Κυριακή, Δεκεμβρίου 30, 2007

Η ακολουθία της Οξφόρδης

Γκιγέρμο Μαρτίνες, Η ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΗΣ ΟΞΦΟΡΔΗΣ, Πατάκης, 2004, μετ. Ελισώ Λογοθέτη.
Ο συνδυασμός της οξφορδιανής πανεπιστημιακής ατμόσφαιρας με τη στέρεα λογική των μαθηματικών και την προσπάθεια εξιχνίασης μιας σειράς φόνων είναι πραγματικά εκρηχτικός. Η απόλαυση της ανάγνωσης μεγεθύνεται, το βιβλίο (δυστυχώς γι' αυτή την περίπτωση όχι ογκώδες) δεν μπορείς να το αφήσεις πριν εξιχνιάσεις το μυστήριο, ακολουθώντας μαζί με τους ήρωες του μυθιστορήματος τα "κλειδιά" που σου δίνονται σε μια μαθηματική ακολουθία.
Ένας νεαρός μαθηματικός από την Αργεντινή (εμφανή εδώ τα αυτοβιογραφικά στοιχεία του Μαρτίνες), φθάνει στην Οξφόρδη με υποτροφία ενός χρόνου. Μένει σε ενοικιαζόμενο δωμάτιο μιας πολύ ηλικιωμένης κυρίας, η οποία ζει με την εγγονή της. Λίγες μέρες αργότερα η ηλικιωμένη κυρία βρίσκεται δολοφονημένη. Το πτώμα ανακαλύπτουν ο νεαρός ενοικιαστής και ο Άρθουρ Σέλντομ, ένας διάσημος καθηγητής μαθηματικός, φίλος της οικογένειας της νεκρής. Ο Σέλντομ είχε ασχοληθεί ιδιαίτερα σ' ένα βιβλίο του με τις μαθηματικές ακολουθίες, στο οποίο είχε περιλάβει κι ένα κεφάλαιο για τους κατά συρροήν δολοφόνους, βιβλίο το οποίο είχε ευρύτατη κυκλοφορία. Ο νεαρός Αργεντινός (που είναι και ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής) μαζί με τον Σέλντομ, καθώς βέβαια και τον αστυνομικό επιθεωρητή, προσπαθούν να εξιχνιάσουν τη δολοφονία. Σύντομα θα ακολουθήσει και άλλη, ενώ μια σειρά από σημειώματα που αφήνει ο δολοφόνος και που σχετίζονται με σύμβολα (πρώτα ένας κύκλος, ύστερα ένα αφαιρετικό σχήμα ψαριού, μετά ένα τρίγωνο) οδηγούν τη σκέψη των δυο μαθηματικών στους Πυθαγορείους και στην αναμονή του τέταρτου φόνου, που σύμφωνα με τη μαθηματική αυτή ακολουθία θα είναι η τετρακτύς (ο αριθμός 10, το άθροισμα δηλ. του 1+2+3+4).
Δεν είναι όμως μόνο η αστυνομική πλοκή του βιβλίου που προκαλεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Είναι συζητήσεις, η φιλοσοφική θεώρηση των μαθηματικών, άλλες αστυνομικές ιστορίες που παρεμβάλλονται στις συζητήσεις και στην προσπάθεια εξιχνίασης των φόνων. "Ναι, υπάρχει μια θεωρητική αναλογία ανάμεσα στα μαθηματικά και στην εγκληματολογία: και οι δυο κάνουμε υποθέσεις", είναι μια άποψη που διατυπώνεται, για να ακολουθήσει βέβαια και η διάκριση της διαφοράς μεταξύ τους.
Το τέλος, απροσδόκητο όπως σ' όλα τα αστυνομικά μυθιστορήματα, αλλά που θα μπορούσε ο προσεκτικός αναγνώστης να είχε υποπτευθεί. Δεν μπορώ βέβαια να ισχυριστώ ότι καταλαβαίνω πλήρως το θεώρημα του Γκέντελ ή του Φερμά, για τα οποία γίνεται λόγος στο βιβλίο, όμως ο Γκιγέρμο Μαρτίνες, μαθηματικός ο ίδιος, παγιδεύοντάς μας με την αστυνομική πλοκή, μας γοητεύει ταυτόχρονα με τα μαθηματικά του.






Τετάρτη, Δεκεμβρίου 26, 2007

Ο "Μεσσίας" του Γκορ Βιντάλ

Τόσο ο τίτλος όσο και το περιεχόμενο δεν έχουν καμιά σχέση με τη χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα των ημερών, εκτός ίσως μόνο για να την ανατρέψουν. Αναζήτησα και διάβασα το βιβλίο του Γκορ Βιντάλ ("Μεσσίας", εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2006, μετ. Δημήτρης Ελευθεράκης), ενός από τους σημαντικότερους σύγχρονους Αμερικανούς συγγραφείς (γεν. 1925), χάρις στον φίλτατο librofilo. Ενδιαφέρον βιβλίο, αλλά θα συμφωνήσω μάλλον με τον Αθήναιο, που σχολιάζοντας την παρουσίαση του librofilo έγραψε: "όχι και να κόψω τις φλέβες μου". Ίσως, αν το διαβάζαμε τότε που πρωτοεκδόθηκε (1954), να μας έκανε άλλη εντύπωση. Από μια άποψη είναι ένα προφητικό βιβλίο, αλλά τίποτα από όσα αναφέρει δεν στηρίζεται σε μελλοντικές ανακαλύψεις ή εφευρέσεις. Η τηλεόραση, στην οποία οφείλεται κυρίως η μεγάλη απάτη που έστησαν οι ήρωές του, ήταν ήδη γνωστή, αν και βέβαια λίγοι μπορούσαν να προβλέψουν τη διάδοση και την απίστευτη δύναμη που θα αποκτούσε στην εποχή μας.
Με συντομία η υπόθεση. Ένας υπέργηρος συγγραφέας και ιστορικός, ο Ευγένιος Λούθερ, ζει με άλλο όνομα στην Αίγυπτο και, γράφοντας τα απομνημονεύματά του, θυμάται τα γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή του πενήντα χρόνια πριν. Αναπολεί μια πρόσκληση από μια πλούσια, ιδιόρρυθμη κυρία, την Κλαρίσα, στο σπίτι της οποίας γνωρίζει κι ερωτεύεται την ΄Αιρις Μόρτιμερ. Εκείνη του κάνει λόγο για ένα νεαρό, υπάλληλο γραφείου κηδειών, που έχει το χάρισμα να γοητεύει με το λόγο του το ακροατήριο στο οποίο απευθύνεται. Λέγεται Τζον Κέιβ (John Cave), αρχικά του οποίου ονόματος (J. C.) ευθέως παραπέμπουν στο Jesus Christ. Πρόκειται για ένα άγνωστης προέλευσης, με ελλιπή μόρφωση νεαρό, που όσοι τον ακούν δεν θυμούνται σχεδόν τίποτε από όσα είπε, παρά μόνο τη γοητεία που ένιωσαν και το κεντρικό μήνυμα της διδασκαλίας του: "Μονάχα ένα μήνυμα έχω να μεταδώσω στους ανθρώπους, κι αυτό έιναι το πώς να πεθαίνουν χωρίς φόβο, με χαρά, πώς να αποδεχτούν το μηδέν γι' αυτό που είναι καθεαυτό, ένας μακρύς και ανονείρευτος ύπνος".
Σύντομα γύρω από τον Κέιβ στήνεται μια ολόκληρη οργάνωση. Εκτός από την Κλαρίσα, την Άιρις, τον Λούθερ, επιστρατεύεται ένας ικανότατος διαφημιστής κι ένας άσημος, αλλά πλούσιος λόγω γάμου και με πολλές γνωριμίες συγραφέας, ένας επικοινωνιολόγος θα λέγαμε σήμερα, μια πεντάδα που οργανώνει όλη τη γιγάντια επιχείρηση. Ο Κέιβ μαγεύει, με τις εμφανίσεις του στην τηλεόραση επηρεάζει ολοένα και μεγαλύτερο κοινό, κασέτες με τις ομιλίες του, που άλλοι βέβαια του γράφουν, κυκλοφορούν παντού, ομάδες οπαδών σχηματίζονται, επικεφαλής εκπαιδεύονται, παντού σ' όλη την Αμερική διαδίδεται ο Κεϊβιτισμός και η αντίδραση του Χριστιανισμού που απειλείται, ενδυναμώνει ακόμα περισσότερο το κίνημα. Και, ασφαλώς, το αποτέλεσμα της βασικής διδασκαλίας περί εθελούσιου θανάτου δεν αργεί να έρθει. Πολλοί αρχίζουν να αυτοκτονούν, πράγμα που η πεντάδα επίσης εκμεταλλεύεται, δημιουργώντας χώρους και τρόπους για ήρεμη και ευχάριστη αποχώρηση από τη ζωή.
Ο ιστορικός της παρέας, αυτός που στα πρόθυρα του θανάτου, ζώντας άγνωστος στην Αίγυπτο, αναπολεί και αφηγείται, είχε αρχίσει να έχει τις επιφυλάξεις και αντιρρήσεις του για το δρόμο που πήρε το κίνημα (το όνομά του, Λούθερ-Λούθηρος ασφαλώς δεν είναι τυχαίο). Οι αντιδράσεις θα οδηγήσουν σ' ένα δραματικό τέλος, όχι όμως και στο τέλος του Κεϊβιτισμού.
Η προσπάθεια του Βιντάλ να απομυθοποιήσει όλα τα μαζικά, θρησκευτικά ή άλλα κινήματα, αλλά και όλες τις εξ αποκαλύψεως θρησκείες είναι προφανής. Τα πρόσωπα και τα σύμβολά του είναι παρμένα από τον Χριστιανισμό. Όχι μόνο τα αρχικά του ονόματος του ήρωά του (J.C.) αλλά και το ίδιο το όνομα (Cave=σπηλιά) παραπέμπουν στο Χριστό. Η πιστή, αφοσιωμένη μαθήτρια επίσης. Ο Τζον Κέιβ, όπως και ο Χριστός δεν έγραψε τίποτα. Το όνομα του Πολ (Παύλος) Χίμελ, του διαφημιστή στον οποίο οφείλεται η όλη οργάνωση, δεν νομίζω ότι είναι άσχετο με το όνομα του Αποστόλου Παύλου. Αλλά και η ανάγκη της θυσίας του ίδιου του Κέιβ για πλήρη εμπέδωση της καινούριας θρησκείας πόσο διαφέρει από την ανάγκη θυσίας του Χριστού;
Στη χριστιανική παρωδία παρεμβαίνει (και ομολογώ ότι δεν κατάλαβα πώς τα συσχετίζει) και η ιδέα του κειμενογράφου του Κέιβ για την ανατροφή των παιδιών, ιδέα βέβαια κλεμμέμη από τον Πλάτωνα. Δηλ. η ιδέα όχι μόνο της επιβολής της ευγονίας, αλλά και της αφαίρεσης των παιδιών από τους γονείς αμέσως μόλις γεννηθούν και η ανάθεσή τους στο κράτος.
Το βιβλίο δεν με ενόχλησε από τον θρησκευτικό, εικονοκλαστικό του χαρακτήρα. Απλώς νομίζω ότι μειώνεται η λογοτεχνική του αξία με το να οικειοποιηθεί γνωστά θρησκευτικά σύμβολα. Λειτουργεί εν μέρει προφητικά, το βρίσκω ενδιαφέρον, πολύ κατώτερο όμως από τον "Θαυμαστό καινούριο κόσμο" του Χάξλεϋ ή το "1984" του Όργουελ, βιβλία πραγματικά προφητικά, που εξακολουθούν να μας εκπλήττουν και να μας γοητεύουν.


Κυριακή, Δεκεμβρίου 16, 2007

"Ο φάρος" της Π. Ντ. Τζέιμς

Τα αστυνομικά μυθιστορήματα υπήρξαν πάντα μια κρυφή αγάπη και αδυναμία μου. Έχω διαβάσει σχεδόν όλη την Άγκαθα Κρίστι, όσα έργα του Μάικλ Κόνελι έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά, βεβαίως όλα του δικού μας Μάρκαρη, για να περιοριστώ στους πιο αγαπημένους μου. Το πιο πρόσφατο ανάγνωσμά μου απ' αυτή την κατηγορία είναι "Ο φάρος" της Π. Ντ. Τζέιμς (Καστανιώτης, 2007). Αγαπημένη κι αυτή συγγραφέας στο είδος του αστυνομικού, μου έχει χαρίσει πολλές στιγμές αναγνωστικής απόλαυσης και έχω διαβάσει αρκετά δικά της, όπως "Περίπτωση δικαιοσύνης", 2000, "Τεχνάσματα κι επιθυμίες", 2002, "Θάνατος στην Ιερατική Σχολή, 2004 (όλα στον Καστανιώτη), καθώς και το εξαιρετικό "Τζούλιαν" (Πατάκης, 1995), έργο πιο πολύ επιστημονικής φαντασίας παρά αστυνομικό.
Δεν προτίθεμαι, βέβαια, να υπερασπιστώ την από πολλούς αμφισβητούμενη λογοτεχνική αξία των αστυνομικών ιστοριών, που άλλωστε στις μέρες μας έπαψαν να είναι απλώς αστυνομικές ιστορίες με δολοφόνους-ενόχους-αποκάλυψη-τιμωρία και προσέλαβαν πολλά άλλα στοιχεία, κοινωνικά, ψυχολογικά, επιστημονικά κ.λπ. [Για όσους ενδιαφέρονται παραπέμπω στη χρησιμότατη έκδοση "Ανατομία του αστυνομικού μυθιστορήματος" (Άγρα, 1986), όπου βρίσκουμε συγκεντρωμένα δοκίμια γνωστών και καταξιωμένων συγγραφέων γύρω από το αστυνομικό μυθιστόρημα].
Η Π. Ντ. Τζέιμς (γεν.1920) θα μπορούσε να θεωρηθεί η άξια διάδοχος της Άγκαθα Κρίστι. Στο αγγλικό περιβάλλον διαδραματίζονται τα έργα της (αν και σε νεότερη βέβαια εποχή), συχνά στην αγγλική ύπαιθρο, την κοινωνία αυτής της χώρας καθρεφτίζουν, τη δική της αστυνομία, τη δική της ατμόσφαιρα και ανθρώπινες σχέσεις.
Στο "Ο φάρος" βρισκόμαστε σ΄ένα απομονωμένο, μικρό, ιδιόκτητο νησί στ΄ ανοιχτά της Κορνουάλης, το οποίο ο τελευταίος ιδιοκτήτης μεταβίβασε σε μια μη κερδοσκοπική οργάνωση, με σκοπό να φιλοξενούνται εκεί για σύντομα χρονικά διαστήματα άνθρωποι της πολιτικής, της επιστήμης, των τεχνών, επιχειρηματίες, γενικά άνθρωποι που ασκούσαν υψηλά καθήκοντα και δύσκολη ζωή, ώστε να απολαμβάνουν εκεί διαλείμματα ασφάλειας και ηρεμίας, για να συνεχίζουν το δύσκολο έργο τους.
Σ' αυτό το ειδυλλιακό νησί (η ομοιότητα με τους περίφημους "Δέκα μικρούς νέγρους" της Άγκαθα Κρίστι σταματά εδώ) με τους λίγους φιλοξενούμενους και το απαραίτητο υπηρετικό προσωπικό, με την πλήρη απομόνωση από τον έξω κόσμο, ένας επιφανής συγγραφέας βρίσκεται κρεμασμένος από το κιγκλίδωμα του εκτός λειτουργίας πια φάρου. Ο ντετέκτιβ Νταλγκλίς, μόνιμος ήρωας της Τζέιμς, μαζί με δυο βοηθούς του στέλλεται στο νησί για διαλεύκανση της υπόθεσης. Και εν πρώτοις, πρόκειται για έγκλημα ή αυτοκτονία; Ανακρίσεις, συζητήσεις, υποθέσεις, σχέσεις και χαρακτήρες των προσώπων που ζουν στο νησί, ωραίες περιγραφές του τοπίου ή των καιρικών συνθηκών, αναμμένα τζάκια, τσάγια και δείπνα, υποψίες για το δολοφόνο και βεβαίως μια δεύτερη δολοφονία, γεμίζουν τις σελίδες του βιβλίου και τις ώρες της ανάγνωσής μας.
Θα το χαρακτήριζα κλασικό του είδους, αν και έχω μια επιφύλαξη ως προς τον τρόπο αποκάλυψης του ενόχου. Μου φάνηκε ότι δεν προετοιμάστηκε επαρκώς το έδαφος, ότι η αποκάλυψη έρχεται ως τρόπον τινά "επιφοίτηση" στον Νταλγκλίς και όχι με στοιχεία διάσπαρτα από πριν, που θα μπορούσε να είχε προσέξει ο αναγνώστης, τεχνική στην οποία η Άγκαθα παραμένει αξεπέραστη.


Τρίτη, Δεκεμβρίου 11, 2007

Φόρος τιμής στην Άννα Μαρία Σελίνκο

Δεν ξέρω πόσοι από τους νεότερους ξέρουν ή πόσοι από τους παλαιότερους θυμούνται το όνομα της Άννα Μαρία Σελίνκο, της αυστριακής συγγραφέως που υπήρξε ό,τι γοητευτικότερο στα χρόνια της εφηβείας μας. Είχα διαβάσει, θυμάμαι, πάνω από μια φορά τα μυθιστορήματά της "Αύριο όλα θα πάνε καλύτερα", "Ήμουν ένα άσχημο κορίτσι", "Σήμερα παντρεύεται ο άντρας μου". Η αισιοδοξία και ο χαρακτήρας, καθώς βέβαια και η καλή τύχη, της Τώνη Χούμπερτ στο "Αύριο όλα θα πάνε καλύτερα", ομολογώ ότι στάθηκε οδηγός ζωής για μένα και από τότε μου γεννήθηκε η αγάπη για το ραδιόφωνο, που δεν με έχει εγκαταλείψει ως τώρα. Κρατάω ακόμα μια κιτρινισμένη, μισοδιαλυμένη έκδοση του 1954 (εκδόσεις "Κ.Μ") με πρόλογο και μετάφραση του Άρη Δικταίου, που γράφει, ανάμεσα σ' άλλα: "Η Selinko είναι κάτι σαν πρόσωπο θρύλου, μ' εντελώς ακαθόριστα χαρακτηριστικά. Πόσων χρονών είναι; Πού και πώς έζησε και ζει; Τι άλλο έγραψε, τι γράφει; Δεν ξέρουμε τίποτα. Τίποτα απολύτως, εκτός από ένα μόνο: πως ό,τι έγραψε είναι απολύτως γοητευτικό και πως αν είναι σήμερα γνωστότατη η άγνωστη αυτή γυναίκα, τούτο οφείλεται αποκλειστικά στη γοητεία των βιβλίων της". Και πιο κάτω σημειώνει: "Και τι συνιστά, αλήθεια, τη γοητεία αυτή;" για να απαντήσει ο ίδιος: "η δροσιά, το καλωσυνάτο κέφι, η όμορφη, φιλοπαίγνιδη κι αισιόδοξη διάθεση, η χαρούμενη πίστη της Selinko σε μια θεία, αλλά παράλογη Πρόνοια. Στοιχεία, όλ' αυτά, χαρακτηριστικά της θηλυκής εφηβείας". Ούτε και σήμερα, ψάχνοντας στον αχανή κόσμο του διαδικτύου μπόρεσα να βρω περισσότερα στοιχεία, παρά μόνο ότι γεννήθηκε στη Βιέννη το 1914, παντρεύτηκε ένα διπλωμάτη, πήγε στη Σουηδία το 1943 και δούλεψε για τον Ερυθρό Σταυρό. Αυτά!
Δεν ξέρω τι νοσταλγούσα αποφασίζοντας να διαβάσω σήμερα το μυθιστόρημά της "Ντεζιρέ". Ίσως γιατί δεν το θυμόμουν καλά, ίσως γιατί βγήκε σε ακόμα μια καινούρια έκδοση (Ωκεανίδα, 2002), ίσως (και υποσυνείδητα) να έψαχνα να βρω κάτι από τη μαγεία που μου δημιουργούσαν τα βιβλία της στα χρόνια της εφηβείας.
Η "Ντεζιρέ" είναι η ιστορία της ζωής μιας όμορφης, νεαρής κοπέλας, κόρης ενός εμπόρου μεταξωτών από τη Μασσαλία, που στα 15 της χρόνια γνωρίζει τον Ναπολέοντα, όταν εκείνος ήταν ακόμα ένας άσημος στρατιωτικός, τον ερωτεύεται. Κι εκείνος της δείχνει μια ιδιαίτερη συμπάθεια, φεύγει όμως για το Παρίσι, κυνηγώντας τα όνειρα και τις φιλοδοξίες του. Η Ντεζιρέ τον ακολουθεί. Ο γάμος του με την Ιωσηφίνα θα την γεμίσει με απογοήτευση, αλλά ένας άλλος αξιωματικός, ο Ζαν Μπατίστ Βερναδότης θα την ερωτευτεί, θα την παντρευτεί και, χρόνια αργότερα, θα γίνει ο ιδρυτής της βασιλικής δυναστείας της Σουηδίας και η Ντεζιρέ βεβαίως βασίλισσα. Παράλληλα η αδελφή της Ντεζιρέ παντρεύεται τον αδελφό του Ναπολέοντα κι έτσι η μεταξύ τους επαφή δεν χάνεται.
Το βιβλίο καλύπτει χρονικά τα ταραγμένα χρόνια 1795-1823. Μέσα από τη ματιά της Ντεζιρέ, που μας μιλάει σε πρώτο πρόσωπο κρατώντας ημερολόγιο, παρακολουθούμε όλη την πορεία της καταπληκτικής αυτής φυσιογνωμίας, του Ναπολέοντα. Πρόσωπα ιστορικά εκτός από τον Ναπολέοντα παρελαύνουν στο βιβλίο: Η οικογένειά του, τ' αδέλφια του (στα οποία μοίραζε τίτλους και βασίλεια λες και ήταν παιγνίδια), η μητέρα του, η Ιωσηφίνα, η δεύτερη γυναίκα του η Μαρία Λουίζα της Αυστρίας, η βασιλική οικογένεια της Σουηδίας, πολιτικά πρόσωπα όπως ο Ροβεσπιέρος, ο Ταλλεϋράνδος, καλλιτέχνες όπως ο Μπετόβεν κ. ά. Παρακολουθούμε την ευρωπαϊκή ιστορία των χρόνων αυτών μέσα από το φακό της Ντεζιρέ, τις μάχες, πάντα από τα μετόπισθεν, τη ζωή των σαλονιών και των δεξιώσεων, την άνοδο και την πτώση του τρομερού ανθρώπου, του Ναπολέοντα, για τον οποίο η Ντεζιρέ δεν έπαψε να νιώθει τρυφερά αισθήματα, όχι χωρίς ανταπόδοση. Το πραγματικό σμίγει με το φανταστικό στη γραφή της Σελίνκο σε βαθμό που δύσκολα τα ξεχωρίζει κανείς.
Γραμμένο το 1951 η "Ντεζιρέ" είναι βιβλίο μιας άλλης εποχής. Όχι μόνο ως προς το περιεχόμενο, αλλά και ως προς τον τρόπο γραφής. Είναι ένα κλασικό, ευθύγραμμο μυθιστόρημα, χωρίς βαθιά νοήματα και προβληματισμούς. Αφήγηση απλή, αν όχι απλοϊκή, εξιστόρηση γεγονότων, περιγραφή συναισθημάτων, απόδοση χαρακτήρων με τρόπο απλό και κατανοητό. Βιβλίο μέσα από το οποίο ο αναγνώστης με ευχάριστο τρόπο μαθαίνει ή ξαναθυμάται ένα σημαντικό κομμάτι της ευρωπαϊκής ιστορίας.
Πριν από μερικά χρόνια ένας πολύ γνωστός κριτικός (και λογοτέχνης) από την Αθήνα ήρθε στη Λευκωσία για μια διάλεξη. Ενώ θέμα της ομιλίας του ήταν οι σύγχρονες τάσεις της ελληνικής λογοτεχνίας, το μεγαλύτερο μέρος της ήταν μια προσπάθεια να "θάψει" το βιβλίο "Ο Ιούδας φιλούσε υπέροχα" (ήταν πολύ της μόδας τότε). Μεταξύ άλλων είπε πως τέτοια βιβλία και οι συγγραφείς τους είναι καταδικασμένοι στην εξαφάνιση με το πέρασμα του χρόνου. Και έθεσε το ρητορικό ερώτημα:" Ποιος θυμάται τώρα τη Σελίνκο;" Ήθελα να του πω "Ναι, κύριε Κ., πολλοί τη θυμούνται, όχι μόνο αναγνώστες αλλά και εκδοτικοί οίκοι που επανεκδίδουν τα βιβλία της, ενώ τα δικά σας λογοτεχνικά έργα ούτε οι σύγχρονοι τα γνωρίζουν".