Σάββατο, Ιουλίου 31, 2021

Αιολική γη


 Ηλίας Βενέζης
Αιολική γη
36η έκδοση
(1η έκδοση 1943)
Βιβλιοπωλείον της "Εστίας")
"Ω, οι ευτυχισμένες μέρες!". Καμιά σχέση βέβαια η "Αιολική γη" με το θεατρικό του Σάμιουελ Μπέκετ. Όμως αυτή η φράση μου ερχόταν συνεχώς στο μυαλό καθώς διάβαζα (όχι βέβαια για πρώτη φορά) την υπέροχη αυτή λογοτεχνική δημιουργία του Ηλία Βενέζη. "Ω, οι ευτυχισμένες μέρες!" Οι ευτυχισμένες μέρες των παιδικών χρόνων του μικρού Πέτρου και των τεσσάρων αδελφάδων του, οι ευτυχισμένες μέρες των παιδικών χρόνων της δικής μου, αλλά και κάθε γενιάς. Τότε που μας πλημμυρίζει η αθωότητα, που δεν μας έχει ακόμα αγγίξει η κακία του κόσμου. Τότε που παίζαμε ξέγνοιαστα ό,τι κι αν συνέβαινε γύρω μας, τότε που μαγεμένοι ακούγαμε τα παραμύθια της γιαγιάς, τότε που φοβόμαστε τα φαντάσματα, αλλά νιώθαμε να μας σκέπει και να μας προστατεύει η αγάπη κι η παντοδυναμία των γονιών μας...
Αιολική γη...Η γη της Μικρασίας, ελληνική αιώνες πριν φανούν οι κατακτητές της. Το 1943, μέσα στο μαύρο σκοτάδι της γερμανικής Κατοχής, ο Ηλίας Βενέζης γυρίζει με τη μνήμη πίσω, εκεί στις αρχές του αιώνα και αναπλάθει τα ευτυχισμένα παιδικά του χρόνια. Τότε που κάθε καλοκαίρι το περνούσε με την οικογένειά του στο κτήμα του παππού, του Γιαννακού Μπιμπέλα. Κάτω από την άγρια οροσειρά, τα Κιμιντένια. Εκεί όπου τα παιδιά τριγύριζαν ανέμελα, κυνηγούσαν τσαλαπετεινούς, ανακάλυπταν τη μυστική σπηλιά όπου πάνε τα αγριογούρουνα για να πεθάνουν και θαύουν εκεί μια χελώνα, μια σαλαμάντρα, μια νυχτερίδα, περιμένοντας να πάρουν τα κόκκαλά της να τα 'χουν φυλαχτό για να τους αγαπούν όλοι! Ακούνε ιστορίες από τη γιαγιά και τον παππού, ιστορίες για σκληροτράχηλους ληστές και γενναίους κοντραμπατζήδες, ιστορίες αίματος και γενναιότητας. Ακούνε για χιμαιροκυνηγούς, για τον καμηλιέρη που γυρίζει τον κόσμο αναζητώντας το καμήλι με το άσπρο κεφάλι ή τον σαμαρά που ψάχνει να βρει το αεικίνητο, ένα ρολόι που θα παίζει μουσική χωρίς να σταματά. Τα πάντα είναι εμψυχωμένα. Οι καρυδιές μιλούν μεταξύ τους, τα χέλια συνεννοούνται, οι αρκούδες, τα τσακάλια...
Όσα χρόνια κι αν περάσουν από τότε που πρωτοδιαβάζει κάποιος το  μυθιστόρημα, είναι πρόσωπα και σκηνές που ποτέ δεν μπορεί να ξεχάσει. Δεν ξεχνά τον Λαζό-εφέντη ή τον Αντώνη Παγίδα, σκληροτράχηλους άντρες που μαλακώνουν στο άκουσμα πως η γυναίκα του Γιαννακού Μπιμπέλα έχει νεογέννητο βρέφος ή είναι έγκυος. Δεν ξεχνά τον μικρό Πέτρο που κόντεψε να σκοτωθεί προσπαθώντας να πάρει από τη φωλιά του το μικρό αϊτόπουλο για χάρη της Ντόρις, της κοπέλας που ήρθε από τη μακρινή, ομιχλώδη Σκωτία. Δεν ξεχνά τον "κυνηγό με τα κίτρινα άστρα" που σκοτώνεται καθώς ψάχνει να πάρει από τη φωλιά του το μαύρο αρκούδι. Κανείς δεν ξεχνά τον γέρο Ιωσήφ που ξεκίνησε από το νησί του, τη Λήμνο, να δουλέψει, ν' αγοράσει μια τράτα και να γυρίσει να παντρευτεί το κορίτσι του. Αλλά, τι κρίμα, έμεινε για πάντα στα Κιμιντένια να μπολιάζει δέντρα.
Κι ούτε μπορούμε να ξεχάσουμε την Άρτεμη, την αγαπημένη μικρή αδερφή του Πέτρου, το τολμηρό και φιλοπερίεργο κορίτσι που, με πείραμα τον εαυτό της, θέλησε να μάθει αν ισχύει η παράδοση που έλεγε πως, αν φυτέψει κανείς καρυδιά, θα πεθάνει όταν το δέντρο κάνει τους πρώτους του καρπούς.
Το μυθιστόρημα δεν έχει την αυστηρή ενότητα του είδους. ΄Εχει όμως ωραίους τύπους ανθρώπων, εικόνες από μια εμψυχωμένη φύση, μύθους και θρύλους και μας μεταφέρει την ωραία ειδυλλιακή ζωή στηνΑιολική γη πριν από τη φοβερή καταστροφή και τον ξεριζωμό των ανθρώπων της. Κι όσες φορές κι αν  διαβάσει κανείς το μαγικό αυτό βιβλίο,  δεν  μπορεί παρά να βουρκώσει διαβάζοντας την τελευταία σκηνή:
"Η γιαγιά γέρνει το κεφάλι της να το ακουμπήσει στα στήθια που την προστατέψανε όλες τις μέρες της ζωής της. Κάτι τη μποδίζει και δεν μπορεί να βρει το κεφάλι ησυχία. Σαν ένας βόλος να είναι κάτω απ' το πουκάμισο του γέροντα.
-Τι είναι αυτό εδώ; ρωτά σχεδόν αδιάφορα.
Ο παππούς φέρνει το χέρι του. Το χώνει κάτω απ' το ρούχο, βρίσκει το μικρό ξένο σώμα που ακουμπά στο κορμί του και που ακούει τους κτύπους της καρδιάς του.
-Τι είναι;
-Δεν είναι τίποτα, λέει δειλά ο παππούς, σαν παιδί που έφταιξε. Δεν είναι τίποτα. Λίγο χώμα είναι.
-Χώμα!
Ναι, λίγο χώμα από τη γη τους. Για να φυτέψουν ένα βασιλικό, της λέει, στο ξένο τόπο που πάνε. Για να θυμούνται.
Αργά τα δάχτυλα του γέροντα ανοίγουν το μαντίλι όπου είναι φυλαγμένο το χώμα. Ψάχνουν εκεί μέσα, ψάχνουν και τα δάχτυλα της γιαγιάς, σα να το χαϊδεύουν. Τα μάτια τους δακρυσμένα στέκουν εκεί.
Δεν είναι τίποτα λέω, λίγο χώμα"



Δευτέρα, Ιουλίου 19, 2021

Καλημέρα θλίψη


 Φρανσουάζ Σαγκάν
Καλημέρα θλίψη
"Βιβλιοεμπορική¨, 1954
Μετ. Μαρσέλλα Πετρακοπούλου
Ένα βιβλίο που τάραξε τα ανήσυχα νερά υης εφηβείας μας, ένα βιβλίο γραμμένο από μια δεκαοχτάχρονη κοπελίτσα. "Καλημέρα θλίψη", "Bonzour Tristesse". Πώς το θυμήθηκα, γιατί θέλησα να το διαβάσω σήμερα; Για να θυμηθώ άραγε τα χρόνια της αθωότητας εκεί γύρω στο τέλος της δεκαετίας του '50 ή μήπως για να δω τι εντύπωση θα μου έκανε σήμερα ένα μυθιστόρημα που μας είχε γοητεύσει όταν ήμαστε νέοι; Ναι, και για όλα, αυτά αλλά και για κάτι άλλο. Θέλησα να το ξαναδιαβάσω και να γράψω γι' αυτό, σαν ένα είδος μνημοσύνου για τη συγγραφέα του. Για τη Φρανσουάζ Σαγκάν που έλαμψε ξαφνικά κι απροσδόκητα στο λογοτεχνικό στερέωμα, που το διέσχισε όλο λάμψη, για να σβήσει τόσο άδοξα, σαν ένας διάττων.
Ξαναδιάβασα λοιπόν το "Καλημέρα θλίψη". Μια παλιά, μισοδιαλυμένη και κιτρινισμένη απ' τον καιρό έκδοση, η πρώτη στα Ελληνικά. Η ιστορία είναι πολύ γνωστή: Ένα δεκαεφτάχρονο κορίτσι, η Σεσίλ, μας μεταφέρει στην Κυανή Ακτή, όπου περνά ένα καλοκαίρι με τον χήρο πατέρα της Ραϋμόντ και τη φιλενάδα του Έλσα, σε μια βίλα που έχουν νοικιάσει εκεί. Ήλιος, θάλασσα, ένα πευκοδάσος, μια ανέμελη ζωή, με μόνο σκοπό την ευχαρίστηση και τη Σεσίλ να γνωρίζει τον έρωτα στο πρόσωπο του 26χρονου Συρίλ. Την επιπόλαιη, ξέγνοιαστη ζωή διακόπτει η άφιξη μιας παλιάς, οικογενειακής φίλης, της Άννας. Το άκρο αντίθετο της Έλσας. Σοβαρή, υπεύθυνη, ωραία και ώριμη, γοητεύει τον Ραϋμόντ που της ζητά να τον παντρευτεί. Η Σεσίλ θεωρεί αδιανόητο ν' αλλάξει η ζωή τους. Αυτή η ανέμελη, χωρίς πρόγραμμα ζωή με τις ελαφρές παρέες, τη ξέγνοιαστη διασκέδαση. Να αναγκαστεί να σταματήσει να βλέπει τον Συρίλ, να στρωθεί στο διάβασμα για να τελειώσει τις σπουδές της. Καταστρώνει ένα σχέδιο για να κάνει τον πατέρα της να ξαναγυρίσει στην Έλσα. Ένα σχέδιο που θα' χει δυστυχώς τραγικές συνέπειες. Θα το μετανιώσει, αλλά θα είναι αργά. Και η Σεσίλ-Φρανσουά Σαγκάν καταλήγει με τον εξής επίλογο: "Μόνο σα βρίσκομαι στο κρεββάτι μου, την αυγή, κι ακούω αμυδρά τον ελαφρό, μακρυνό θόρυβο των αυτοκινήτων που αρχίζουν να κυλάνε στο Παρίσι, η μνήμη μου καμιά φορά με προδίνει. Το καλοκαίρι εκείνο γυρίζω πίσω, ξανάρχεται στο μυαλό μου μ' όλες του τις αναμνήσεις. Άννα, Άννα! Επαναλαμβάνω τ' όνομα τούτο χαμηλόφωνα, για πολλήν ώρα μέσα στο μισοσκόταδο. Τότε ξάφνου κάτι παράξενο ανεβαίνει από μέσα μου σιγά-σιγά, κάτι που το δέχομαι, με τα μάτια κλειστά, το νιώθω απ' τ' όνομά του: Καλημέρα θλίψη".

 Το βιβλίο γνώρισε αμέσως τεράστια επιτυχία. Κέρδισε το βραβείο των Γάλλων κριτικών, μεταφράστηκε, γυρίστηκε σε ταινία. Στην Ελλάδα γνώρισε και γνωρίζει ακόμα πολλές εκδόσεις. Μα η επιτυχία της Σαγκάν δεν σταμάτησε εδώ. Επιτυχία γνώρισαν και τα επόμενά της βιβλία, αρκετά έγιναν ταινίες, τα θεατρικά της παίζονταν από διάσημους ηθοποιούς. Κέρδισε δόξα και χρήμα, συναναστρεφόταν με διασημότητες αλλά...αλλά δυστυχώς χαράμισε τη ζωή της. Αλκοόλ, ναρκωτικά, γρήγορα αυτοκίνητα, μια άστατη ζωή. Το 1957, καθώς όπως συνήθως έτρεχε ιλιγγιωδώς, ένα δυστύχημα την άφησε για καιρό σε κώμα. Παντρεύτηκε δυο φορές, απέκτησε ένα γιο, αλλά δεν έκρυβε και τις ομοφυλοφιλικές της σχέσεις. Το 1973 πάσχει από κατάθλιψη και εισάγεται σε νευρολογική κλινική. Πέθανε άφραγκη το 2004 από πνευμονική εμβολή, σε ηλικία 69 χρονών.
Ας είναι το σημερινό post ένα μικρό μνημόσυνο σ' αυτή τη βασανισμένη ψυχή. Και μια ευκαιρία να γνωρίσουν τα έργα της νεότεροι βιβλιόφιλοι. Εμείς που την αγαπήσαμε στα νιάτα μας, εμείς που παρακολουθούσαμε όχι μόνο τα έργα της αλλά και τη ζωή και τις περιπέτειές της, τις σχέσεις της, όπως παρακολουθούνται σήμερα οι ζωές των στάρ σε όλους τους τομείς της ζωής (ποδοσφαιριστών, ηθοποιών, μοντέλων κ.λπ.) θα τη θυμόμαστε πάντα με αγάπη, θαυμασμό αλλά και οίκτο. Ποιος ξέρει...Μπορεί η ίδια να ένιωθε ευτυχία μέσα στην άστατη ζωή της.


 

Τρίτη, Ιουλίου 13, 2021

Οι Κόρες

 ALEX MICHAELIDES

Οι Κόρες
Διόπτρα, 2021
Μετ. Κλαίρη Παπαμιχαήλ
Ο συνδυασμός campus novel και ψυχολογικού-αστυνομικού θρίλερ, δημιουργούν ένα καταπληκτικό συνδυασμό λογοτεχνικής γραφής. Αν προσθέσουμε σ' αυτά και την ελληνική μυθολογία, την αρχαία τραγωδία και την αγγλική ποίηση, το ενδιαφέρον κορυφώνεται.
Γεννημένος στην Κύπρο ο συγγραφέας, από Ελληνοκύπριο πατέρα και Αγγλίδα μητέρα, με σπουδές αγγλικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο του Κέμπριτς, έγινε ευρύτατα γνωστός με το πρώτο του μυθιστόρημα, "Η σιωπηλή ασθενής", που γνώρισε τεράστια επιτυχία, μεταφρασμένο σε πάνω από 40 γλώσσες. 
Δυο  χρόνια μετά μας δίνει το μυθιστόρημα "Οι Κόρες". Ο χώρος όπου διαδραματίζεται το έργο είναι το Κέμπριτς. Έχοντας σπουδάσει σ' αυτό ο συγγραφέας, μας μεταφέρει με τις περιγραφές του στο χώρο του διάσημου πανεπιστημίου: "Το Σεντ Κρίστοφερ ήταν ένα από τα παλαιότερα και ωραιότερα κολέγια του Κέμπριτς. Απαρτιζόταν από διάφορα προαύλια και κήπους που κατηφόριζαν ως το ποτάμι και ήταν χτισμένο σε έναν συνδυασμό από αρχιτεκτονικούς ρυθμούς-γοτθικό, νεοκλασικό, αναγεννησιακό- καθώς με το πέρασμα των αιώνων είχε ξανακτιστεί και επεκταθεί".
Βασική πρωταγωνίστρια του έργου είναι η Μαριάννα. Έχοντας γεννηθεί στην Ελλάδα από Αγγλίδα μητέρα,  πάει για σπουδές στην Αγγλία, ερωτεύεται έναν συμφοιτητή της, τον Σεμπάστιαν, και μένει εκεί. Είναι ψυχοθεραπεύτρια, ειδικευμένη κυρίως στην ομαδική ψυχοθεραπεία. Σ' ένα ταξίδι για διακοπές στη Νάξο, ο Σεμπάστιαν πνίγεται. Η Μαριάννα βυθίζεται σ΄ένα ατέλειωτο πένθος με τις αναμνήσεις να την πλημμυρίζουν.
Σ' αυτή την κατάσταση την βρίσκει ένα τηλεφώνημα από την ανεψιά της Λιζ, που σπουδάζει στο Κέμπριτς και για την οποία η Μαριάννα είναι υπεύθυνη από τότε που οι γονείς της Λιζ σκοτώθηκαν σε δυστύχημα. Η Λιζ ανησυχεί γιατί η Τάρα, η καλύτερή της φίλη, έχει εξαφανιστεί. Η Μαριάννα σπεύδει στο Κέμπριτς, όπου σε λίγο η Τάρα θα βρεθεί νεκρή, ουσιαστικά σφαγμένη, με κομμένο το κεφάλι. Όταν η Μαριάννα γνωρίζει τον καθηγητή της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας και κυρίως της τραγωδίας Έντουαρντ Φόσκα, είναι σίγουρη ότι αυτός είναι ο δολοφόνος. Χαρισματικός καθηγητής, με τις αίθουσες να γεμίζουν όταν αυτός διδάσκει, παριστοιχίζεται από μια ομάδα φοιτητριών που αποτελούν, όπως συχνά συμβαίνει στα Πανεπιστήμια, μια επίλεκτη ομάδα σπουδαστών. Την ομάδα του Φόσκα αποτελούν λευκοντυμένες φοιτήτριες, ονομαζόμενες Κόρες. Όνομα και διότητα ζωής-θανάτου, από την Περσεφόνη, την Κόρη της Δήμητρας που έμενε έξι μήνες στη γη κι έξι στον Άδη. Η Τάρα ήταν μια από τις Κόρες.
Σε λίγο, όταν μια δεύτερη Κόρη θα βρεθεί σφαγμένη, οι υποψίες της Μαριάννας για τη σχέση Φόσκα- δολοφόνου επιβεβαιώνονται. Προπάντων γιατί πριν από κάθε δολοφονία, τα θύματα παίρνουν μια καρτ-ποστάλ, στην οποία αναγράφεται ένα απόσπασμα. Άλλοτε από τους "Ηρακλείδες", άλλοτε από την "Ιφιγένεια εν Αυλίδι", αποσπάσματα από τργωδίες του Ευριπίδη, που μιλούν για σφαγιασμό κόρης ως θυσία.
Στον κύκλο των υπόπτων όμως δεν υπάρχει μόνο ο Φόσκα. Ένας από τους νοσηλευόμενους της Μαριάννας την ακολουθεί σε κάθε της βήμα, ένας νεαρός τον οποίο γνωρίζει στο τρένο γίνεται σκιά της, ο θυρωρός του Κολλεγίου είναι επίσης ύποπτος κ.λπ. Η Μαριάννα επιμένει για τον Φόσκα. Θα είναι άραγε αυτός ή κάποιος από τα πρόσωπα που κανείς δεν υποψιάζεται;
Όλα τα αστυνομικά μυθιστορήματα δημιουργούν στον αναγνώστη την περιέργεια και την αδημονία να φτάσει στο τέλος, να δει ποιος είναι ο ένοχος και γιατί προέβη στο έγκλημα. Και ασφαλώς αισθάνεται μια ικανοποίηση αν τυχόν έχει μαντέψει τον δράστη. Στο μυθιστόρημα του Μιχαηλίδη το ενδιαφέρον κορυφώνεται καθώς στην υπόθεση εμπλέκονται ψυχοθεραπεία, αρχαίες τραγωδίες και Ελευσίνια Μυστήρια.

Δευτέρα, Ιουλίου 05, 2021

Αναπλάθοντας τον Παράδεισο


 Έντμουντ Κίλι
Αναπλάθοντας τον Παράδεισο
(Το ελληνικό ταξίδι, 1937-1947)
Εξάντας, 1999
Μετ. Χρύσα Τσαλικίδου
Ξεφεύγοντας μακριά από πανδημίες, πυρκαγιές, πολιτικές διαμάχες, την ταραχή του σύγχρονου κόσμου, ταξίδεψα για μέρες σε μια άλλη Ελλάδα, σε μια Ελλάδα-Παράδεισο, όπως τον ανάπλασε με το εξαιρετικό του βιβλίο ο παθιασμένος ελληνιστής, καθηγητής της ελληνικής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Πρίνστον συγγραφέας και μεταφραστής, Έντμουντ Κίλι (γεν.1928).
Ακολουθώντας το ταξίδι του γνωστού Αμερικανού συγγραφέα Χένρι Μίλερ ((1891-1980) και του επίσης γνωστού Άγγλου Λόρενς Ντάρελ (2912-1990) στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 1939, μας παρασύρει να ταξιδέψουμε μαζί τους και να δούμε την Ελλάδα με τη δική τους ματιά. Ο Ντάρελ ήταν ήδη από χρόνια εδώ (ζούσε κυρίως στην Κέρκυρα), όταν προσκαλεί τον φίλο του Μίλερ να έρθει για λίγο εδώ. Ο ενθουσιασμός και το πάθος του Μίλερ γεννούν μια μοναδική αγάπη, έναν υπέρμετρο ενθουσιασμό για κάθε γωνιά της Ελλάδας που γνώρισε. Οι σκέψεις και τα συναισθήματά του εκφράζονται σ' ένα βιβλίο που έγραψε μετά την επιστροφή του στην Αμερική και εξεδόθη το 1941 με τίτλο "Ο κολοσσός του Μαρουσιού", το οποίο συνεχώς χρησιμοποιεί ο Κίλι.
Ο Μίλερ και ο Ντάρελ γνωρίζουν τον Σεφέρη, τον ζωγράφο Χατζηκυριάκο Γκίκα, τον ποιητή Αντωνίου, τον Κατσίμπαλη (αυτόν τον οποίο ο Μίλερ αποκαλεί "Κολοσσό") και άλλους πνευματικούς ανθρώπους. Αποκαλούνται "συμμορία των φίλων". Σαν μεθυσμένοι από την ομορφιά της Ελλάδας τριγυρίζουν, θαυμάζουν, συζητούν. Στην Κέρκυρα κολυμπούν στο απίθανο γαλάζιο, στην Αθήνα σταματούν στο Κολωνάκι, στο Ζάππειο, στον Λυκαβητό. Γνωρίζουν την Ελευσίνα, πάνε στην Πελοπόννησο, γοητεύονται με τα νησιά, την Ύδρα, τον Πόρο, τις Σπέτσες, τον Πόρο και το Λεμονοδάσος, με την Κνωσσό, τους Δελφούς, την Επίδαυρο: Γράφει ο Κίλι: "Όποιος καθήσει σ' αυτό το επιβλητικό αμφιθέατρο, όταν είναι άδειο και σε ώρα που ο ήλιος έχει απομακρυνθεί από την καρδιά του μεσημεριού, θα βρει τη σιωπή συντριπτική και το φως όσο μυστηριακό χρειάζεται ώστε να βγάζει στην επιφάνεια τα φαντάσματα των ημιθέων και των ηρώων που είχαν κοσμήσει με την αγέρωχη παρουσία τους τη σκηνή".
Στο βιβλίο δεν αναβιώνει μόνο το φυσικό, το αρχαιολογικό και μυθικό περιβάλλον της Ελλάδας. Αναδεικνύεται και το πνευματικό και λογοτεχνικό περιβάλλον. Αναλύονται ποιήματα του Σεφέρη, του Σικελιανού, γίνεται αναφορά στον Ρίτσο, τον Καρυωτάκη, τον Καβάφη, τον ξεχωριστό ελληνολάτρη Περικλή Γιαννόπουλο. Γράφει ο Κίλι: "Σύμφωνα με τον Κολοσσό, ο Γιαννόπουλος ήταν τρελά ερωτευμένος με την ελληνική γλώσσα, την ελληνική φύση, τα ελληνικά νησιά, τα βουνά, ακόμα και με τα χορταρικά, τόσο τρελά ερωτευμένος που δεν άντεξε κι αυτοκτόνησε". Αυτοκτόνησε στεφανωμένος και μπαίνοντας στη θάλασσα καβάλλα στο άλογό του.
Συμπυκνώνοντας την αγάπη του Ντάρελ και Μίλερ με τη δική του για την Ελλάδα, γράφει ο Κίλι:
ο να γνωρίσεις πέρα ως πέρα την Ελλάδα είναι αδύνατο· για να την καταλάβεις, χρειάζεται να είσαι ιδιοφυΐα· το να την ερωτευτείς είναι το ευκολότερο πραγμα στον κόσμο. Είναι σαν να ερωτεύεσαι το δικό σου θεϊκό είδωλο, που αντικατοπτρίζεται σε χιλιάδες εκθαμβωτικές όψεις".
Τέλος του 1939 οι φίλοι χωρίζουν. Ο πόλεμος έχει αρχίσει. Ο Μίλερ δεν θα ξαναγυρίσει ποτέ στην Ελλάδα. Ο Έντομουν Κίλι θα συνεχίσει να καταγράφει την πορεία της Ελλάδας και μετά τη διάλυση της "συμμορίας των φίλων", μέχρι το 1947, που δεν είναι πια η Ελλάδα που γνώρισαν ο Ντάρελ και Μίλερ.
Είναι η πρώτη φορά  νιώθω πως η παρουσίασή μου είναι μόνο ένα χλωμό αντιφέγγισμα του βιβλίου. Για το οποίο δεν βρίσκω προσφυέστερο επίλογο από αυτό που γράφει η εξαίρετη κριτικός Ανθούλα Δανιήλ στην παρουσίασή της: "Όποιος δεν διάβασε το βιβλίο θα πρέπει να το διαβάσει και όποιος το διάβασε να το ξαναδιαβάσει. Μονορούφι, με λαχτάρα, αλλά και γουλιά, γουλιά για την απόλαυση της κάθε λέξης".
 
Σημ. από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορεί και καινούρια έκδοση του βιβλίου (2019).