Τρίτη, Ιανουαρίου 28, 2014

Ζωή μετά τη ζωή

Kate Atkinson
Ζωή μετά τη ζωή
Μεταίχμιο, 2013
Μετ. Μυρσίνη Γκανά
Μπορώ να κατανοήσω τις διθυραμβικές κριτικές του αγγλόφωνου (του βρετανικού καλύτερα) κοινού και κριτικής για το βιβλίο αυτό, αν και, βεβαίως δεν ήταν ο λόγος που το αγόρασα και το διάβασα. Είναι ένα "αγγλικό" βιβλίο. Όχι μόνο λόγω της συγγραφέως που είναι Αγγλίδα, όχι λόγω γλώσσας, αλλά κυρίως λόγω περιεχομένου. Με επίκεντρο μια μέση, αστική, αγγλική οικογένεια που ζει λίγο έξω από το Λονδίνο, η ιστορία αρχίζει το 1910 και τελειώνει το 1967. Οι συνήθειες, η αγγλική εξοχή, οι δρόμοι και οι γειτονιές του Λονδίνου, οι οικογενειακές σχέσεις και συνάξεις, η συμμετοχή της οικογένειας, εκπροσώπου μιας ολόκληρης γενιάς, στους δυο Παγκόσμιους Πολέμους, η όλη ατμόσφαιρα σε μεταφέρει πολύ ρεαλιστικά στο χώρο και στο χρόνο. Και το τσάι...α, το τσάι, τόνοι ολόκληροι καταναλώνονται σ' αυτό το βιβλίο, με κάθε ευκαιρία! Κατανοητή λοιπόν η ανάδειξη του βιβλίου σε ευπώλητο, κατανοητές και οι διακρίσεις και βραβεύσεις της συγγραφέως στη χώρα της.
Εμένα, βεβαίως, μου κίνησε την προσοχή και την περιέργεια όχι η "αγγλικοσύνη" του βιβλίου, αλλά το θέμα, που κινείται γύρω από το εξής βασικό ερώτημα: Τι θα συνέβαινε αν είχες την ευκαιρία να ζήσεις ξανά και ξανά τη ζωή σου ώσπου να τα κάνεις όλα σωστά;
Το Φεβρουάριο του 1910, κατά τη διάρκεια μιας χιονοθύελλας, γεννιέται ένα κοριτσάκι που πεθαίνει πριν προλάβει να έρθει ο γιατρός. Τι θα συνέβαινε όμως αν ο γιατρός προλάβαινε και το κοριτσάκι ζούσε; Το κοριτσάκι είναι η Ούρσουλα και η συγγραφέας της δίνει ξανά και ξανά καινούρια ζωή και σε κάθε ζωή που της χαρίζεται διαφορετικές είναι και οι περιπέτειες του βίου της. Άλλοτε πέφτει θύμα βιασμού και αναγκάζεται να διακόψει μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, σε μια άλλη ζωή είναι παντρεμένη και υφίσταται ψυχολογική και σωματική κακοποίηση από το σύζυγό της κι άλλοτε είναι παντρεμένη στο Βερολίνο κι έχει ένα κοριτσάκι. Μαζί της και με τις ποικίλες ζωές της (ενώ τα υπόλοιπα πρόσωπα του περιβάλλοντός της, οι γονείς, τα τέσσερα αδέλφια, μια θεία που διαδραματίζει ιδιαίτερο ρόλο, οι γείτονες, οι συνάδελφοι παραμένουν ίδια) διασχίζουμε κι εμείς τις δεκαετίες, ζούμε τις συνέπειες του Πρώτου Μεγάλου Πολέμου, την ανακωχή, το Δεύτερο Μεγάλο Πόλεμο, τους βομβαρδισμούς του Λονδίνου αλλά και του Βερολίνου. Μεταφερόμαστε και στη Γερμανία, γνωρίζουμε την Εύα Μπράουν και το Χίτλερ, φτάνουμε ως τη μεταπολεμική εποχή και το 1967, οπότε η Ούρσουλα συνταξιοδοτείται.
Ο χρόνος πηγαινοέρχεται. Αρχίζει το 1930, πηγαίνει πίσω στο 1910, στο '15, στο '18, στο '47, στο '23 κ.ο.κ. ενώ διαρκώς ξαναγυρίζει στο 1910 δίνοντας στην ηρωίδα της ξανά και ξανά καινούρια ζωή. Είναι ασφαλώς μια πρωτότυπη ιδέα της Atkinson, όμως, πιστεύω, για να λειτουργήσει έστω και υποθετικά, για να ζεις δηλαδή και να ξαναζείς τη ζωή σου διορθώνοντάς την, θα πρέπει να θυμάσαι τι ήσουν στην προηγούμενή σου ζωή, πράγμα που πολύ ακροθιγώς συμβαίνει στο βιβλίο. Κάποια ψήγματα dejas-vu υπάρχουν στην ηρωίδα που όμως δεν αλλάζουν προς το καλύτερο την επόμενη ζωή της. Τη ζει σαν να είναι κάποια άλλη. Και μόνο μια ακραία πράξη του 1930, με την οποία και αρχίζει το βιβλίο, θα μπορούσε να είχε αλλάξει την ίδια την Ιστορία.
Ένα ακόμα χαρακτηριστικό της γραφής της Atkinson (πιστεύω στην προσπάθεια να αναβαθμίσει λογοτεχνικά ένα "ευπώλητο") είναι οι πλείστες όσες αναφορές, στίχοι και φράσεις από άλλα βιβλία. Σαίξπηρ, Τζέην Όστιν, Σαρλότ Μπροντέ, Ντίκενς, Κητς, Έλιοτ, Δάντης και πολλοί άλλοι μνημονεύονται, τα παραθέματα των οποίων καταγράφονται σε ευρετήριο στο τέλος του βιβλίου.
Αν και ενδιαφέρον στην πρωτοτυπία του βιβλίο, συχνά καταντά κουραστικό όταν η αφήγηση γίνεται επίπεδη, χωρίς εξάρσεις και οι 568 σελίδες του υπερβολικά πολλές. Το μειονέκτημα των πλείστων ευπώλητων...
(Ηλεκτρονική ανάγνωση)

Σημ. Επειδή πλέον οι αναγνώσεις μου είναι κατά βάση ηλεκτρονικές, καταργώ τη σχετική ετικέτα, διατηρώντας τις υπόλοιπες. Θα σημειώνω όμως σε κάθε ανάρτηση αν το βιβλίο είναι ηλεκτρρονικό.

Σάββατο, Ιανουαρίου 25, 2014

Η Γαλλίδα δασκάλα

Ντίνος Γιώτης
Η Γαλλίδα δασκάλα
Ψυχογιός, 2013
Μέσα στην πλημμυρίδα των βιβλίων της εύπεπτης "ροζ λογοτεχνίας" με τις χιλιάδες πωλήσεις, να ένα καλό ελληνικό βιβλίο. Συγκρινόμενο βέβαια με το σχεδόν ομότιτλο "Η δασκάλα των Γαλλικών" του Πολωνού Άντονι Λιμπέρα, το τοποθετώ αξιολογικά αρκετά πιο κάτω, αν και ίσως η σύγκριση στην περίπτωση αυτή δεν ενδείκνυται, μια και η σχέση των δυο βιβλίων εξαντλείται στον τίτλο και στον έρωτα του νεαρού προς τη δασκάλα, θέμα όχι και τόσο σπάνιο. Η περιέργεια για την πιθανή σχέση των δύο βιβλίων, καθώς και η ευμενής κριτική του Βιβλιοκαφέ με ώθησε στην αναζήτηση και στην ανάγνωση του βιβλίου του Γιώτη. Και δεν με απογοήτευσε.
Το θέμα δεν θα το έλεγα πρωτότυπο. Αλλά, όπως συχνά συμβαίνει, στη λογοτεχνία δεν έχει τόση σημασία το "τι" αλλά το "πώς". Ένας μεσήλικας, επιμελητής εκδόσεων, ενώ την επομένη θα έφευγε για το ετήσιο ταξίδι του στο Σαν Φρανσίσκο, όπου ζούσε ο γιος του, παίρνει ένα δέμα, όπου μέσα βρίσκεται ένα παλιό, σκουριασμένο πιστόλι. Αναβάλλει το ταξίδι του και αντί για την Αμερική, παίρνει το δρόμο για το γενέθλιο τόπο, που είναι ταυτόχρονα κι ένα ταξίδι στο παρελθόν, στα χρόνια της παιδικής του ηλικίας και στα γεγονότα που τον σημάδεψαν για πάντα. Προχωρεί και θυμάται. Θυμάται τους τρεις αχώριστους φίλους του, τα μακριά, αργόσυρτα καλοκαίρια, το ελεύθερο τριγύρισμά τους στη φύση, το σκαρφάλωμα στα δέντρα, το δεντρόσπιτο που στα μάτια τους γινόταν διαστημόπλοιο που τους ταξίδευε "στη χώρα της φαντασίας, μακριά από τη μιζέρια της ζωής μας", το κολύμπι στο ποτάμι. Θυμάται πάνω απ' όλα τη Μπριζίτ, τη Γαλλίδα δασκάλα, που ο πλούσιος γαιοκτήμονας Παπάζογλου προσλάμβανε τα καλοκαίρια για να κάνει μαθήματα στο γιο του. Μια νεαρή, πανέμορφη κοπέλα, με την οποία οι πάντες ήταν ερωτευμένοι και φυσικά και ο αφηγητής, ο μικρός τότε Άγης.
Φτάνει τελικά στην επαρχιακή πόλη, εκεί που γνώρισε για πρώτη φορά τον έρωτα, και που μαζί με το δραματικό του τέλος τέλειωσε και η παιδική του ηλικία. Όμως τίποτα δεν είναι πια όπως τότε, ή τουλάχιστον όπως το είχε διαφυλάξει στη μνήμη του. "Φτάσαμε στη μυστική λιμνούλα από το μονοπάτι όπου είχα δει πριν από πολλά χρόνια να εμφανίζεται η μαγική οπτασία της Μπριζίτ. Αυτό  που αντίκρισα με έκανε να συνειδητοποιήσω πως όλα περνάνε ανεπιστρεπτί. Καμία από τις εικόνες που είχα φυλάξει ως πολύτιμο θησαυρό μέσα στη μνήμη μου δεν υπήρχε πια. Εκεί όπου κάποτε τα πυκνά φυλλώματα των δέντρων και τα αναρριχητικά φυτά σχημάτιζαν τον καταπράσινο θόλο τώρα κρέμονταν ξεραμένα κλαδιά, όπως τα φίδια στο κεφάλι της Μέδουσας. Εκεί όπου βρισκόταν η κόκκινη αντλία τώρα είχε απομείνει ένας σκουριασμένος σωλήνας. Εκεί όπου έτρεχε το νερό μέσα στο υγρό αυλάκι τώρα πήρχε μια κοίτη με στεγνή άμμο. Εκεί όπου ήταν η εξωτική λίμνη τώρα βρισκόταν ένας ξεραμένος λάκκος, όπου φύτρωναν αγριόχορτα και βάτα. Εκεί όπου στεκόμουν παιδί, έκπληκτο μποστά στο κάλλος της ζωής, τώρα ένας γέρος έσερνε τα βήματά του προς το θάνατο" .
Είναι ένα βιβλίο που ενώ το απολαμβάνεις διαβάζοντάς το, η ταύτιση με τις σκέψεις και τα συναισθήματα του συγγραφέα σε κάνει να μελαγχολείς, προπάντων αν δεν βρίσκεσαι πια στην πρώτη νεότητα! "Αναρωτήθηκα γιατί να μην εξακολουθεί να υπάρχει για πάντα εκείνος ο φυσικός μηχανισμός που διέστελλε το χρόνο όταν ήμαστε παιδιά, όταν όλα μας φαίνονταν αιώνια και η ενηλικίωση ήταν κάτι που δεν θα ερχόταν ποτέ. Η ενηλικίωση-όπως πιστεύαμε- αφορούσε μόνο τις προηγούμενες γενιές, που κύρτωναν μπροστά στα παιδικά μας μάτια κάτω από το βάρος του χρόνου και τους λυπόμαστε επειδή εμείς δε θα γινόμαστε ποτέ σαν αυτούς".

Τρίτη, Ιανουαρίου 21, 2014

Κανείς δεν θέλει να πεθάνει

Κατερίνα Μαλακατέ
Κανείς δεν θέλει να πεθάνει
Ο κήπος με τις λέξεις, 2013
"Πρέπει πρώτα με δύναμη να συλλαμβάνει ο νους κι έπειτα η καρδιά να αισθανθεί ό,τι ο νους συνέλαβε". Η σολωμική ρήση (λέγεται ότι την είπε στον Ιταλό ποιητή Monti όταν διαφώνησαν για την ερμηνεία ενός στίχου του Δάντη) είναι αυτή που κατά κανόνα κυριαρχεί στο βαθύ ορθολογισμό μου, στην προσπάθεια είτε ερμηνείας είτε απόλαυσης ενός έργου τέχνης, είτε ακόμα στην καθημερινότητά μου. Κι όμως έρχονται κάποτε στιγμές που η ρήση ανατρέπεται. ( Άλλωστε στην εποχή του Σολωμού ούτε ο υπερρεαλισμός στην ποίηση ούτε ο μαγικός ρεαλισμός στην πεζογραφία είχαν κάνει την εμφάνισή τους). Κάποτε αισθάνεται η καρδιά χωρίς την παρέμβαση του νου. Πώς να παρέμβει ο νους σε "ένα πούπουλο ύπνου", ή "τα λουλούδια τα οικόσιτα της νοσταλγίας" ή "των ψιθύρων η επώαση μες στα κοχύλια" ή "το λιγάκι πουκάμισο" ή "τα κορίτσια η πόα της ουτοπίας"; (όλα Ελύτης).
Σπανιότερα το θέμα απασχολεί την πεζογραφία που πολύ περισσότερο από την ποίηση στηρίζεται στον ορθό λόγο, όμως το θέμα υπάρχει. Μου συνέβη τώρα με το βιβλίο της μπλογκερικής φίλης Κατερίνας Μαλακατέ,  "Κανείς δεν θέλει να πεθάνει". Ο νους δυσκολεύεται να συλλάβει αυτά που η καρδιά αισθάνεται. Βοηθούν βέβαια εν μέρει οι τίτλοι των τριών μερών του βιβλίου: "Το μοτίβο είναι ο θάνατος", "Το μοτίβο είναι ο έρωτας", "Το μοτίβο είναι ο θεός", καθώς και η περίληψη του οπισθόφυλλου που σκιαγραφεί το βασικό μύθο. Από κει και πέρα όμως όλα είναι θέμα καρδιάς.
Καθώς κλείνω το βιβλίο, σκηνές και εικόνες επανέρχονται στη μνήμη. Ο μαύρος άντρας, ριγμένος ποιος ξέρει από ποια μοίρα από τον παράδεισο της μακρινής του πατρίδας στο δουλεμπόριο της Αθήνας, η Ελίζα, η ηλικιωμένη ετοιμοθάνατη αγγλίδα, φερμένη κι αυτή σε ξένο τόπο, που η ακράτητη επιθυμία της για ζωή την κάνει να ξαναζήσει μέσα από το κορμί μιας νέας Ουκρανής, ο Ινδός που μπορεί και να 'ναι ένας από οτυς πολλούς θεούς της πατρίδας του, η Λένα, εγγονή της Ελίζας, ο γιος της Νίκος, η γυναίκα του Ρούλα, κι άλλα ακόμα πρόσωπα, όλοι μπλέκονται σ' ένα χορό μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας. Και μέσα απ' όλες τις σκηνές και τα πρόσωπα κι ένα πράσινο, πολύτιμο μενταγιόν (σύμβολο ζωής;) η επιθυμία για ζωή αναδύεται και υλοποιείται στο καινούριο έμβρυο που κυοφορεί η Λένα.
Νομίζω πως  η Κατερίνα προσπάθησε να δώσει μυθιστορηματική μορφή στα δικά της αλλά και του καθενός μας βασανιστικά ερωτήματα. Τι είναι ζωή, τι είναι θάνατος, "τι είναι θεός; τι μη θεός; και τι τ΄ανάμεσό τους;" για να θυμηθούμε και το αγωνιώδες ερώτημα του Σεφέρη. Ερωτήματα στα οποία απάντηση δεν υπάρει, όπως δηλώνει και η συγγραφέας.

Σημ. Θερμά ευχαριστώ την Κατερίνα που είχε την καλοσύνη να μου στείλει το βιβλίο της.

Τρίτη, Ιανουαρίου 14, 2014

Ο εκατοντάχρονος που πήδηξε από το παράθυρο και εξαφανίστηκε

Γιούνας Γιούνασον
Ο εκατοντάχρονος που πήδηξε από το παράθυρο και εξαφανίστηκε
Ψυχογιός, 2013
Μετ. Γρηγόρης Κονδύλης
Πρωτότυπο, έξυπνο, ευφάνταστο, διασκεδαστικό, το μυθιστόρημα του Σουηδού Γιούνας Γιούνασον μπορεί να χαρίσει στον αναγνώστη απίθανα ευχάριστες στιγμές, φτάνει ο αναγνώστης να διαθέτει την ανάλογη αίσθηση χιούμορ που απαιτεί αυτό το χαρισματικό βιβλίο.
Βεβαίως, είναι όχι μόνο αδύνατο να αναφερθούν όλα τα γεγονότα, αλλά επιπλέον αυτό θα στερούσε από τον αναγνώστη τη χαρά του απρόοπτου. Σε πολύ αδρές γραμμές το θέμα είναι το εξής: Ο εκατοντάχρονος Άλαν Κάρλσον που βρίσκεται σ' ένα γηροκομείο σε μια μικρή πόλη της Σουηδίας, την ημέρα ακριβώς που θα έκλεινε τα εκατό και που θα γιορτάζονταν με τις αρχές της πόλης, δημοσιογράφους κ.λπ. παρόντες, ανοίγει το παράθυρο του δωματίου του και δραπετεύει. Χωρίς συγκεκριμένο σκοπό, χωρίς προορισμό, φτάνει στο σταθμό λεωφορείων, αγοράζει ένα εισιτήριο και, κουβαλώντας (κλέβοντας ουσιαστικά) μια βαλίτσα που του εμπιστεύτηκε ένας νεαρός, ξεκινάει για το άγνωστο. Η περιπέτεια αρχίζει. Θα αποβιβαστεί σ' ένα παλιό, εγκαταλελειμμένο σιδηροδρομικό σταθμό, εκεί θα συναντήσει ένα κάπως...νεότερο κλέφτη και οι δυο τους παρέα θα προσπαθήσουν να ξεφύγουν τόσο από τη συμμορία των εγκληματιών στην οποία ανήκε η βαλίτσα και που περιείχε ένα θησαυρό εκατομμυρίων, όσο και από την αστυνομία.
Ενώ αυτά διαδραματίζονται το 2005, ο συγγραφέας, ξεκινώντας από το 1905, έτος γέννησης του Άλαν, παρεμβάλλει κεφάλαια στα οποία εξιστορεί την πορεία ζωής του εκατοντάχρονου και τις απίστευτες εμπειρίες του. Μια πορεία ζωής που συμπίπτει με τους κυριότερους ιστορικούς σταθμούς του 20ου αι. Από τη Σουηδία στην Ισπανία και τον Εμφύλιο, από εκεί στην Αμερική και ...στην κατασκευή της ατομικής βόμβας, στην Κίνα και τη Σοβιετική Ένωση, στην Κορέα και στην Ινδοκίνα, στα γκουλάκ της Σιβηρίας και στη Γαλλία, ο Άλαν βρίσκεται αντιμέτωπος όχι μόνο με κορυφαίες ιστορικές στιγμές αλλά και με τους πρωταγωνιστές τους: Φράνκο και Τρούμαν, Τσόρτσιλ και Στάλιν, Μάο και Κιμ Ιλ Σουγκ, Λύντον Τζόνσον και Σαρλ ντε Γκολ, με όλους κάποια στιγμή συναντιέται και...γευματίζει. Είναι τόσο πειστικός ο συγγραφέας στις περιγραφές και στη διασύνδεση των γεγονότων που τίποτα δεν μας φαίνεται απίθανο στις περιπέτειες του Άλαν.
Παράλληλα, οι φανταστικές περιπέτειες γίνονται αφορμή να αναφερθούν τα σχετικά πραγματικά ιστορικά γεγονότα και μάλιστα μέσα από την απλοϊκή, αλλά ίσως και την πιο αυθεντική ματιά του α-πολιτικού ανθρώπου. Ο ανταγωνισμός μεταξύ ΗΠΑ και Σοβιετικής Ένωσης για την κατασκευή της βόμβας, η εκατέρωθεν κατασκοπεία, η δημιουργία των δύο Γερμανιών, ο πόλεμος της Κορέας, η επανάσταση του Μάο και πλήθος άλλα γεγονότα δίνονται με αυθεντικότητα και χιούμορ.
Στο μεταξύ πολλά ευφάνταστα και χιουμοριστικά επεισόδια διανθίζουν το παρόν του εκατοντάχρονου φυγάδα και του φίλου του και, ενώ η παρέα τους διαρκώς μεγαλώνει, ξεφεύγουν συνεχώς από το  κυνηγητό τόσο των εγκληματιών όσο και του αρχιαστυνόμου. Ένα βιβλίο-κατόρθωμα του συγγραφέα που μπόρεσε να συνδυάσει την αστυνομική περιπέτεια με την ιστορία του 20ου αι., το χιούμορ με τη δράση, τη φαινομενικά απλοϊκή αλλά κατά βάθος ουσιαστική ερμηνεία των πολιτικών και ιστορικών γεγονότων. Καθόλου ανεξήγητο το εκδοτικό φαινόμενο των πάνω από 5 εκατομμύρια αντιτύπων που πωλήθηκαν.

Κυριακή, Ιανουαρίου 05, 2014

Βουβή κραυγή

Karin Fossum
Βουβή κραυγή
Μεταίχμιο, 2012
Μετ. Έφη Φρυδά
Παρ' όλη την αγάπη  μου για την αστυνομική λογοτεχνία, είχα αποφασίσει να "αποτοξινωθώ" για ένα διάστημα. Όμως οι αναρτήσεις δυο blogger που ιδιαίτερα εκτιμώ, του Πατριάρχη Φώτιου και του Librofilo, (συν η ηλεκτρονική έκδοση του βιβλίου) με έκαναν να αναιρέσω την απόφασή μου. Και δεν το μετάνιωσα.
Η "Βουβή κραυγή" της Νορβηγίδας Karin Fossum έρχεται να προσθέσει ακόμα μια επιτυχία στην ανερχόμενη σκανδιναβική, αστυνομική λογοτεχνία. Είναι ένα βιβλίο που κινείται κυριολεκτικά και μεταφορικά στο ομιχλώδες τοπίο της βορινής αυτής χώρας. Ο αναγνώστης αισθάνεται μέρος του μικρού χωριού, του Έλβεσταντ, νιώθει σαν ένας από τους κατοίκους που κουτσομπολεύουν στο μοναδικό καφέ, που γνωρίζουν ο ένας τον άλλο, που ο καθένας έχει τα μυστικά του, αλλά που δεν μπορούν να μείνουν για πολύ μυστικά μέσα σ' αυτή τη μικρή, κλειστή κοινωνία.
Η υπόθεση είναι η εξής: Ένας μονήρης, ενδοστρεφής, λιγομίλητος πενηντάρης, ο Γκίντερ Γιούμαν, ξεφυλλίζοντας ένα βιβλίο με τίτλο "Άνθρωποι απ' όλο τον κόσμο", μαγεύεται από την εικόνα μιας όμορφης Ινδής. Αποφασίζει να ταξιδέψει στη μακρινή αυτή χώρα για αναζήτηση μιας γυναίκας που θα μπορούσε να γίνει σύζυγός του. Η προσπάθειά του ευοδούται. Βρίσκει το ιδανικό του στο πρόσωπο της Πούμα, μιας όχι ιδιαίτερα όμορφης, αλλά συμπαθητικής σαραντάρας σερβιτόρας. Παντρεύονται, ζουν λίγες μέρες με αμοιβαία κατανόηση, στοργή και αγάπη και ο Γκίντερ γυρίζει στο χωριό του και γιατί η άδειά του τέλειωσε (ήταν πωλητής γεωργικών εργαλείων) αλλά και για να ετοιμάσει το σπίτι για την υποδοχή της γυναίκας του.
Η Πούμα φτάνει σε λίγες μέρες. Την ημέρα όμως της άφιξής της ο Γκίντερ αναγκάζεται να τρέξει στο νοσοκομείο, πλάι στην αδερφή του που είχε τραυματιστεί βαριά σε τροχαίο. Στο αεροδρόμιο για να παραλάβει την Πούμα στέλλει το μοναδικό ταξιτζή του χωριού, αλλά εκείνος γυρίζει άπρακτος. Δεν βρήκε πουθενά την Πούμα.
Το πτώμα μιας γυναίκας με φρικτά κακοποιημένο το πρόσωπο που θα βρεθεί την επομένη θέτει σε κίνηση την αστυνομική ιστορία. Είναι αυτή η γυναίκα η Πούμα; Πώς και γιατί μπορεί να σκοτώθηκε μια γυναίκα ξένη στον τόπο την πρώτη μέρα της άφιξής της; Ο αστυνομικός επιθεωρητής Σέγερ και ο βοηθός του ο Σκάρε αναλαμβάνουν την υπόθεση. Σ' ένα τόσο μικρό μέρος όπως το Έλβεσταντ όλοι κάτι ξέρουν, όλοι κάτι είδαν, αλλά και κάτι από την προσωπική τους ζωή κρύβουν. Με το να μιλήσουν αυτόματα εμπλέκουν την αστυνομία και στην ιδιωτική τους ζωή. Πίσω από κάθε μαρτυρία που ο επιθεωρητής Σέγερ κατορθώνει να εξασφαλίσει, υπάρχει και κάτι που δεν λέγεται αμέσως. Η γνώση της ψυχολογίας των ανθρώπων αποδεικνύεται το καλύτερο μέσο εξιχνίασης του εγκλήματος. Και η Fossum είναι ιδαίτερα ικανή στη σκιαγράφηση αυτής της ψυχολογίας.
Για δυο μέρες μεταφέρθηκα στο μικρό, νορβηγικό χωριό, με το δάσος του, τη λίμνη του, τους φιλήσυχους κατοίκους, αλλά και το έγκλημα στο οποίο οδήγησε μια σειρά από συμπτώσεις. Όταν έφτασα σ' αυτό που τελικά αποδείχτηκε τελευταία σελίδα, μάταια προσπαθούσα να μεταβώ στην επόμενη. Κρίμα. Το μυθιστόρημα είχε τελειώσει μ' ένα συγκινητικό, τρυφερό τρόπο, που πιο πολύ ταίριαζε σε αισθηματικό παρά σε αστυνομικό μυθιστόρημα. Όμως, με όχι μικρότερη ικανοποίηση για τον αναγνώστη.