Δευτέρα, Δεκεμβρίου 27, 2010

Το χαμόγελο των Ετρούσκων

Η φίλη με την οποία βρεθήκαμε πριν από λίγο καιρό στην Αθήνα κρατούσε μια σημείωση: "Μήπως έχεις διαβάσει ή μήπως ξέρεις", μου είπε, "ένα συγγραφέα που λέγεται Χοσέ Λουίς Σαμπέδρο και το βιβλίο του "Το χαμόγελο των Ετρούσκων"; Δεν είχα ακούσει ούτε το συγγραφέα ούτε το  συγκεκριμένο βιβλίο. Ρωτήσαμε σε τρία μεγάλα βιβλιοπωλεία του κέντρου. Κανένα δεν είχε το βιβλίο. Σε κάποιο μας είπαν να το παραγγείλουμε και να μας το φέρουν, σ' ένα άλλο μας είπαν να απευθυνθούμε στον εκδότη: Γκοβόστης. Ανηφορίζοντας τη Ζωοδόχου Πηγής φτάνουμε στον Γκοβόστη και βεβαίως δεν πήραμε μόνο ένα αντίτυπο. Το ότι δεν είχε μεταφραστεί στα Αγγλικά (όπου και το αναζητούσε ο γιος της φίλης που ζει και εργάζεται στο Λονδίνο), αλλά και το ότι μεγάλα κεντρικά βιβλιοπωλεία δεν το είχαν, μου αύξησαν την περιέργεια γι' αυτό το βιβλίο και την επιθυμία μου να το διαβάσω.
Και πραγματικά δεν με απογοήτευσε, αν και η απορία μου γιατί να είναι τόσο δυσεύρετο δεν λύθηκε. Ίσως γιατί δεν είναι καινούρια έκδοση (1999, μετ. Αγγελική Βασιλάκου), ίσως γιατί πιθανόν να μη μπήκε στα ευπώλητα. Δεν έχει νέους και ωραίους πρωταγωνιστές, δεν τελειώνει με happy end. Με κεντρικό ήρωα έναν ηλικιωμένο Ιταλό (γέρο τον αποκαλεί ο συγγραφέας σ' όλο το βιβλίο, αν και είναι μόνο 67 χρονών) αποπνέει μια ευγένεια, μια τρυφερότητα, μια καλοσύνη, ανακινεί μέσα μας συναισθήματα όλο συγκίνηση, μας φέρνει το χαμόγελο στα χείλη, μας μεταφέρει το άρωμα και το χρώμα της Ιταλίας, προπάντων της Καλαβρίας, έστω κι αν είναι γραμμένο από Ισπανό.
Ο Σαλβατόρε Ρονκόνε, παλιός παρτιζάνος, άρρωστος με καρκίνο, πηγαίνει από το χωριιό του, τη Ροκασέρα, στο Μιλάνο, όπου ζει ο γιος του με τη γυναίκα του και το δεκατριών μηνών παιδί τους, για ιατρικές εξετάσεις. Ανάμεσα στις αναμνήσεις από την πλούσια σε εμπειρίες ζωή του και  από τη ζωή του παρτιζάνου κυλάνε οι μέρες του στο Μιλάνο που το αντιπαθεί. Μια αντιπάθεια που τρέφει και για τη νύφη του, κόρη γερουσιαστή, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο, για την οποία απορεί τι της βρήκε ο γιος του και την παντρεύτηκε. Όμως τα συναισθήματά του αλλάζουν όταν γνωρίζει το μικρό Μπρούνο. Η αντίθεση ανάμεσα στο παιδί που τώρα αρχίζει τη ζωή του και στον ηλικιωμένο άντρα που τώρα την τελειώνει, γίνεται η αλληγορική εικόνα ζωή-θάνατος. Ο γέρος αφοσιώνεται στο παιδί. Το λατρεύει. Έντονα αντιτίθεται στις περί ανατροφής αντιλήψεις της νύφης του που μεγαλώνει το παιδί με τις οδηγίες βιβλίων, που από τόσο μικρό το βάζει να κοιμάται μόνο του. Κρυφά τις νύχτες ο γέρος σηκώνεται, πάει στο δωμάτιο του παιδιού, κάθεται και το κοιτάζει, του μιλάει κι ας μη καταλαβαίνει εκείνο. Εύχεται κι ελπίζει ν' ακούσει από το στόμα του εγγονού του τη λέξη "παππού" πριν πεθάνει.
Η αντίθεση ανάμεσα στη ζωή της πόλης και στον παλιό τρόπο ζωής στο χωριό του διαποτίζει το βιβλίο. Η ευθύτητα και η ειλικρίνεια στη συμπεριφορά του γέρου που έρχεται σε αντίθεση με τον κομφορμισμό της πόλης δημιουργεί κωμικές σκηνές. Το χιούμορ πορεύεται παράλληλα με τη συγκίνηση. Ο ηλικιωμένος άντρας θα γνωρίσει αυτές τις τελευταίες μέρες της ζωής του, εκτός από τη χαρά της νέας ζωής που μεγαλώνει, και τη χαρά από έναν αναπάντεχο έρωτα για μια γυναίκα.
Το βιβλίο, πλημμυρισμένο από τους μονολόγους του γέρου, διακρίνεται από μια βαθιά εσωτερικότητα. Ο γέρος άλλοτε μιλάει στον εγγονό του, άλλοτε διαλογίζεται, άλλοτε απευθύνεται ακόμη και στο καρκίνο που του κατατρώει τα σπλάχνα.
"Το χαμόγελο των Ετρούσκων", που γνώρισε τεράστια επιτυχία στην Ισπανία αλλά και σε πολλές άλλες χώρες, που ήδη έχει γυριστεί σε ταινία, χαρίζει στον αναγνώστη μια ηρεμία, μια ψυχική γαλήνη, ένα χαμόγελο χαράς της ζωής και συμφιλίωσης με το θάνατο, όπως ακριβώς το χαμόγελο ενός ζευγαριού Ετρούσκων που απεικονίζεται σε μια σαρκοφάγο που ο γέρος είχε κάποτε θαυμάσει στο μουσείο.

Τρίτη, Δεκεμβρίου 21, 2010

Jacqueline η ελληνικοτέρα

Αγάπησα περιπαθώς τη ξεχωριστή αυτή γυναίκα, τη ζήλεψα για την ελληνικότητά της, με έθρεψαν τα βιβλία της και ο θάνατός της μου φέρνει τη θλίψη που προκαλεί ο θάνατος ενός πολύ κοντινού προσώπου. Αντί δικού μου μνημοσύνου αναδημοσιεύω από την εφημερίδα "Σημερινή" το κείμενο του Λάζαρου Μαύρου, ενός δημοσιογράφου που φαίνεται ότι κι εκείνος πολύ την αγάπησε.

Μ Ε ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗ απέραντη, όπως οι ευσυνείδητοι μαθητές οφείλουν στους φωτοδότες δασκάλους τους, κατευοδώνουμε σήμερα την από προχθές, 19τρ., διαπλέουσα την Αχερουσία, μεγίστη εμπράκτως, διαχρονικώς κι επαξίως, Ελληνίστρια Δασκάλα Jacqueline de Romilly. Πλήρης ημερών, πληρεστάτης εργώδους προσφοράς, αειθαλής μεταλαμπαδεύτρια του φωτοβόλου αρχαίου ελληνικού πνεύματος, ολοκλήρωσε τη διέλευσή της, στα 97 της, η δικαιούμενη να προσφωνείται εις Παρισσίους ως «Κυρία Ελλάς», κορυφαία Γαλλίδα και της οικουμένης ακαδημαϊκός Ζακλίν ντε Ρομιγί.

Μ Α Σ ΔΙΔΑΞΕ, με χαρμόσυνη λατρεία, με επίμονη επιστημονικότητα, με δεινότητα επιδέξιου χειρουργού και λεπτουργική παθιασμένου καλλιτέχνη, όλα τα κρυμμένα και ες αιεί αληθεύοντα, του κορυφαίου μας Θουκυδίδη. Όχι πώς να τον διαβάζουμε απλώς, μα πώς να τον μελετούμε και να τον ξεψαχνίζουμε: (1) «Ο Θουκυδίδης και ο αθηναϊκός ιμπεριαλισμός», (2) «Η οικοδόμηση της αλήθειας στον Θουκυδίδη», (3) «Ιστορία και λόγος στον Θουκυδίδη». Κι ακόμα: (4) «Προβλήματα της αρχαίας ελληνικής δημοκρατίας», (5) «Η έξαρση της δημοκρατίας στην αρχαία Αθήνα», (6) «Ο νόμος στην ελληνική σκέψη από τις απαρχές στον Αριστοτέλη», (7) «Η ηπιότητα στην αρχαία ελληνική σκέψη». Κι επίσης: (8) «Συναντήσεις με την αρχαία Ελλάδα», (9) «Γιατί η Ελλάδα;», (10) «Η αρχαία Ελλάδα εναντίον της βίας», (11) «Μια ορισμένη αίσθηση της Ελλάδος», (12) «Παιχνίδι φωτός στην Ελλάδα», (13) «Αρχαία ελληνική γραμματολογία», (14) «Αρχαία ελληνική τραγωδία», (15) «Ο χρόνος στην ελληνική τραγωδία», (16) «Η νεωτερικότητα του Ευριπίδη», (17) «Ήρωες τραγικοί, ήρωες λυρικοί», (18) «Ο φόβος και η αγωνία στο θέατρο του Αισχύλου», (19) «Η εξέλιξη του πάθους από τον Αισχύλο στον Ευριπίδη», (20) «Από το φλάουτο στην απολλώνια λύρα», (21) «Αλκιβιάδης». Κι επί πλέον, διαρκώς κι εντονότερα: (22) «Αγαπάμε τα αρχαία ελληνικά», (23) «Μαθήματα ελληνικών» και άλλα, από τα μεταφρασμένα στα ελληνικά, έργα της, που… κάποιος ίσως δανείστηκε και λησμόνησε να τα επιστρέψει!

Ε Γ Ρ Α Φ Ε η στήλη 5.1.2007: Η παράθεση των ονομάτων, εκείνων που έχουν προλογίσει βιβλία της Ζακλίν ντε Ρομιγί, δείχνει τη σπουδαιότητα της προσφοράς της: Αριστόβουλος Μάνεσης, Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος, Μάριος Πλωρίτης... Εκείνη επέμενε άχρι τέλους: «Η δημοκρατία δεν μπορεί να συμβιβαστεί με αξίες σε κατάπτωση. Και γι’ αυτό, η ποιότητα της παιδείας με την οποία διαμορφώνονται οι άνθρωποι του μέλλοντος, έπρεπε να είναι η πρώτη φροντίδα των πολιτικών που αγαπούν τη δημοκρατία, πράγμα που όπως φαίνεται δεν συμβαίνει»…

ΛΑΖΑΡΟΣ Α. ΜΑΥΡΟΣ

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 08, 2010

Η απόδειξη

Εντυπωσιακό στην πρωτοτυπία του, συναρπαστικό στην κάπως αστυνομική του πλοκή, φιλοσοφικό-θεολογικό ως προς τους προβληματισμούς που προκαλεί στον αναγνώστη, "Η απόδειξη" (Πόλις 2010, μετ. Ρένη Παπαδάκη) της Laurencce Cosse, είναι ένα εξαιρετικό ανάγνωσμα (διστάζω να το πω μυθιστόρημα) που μπορεί να αποτελέσει πηγή σκέψεων και προβληματισμών κι εντούτοις δεν του λείπει το χιούμορ και η ελαφράδα.
Το έργο τοποθετείται στο Παρίσι, με λίγες σκηνές στη Ρώμη,  και κρατάει μια βδομάδα, από τη Δευτέρα 24-31 Μαΐου 1999. Ένα βράδυ, ο Μπερτράν, μοναχός και θεολόγος του τάγματος των Καζουιστών (ανύπαρκτο στην καθολική Εκκλησία, αλλά όπως μας πληροφορεί η μεταφράστρια στις σημειώσεις της, η συγγραφέας αναφέρεται στο Τάγμα των Ιησουιτών), παίρνει μια εξασέλιδη επιστολή, στην οποία υπάρχει μια αδιάσειστη απόδειξη της ύπαρξης του Θεού. Μόλις τη διαβάζει, συγκλονίζεται, αρχίζει να τρέμει, "έπεσε μπρούμυτα στο πάτωμα, ξαπλωμένος φαρδύς πλατύς, όπως τη μέρα της χειροτονίας του". Ο ίδιος συγκλονισμός, η ίδια απέραντη γαλήνη και ευτυχία πλημμυρίζει και την ψυχή του συνάδελφού του Εβρέ, στον οποίο δείχνει την επιστολή. Οι δυο τους θεωρούν σωστό να αναφέρουν το γεγονός στον ανώτερό τους, τον επικεφαλής του Τάγματος, ο οποίος με τη σειρά του επιζητεί επιβεβαίωση από λαμπρούς θεολόγους. Κάποια στιγμή η μεγάλη είδηση φτάνει στον πρωθυπουργό της χώρας. Η αναστάτωση που δημιουργείται στην ψυχή του (αν και δεν έχει διαβάσει την απόδειξη) τον οδηγεί μέσα στη νύχτα να ψάχνει ιερέα για να εξομολογηθεί! Όταν όμως πληροφορεί τους υπουργούς του, τότε αρχίζει ο σκεπτικισμός. Πώς θα είναι μια κοινωνία όπου όλοι θα ζουν μέσα στη βεβαιότητα της ύπαρξης του Θεού; "Στις οικονομίες μας που είναι τόσο περίπλοκες και εύθραυστες, θα έρθουν τα πάνω κάτω. Θαμπωμένοι από τον Θεό, οι άνθρωποι δεν θα έχουν πια λόγο να εργάζονται για να δουλέψει η μηχανή όπως πριν. Η οικονομία θα περάσει σε δεύτερη μοίρα. Το ενενήντα τοις εκατό των ανθρώπινων εγχειρημάτων θα  φαίνονται γελοία. Ο διαφημιστής, η αισθητικός, όλοι οι έμποροι του ονείρου και της απόδρασης θα βάλουν λουκέτο. Οι έμποροι όπλων ακόμη περισσότερο. Η μόνη αποδεκτή συμπεριφορά θα είναι εκείνη που έχουν οι αφοσιωμένοι στα θεία: προσευχή και λιτότητα".- "Η απόδειξη ύπαρξης του Θεού θα μπορούσε να καταστρέψει την ισορροπία του κοσμικού κράτους.  Γιατί η ισορροπία βασίζεται στην αβεβαιότητα ύπαρξης του Θεού. Η απουσία απόδειξης της ύπαρξης του Θεού επιβάλλει το σεβασμό στους άπιστους, αλλά και η απουσία απόδειξης της ανυπαρξίας Του, το σεβασμό στους πιστούς". Η απόδειξη δεν πρέπει να δημοσιοποιηθεί!
Στο μεταξύ οι πέντε "μυημένοι", αυτοί που έχουν διαβάσει την απόδειξη, φτάνουν στο Βατικανό για να ενημερώσουν τον Ποντίφηκα. Ο Καρδινάλιος που τους δέχεται τους αναπτύσσει όλα τα επιχειρήματα υπέρ της συνέχισης της αβεβαιότητας για την ύπαρξη του Θεού. Ο Ποντίφηκας δεν ειδοποιείται. Το μυστικό θάβεται και όσοι το έμαθαν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σιωπούν.
Με αρκετές νύξεις σε θεολογικά ζηγήματα, κυρίως της καθολικής Εκκλησίας, πνευματώδες και ευρηματικό, το μικρό αυτό βιβλίο, παράλληλα με την αναγνωστική απόλαυση, δίνει τροφή για σκέψη και προβληματισμό.

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 01, 2010

Ο επισκέπτης του ονείρου

Κατηγορείται συχνά το διαδίκτυο ότι απομονώνει, ότι αποξενώνει τους ανθρώπους, ότι γίνεται αποτρεπτικός παράγοντας για το διάβασμα. Η προσωπική μου εμπειρία δείχνει ακριβώς το αντίθετο. Μέσα από το διαδίκτυο πληροφορήθηκα για νέες εκδόσεις, διάβασα κριτικές, αντάλλαξα απόψεις, γνώρισα ανθρώπους με τους οποίους μπορεί να μη συναντηθώ ποτέ, αλλά μας ενώνουν τα ίδια διαβάσματα, η συμφωνία ή η διαφωνία μας γι' αυτά που διαβάζουμε, σκέψεις και συναισθήματα.
Μια από τις διαδικτυακές μου γνωριμίες που προχώρησε και έγινε προσωπική σχέση, μπορώ να πω και φιλία, είναι αυτή της Ελένης Τσαμαδού, της αγαπητής Έλλεν. Λίγο μετά που δημιούργησα το μπλογκ μου, μου έγραψε ένα σχόλιο πληροφορώντας με για τα δυο βιβλία της που είχαν ως τότε εκδοθεί, το "Οι θεοί πέθαναν στη Ρώμη" (2006) και "Η εταίρα του Μ. Αλεξάνδρου" (2007). Τα αναζήτησα, τα διάβασα, η επικοινωνία μας συνεχίστηκε, συναντηθήκαμε στην Κύπρο και στην Αθήνα και από τότε παρακολουθώ αδιάλειπτα τη συγγραφική της πορεία.
Τα δυο πρώτα βιβλία ακολούθησαν "Ο χορός των μυστικών" (2008) και "Της ζωής και της αγάπης" (2009). Τώρα έχουμε τη χαρά να κρατάμε και να απολαμβάνουμε το καινούριο της "παιδί", "Ο επισκέπτης του ονείρου" (Ψυχογιός, 2010). Το εντυπωσιακό με τη Τσαμαδού είναι ότι δεν επαναλαμβάνεται. Βεβαίως υπάρχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά στη γραφή της, αλλά κάθε βιβλίο είναι μια άλλη εποχή, ένας άλλος κόσμος. Από την κλασική αρχαιότητα, στο 400 μ.Χ., από την Κατοχή, τον Εμφύλιο, τους μετανάστες της Αμερικής στην Αθήνα του σήμερα. Το πιο πρόσφατο βιβλίο μας μεταφέρει στην εποχή του Μεσοπολέμου, πιο συγκεκριμένα στα μέσα της δεκαετίας του '30, αν και το μυθιστόρημα δεν είναι ιστορικό. Όπως η ίδια λέει στον πρόλογό της, "Δε θεωρώ ότι έγραψα "ιστορικό μυθιστόρημα". Η Ιστορία δεν είναι ο κεντρικός άξονας του βιβλίου, τα ιστορικά γεγονότα δεν ερμηνεύονται, ο απόηχός τους μόνο φτάνει ως τους ήρωές μου, οι οποίοι πολλές φορές δεν είναι σε θέση να αντιληφθούν το βάθος και τη σημασία τους, όπως άλλωστε όλοι μας τη στιγμή που βιώνουμε κάποιο σημαντικό γεγονός δε συναισθανόμαστε το μέγεθος και τις επιπτώσεις του". Παρ' όλα αυτά, πιστεύω πως είναι κρίμα που η συγγραφέας δεν αξιοποίησε περισσότερο την εποχή, την οποία φαίνεται να μελέτησε και  να γνωρίζει πολύ καλά. Μια εποχή που τόσο μοιάζει με τη σημερινή κατάσταση στην Ελλάδα, εποχή οικονομικής κρίσης. "Ο κύριος Καραλέων έλεγε", αναφέρει στην αφήγησή της μια από τις αφηγήτριες, "πως τότε η δραχμή μας είχε χάσει το 75% της αξίας της. Και το χειρότερο, ενώ δεν είχε το κράτος χρήματα και το θησαυροφυλάκιο της Τραπέζης της Ελλάδος ήταν σχεδόν άδειο, έπρεπε να πληρωθούν και οι ξένοι που είχαν αγοράσει τις ομολογίες των δανείων που είχαμε συνάψει για να πληρώσουμε τα έξοδα των πολέμων, των Βαλκανικών, του Μεγάλου και της άτυχης εκστρατείας στη Μικρά Ασία (...) Είχαμε απεργίες, διαδηλώσεις, συγκρούσεις απεργών με την αστυνομία και, το χειρότερο, είχαμε και τραυματισμούς απεργών και αστυνομικών".
Χώρος της δράσης είναι η Πάτρα που τόσο καλά φαίνεται να την ξέρει η συγγραφέας. Οι δρόμοι, οι γειτονιές, το εμπόριο της σταφίδας, η ζωή γενικά στην πόλη ζωντανεύει μεταφέροντας τον αναγνώστη στην Πάτρα του Μεσοπολέμου. Σε πολύ λίγες σελίδες, αλλά με δυνατές, παραστατικές εικόνες περνάει στο μυθιστόρημα και η καταστροφή της Σμύρνης, ως ανάμνηση στην αφήγηση της Σμυρνιάς Μαρίτσας.
Ένα δύσκολο δρόμο τεχνικής διάλεξε η Ελένη Τσαμαδού, τις πρωτοπρόσωπες, πολλαπλές αφηγήσεις. Σε κάθε κεφάλαιο μιλάει μια γυναίκα: η αφηγήτρια (Ελπινίκη, φίλη της Ευτέρπης), η Μαρίτσα (Σμυρνιά, υπηρέτρια στο αρχοντόσπιτο), η Μαριάνθη (δεύτερη σύζυγος του Αριστείδη), η Πιπίτσα (η μεσαία κόρη του Αριστείδη και της Μαριάνθης), η γραμματέας του Τραπεζίτη Καραλέοντος και σ' ένα μόνο κεφάλαιο, το προτελευταίο, ο αστυνόμος.
Η Ελένη Τσαμαδού φαίνεται να έχει μια ιδιαίτερη προτίμηση στους γυναικείους χαρακτήρες. Σ' όλα τα βιβλία της αυτοί είναι που δεσπόζουν, γυναίκες είναι που πρωταγωνιστούν, οι άντρες έρχονται σε δεύτερη μοίρα. Από την εταίρα του Αλεξάνδρου ως τη Μεγώ, από την Αννέζω ως τη Νάσια, ως την Ευτέρπη και τη Μαριάνθη (για να αναφέρω μόνο μερικές) αυτών η ζωή και η μοίρα είναι που κινούν τα νήματα της κάθε ιστορίας.
Όλες οι πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις απευθύνονται σε κάποιον αστυνόμο, είναι τρόπον τινά καταθέσεις, μαρτυρίες. Ξέρουμε, επομένως, από την αρχή ότι έχει γίνει κάποιο έγκλημα, χωρίς να ξέρουμε ούτε ποιος έχει σκοτωθεί ούτε ποιος τον σκότωσε, πράγμα που θα αποκαλυφθεί μόνο στις τελευταίες σελίδες. Πάθη, συμφέροντα, οικογενειακά μυστικά, παθιασμένοι έρωτες, δράματα, ανατροπές συνδέουν τα πρόσωπα του έργου. Μέσα από την αφήγηση της καθεμιάς γυναίκας φωτίζεται όχι μόνο η δική της ζωή και ψυχοσύνθεση, αλλά ρίχνεται φως και στους υπόλοιπους χαρακτήρες. Η ιστορία μπλέκεται αργά, μεθοδικά, από τη μια αφήγηση στην άλλη προστίθενται οι ψηφίδες που θα οδηγήσουν στην έξοδο.
Η γλώσσα προσεγμένη, όπως πάντα, με μια αξιοπρόσεχτη ιδιαιτερότητα αυτή τη φορά. Στα κεφάλαια στα οποία μιλά η Σμυρνιά Μαρίτσα χρησιμοποιείται η σμυρναίικη ντοπιολαλιά. Βρίσκω ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα τη χρήση αυτού του ιδιώματος. Όχι μόνο γιατί προσδίδει πειστικότητα και αληθοφάνεια στο χαρακτήρα, αλλά γιατί διασώζει ένα ιδίωμα που πάει να χαθεί, αν δεν έχει κιόλας εξαλειφθεί. Η συγγραφέας φροντίζει να ερμηνεύει τις ασυνήθιστες λέξεις, αλλά είναι εντυπωσιακό το ότι για μένα ως Κυπρία πολλές δεν χρειάζονταν ερμηνεία: σκεμπέ, πεζεβέγκης, η πόστα, το πολοιφάδι, οι μποξάδες, ούλοι κ. ά. δεν είναι άγνωστες, τουλάχιστον στους πιο ηλικιωμένους Κυπρίους.
Με τον "Επισκέπτη του ονείρου" ένα ακόμη ωραίο βιβλίο προστέθηκε στη λογοτεχνική δημιουργία της Ελένης Τσαμαδού.