Παρασκευή, Ιουνίου 21, 2013

Τα έβδομά μου γενέθλια





Ακόμα μια επέτειος, ακόμα ένας χρόνος παρουσίας στη μπλογκόσφαιρα κλείνει. Κάθε χρόνος μου φαίνεται ότι περνάει γρηγορότερα από τον προηγούμενο, επαληθεύοντας για μια ακόμη φορά τη θεωρία της ψυχολογικής βίωσης του χρόνου.
Είμαι ευγνώμων στη ζωή για την αγάπη στο διάβασμα με την οποία με προίκισε, είμαι ευγνώμων γιατί μπορώ τώρα πια να έχω όσα βιβλία θέλω, τόσα, που ικανοποιώντας ίσως παλιό απωθημένο στερημένων παιδικών χρόνων, τα βιβλία να στοιβάζονται σε σωρούς που δεν προλαβαίνω να διαβάσω. Είμαι ευγνώμων για την ηλεκτρονική ανάγνωση που ευτύχησα να γνωρίσω, είμαι ευγνώμων για τις δεκάδες τους γνωστούς και άγνωστους φίλους με τους οποίους μας συνδέει η αγάπη του διαβάσματος.
Χρόνια πολλά και στο Βιβλιοκαφέ του Πατριάρχη Φώτιου, ένα από τα καλύτερα βιβλιοφιλικά blogs, που μαζί γιορτάζουμε τα γενέθλιά μας.

Δευτέρα, Ιουνίου 17, 2013

Ο παράδεισος δεν έχει ευνοουμένους

Έριχ Μαρία Ρεμάρκ
Ο παράδεισος δεν έχει ευνοουμένους
Πατάκης 2001 (α΄ έκδοση στα Αγγλικά 1961)
Μετ. Δημήτρης Μαράκας
Ακόμα κι αν κάποιος δεν έχει διαβάσει κανένα από τα βιβλία του Έριχ Μαρία Ρεμάρκ (1898-1970), ακόμα κι αν δεν έχει δει καμιά από τις ταινίες που γυρίστηκαν με βάση τα έργα του, αποκλείεται να μην έχει ακούσει τον εμβληματικό τίτλο "Ουδέν νεώτερο από το δυτικό μέτωπο". Ένα βιβλίο αντιπολεμικό, βγαλμένο από τις οδυνηρές εμπειρίες του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, που συγκίνησε και συγκινεί εκατομμύρια αναγνώστες σ' όλο τον κόσμο, που έκανε γνωστό το συγγραφέα του, αλλά και διωκόμενο από το χιτλερικό καθεστώς.
Λιγότερο γνωστό, αν και γυρισμένο κι αυτό σε ταινία, το "Ο παράδεισος δεν έχει ευνοουμένους". Το είχα διαβάσει εδώ και πολλά χρόνια. Μου είχε μείνει μια ανάμνηση θλίψης, διάχυτη μια ακόρεστη επιθυμία για ζωή και ταυτόχρονα η μελαγχολική ατμόσφαιρα του αναπόφευκτου του θανάτου. Το βρήκα τυχαία στη βιβλιοθήκη μου και το ξαναδιάβασα. (Κάποτε σκέφτομαι πως ίσως είναι καλύτερα να ξαναγυρίζουμε σε παλιά, δοκιμασμένα βιβλία παρά να αναζητούμε το βιβλίο που θα μας ενθουσιάσει μέσα στη σύγχρονη εκδοτική μετριότητα).
Κεντρικά πρόσωπα του μυθιστορήματος είναι ο Κλέρφαϊτ, οδηγός αγώνων ταχύτητας και η Λίλλιαν, μια νεαρή φυματική, που τυχαία συναντώνται στα ελβετικά βουνά, όπου εκείνη νοσηλεύεται. Είναι δυο άνθρωποι παθιασμένοι για ζωή, που όμως ζουν κάτω από τη σκιά του θανάτου. Εκείνος λόγω του επικίνδυνου επαγγέλματός του, εκείνη λόγω της αρρώστιας της. Ίσως αυτό είναι που τους κάνει τόσο άπληστους για τη ζωή, τόσο παθιασμένους να χαρούν όσο μπορούν στο έπακρο την κάθε τους μέρα, την κάθε τους ώρα.
Η σχέση τους δεν ξεκινάει αμέσως ως έρωτας. Εκείνη, που σχεδόν καθημερινά βιώνει το θάνατο γνωστών και φίλων στο σανατόριο, που συχνά δραπετεύει κρυφά τις νύχτες για να διασκεδάσει, βρίσκει την ευκαιρία να φύγει οριστικά με τον Κλέρφαϊτ, αν και ξέρει ότι μακριά από το σανατόριο ο χρόνος που της μένει να ζήσει είναι ακόμα λιγότερος. Ξεκινούν με προορισμό το Παρίσι, αλλά σαν να γυρεύουν να ξεφύγουν από το θάνατο, τριγυρίζουν πότε μαζί και πότε χωριστά και σ' άλλες ευρωπαϊκές πόλεις: στη Βέρνη, στη Ρώμη, στη Βενετία, στο Μόντε Κάρλο. Γευματίζουν σε ακριβά εστιατόρια, η σαμπάνια ρέει, το καζίνο προσθέτει τη συγκίνηση της ρουλέτας στις εμπειρίες τους.
Σε άκρα αντίθεση, το πνεύμα του ρεαλισμού ενσαρκώνει ο θείος της Λίλλιαν, διαχειριστής των χρημάτων της, που άδικα την προειδοποιεί να περιορίσει τις σπατάλες. Εκείνη παραγγέλλει συνεχώς φορέματα σε ακριβούς οίκους στο Παρίσι, αν και ξέρει πως ίσως να μην προλάβει να τα φορέσει ποτέ.
Οι εικόνες του βιβλίου εναλλάσσονται μεταξύ του θορύβου και της κίνησης των ράλλι και της γαλήνιας ηρεμίας. "Επικρατούσε πλήρης ησυχία. Ακουγόταν μόνο το κελάρυσμα ενός ρυακιού και οι σταγόνες της βροχής που έπεφταν σιγανά. Αυτή είναι η ευτυχία, ένιωσε η Λίλλιαν. Αυτή η στιγμή της ησυχίας που ήταν γεμάτη από μια σκοτεινή, υγρή και μόνιμη προσμονή. Δε θα τη ξεχνούσε ποτέ-τη νύχτα, το κελάρυσμα και τον υγρό δρόμο που λαμπύριζε".
Άλλοτε τρέχει μόνη στη Βενετία, μακριά από τον Κλέρφαϊτ, χωρίς να ξέρει καλά-καλά τι αναζητά, σαν "μεθυσμένη από τον ίδιο τον εαυτό της", όπως λέει. Η ζωή γι΄αυτήν έχει μια άλλη διάσταση. Πόσο διαφορετικά αντικρίζει το κάθε τι. Μπροστά στα σιντριβάνια της Πλας ντε λα Κονκόρτ σκέφτεται: "Ξέρω ότι πεθαίνω, σκέφτηκε εκείνη, ενώ ένιωθε να γλιστράει επάνω της το φως των φαναριών του δρόμου. Το ξέρω πιο πολύ από σένα, αυτό είναι όλο κι όλο, γι' αυτό νιώθω αυτό που για σένα είναι κάποιος θόρυβος σαν αναφιλητό και σαν κραυγή και σαν αλαλαγμό κι αυτό που για σένα αποτελεί καθημερινότητα είναι για μένα χάρη και δώρο".
Ο Κλέρφαϊτ δεν αντιμετωπίζει τόσο άμεσα το φάσμα του θανάτου, όπως η Λίλλιαν, αντίθετα ονειρεύεται μια ζωή μαζί της. Μα "Ο παράδεισος δεν έχει ευνοουμένους". Ο παράδεισος-θάνατος είναι κοινός για όλους και κανείς δεν ξέρει ποιος θα πάει πρώτος και ποιος δεύτερος.
Βιβλίο μελαγχολικό, αλλά που  μπορεί να κάνει τον αναγνώστη ν' αγαπήσει πιο πολύ τη ζωή.

Σημ. Πολύ κατατοπιστική η εισαγωγή της Σώτης Τριανταφύλλου για την κινηματογραφική μεταφορά των έργων του Ρεμάρκ.

Δευτέρα, Ιουνίου 10, 2013

Χαμένο παιδί

Ιαν ΜακΓιούαν
Χαμένο παιδί
Πατάκης 2013 (α΄ έκδοση στα Αγγλικά 1987)
Μετ. Κατερίνα Σχινά
Ο Γιαν ΜακΓιούαν είναι από τους αγαπημένους μου συγγραφείς. Τα βιβλία του "Εξιλέωση" (Νεφέλη 2002), "Σάββατο" (Νεφέλη 2006), "Στην ακτή" (Πατάκης 2007), μου κράτησαν πολλές ώρες απολαυστικής αναγνωστικής συντροφιάς. Ο αργός ρυθμός, οι σκέψεις, η εσωτερικότητα, η ελάχιστη δράση που χαρακτηρίζουν τα έργα του, αποτελούν γνωρίσματα και των προηγούμενων και του πρόσφατα εκδοθέντος μυθιστορήματός του "Χαμένο παιδί" (αν και η έκδοση στα Αγγλικά είναι του 1987).
Το θέμα των χαμένων παιδιών, των παιδιών που εξαφανίζονται, που αναζητούνται, που κάποτε ξαναβρίσκονται αλλά τις πλείστες φορές μένουν για πάντα χαμένα, είναι από μόνο του συγκινητικό και ο κίνδυνος να περιπέσει ο χειριστής ενός τέτοιου θέματος στο μελό μεγάλος. Τον κίνδυνο αυτό απέφυγε ο ΜακΓιούαν και μας δίνει ένα μυθιστόρημα ρεαλιστικό, με τη ζωή να προχωράει με τον κανονικό της ρυθμό και τις καθημερινές της συνήθειες, αν και ποτέ δεν παύει υποδόρια να υπάρχει ο πόνος και η θλίψη της απώλειας, την οποία ο αναγνώστης διαισθάνεται κάτω απ' όλες αυτές τις εξωτερικές δρααστηριότητες.
Ο Στίβεν Λιούις, συγγραφέας παιδικών βιβλίων, πηγαίνει ένα σαββατιάτικο πρωινό με την τρίχρονη κορούλα του να ψωνίσει στο σουπερμάρκετ της γειτονιάς του. Το κοριτσάκι τον ακολουθεί διαρκώς.. Μέσα σε δευτερόλεπτα όμως,  σε μια στιγμιαία απόσπασση της προσοχής του στο ταμείο, στρέφει το βλέμμα και η Κέιτ δεν είναι πια εκεί. Η αρχική σκέψη είναι ότι το παιδί κάπου τριγυρίζει στο κατάστημα. Σε μια σταδιακή κορύφωση αναζήτησης, που θα διαρκέσει μέρες, μήνες, χρόνια πρέπει εκείνος και η γυναίκα του να αποδεχτούν το αναπόφευκτο της εξαφάνισης.
Ολόκληρη η ζωή τους επηρεάζεται ανεπανόρθωτα. Εκείνη αποσύρεται και απομονώνεται στο εξοχικό της. Το όλο θέμα, οι επιδράσεις του, τα συναισθήματα, μας δίνονται από την πλευρά του πατέρα, ο οποίος συμμετέχει σε μια επιτροπή για τη συγγραφή "ενός εγκεκριμένου εγχειριδίου παιδικής αγωγής". Τις υπόλοιπες ώρες του τις περνάει με πλήρη αδράνεια, ξαπλωμένος στον καναπέ, πίνοντας και αφηρημένα παρακολουθώντας τηλεόραση.
Όμως η εξαφάνιση δεν είναι το μοναδικό ή ακόμα και το κύριο θέμα του μυθιστορήματος. Είναι η αφορμή για την έκλυση και άλλων θεμάτων, όπως η σχέση με ένα άλλο φιλικό ζευγάρι,  η θατσερική εποχή και οι στρατιές των ζητιάνων, είναι η σχεδόν μεταφυσική επιστροφή του ήρωα στη δική του παιδική ηλικία. "Μόνο όταν μεγαλώσεις, ίσως μόνο όταν αποκτήσεις ο ίδιος παιδιά, κατανοείς πλήρως ότι οι γονείς σου είχαν μια γεμάτη και πολύπλοκη ζωή πριν εσύ γεννηθείς", γράφει κάπου.
Βεβαίως η τραγική απώλεια του τρίχρονου κοριτσιού δεν παύει να σκιάζει τα πάντα. Σε μια παρηγορητική ψευδαίσθηση αγοράζει για την Κέιτ δώρο γενεθλίων, ενώ κάποια  στιγμή νομίζει πως αντικρίζει την κόρη του στο πρόσωπο ενός άλλου κοριτσιού και φτάνει στο σημείο να το διεκδικήσει από το σχολείο του.
Είναι ένα βιβλίο με παρακλάδια, που αν και βρίσκω ότι υστερεί σε σχέση με τα μεταγενέστερα βιβλία του συγγραφέα, δεν παύει να διατηρεί εκείνα τα χαρακτηριστικά ύφους και περιεχομένου που καθιστούν τα βιβλία του ΜακΓιούαν προσφιλή σε εκατομμύρια αναγνώστες.

Κυριακή, Ιουνίου 02, 2013

Η κυρία με τα μαύρα

Μίτση Πικραμένου
Η κυρία με τα μαύρα
Τετράγωνο, 2012
Με τα βιβλία της μεγαλώσαμε. Τα έργα της μας συντρόφεψαν μια ζωή. Μαζί της αγαπήσαμε την Πατρίδα, γνωρίσαμε τους αγώνες του Έθνους, τη φιλοπατρία μέχρι αυτοθυσίας, τον αγνό έρωτα, τη ζωή όπως ήταν σε εποχές περασμένες. Θυμάμαι πόσο ζήλευα στην παιδική μου ηλικία την ευτυχισμένη οικογένεια του "Τρελαντώνη", το μεγάλο σπιτικό με τον κήπο, τα παιδιά με τις γκουβερνάντες και τη γνωριμία με την ίδια τη βασίλισσα, εγώ που ζούσα σε μια μικροαστική οικογένεια, σε μια απομακρυσμένη τοπικά και κοινωνικά πόλη.
Τα χρόνια πέρασαν, οι συνθήκες άλλαξαν, αλλά η αγάπη μου για τα βιβλία της Πηνελόπης Δέλτα δεν άλλαξε ποτέ. Αγάπη όχι μόνο για τα βιβλία της αλλά και για την ίδια, γιατί η ίδια η ζωή της είναι ένα ενδιαφέρον μυθιστόρημα. Έχοντας διαβάσει τόσα και τόσα, εκτός απ' τα βιβλία της, τα ημερολόγιά της, τις δικές της καταγραφές με τις αναμνήσεις της, δεν υπάρχει νομίζω πια πτυχή της ζωής της άγνωστη. Κι όμως, κάθε τι που βλέπει το φως της δημοσιότητας και την αφορά εξακολουθεί να με ενδιαφέρει.
Το βιβλίο της Μίτσης Πικραμένου "Η κυρία με τα μαύρα" δεν μου πρόσθεσε σχεδόν τίποτα σ' αυτά που ήξερα για τη Δέλτα. Όμως το διάβασα με εξίσου μεγάλο ενδιαφέρον, σαν να τα μάθαινα για πρώτη φορά. Αγάπη, εκτίμηση, θαυμασμός, πλημμύρισαν για ακόμα μια φορά τη σκέψη μου γι' αυτή τη μυθιστορηματική γυναίκα.
 Γεννημένη και μεγαλωμένη στην Αλεξάνδρεια το 1874, σε μια πλούσια και αυστηρή οικογένεια, με δασκάλες στο σπίτι και ταξίδια στην Ευρώπη τότε που πιθανόν οι πλείστοι δεν είχαν βγει από τα σύνορα του χωριού ή της πόλης τους, πέρασε τη σύντομη, σχετικά, ζωή της θλιμμένη, με πόνους σωματικούς και ψυχικούς αλλά πάντα δημιουργική. Η γνωριμία και ο ανεκπλήρωτος έρωτας προς τον Ίωνα Δραγούμη θα κρατήσει μια ζωή. Αν δυο ιδέες τη διακατέχουν μονίμως, όπως τουλάχιστον φαίνεται στο βιβλίο, είναι η σκέψη του Ίωνα και η ιδέα του θανάτου. Πάνω από μια οι απόπειρες αυτοκτονίας της ως την τελευταία και επιτυχημένη το 1941.
Η βιογραφία της Δέλτα είναι ταυτόχρονα και μια ιστορία της Ελλάδας των αρχών του 20ου αι. με όλες τις αναταραχές και ανακατάξεις. Με το Μακεδονικό αγώνα, την εμφάνιση του Βενιζέλου, τους Βαλκανικούς, τον Α΄ Παγκόσμιο, το διχασμό, τη Μικρασιατική καταστροφή. Ζώντας σ' ένα  έντονα πολιτικοποιημένο περιβάλλον, με τον πατέρα της Εμμανουήλ Μπενάκη, πότε Δήμαρχο και πότε Υπουργό του Βενιζέλου, με επικοινωνία με τη βασιλική οικογένεια αλλά αργότερα φανατική Βενιζελική, διαμορφώνει η Δέλτα την προσωπικότητά της και εμπνέεται τη λογοτεχνική της δημιουργία.
Μήπως όμως υστερούσε ο πνευματικός της περίγυρος; Όλη η παρέα των δημοτικιστών, ο Γληνός, ο Βλαστός, ο Δελμούζος, ο Μανώλης Τριαταφυλλίδης (που είχε ενίοτε και τη γλωσσική επιμέλεια των βιβλίων της), αλληλογραφία με τον Ψυχάρη και τον Παλαμά, συνεργασία με το περιοδικό "Νουμάς" φαντάζουν στα μάτια μας σαν ένας πολύτιμος πνευματικός κύκλος που ανάμεσά του κινείται και η Δέλτα.
Κι όλα αυτά ενώ είναι άρρωστη, ψυχολογικά πρώτα και νοσηλεύεται σε κλινική στη Βιέννη, αργότερα και σωματικά, με αφόρητους πόνους στα κάτω άκρα που παραλύουν. Κι όμως η συνεισφορά της δεν τελειώνει εδώ. Γράφει η Μίτση Πικραμένου μιλώντας με το στόμα της Δέλτα: "Ήμουνα λοιπόν κάτι περισσότερο από μια συγγραφέας παιδικού μυθιστορήματος. Περισσότερο κι από ένας πνευματικός άνθρωπος με απόψεις. Παρόλο που ήμουνα γυναίκα, παρόλο που η υγεία μου ήταν εύθραυστη, παρόλο που οι εξωτερικές συνθήκες ήταν αντίξοες, άφησα το σπίτι μου, τη βολή μου, τη ζεστασιά μου και πήγα στην ανατολική Μακεδονία για να βοηθήσω τους Έλληνες που επέστρεφαν στον τόπο καταγωγής τους. Η ψυχική μου δύναμη ήταν μεγάλη".
Αν έχω κάποια επιφύλαξη για την"Κυρία με τα μαύρα", είναι η πρωτοπρόσωπη γραφή. Δεν καταλαβαίνω γιατί έπρεπε να μιλά η ίδια η Δέλτα, να χαρακτηρίζει η ίδια τα έργα της, να μιλά για τους μελλοντικούς της μελετητές, να περιγράφει ακόμα και το θάνατό της(!). Νομίζω μια τριτοπρόσωπη αφήγηση θα προσέδιδε μεγαλύτερη αξιοπιστία και κύρος στη βιογραφία που είναι προϊόν πολλής μελέτης  όλων των πηγών γύρω από τη ζωή και το έργο, αλλά και πολλής αγάπης για τη Δέλτα.