός συγγραφέα, όσο και αν τον εκτιμώ, όταν αυτά εκδίδονται ή επανεκδίδονται, όταν ο συγγραφέας έχει καταξιωθεί με άλλα έργα του, όταν πια έχει γίνει γνωστός και διάσημος. Όμως αυτή τη φορά έκανα εξαίρεση στον κανόνα, εξαίρεση η οποία δεν με απογοήτευσε. 
Το βιβλίο του Φίλιπ Ροθ "Πατρική κληρονομιά" (1991) πρωτοεκδομένο στα ελληνικά από τις εκδόσεις Χατζηνικολή το 1995, κυκλοφορεί τώρα από τις εκδόσεις Πόλις (μετ. Τάκης Κίρκης). Με υπότιτλο "Μια αληθινή ιστορία" και με αφιέρωση "Στην οικογένειά μας, τους ζωντανούς και τους νεκρούς", ο Φίλιπ Ροθ περιγράφει με λεπτομέρειες την αρρώστια και τη σταδιακή πορεία του 86χρονου πατέρα του προς το θάνατο.
 Καθώς το διάβαζα σκεφτόμουν διαρκώς πώς γίνεται να μας ενδιαφέρει ένα βιβλίο που όχι μόνο αφορά την ιστορία μιας ξένης οικογένειας αλλά και που σχετίζεται με τα γηρατειά, την έκπτωση του ανθρώπινου σώματος και εν τέλει το θάνατο. Και μόνη μου δίνω την απάντηση: αυτή είναι η δύναμη της λογοτεχνίας. Χιλιάδες άνθρωοποι γερνούν, αρρωστούν και πεθαίνουν κάθε μέρα. Δεν μπορεί όμως το κάθε παιδί να περιγράψει αυτή  την κατάσταση με τρόπο που να ενδιαφέρει όλους μας. Αυτή είναι η ικανότητα του Φίλιπ Ροθ.
Αρχίζει όταν η μητέρα του είχε ήδη πεθάνει πριν από 7 χρόνια, περιγράφοντας την ξαφνική πάρεση του προσωπικού νεύρου, δηλαδή την παράλυση της δεξιάς πλευράς του προσώπου του πατέρα του, η οποία στη συνέχεια αποδείχτηκε ως η συνέπεια ενός όγκου στον εγκέφαλο. Καθώς αφηγείται με κάθε λεπτομέρεια τις επισκέψεις στους γιατρούς, τις εναλλακτικές λύσεις που υπήρχαν για αντιμετώπιση του προβλήματος, την αμφιταλάντευση αν ο πατέρας του έπρεπε να χειρουργηθεί ή όχι, ο Ροθ περιγράφει τα δικά του συναισθήματα, τη φροντίδα για τον πατέρα του, αναπλάθει με την ανάμνηση το χαρακτήρα κι όλη τη σκληρή ζωή που είχε περάσει ο πατέρας του ωσότου καταλήξει σε μια ασφαλιστική εταιρεία Οι αναμνήσεις του πατέρα απ' τη ζωή στο Νιούαρκ περνάνε στις αναμνήσεις του γιου που με αγάπη και απαράμιλλη αφοσίωση φροντίζει τον πατέρα στο τελευταίο στάδιο της ζωής του. Καθώς αναλύει τις σκέψεις και τα συναισθήματά του ο συγγραφέας θυμάται οικογενειακές στιγμές, τον ξαφνικό θάνατο της μητέρας του, τον δύστροπο αλλά δυναμικό και αγωνιστικό χαρακτήρα του πατέρα, ενώ, όπως σχεδόν σε όλα τα βιβλία του, το εβραϊκό στοιχείο δίνει το παρόν του.
Ο πατέρας, έχοντας επίγνωση της δύσκολης θέσης στην οποία βρίσκεται και η οποία πιθανότατα θα τον οδηγήσει στο θάνατο, λέει κάποια στιγμή: "Δυο-τρια χρονάκια ακόμα..." Είναι σαν ν' ακούμε μια συγκινητική, σπαρακτική ικεσία για λίγη παράταση, για λίγη ακόμα ζωή. Όμως το τέλος θα έρθει και μάλιστα αφού το σώμα γνωρίσει τη σταδιακή φθορά και τον εξευτελισμό. Σκέφτομαι πόσο σοφά εύχεται η εκκλησία μας για τα τέλη της ζωής μας: "ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά"...
Αφοσιωμένος και γεμάτος φροντίδα και αγάπη ο Φίλιπ Ροθ θα παρασταθεί στον πατέρα του μέχρι την τελευταία του πνοή, αφήνοντάς μας να εννοήσουμε πως πατρική κληρονομιά δεν είναι παρά αυτό που ο καθένας μας έχει γίνει.