Τρίτη, Ιουλίου 28, 2020

Θέα Ακρόπολη

Λουκία Δέρβη
Θέα Ακρόπολη
Μεταίχμιο, 2019
"Hotel Excelsior" ή "Ξενοδοχείο πολυτελείας" θα μπορούσε να είχε τιτλοφορηθεί το "συμπαθητικό" (δεν βρίσκω προσφυέστερο χαρακτηρισμό), ευσύνοπτο (μόνο 168 σελίδες) μυθιστόρημα της Λουκίας Δέρβη. Η δημιουργός του προτίμησε τον τίτλο "Θέα Ακρόπολη", με τον οποίο συνοψίζει και υπονοεί τόσο την τοποθεσία όσο και την απαίτηση των πελατών να έχουν τα δωμάτιά τους θέα προς την Ακρόπολη, όπωςς και πράγματι έχουν τα πολυτελέστερα και ακριβότερα δωμάτια των ξενοδοχείων που βρίσκονται στον περίγυρο του Ιερού Βράχου.
Εκεί, στην Πλατεία Συντάγματος, βρίσκεται το ξενοδοχείο-πρωταγωνιστής στο μυθιστόρημα. Όσοι έτυχε να ζήσουν έστω και για λίγες μέρες σ' ένα παρόμοιο ξενοδοχείο εύκολα αναγνωρίζουν τους χώρους, την επίπλωση, τη διακόσμηση, την όλη ατμόσφαιρα καθώς και τα πρόσωπα που το ζωντανεύουν: Από τον ακοίμητο φρουρό της εισόδου, τον σοβαρό θυρωρό, ως τη ρεσεψιόν με τους χαμογελαστούς υπαλλήλους κι από το παιδί που θα μεταφέρει τις αποσκευές ως τις καμαριέρες, τους σερβιτόρους και όλο το υπόλοιπο προσωπικό που δίνει ζωή στο άψυχο κτίριο.
Χρονικά το μυθιστόρημα τοποθετείται στο καλοκαίρι του 1992, αρχίζοντας με μια έκρηξη προερχόμενη από δράση της 17 Νοέμβρη. Με παρόμοιες, σύντομες νύξεις η συγγραφέας μας μεταφέρει στην ατμόσφαιρα και το κλίμα της εποχής, μιας εποχής ζωντάνιας και ευμάρειας. Η περιγραφική δύναμη της συγγραφέως είναι εξαιρετική: "Στη σκιά του Ιερού Βράχου της Ακρόπολης, τα δαιδαλώδη δρομάκια της Πλάκας γέμιζαν σαν μελίσσια με το βουητό των γκρουπ, οι ξεναγοί περπατούσαν κρατώντας ψηλά τα αναγνωριστικά σημαιάκια και πληροφορούσαν τους τουρίστες για τα αρχαία μνημεία, οι κράχτες τους καλούσαν επίμονα να γευματίσουν στις ταβέρνες, οι καταστηματάρχες των τουριστικών και των δερμάτινων ειδών ξεφυσούσαν παριστάνοντας πως δεν δέχονταν παζάρια στις τιμές, ενώ ο νεαρός στο περίπτερο με τη διαφημιστική γκρίζα τέντα δεν προλάβαινε να παγώνει μπουκαλάκια νερού στο ψυγείο".
Με την ίδια λεπτολόγα περιγραφή μεταφερόμαστε σ' όλους τους χώρους του ξενοδοχείου. Από την είσοδο ως το lobby, από τα πολυτελή δωμάτια του έβδομου ορόφου στα σαλόνια και την τραπεζαρία, κι από τα μαγειρεία και τα υπόγεια ως την πισίνα και τις δεξιώσεις. Παρ' όλο που πολλά από τα πρόσωπα του ξενοδοχείου αναφέρονται ονομαστικά με τα χαρακτηριστικά και τον ρόλο που διαδραματίζουν, εντούτοις η ιστορία επικεντρώνεται σε τέσσερα κυρίως πρόσωπα. Είναι η  Θέκλα, μια πολύ όμορφη και ικανή καμαριέρα, γι' αυτό και είναι τοποθετημένη στον 7ο executive όροφο με θέα την Ακρόπολη. Από καιρού εις καιρόν προσφέρει και άλλου είδους "υπηρεσίες" σ΄έναν πλούσιο, τακτικό πελάτη του ξενοδοχείου. Έχει ένα παιδί από τον σύντομο γάμο της με τον Παρμενίωνα, μέλος του προσωπικού ασφαλείας του ξενοδοχείου, από τον οποίο χώρισε λόγω του βίαιου χαρακτήρα του, αλλά που δεν έπαψε να την ελκύει και να ξαναδοκιμάζει τη συμβίωση μαζί του. Με την Θέκλα είναι ερωτευμένος ο Μάκης, υπεύθυνος της ρεσεψιόν, ένας ωραίος, εσωστρεφής τύπος με μόνο ελάττωμα να σέρνει, λόγω ατυχήματος, το αριστερό του πόδι. Ερωτευμένη μ' αυτόν μια άλλη υπάλληλος, η Χαρούλα, υπεύθυνη πωλήσεων,
Πλήθος βεβαίως και οι υψηλού οικονομικού στάτους πελάτες του ξενοδοχείου, με τις ιδιορρυθμίες και τις απαιτήσεις τους. Η συγγραφέας μας αποκαλύπτει πολλά από όσα συμβαίνουν πίσω από τη λαμπερή βιτρίνα, προβάλλοντας αντιθετικά από τη μια τη ζωή και τις ιδιοτροπίες των επιφανών του πλούτου κι από την άλλη όλη την κούραση, τον αγώνα της βιοπάλης και τα προσωπικά δράματα των εργαζομένων.
Σε μια συνέτευξή της η συγγραφέας δήλωσε: "Στο Θέα Ακρόπολη θέλησα να στήσω μια παράσταση για να αποκαλύψω στα μάτια του αναγνώστη τον αόρατο κόσμο των παρασκηνίων του θεάτρου μου".
Πράγματι, η σκηνοθετική της ικανότητα είναι εξαιρετική κι αυτό, πιστεύω, είναι το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του μυθιστορήματος. Πέρα όμως από τη σκηνοθεσία θα ήθελα να είχε δοθεί μεγαλύτερος ρόλος και στο ίδιο το έργο. Περισσότερη δράση, μεγαλύτερη εμβάθυνση στους χαρακτήρες. Π.χ. στο ξενοδοχείο μια πελάτισσα αυτοκτονεί. Το θέμα όμως μένει ως εκεί, δεν αναπτύσσεται περισσότερο, το γεγονός απλώς αναφέρεται χωρίς να συνδέεται ή να επηρεάζει τη ζωή των προσώπων.
Γενικά όμως το μυθιστόρημα έχει ενδιαφέρον και μπορεί να θεωρηθεί ως ευοίωνη αρχή για τη συγγραφική πορεία της συγγραφέως. 

Τρίτη, Ιουλίου 21, 2020

Το βιβλίο στην εποχή του διαδικτύου



Η ιστορία της γραφής και της αποτύπωσής της σε κάποιο υλικό χάνεται μέσα στους αιώνες. Από τη σφηνοειδή γραφή των Σουμερίων και τη χάραξή της σε πλίνθινες πλάκες, ως τα ιερογλυφικά της Αιγύπτου, τις σκαλισμένες σε πέτρα ή αγάλματα επιγραφές της αρχαίας Ελλάδας και αργότερα  τα χειρόγραφα σε παπύρους και περγαμηνές, φτάσαμε στη μεγάλη επανάσταση του Γκούτενμπεργκ με την τυπογραφία. Πέντε αιώνες περίπου αργότερα συναντάμε στην εποχή μας μια εντελώς καινούρια μορφή γραφής. Την άυλη ηλεκτρονική γραφή και την όλο και ολένα συχνότερη χρήση της στην αποτύπωση του γραπτού λόγου. Εφημερίδες και περιοδικά, λεξικά, εγκυκλοπαίδειες, άρθρα, ειδήσεις κατακλύζουν τον κυβερνοχώρο, σε σημείο που αρκετά μέσα έχουν πάψει πια να εκδίδονται με την παραδοσιακή μορφή που ξέραμε ως τώρα, ή παράλληλα  κυκλοφορούν και σε ψηφιακή μορφή, όπως συμβαίνει με όλες σχεδόν τις  εφημερίδες.
Τι γίνεται όμως με το βιβλίο; Πριν από περίπου οχτώ χρόνια, το 2012,  έγραφα στο blog μου:
"Χτες είχα τη μεγάλη χαρά να αποκτήσω τον πρώτο μου e-reader, την πρώτη μου συσκευή ηλεκτρονικής ανάγνωσης, που από καιρό ήθελα. Πέρασα την ημέρα εξερευνώντας τον, προσπαθώντας να κατανοήσω τη λειτουργία του, να κατεβάζω και να αποθηκεύω βιβλία (...)
 Ω, τι απόλαυση! Να κρατάς μια σελίδα που περιέχει μια ολόκληρη βιβλιοθήκη! Μ' ένα άγγιγμα να ξεφυλλίζεις βιβλία, ν' αφήνεις το ένα να πιάνεις το άλλο. Να ταξιδεύεις και να μην έχεις την έγνοια αν θα σε φτάσει το βιβλίο που πήρες μαζί σου. Να πηγαίνεις διακοπές και να μη χρειάζεται να βαρυφορτώνεις τις αποσκευές σου".
Πόσο παιδαριώδης μου φαίνεται σήμερα εκείνη η έκρηξη χαράς. Αν εξαιρέσουμε το kindle, τη συσκευή ανάγνωσης της Amazon, σήμερα συσκευές ανάγνωσης μπορούν να είναι όλα τα ηλεκτρονικά μέσα: Υπολογιστές, τηλέφωνα, tablet...Πράγματι. Η πρώτη εκείνη συσκευή ανάγνωσης που με τόση χαρά είχα αγοράσει αχρηστεύθηκε, χάθηκε, δεν  υπάρχει πια. Τώρα δεκάδες βιβλία έχω "κατεβασμένα", άλλα αγορασμένα και άλλα που βρήκα δωρεάν, στο κινητό ή το i-pad μου.
Αφορμή για τις σκέψεις αυτές μου έδωσαν απόψεις φίλων που συχνά ακούω:"Δεν μου αρέσει το ηλεκτρονικό διάβασμα (κι ας είναι όλη μέρα στο fb!), ή "άλλο πράγμα το ξεφύλλισμα του βιβλίου, η μυρωδιά του χαρτιού..." Έχω την άποψη πως όσοι εκφράζονται μ' αυτό τον τρόπο είναι γιατί, είτε δεν έχουν δοκιμάσει ποτέ το ηλεκτρονικό διάβασμα ή  διαβάζουν μόνο 1-2 βιβλία τον χρόνο. Όσοι όμως βλέπουν το σπίτι τους να πλημμυρίζει σιγά-σιγά από βιβλία που δεν ξέρουν πια πού να τα βάλουν, όσοι πάνε διακοπές ή ταξίδι και χρειάζονται περισσότερα από ένα βιβλία, όσοι θέλουν να έχουν ανά πάσα στιγμή μαζί τους όλο τον Καβάφη, για παράδειγμα, γιατί μπορεί ξαφνικά να θέλουν να θυμηθούν ένα ποίημά του, όσοι θέλουν να περιηγηθούν σ΄ένα βιβλιοπωλείο ή ν' αγοράσουν κάποιο βιβλίο χωρίς να μετακινηθούν από το σπίτι τους (η περίπτωση του πρόσφατου lockdown δεν εμπόδισε εμάς του ηλεκτρονικού διαβάσματος ν' αγοράσουμε καινούρια βιβλία), όσοι λόγω προβλημάτων όρασης θέλουν να μεγαλώνουν τα τυπογραφικά στοιχεία, όσοι δεν  θέλουν να ενοχλούν όποιον κοιμάται δίπλα τους έχοντας αναμμένο το φως, όλοι αυτοί αναγνωρίζουν τη χρησιμότητα του e-book. 
Αλλά τα πλεονεκτήματα της ηλεκτρονικής ανάγνωσης δεν σταματούν εδώ. Μπορείς να σημειώνεις, να υπογραμμίζεις, να ξαναβρίσκεις εύκολα τις αντίστοιχες σελίδες, να κάνεις αναζήτηση και να εντοπίζεις αμέσως πού αναφέρεται ένα όνομα ή κάτι άλλο που θέλεις, να κλείνεις το βιβλίο κι εκείνο, όταν το συνεχίζεις, να ανοίγει στο σημείο που το άφησες...
Προλαμβάνω ένα ερώτημα: Δηλαδή προτιμάς τα e-books από τα χάρτινα βιβλία; Ψυεδοδίλημμα μου φαίνεται. Τα χάρτινα βιβλία έχουν περισσότερο συναισθηματική αξία. Μας θυμίζουν πού και πότε  αγοράσαμε ένα βιβλίο, ποιος πιθανόν μας το χάρισε, μπορεί να βρούμε ανάμεσα στις σελίδες του ένα εισιτήριο θεάτρου ή ένα ξεραμένο λουλούδι. Μπορεί να είναι μια πανέμορφη έκδοση, τέτοια που ποτέ δεν θα γίνει η ηλεκτρονική, ναι, ακόμα και η μυρωδιά του χαρτιού μπορεί να μας συγκινεί. Οι δύο μορφές βιβλίου  συνυπάρχουν για την ώρα, και πιστεύω, για πολλά ακόμα χρόνια. Θα έρθει άραγε η ώρα που, όπως η τυπογραφία εξαφάνισε τα χειρόγραφα βιβλία, το ηλεκτρονικό θα εξαφανίσει το χάρτινο; Κανείς δεν  μπορεί να προβλέψει το απώτερο μέλλον.

Σημ. Μια χρησιμότατη ιστοσελίδα, στην οποία ο δημιουργός της Μιχάλης Καλαμάρας δημοσιεύει οτιδήποτε έχει σχέση με τα e-books, άρθρα, διευθύνσεις, ενημέρωση για σχετικά συνέδρια κ.λπ. είναι η σελίδα http://www.eanagnostis.gr/ στην οποία μπορεί να βρει κάποιος άλλες ιστοσελίδες που αφορούν το ηλεκτρονικό βιβλίο, πολλά από τα οποία διατίθενται δωρεάν.

Κυριακή, Ιουλίου 19, 2020

Φαρενάιτ 451

Ρέη Μπράντμπερη
Φαρενάιτ 451
Εκδ. Γρηγόρη, χ.χ.
Μετ. Τζένη Βαγιάνου
Παλιό, γνωστό, πολυμεταφρασμένο (μόνο στα ελληνικά κυκλοφορούν τέσσερις εκδόσεις σε διαφορετικές μεταφράσεις), μεταφερμένο στον κινηματογράφο από τον Φρανσουά Τρυφό (1966), το βιβλίο του Μπράντμπερη αποτελεί εμβληματικό έργο επιστημονικής φαντασίας. Γραμμένο το 1953 διαβάζεται σήμερα όχι σαν φαντασία πια, αλλά σαν μια σημερινή πραγματικότητα, αφού πολλά από όσα ο Μράντμπερη φαντάστηκε αποτελούν τώρα υλοποιημένο παρόν: Η κυριαρχία της εικόνας, η μουσική που σε ξεκουφαίνει, η καταφυγή στα ηρεμιστικά, η αποξένωση, η απομάκρυνση από τη φύση, η ταχύτητα, η τεχνολογία, η υποβάθμιση του βιβλίου...
Στο σπίτι του μέλλοντος, όπως προφητικά το περιγράφει ο συγγραφέας, οι τοίχοι του σαλονιού είναι τεράστιες τηλεοράσεις από όπου διαρκώς ακούγονται ήχοι (πόσο απέχουμε σήμερα αναζητώντας ολοένα και μεγαλύτερες τηλεοράσεις;) Οι άνθρωποι έχουν διαρκώς στ' αυτιά τους την "αχηβάδα" ή "σκώρο", όπως μεταφράζεται, μικροσυσκευές από τις οποίες και πάλι διαρκώς εκπέμπονται ήχοι Άραγε δεν είναι μια γνώριμη σημερινή εικόνα της νεολαίας μας; Και πόσο τα χάπια που κατανάλωναν οι άνθρωποι του Μπράντμπερη για να ηρεμήσουν από την ένταση που δημιουργούσε ο τεχνολογικός πολιτισμός, σε σημείο που χρειάζονταν πλύση στομάχου, διαφέρουν από τα ηρεμηστικά, τα αγχολυτικά και τα υπνωτικά χάπια που σήμερα καταναλώνονται;
Κεντρικό πρόσωπο στο μυθιστόρημα είναι ο πυροσβέστης Γκάη Μόνταγκ. Ένας πυροσβέστης που όπως και οι υπόλοιποι πυροσβέστες, δεν σβήνει αλλά ανάβει φωτιές για να κάψει βιβλία. Σ' αυτό τον μελλοντικό κόσμο τα βιβλία έχουν απαγορευτεί, γιατί δημιουργούν προβληματισμό, αμφισβήτηση, δυστυχία, σε μια κοινωνία που το μόνο που θέλει και επιδιώκει είναι να είναι ευτυχισμένη. Δέκα χρόνια ο Μόνταγκ ασκεί αυτό το επάγγελμα. Η αμφιβολία όμως αρχίζει να τον κυριεύει και  προβληματίζεται, όταν μια γυναίκα της οποίας έκαιγαν το σπίτι γιατί βρέθηκαν σ' αυτό βιβλία, αρνείται να φύγει και καίγεται μαζί με τα βιβλία της. Ο προβληματισμός του Μόνταγκ θα ενισχυθεί ακόμα περισσότερο όταν συναντάει ένα κορίτσι, την Κλάρις, να περπατά στη γειτονιά, πράγμα πολύ ανυνήθιστο μια και όλοι εποχούνται και μάλιστα τρέχοντας με ιλιγγιώδη ταχύτητα, που του μιλάει για την ομορφιά της φύσης και για περασμένες εποχές, τότε που οι άνθρωποι είχαν χρόνο, κάθονταν στις βεράντες τους, συνομιλούσαν μεταξύ τους, είχαν κάτι να πουν. Ο Μόνταγκ μπαίνει στον πειρασμό να κλέψει μερικά βιβλία. Τώρα κινδυνεύει και ο ίδιος.
Αργότερα  θα συναντήσει τον Φάμπερ, έναν πρώην καθηγητή λογοτεχνίας που θα του αποκαλύψει πως μέσα σ' αυτόν τον ζοφερό κόσμο υπάρχει μια αχτίδα ελπίδας. Μια μυστική κοινότητα έχει δημιουργηθεί από ανθρώπους-βιβλία. Καθένας αναλαμβάνει να απομνημονεύσει ένα βιβλίο. Κάποιος είναι η  "Πολιτεία" του Πλάτωνα, άλλος  ο Άινσταϊν, ο Αριστοφάνης, ο Λίνκολ κ.λπ. (Βεβαίως σήμερα με τη διαδικτυακή μεταφορά και γραφή των βιβλίων, τίποτα δεν χάνεται, αλλά αυτό βέβαια δεν μπόρεσε να το φανταστεί ο Μπάντμπερη).  Το μυθιστόρημα τελειώνει αισιόδοξα: Το βιβλίο, με τη μια ή την άλλη μορφή, δεν θα χαθεί.

Σημ. 1. Ο τίτλος αναφέρεται στη θερμοκρασία στην οποία μπορεί να δημιουργηθεί αυτανάφλεξη. Δηλ. κάποια υλικά, όπως το χαρτί, κάτω από ορισμένες συνθήκες, όταν φτάσουν σ' αυτή τη θερμοκρασία αναφλέγονται από μόνα τους.
2. Προτιμήστε να διαβάσετε μια διαφορετική έκδοση απ' αυτήν του "Γρηγόρη". Είναι και κακή έκδοση και κακή μετάφραση.

Δευτέρα, Ιουλίου 06, 2020

Ένα φιλί πριν πεθάνεις

Άιρα Λέβιν
Ένα φιλί πριν πεθάνεις
Γαλαξίας-Ερμείας, 1981
Μετ. Γιάννη Λάμψα
Ένα από τα καλύτερα θρίλερ (αν όχι το καλύτερο) που έχω διαβάσει. Η πρωτότυπη τεχνική, οι συνεχείς ανατροπές, η αγωνία να φτάσεις στο τέλος, όχι για να μάθεις τον δολοφόνο, αυτόν τον ξέρεις από την αρχή, αλλά για να δεις αν θα αποκαλυφθεί και στα πρόσωπα του έργου κι αν εν τέλει θα αποδοθεί δικαιοσύνη, όλα αυτά σε ελκύουν ακαταμάχητα.
Το είχα πρωτοδιαβάσει πριν από χρόνια, μπορεί και πάνω από σαράντα χρόνια πριν, κι όμως το θυμόμουνα. Όχι βέβαια όλες τις λεπτομέρειες, αλλά το βασικό θέμα και τη γενικότερη ατμόσφαιρα. Μια έντονη επιθυμία με κατέλαβε να το ξαναδιαβάσω. Βεβαίως στη βιβλιοθήκη μου δεν το βρήκα. Ποιος ξέρει πού χάθηκε, δανεισμένο κι αγύριστο ίσως και τώρα πια εξαντλημένο από τον εκδοτικό του οίκο. (Πραγματικά διερωτώμαι γιατί βιβλία σαν κι αυτό δεν επανεκδίδονται). Όμως πωλείται ακόμα μεταχειρισμένο κι έτσι μπόρεσα να το ξαναδιαβάσω. Ξανάζησα όχι μόνο την αγωνία ενός ωραίου θρίλερ, αλλά όπως συχνά συμβαίνει, ξανάζησα τις συνθήκες του πρώτου, μακρινού εκείνου διαβάσματος: Την πολύ νεότερη ηλικία που είχα τότε, πιο ευτυχισμένες προσωπικές στιγμές και μια παραθαλάσσια πόλη που, αλοίμονο, δεν υπάρχει πια...
Από τις πρώτες κιόλας σελίδες ξέρουμε τον δολοφόνο. Όχι το όνομά του, αλλά την εξωτερική του εμφάνιση, την καταγωγή, τον χαρακτήρα, τα σχέδιά του, τον στόχο του. Λεπτό προς λεπτό παρακολουθούμε τις σκέψεις του, τις ενέργειές του κι η αγωνία μας κορυφώνεται καθώς παρακολουθούμε τα βήματα τόσο του δολοφόνου όσο και του ανίδεου θύματος.
Κι ύστερα η ατμόσφαιρα αλλάζει. Άλλα πρόσωπα μπαίνουν στη σκηνή κι ο αναγνώστης διερωτάται: Είναι άραγε κάποιο απ' αυτά ο ανώνυμος δολοφόνος που γνωρίσαμε αρχικά; Θα γίνει κι άλλος φόνος; Πώς και πότε; Κι αυτή η απορία θα μας ακολουθεί ως το τέλος που κλείνει με μια επίσης αγωνιώδη σκηνή. Η παρουσίαση ενός τέτοιου βιβλίου καθίσταται ιδιαίτερα δυσχερής και χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή για να μην αποκαλύψεις στοιχεία που θα μείωναν το ενδιαφέρον μελλοντικών αναγνωστών.
Το "Ένα φιλί πριν πεθάνεις" κέρδισε στην Αμερική το "Βραβείο Έντγκαρ Άλλαν Πόε" σαν το καλύτερο μυθιστόρημα αγωνίας. Το 1991 μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο. Πολύ γνωστά και δυο άλλα έργα του Άιρα Λέβιν (1929-2007), επίσης μεταφερμένα στον κινηματογράφο: "Τα παιδιά από τη Βραζιλία" (1978) και (αλήθεια, ποιος δεν το θυμάται;) "Το μωρό της Ρόζμαρι" που, σε σκηνοθεσία του Ρομάν Πολάνσκι (1968), αποτελεί εμβληματικό σταθμό στις ταινίες τρόμου.

Σημ. Ευχαριστίες οφείλω στον αδερφό μου,  που βρήκε και μου  έστειλε το βιβλίο από τη Λάρισα.