Τρίτη, Μαΐου 26, 2009

Η Χάλκινη Εποχή



Ένα από τα ωραιότερα (αν όχι το ωραιότερο) μυθιστορήματα τα εμπνευσμένα από τον απελευθερωτικό αγώνα της Κύπρου (1955-59) είναι "Η Χάλκινη Εποχή" του Ρόδη Ρούφου (Εστία, α΄ έκδοση 1960-αφού εκδόθηκε πρώτα στα Αγγλικά: "The age of Bronze"). Γραμμένο σχεδόν ταυτόχρονα με τα γεγονότα, αποτυπώνει με ενάργεια και πειστικότητα όχι μόνο αυτούσια επεισόδια, αλλά προπάντων το πνεύμα και το ήθος του μεγαλειώδους εκείνου αγώνα.
Ο Δίων (persona πιστεύω του συγγραφέα), που είχε υπηρετήσει στο Ελληνικό Προξενείο στη Λευκωσία το 1954-56 όπως και ο Ρούφος, ζώντας πια στην Αθήνα, παραλαμβάνει ταχυδρομικώς ένα δέμα από τον Αλέξη Μπαλαφάρα, ένα φίλο του από την Κύπρο, έναν αγωνιστή που, καταδικασμένος σε θάνατο από τους Άγγλους, πρόκειται το ίδιο εκείνο βράδυ να εκτελεστεί. Ο Δίων τηλεφωνεί σε μια κοινή τους φίλη, τη Νταίζη και μαζί αρχίζουν να διαβάζουν τις χειρόγραφες σελίδες που περιείχε το δέμα και που είναι η αφήγηση του Αλέξη. Όλο το βράδυ ο Δίων και η Νταίζη διαβάζουν το χειρόγραφο, υπό τη σκιά της επίγνωσης ότι το πρωί ο Αλέξης θα οδηγηθεί στην αγχόνη. Όλο το μυθιστόρημα, εκτός από τον πρόλογο και τον επίλογο του Δίωνα, καθώς και δυο σύντομα "ιντερμέδια" στα οποία, διακόπτοντας την ανάγνωση του χειρογράφου, σχολιάζουν τα γεγονότα, αποτελεί την σε πρώτο πρόσωπο αφήγηση του Αλέξη Μπαλαφάρα.
Ο Αλέξης, Κύπριος, αφού σπούδασε φιλολογία στην Αθήνα, έζησε τη Γερμανική Κατοχή και πήρε μέρος στην Αντίσταση, συνέχισε στην Ευρώπη τις μελέτες του, μαζεύοντας υλικό για μια διατριβή πάνω στη μυστικιστική φιλοσοφία του Μεσαίωνα. Αφού έζησε χρόνια ξεκομμένος από το νησί του, πείθεται τελικά να γυρίσει στη Λευκωσία και να αναλάβει θέση καθηγητή στο Ελληνικό Γυμνάσιο της πόλης. Ο πρώτος καιρός περνάει ήσυχα. Απολαμβάνει το ειδυλλιακό περιβάλλον του νησιού, τη διδασκαλία του, ξαναβρίσκει σιγά-σιγά τους δεσμούς του μ' ένα κόσμο από τον οποίο είχε απομακρυνθεί. Αγαπά τους μαθητες του κι ευχαριστιέται με τη συντροφιά εξίσου Ελλήνων και Άγγλων με τους οποίους γνωρίζεται. Ανάμεσα στους τελευταίους ξεχωρίζει ο Χάρρυ (πιστεύω πλασμένος στ' αχνάρια του Λώρενς Ντάρρελ) καθώς και το ζεύγος Μπλάκγουντ, διοιηκητή της Κερύνειας, του οποίου την ελληνίδα σύζυγο Σύλβια ο Αλέξης ερωτεύται παράφορα.
Με τη νέα σχολική χρονιά τα πρώτα μηνύματα του ξεσηκωμού βρίσκουν τον Αλέξη μετέωρο ανάμεσα στις παναθρώπινες τάσεις του, στο οικουμενικό πνεύμα του "πολίτη του κόσμου" και την αγάπη για τον τόπο του και την ελευθερία. Τελικά θα μπει κι αυτός στον αγώνα. Παίρνει μέρος σε επιθέσεις και ενέδρες, συλλαμβάνεται, βασανίζεται, δραπετεύει κι ανεβαίνει στο βουνό, χωρίς να πάψει να είναι ο διανοούμενος που δρα, αλλά ταυτόχρονα διαλογίζεται και προβληματίζεται. Συλλαμβάνεται ξανά και καταδικάζεται σε θάνατο, αφού προηγουμένως, σ' ένα χωριό στο οποίο βρισκόταν κρυμμένος, κατέγραψε όλη την ιστορία και την έστειλε στον φίλο του Δίωνα στην Αθήνα.
Ο Αλέξης Μπαλαφάρας είναι ο τύπος του ήρωα-στοχαστή, αυτού που μπαίνει συνειδητά στον αγώνα και στο κίνδυνο, όχι με τον αυθορμητισμό της άσκεφτης συχνά νιότης, γι' αυτό και πιο πολύ αξίζει η προσφορά και η θυσία του. Παραμένει πάντα ένας στοχαστής, ένας άνθρωπος που δεν μπορεί να μισήσει κανένα, ούτε κι αυτούς τους Άγγλους που πολεμά, που αποδοκιμάζει πολλές από τις ακρότητες των δικών του. Κι όμως, σταθερά και ψύχραιμα, παρόλους τους ενδοιασμούς του, πιστεύοντας στο ύψιστο αγαθό της ελευθερίας, μένει πιστός στον αγώνα ως το τέλος. Κι ας του δόθηκε η ευκαιρία, ακόμα κι όταν είχε καταδικαστεί, να γλιτώσει το θάνατο. Η προσπάθεια του Φιτζγκίμπονς, του πανίσχυρου συμβούλου του Κυβερνήτη, να προσεταιριστεί τον Αλέξη, που ενώ είναι καταδικασμένος, τον καλεί στο γραφείο του και στο άνετο, πολιτισμένο περιβάλλον του ακούνε μουσική πίνοντας το ποτό τους και συζητώντας ήρεμα, πέφτει στο κενό. Είναι πραγματικά εκπληκτικό πώς, κάποιες από τις απόψεις του Φιτζγκίμπονς, που προσπαθεί να πείσει τον Αλέξη για το μάταιο του αγώνα, θα αποδειχτούν προφητικές για το μέλλον του νησιού μας. Είναι ένας διάλογος που μου θύμισε ανάλογους διαλόγους, όπως αυτόν στο "Μηδέν και το Άπειρο" του Άρθρουρ Καίσλερ, μεταξύ των δύο πρώην ιδεολογικών συντρόφων. Ο Αλέξης όμως απορρίπτει κι αυτή την ύστατη διέξοδο διαφυγής του θανάτου.
Αυτούσια γεγονότα της Κυπριακής εξέγερσης μετουσιώνονται λογοτεχνικά από τον συγγραφέα. Όπως, για παράδειγμα, η αυθόρμητη, γεμάτη ενθουσιασμό συμμετοχή της μαθητικής νεολαίας και οι διαδηλώσεις, σε μια από τις οποίες ο θάνατος του σημαιοφόρου μαθητή εξεικονίζει το θάνατο του Πέτρου Γιάλλουρου. Ή ο αποκλεισμός σε μια σπηλιά ενός από τους ωραιότερους τύπους ήρωα στο βιβλίο, του Κώστα Λεβέντη που αναπαριστά το ηρωικό τέλος του Γρηγόρη Αυξεντίου. Πλήθος άλλα επεισόδια του Κυπριακού αγώνα, η όλη ατμόσφαιρα της εποχής, βρίσκουν στο μυθιστόρημα του Ρούφου τη λογοτεχνική καταξίωσή τους.
"Η Χάλκινη Εποχή", τίτλος παρμένος από το ομότιτλο άγαλμα του Ροντέν, είναι ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα. Ένα μυθιστόρημα βαμμένο με το πύρωμα και το αίμα της ψυχής της Κύπρου. Μιας καθαρά ελληνικής ψυχής κι όχι "εν μέρει ελληνίζουσας".

Δευτέρα, Μαΐου 18, 2009

Όταν πρωταγωνιστεί η ρουλέτα





Αγόρασα το "Όλα στο μηδέν" της Αργυρώς Μαντόγλου (Ελληνικά Γράμματα 2009) γιατί μου αρέσουν τα καζίνα, μου αρέσει η ρουλέτα (όσο κι αν τα οικονομικά μου δεν μου επιτρέπουν βέβαια το ρίσκο και τη συγκίνηση που μπορεί να σου προσφέρει) και γιατί ήλπιζα να διαβάσω μια καινούρια εκδοχή (και από τη γυνακεία μάλιστα σκοπιά) του "Χορού των ρόδων" του Αντώνη Σουρούνη (Καστανιώτης, 1995) που με είχε ενθουσιάσει όταν το πρωτοδιάβασα. Έστω κι αν πολλοί λένε πως δεν πρέπει να κάνουμε συγκρίσεις, πως το κάθε βιβλίο έχει τη δική του αυτόνομη ύπαρξη και σαν τέτοιο πρέπει να κρίνεται, η σύγκριση είναι αναπόφευκτη, χωρίς αυτό να σημαίνει πως η πλάστιγγα θα γέρνει κατ' ανάγκην στη μια ή την άλλη πλευρά.
Αν και το τοπικό πλαίσο είναι σε μεγάλο μέρος το ίδιο, τα καζίνα, τα δυο βιβλία διαφέρουν και ως προς το περιεχόμενο και ως προς την τεχνική. Το βιβλίο της Μαντόγλου, πολύ αξιόλογο, αλλά πολύ διαφορετικό από εκείνο του Σουρούνη. Είναι πιο ενδοστρεφές και ακολουθεί, θα έλεγα, ένα μεταμοντέρνο στυλ γραφής. Του Σουρούνη χαρακτηρίζεται από εξωστρέφεια και ακολουθεί μια κλασική μυθιστορηματική μορφή, με ένα παντεπόπτη αφηγητή και μια ευθύγραμμη χρονολογική πορεία.
Ας γίνω πιο συγκεκριμένη. Στο "Όλα στο μηδέν" κεντρική ηρωίδα είναι η Αυγή. Ανύπαντρη στα 36 της χρόνια, προβληματισμένη και ανασφαλής, έρχεται στην Ελλάδα από την Αγγλία όπου ζει η υπόλοιπη οικογένεια (μητέρα και αδερφή, αφού ο πατέρας, διπλωμάτης, είχε αυτοκτονήσει πέντε χρόνια πριν). Προσπαθεί να γράψει ένα μυθιστόρημα, τα κεφάλαια του οποίου με τίτλο "Περιπέτεια εσωτερικού χώρου", γραμμένα σε δεύτερο πρόσωπο, εναλλάσσονται με κεφάλαια με τίτλο "Περιπέτεια του μηδενός" και που είναι η ζωή της Αυγής αφηγημένη σε τρίτο πρόσωπο. Το περίεργο είναι ότι το πρόσωπο του μυθιστορήματος που γράφει η Αυγή είναι το ίδιο με το πρόσωπο που πρωταγωνιστεί και στη ζωή της. Είναι ο Σταύρος, γκρουπιέρης αλλά και παίκτης ο ίδιος. Μια έντονη ερωτική σχέση αρχίζει μεταξύ τους, αλλά ο Σταύρος διατηρεί και μια παράλληλη σχέση με τη Σίλβια, σύζυγο ενός πλούσιου ανάπηρου άντρα, η οποία τον χρηματοδοτεί για να παίζει στο καζίνο.
Τα καζίνα της Πάρνηθας, της Ρόδου, του Λουτρακίου γίνονται το σκηνικό των σχέσεων αλλά και του παθιασμένου κυνηγητού της τύχης. Νικήτρια στο παιγνίδι της ζωής και της τύχης θα αναδειχτεί στο τέλος η Αυγή. Θα τη συναντήσουμε μερικά χρόνια αργότερα, ήρεμη και κατασταλαγμένη. "Στο παιγνίδι, όπως και στον έρωτα, πρέπει να ξέρεις πότε να φεύγεις". Η Αυγή φαίνεται πως έμαθε πότε να φεύγει. Ο Σταύρος όχι.
Ένα εντελώς διαφορετικό μυθιστόρημα μας έδωσε ο Αντώνης Σουρούνης, που με πολλή ευχαρίστηση διάβασα τώρα για δεύτερη φορά. Εδώ πρωταγωνίστρια είναι η ρουλέτα. Τόπος η Γερμανία. Ένας Έλληνας μετανάστης, ο Νούσης, που συχνάζει στο καζίνο, γνωρίζεται μ' έναν Καθηγητή που εμπνέεται ένα σύστημα για να κερδίζει στη ρουλέτα. Κοντά σ' αυτούς και τρεις άλλοι σχηματίζουν μια νικηφόρα πεντάδα που εφαρμόζει στη συνέχεια κι άλλα συστήματα, τριγυρίζοντας στα καζίνα της Γερμανίας. Αποκορύφωμα της κερδοφόρας "συμμαχίας" τους είναι η πρόσκλησή τους στον ετήσιο "Χορό των ρόδων" στο καζίνο του Μονακό, στον οποίο χορό προσκαλούνται οι μεγιστάνες του πλούτου, σταρ, βασιλιάδες και ξεχωριστοί παίχτες.
Καζίνο, ωραίες γυναίκες, μεγάλη ζωή, η χαρά του κέρδους, η χαρά της ζωής, πλημμυρίζει το βιβλίο. Πολλές είναι οι πολυσέλιδες παρεκβάσεις που σχετίζονται με τη ζωή των ηρώων του βιβλίου, όχι απαραίτητα και με το κεντρικό θέμα. Και παρ' όλο που κάποιες πτυχές των ιστοριών δεν είναι και τόσο εύθυμες, το όλο βιβλίο πλημμυρίζει από μια αισιόδοξη αντίκριση της ζωής. Το παιγνίδι στη ρουλέτα φαίνεται να γίνεται μόνο και μόνο για τη χαρά του ίδιου του παιγνιδιού, όχι για το κέρδος ως αυτοσκοπό (τότε μόνο κερδίζεις, όπως λέει κι ο Καθηγητής).
Και τα δυο βιβλία κινούνται με το γύρισμα της μπίλιας στη ρουλέτα. Όμως το "Όλα στο μηδέν" είναι γεμάτο ενδοσκόπηση και σκέψεις. Η συγγραφέας συχνά καταφεύγει σε αφορισμούς της Βιρτζίνια Γουλφ, του Ντοστογιέφσκι (από τον "Παίκτη") ή άλλων συγγραφέων. Ενώ "Ο χορός των ρόδων" είναι μια κεφάτη παρέα που διασκεδάζοντας ξετινάζει τα καζίνα της Ευρώπης. Μήπως τελικά θα 'πρεπε να δούμε και την ίδια τη ζωή σαν ένα παιγνίδι;

Τρίτη, Μαΐου 12, 2009

Εν μέρει ελληνίζων

Και μόνο το ότι ένας μη Κύπριος συγγραφέας εμπνέεται και γράφει ένα μυθιστόρημα τοποθετημένο τοπικά στην Κύπρο και χρονικά στη δεκαετία του '50 και στον απελευθερωτικό μας αγώνα, αποτελεί ένα αξιοσημείωτο και ιδιαίτερα ενδιαφέρον γεγονός.
Ο Μιλτιάδης Χατζόπουλος είναι ιστορικός με πλήθος ιστορικών έργων στο ενεργητικό του, τιμημένος με το χαλκό μετάλλιο της Ακαδημίας Αθηνών, αλλά το "Εν μέρει ελληνίζων" (Εστία, 2009) είναι το πρώτο του μυθιστόρημα. Η ιστορική του ιδιότητα και παιδεία κυριαρχεί στο βιβλίο. Έχοντας μελετήσει πλήθος πηγές, έχοντας συνομιλήσει με πρόσωπα-γνώστες της Κύπρου, έχοντας επισκεφθεί την Κύπρο τόσο το 1973 όσο και μετά το άνοιγμα των οδοφραγμάτων, κατορθώνει να αναστήσει έναν ολόκληρο κόσμο και μια ολόκληρη εποχή.
Έχει λεχθεί πως με τον "Οδυσσέα" του Τζόις θα μπορούσε κάποιος να χαρτογραφήσει το Δουβλίνο. Κάτι ανάλογο, πιστεύω, θα μπορούσε να γίνει με το μυθιστόρημα του Χατζόπουλου όσον αφορά την Κύπρο του '50, προπάντων την Κερύνεια, την Αμμόχωστο και ειδικότερα τη Λευκωσία. Ξεχωριστή έμφαση δίνεται στα μνημεία, τα οποία δεν έχουν αλλάξει ίσαμε σήμερα. Αλλά και οι δρόμοι, τουλάχιστον της Λευκωσίας που μπορούμε να επισκεφθούμε, παραμένουν αναλλοίωτοι: Πάφου, Λήδρας, Ονασαγόρου, Ερμού, Τρικούπη, Σούτσου, Πατριάρχου Γρηγορίου κ. ά. μπορεί και σήμερα κανείς να τους ακολουθήσει στην παλιά πόλη.
Κεντρικός μυθιστορηματικός ήρωας του βιβλίου είναι ο έφηβος Δημήτρης Δωρίδης. Μαζί με τον πατέρα του και την άρρωστη μητέρα του ζει σ' ένα λιθόκτιστο αρχοντικό στην οδό Γλάδστονος, ένα δρόμο με ωραία, παλιά αρχοντικά και μεγάλους κήπους, που και σήμερα μπορεί κανείς να δει, να περπατήσει και να θαυμάσει. Η μητέρα του Δημήτρη πεθαίνει. Μια τρυφερή σχέση του πατέρα του που είχε αρχίσει πριν ακόμη πεθάνει η γυναίκα του, διακόπτεται από μια άλλη γνωριμία, η οποία τελικά και θα καταλήξει σε γάμο.
Τα πρώτα σύννεφα της επερχόμενης θύελλας του κυπριακού αγώνα έχουν αρχίσει να εμφανίζονται στον ορίζοντα. Φοβούμενος τις ταραχές, ο πατέρας του Δημήτρη τον μετακινεί από το Παγκύπριο Γυμνάσιο και τον εγγράφει στην Αγγλική Σχολή Λευκωσίας. Εκεί ο Δημήτρης αρχίζει να συναναστρέφεται περισσότερο με τους Άγγλους συμμαθητές του, αλλά και με Τουρκοκύπριους. Πιο πολύ όμως τον κύκλο των φίλων του αποτελούν νεαρές Αγγλίδες. Με τη Σάρα θα γνωρίσει τον έρωτα σε ένα ωραίο εξοχικό στην Κερύνεια, αλλά θα ερωτευτεί την Άννα, κόρη Άγγλου πάστορα, που για χάρη της θα παρακολουθήσει πολλές ακολουθίες στην Αγγλικανική εκκλησία (παρεμπιπτόντως κι αυτή εξακολουθεί να βρίσκεται στην ίδια θέση). Ο αγώνας αρχίζει. Οι μαθητικές διαδηλώσεις, η σύλληψη και η πρώτη καταδίκη σε θάνατο, του Καραολή, περιγράφονται πολύ ζωντανά από τον συγγραφέα. Ο ήρωάς του όμως τα βλέπει όλα από απόσταση, καμιά ουσιαστική ανάμειξη δεν έχει στα γεγονότα, παρ' όλο που από μια παρεξήγηση συλλαμβάνεται και κρατείται για λίγο από τις δυνάμεις ασφαλείας. Κι αν τελικά φεύγει κρυφά και κρύβεται στην Αμμόχωστο και τελικά φυγαδεύεται από την Κύπρο, δεν είναι εξαιτίας της συμμετοχής του στον αγώνα, αλλά λόγω ενός άλλου, εντελώς άσχετου επεισοδίου.
Ο τύπος του Δημήτρη είναι ο τύπος του έφηβου που στέκεται μετέωρος. Συμπαθεί τον αγώνα, αλλά δεν συμμετέχει. Γενικά η οπτική του συγγραφέα είναι η οπτική μιας μεγαλοαστικής τάξης της Κύπρου που σχετιζόταν με τους Άγγλους και που αγαπούσε την αγγλική λογοτεχνία, δείγματα της οποίας αφθονούν στο βιβλίο. Η κυπριακή φωνή που ακούγεται, μεταφορικά και κυριολεκτικά, αφού καταγράφει και την κυπριακή λαλιά, είναι η φωνή της Φροσούς, μιας νεαρής "κοπελλούδας" στην υπηρεσία της οικογένειας Δωρίδη, που χαρίζει πολλές ερωτικές στιγμές στον Δημήτρη.
Βρήκα το βιβλίο ενδιαφέρον, αλλά σχημάτισα την εντύπωση μιας "τεχνικής κατασκευής". Χρησιμότατος οδηγός για να περιηγηθεί κάποιος τα μνημεία της Λευκωσίας, όχι μόνο της ελεύθερης αλλά και της τουρκοκρατούμενης, όπως και της Κερύνειας και της παλιάς Αμμοχώστου, περίκλειστης και απαγορευμένης για μας ήδη από το 1964. Η προσπάθεια του συγγραφέα να αναστήσει με αληθοφάνεια μια εποχή, πράγμα που επιτυγχάνει, αφαιρεί από το έργο θέρμη και πνοή, το καθιστά κάπως εγκεφαλικό και ψυχρό. Διαβάζοντάς το θέλησα να ξαναζήσω την εποχή αυτή μέσα από ένα άλλο, καταπληκτικό μυθιστόρημα, γραμμένο με "πύρωμα ψυχής", σχεδόν ταυτόχρονα με τα γεγονότα. Είναι η "ΧΑΛΚΙΝΗ ΕΠΟΧΗ" του Ρόδη Ρούφου. Και το ξαναδιάβασα. Η διαφορά είναι αυτή που υπάρχει στην απεικόνιση του ίδιου τοπίου με φωτογραφία ή ζωγραφικό πίνακα. Είναι η διαφορά μεταξύ γεγονότων που περιγράφονται από έναν αμέτοχο, εξωτερικό παρατηρητή κι έναν που είναι ζυμωμένος ο ίδιος μ' αυτά, έστω κι αν ούτε ο Ρούφος ήταν Κύπριος. Δεν θέλω να επεκταθώ τώρα σ' αυτό το μυθιστόρημα, θα επανέλθω όμως.
Και κάτι τελευταίο για τον τίτλο. Ελπίζω με το "Εν μέρει ελληνίζων" ο συγγραφέας να υπονοεί την αμφιταλάντευση και τους διασταγμούς των ηρώων του κι όχι την Κύπρο την ίδια. Γιατί η Κύπρος είναι ίσως πιο Ελλάδα από την Ελλάδα.






Δευτέρα, Μαΐου 04, 2009

Πρόζα σαν ποίηση και ποίηση σαν πρόζα





Δυο ευσύνοπτα βιβλία, ένα πεζό κι ένα ποιητικό, που οι δημιουργοί τους είχαν την καλοσύνη να μου στείλουν, μου χάρισαν όμορφες στιγμές αναγνωστικής ηρεμίας, γαλήνης και αναπολήσεων κοινών βιωμάτων.
Το πεζό ανήκει στη Ρίκα Σεϊζάνη κι έχει τίτλο "Στην ιδιαίτερη πατρίδα μου τα Πατήσια" (Μαΐστρος, 2007) και το ποιητικό, με τίτλο "Το γαλάζιο μου σακκίδιο" (Πλανόδιον, 2006) στη Λητώ Σεϊζάνη.
Θα ξεκινήσω από το πεζό. Είναι ένα αυτοβιογραφικό κείμενο, μια καταγραφή της ζωής της συγραφέως που, όπως γράφει, ξεκίνησε το 1933 σ' ένα σπίτι στα Πατήσια και, μένοντας πάντα στο ίδιο σπίτι, είδε όλες τις αλλαγές που έγιναν στα Πατήσια και στην Αθήνα. Ανέμελα παιδικά χρόνια, οι εκκλησιές της περιοχής, συμμαθητές και φίλοι, το σχολείο της γειτονιάς στο οποίο φυσικά πήγαιναν με τα πόδια, ανοιχτά παράθυρα απ' τα οποία ξεχείλιζε η μουσική, ανοιχτές πόρτες να μπαινοβγαίνουν οι γείτονες, κι ύστερα ο Πόλεμος, η Κατοχή, ο Εμφύλιος, πάντα ιδωμένα μέσα από τη ματιά του κοριτσιού που ήταν τότε η συγγραφέας.
Η αφήγηση δεν ακολουθεί αυστηρή χρονολογική σειρά. Τα κεφάλαια επικεντρώνονται σ' ένα θέμα, όπως αυτό προβάλλει στις αναμνήσεις της. Για παράδειγμα, το σχολείο, το συσσίτιο της κατοχής, η οσία Ξένη, οι βεγγέρες, η συνάντησή της με τον Κόντογλου (ενδιαφέρουσα η πληροφορία ότι αγιογράφησε τον Άγιο Νικόλαο), ονόματα δρόμων που δεν άλλαξαν ίσαμε σήμερα, πρόσωπα της οικογένειας, προπάντων η μορφή της γιαγιάς και του πατέρα, γείτονες που έρχονταν ή έφευγαν, στιγμιότυπα από την επαφή με ηθοποιούς-μύθους, όπως ο Μυράτ ή ο Λογοθετίδης, οι αλλαγές που σταδιακά συμβαίνουν στα Πατήσια κ. ά. Γύρω από το κεντρικό θέμα κάθε κεφαλαίου υφαίνονται οι ποικίλες αναμνήσεις που συνειρμικά ανακαλούνται.
Διαβάζοντας το βιβλίο της Ρίκας Σεϊζάνη είναι σαν να ξεφυλλίζεις τις σελίδες ενός άλμπουμ με παλιές φωτογραφίες (μερικές πράγματι κοσμούν το βιβλίο). Σε ελκύει και σε γοητεύει αυτή η ευγενική φωνή που ζωντανεύοντας το προσωπικό της παρελθόν ζωντανεύει μια ολόκληρη εποχή.
Σε αντίθεση με την αισιοδοξία της μνήμης που υπαγορεύει τη γραφή της Ρίκας, η ποιητική συλλογή της Λητώς αποπνέει μια μελαγχολία. Η ποιήτρια θυμάται κι αυτή. θυμάται την πορεία της ζωής της που την έφερε ως εδώ. Θυμάται ταξίδια της, στη Λισσαβώνα, στην Ελλάδα ή στην Ιταλία. Όμως αυτή η ανάμνηση είναι ακόμα μια αιτία μελαγχολίας.
Δεν ήμουνα πια είκοσι χρονών
δεν κουβαλούσα τον υπνόσακκο στην πλάτη
................................................................
ένα αδιαμφισβήτητο σημάδι γερατειών
Αφετηρία της ποιητικής έκφρασης γίνονται σκέψεις και συναισθήματα που της προκαλεί ένα τοπίο, μια μουσική, ένα κείμενο, μια ανάμνηση. Όμως η μελαγχολία δεν παύει να σταλάζει. Τις βραδινές ώρες
Μια-μια αρχίζουνε οι ήττες οι προσωπικές να παρελαύνουν
.............................................................................................
και σε μια τέτοια ώρα βραδινή και βροχερή
το μέλλον μου κοιτάζω μελαγχολική
Άλλοτε αναζητάει παρηγοριά στην ποίηση, αλλά κι εκεί
δεν με σώζει ούτ' ένα διάβασμα καβαφικό
Ιδιαίτερα με σταμάτησε το ποίημα "Ένα γνωστό μου πρόσωπο". Νόμιζα πως διάβαζα τη δική μου προσωπογραφία. Κι εμένα μ' άρεσαν μικρή τα παζλ, κι εγώ έσκυψα ώρες ατέλειωτες πάνω σε κεντήματα κι εγώ είχα τα ίδια αγαπημένα διαβάσματα. Αχ, αυτό το Μάντερλεϊ (φαντάζομαι της αγαπημένης μου "Ρεβέκκας") κι αυτό το Μπρούκλιν, άλλο πολύτιμο ανάγνωσμα της εφηβείας και τα "Ανεμοδαρμένα ύψη" (λιγότερο αγαπητό όμως, ίσως λόγω της σκοτεινότητας του πάθους του).
Η μελαγχολία της ποίησης της Λητώς δεν είναι η πεισιθάνατη απαισιοδοξία του Καρυωτάκη, για παράδειγμα. Είναι η ήρεμη μελαγχολία που μας διαπερνά καθώς νιώθουμε το πέρασμα του χρόνου κι αναπολούμε την περασμένη μας νιότη. Μια μελαγχολία κοινή, σ' όσους τουλάχιστον...έχουμε κάποια ηλικία, γι' αυτό και η ποιητική της απόδοση μας συγκινεί και με αμεσότητα μας μεταγγίζει τα συναισθήματά της.