Σάββατο, Απριλίου 27, 2019

Όλο το φως που δεν μπορούμε να δούμε

Άντονυ Ντορ
Όλο το φως που δεν μπορούμε να δούμε
μετάφ. Νίνα Μπούρη
Πατάκης, 2016
Ένα ωραίο βιβλίο που όμως χρειάζεται πολλή υπομονή, πολλή προσπάθεια, στην αρχή τουλάχιστον, ώσπου ο αναγνώστης να μπει στο πνεύμα του, να κατανοήσει την τεχνική του, να ξεπεράσει τις δυσκολίες που η τεχνική αυτή δημιουργεί αρχικά. Από κει και πέρα σε συνεπαίρνει η μαγεία του. Η μαγεία την οποία δημιουργεί η ωραία γραφή, το συναίθημα που εκλύεται, η ποιητικότητα, κι ας είναι αυτή η ποιητικότητα αναμεμειγμένη με τη σκοτεινιά του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ακόμα ένα βιβλίο γι' αυτόν τον πόλεμο; Φτάνει πια, ίσως σκεφτεί κάποιος. Μπουχτίσαμε. Κι όμως είναι ένα βιβλίο που δεν αναφέρεται ούτε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, ούτε στους διωγμούς των Εβραίων, ούτε σ' όλα εκείνα που μας συνήθισαν ανάλογα βιβλία.
Το "Όλο το φως..." προβάλλει τον πόλεμο μέσα από τις ζωές δυο νέων παιδιών. Μιας Γαλλιδούλας κι ενός Γερμανού, που θα συναντηθούν μόνο για λίγο προς το τέλος του βιβλίου. Μέσα από μια εντελώς ανθρώπινη πλευρά, μέσα από το ατομικό, που ασφαλώς δεν μπορεί να μην επηρεαστεί από το συλλογικό, θα παρακολουθήσουμε τη σκοτεινή τετραετία και θα φτάσουμε στο τέλος των 636 σελίδων με δυο από τα ωραιότερα, κατά τη γνώμη μου, κεφάλαια του βιβλίου, τα σύντομα κεφάλαια που τιτλοφορούνται 1974 και 2014.
Όλο το βιβλίο, γραμμένο σε χρόνο ενεστώτα που δημιουργεί έτσι τη ζωντάνια του παρόντος, μετατοπίζεται στο χρόνο. Κάποια κεφάλαια αναφέρονται στο 1934, άλλα, τα περισσότερα, μετακινούνται μεταξύ 1940 και 1944. Η ίδια εναλλακτική κίνηση αφορά και τους δυο βασικούς πρωταγωνιστές. Την οχτάχρονη Γαλλίδα Μαρί Λορ και τον λίγο μεγαλύτερο Γερμανό Βέρνερ (όταν τους πρωτοσυναντάμε). Η Μαρί Λορ ζει με τον πατέρα της στο Παρίσι, πολύ κοντά στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας, όπου ο πατέρας της εργάζεται ως κλειθροποιός. Όταν το κοριτσάκι τυφλώνεται, ο πατέρας της της κατασκευάζει μια μακέτα της γειτονιάς τους ώστε εκείνη να μάθει να κυκλοφορεί.
Ο Βέρνερ είναι ένα ορφανό παιδί που μαζί με την αδερφή του Γιούττα, με την οποία είναι πολύ συνδεδεμένος, ζει σ' ένα ορφανοτροφείο κάπου κοντά στο Έσσεν. Προορισμός του είναι να εργαστεί στο κοντινό ανθρακωρυχείο, όπου είχε πεθάνει και ο πατέρας του. Όμως το ιδιαίτερο ταλέντο του στη μηχανική που εκδηλώνεται πολύ νωρίς καθορίζει αλλιώς το μέλλον του. Κατορθώνει από ένα χαλασμένο ραδιόφωνο που βρίσκει να φτιάξει ένα ραδιοπομπό, πράγμα που θα γίνει αιτία να γίνει δεχτός σε μια από τις καλύτερες στρατιωτικές σχολές της Γερμανίας. Είναι αφάνταστη η αυστηρότητα και η σκληρότητα με την οποία εκπαιδεύονται οι νεαροί Γερμανοί. "Θα γίνετε καταρράχτης, καταιγισμός από σφαίρες-θα ορμάτε προς την ίδια κατεύθυνση με τον ίδιο ρυθμό, προς τον ίδιο στόχο. Θα παραιτηθείτε από τις ανέσεις, θα ζείτε μόνο για το καθήκον. Θα τρώτε χώρα και θα αναπνέετε έθνος", είναι η βασική εντολή. Ή, όπως το θέτει ο Φρίντριχ, ένα παιδί που θα βγει σακατεμένο από την εκπαίδευση, "Το πρόβλημά σου Βέρνερ είναι ότι πιστεύεις ακόμα ότι η ζωή σου σου ανήκει".
Όταν ξεσπάει ο πόλεμος, η Μαρί Λορ και ο πατέρας της εγκαταλείπουν το Παρίσι και καταφεύγουν στο Σαιν Μαλό, μια παραλιακή πόλη της Βρετάνης, όπου ζει ο ηλικιωμένος θείος Ετιέν. Ο νεαρός Βέρνερ, δεκαεξάχρονος ακόμη, επιστρατεύεται για να εντοπίζει παράνομες εκπομπές. Θα μεσολαβήσουν πολλά γεγονότα ωσότου οι δυο ήρωες να συναντηθούν. Ο πόλεμος θα φτάσει στο τέλος, το Σαιν Μαλό θα βομβαρδιστεί από τους προελαύνοντες Αμερικανούς, λίγα από τα πρόσωπα του βιβλίου θα επιζήσουν. Ανάμεσά τους η αδελφή του Βέρνερ, η Γιούττα, που επιζεί μέχρι το 2014, συνδέοντας μας με το επώδυνο εκείνο παρελθόν.
Και ο τίτλος; Ποιο είναι άραγε "το φως που δεν μπορούμε να δούμε"; Να είναι μήπως το φως των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων που στέλλονται άλλοτε από τον Βέρνερ και άλλοτε από τον αντιστασιακό Ετιέν; Ή μήπως είναι το φως της καλοσύνης που οι άνθρωποι κρύβουν μέσα τους έστω κι αν γύρω τους μαίνεται ο πόλεμος; Ποιος ξέρει...

Πέμπτη, Απριλίου 18, 2019

Βάναυση αγάπη

Έλενα Φερράντε
Βάναυση αγάπη
Μετ. Δήμητρα Βότση
Πατάκης, 2019
(L' amore molesto, 1999)
Έψαχνα αυτό το βιβλίο από τότε (2013)  που διάβασα το "Μέρες εγκατάλειψης". Ήταν όμως εξαντλημένο. Επομένως δεν χρειάστηκε δεύτερη σκέψη όταν πρόσφατα το είδα να επανεκδίδεται από τις εκδόσεις "Πατάκη". Δυστυχώς δεν μου έδωσε την ικανοποίηση που περίμενα και για την οποία με είχαν προϊδεάσει οι "Μέρες εγκατάλειψης". Είχε βέβαια μεσολαβήσει η "Τετραλογία της Νάπολης" που με ενθουσίασε, όπως και χιλιάδες άλλους αναγνώστες. Δεν ξέρω αν είναι και αυτός ένας λόγος που η"Βάναυση αγάπη" τοποθετήθηκε χαμηλά στην αναγνωστική, αξιολογική μου κλίμακα. Είναι, νομίζω, το πρωτόλειο μιας συγγραφέως στο οποίο διακρίνονται όλα τα θετικά χαρακτηριστικά της γραφής της που θα εξελιχθούν στη συνέχεια και θα δημιουργήσουν έργα πολύ ωριμότερα.
"Η μητέρα μου πνίγηκε τη νύχτα της 23ης Μαΐου, την ημέρα των γενεθλίων μου, στη θαλάσσια περιοχή απέναντι από εκείνο το μέρος που όλοι αποκαλούν Σπακκαβέντο, λίγα χιλιόμετρα από το Μιτούρνο". Είναι η εναρκήρια φράση του μυθιστορήματος που αυθόρμητα μου έφερε στη σκέψη το "Σήμερα πέθανε η μαμά. Ίσως και χτες, δεν ξέρω" , πασίγνωστη αρχή του "Ξένου" του Αλμπέρ Καμύ". Από κει και πέρα το παρόν σμίγει με το παρελθόν. Η πραγματικότητα με τη φαντασία. Η προσπάθεια της Ντέλια, της πρωτοπρόσωπης αφηγήτριας, να ανακαλύψει πώς πέρασε τις τελευταίες μέρες της ζωής της η μητέρα της, η Αμάλια, αν ο πνιγμός της ήταν ατύχημα, αυτοκτονία ή έγκλημα (πράγμα που ως το τέλος δεν εξηγείται σαφώς) εναλλάσσεται με τις αναμνήσεις. Η Ντέλια γυρίζει στη Νάπολη για την κηδεία της μητέρας της κι ύστερα επισκέπτεται το σπίτι της. Εικόνες φθοράς και εγκατάλειψης όχι μόνο εδώ. Το ίδιο και στο σπίτι του πατέρα της που η βίαιη συμπεριφορά προς τη γυναίκα του την είχε οδηγήσει εδώ και πολλά χρόνια στον χωρισμό. Ακόμα κι ένα δωμάτιο ξενοδοχείου στο οποίο η ντέλια συναντάται μ' ένα παιδκό φίλο έχει την ίδια θλιβερή όψη. Η απόπειρα ερωτικής συνεύρεσης (που περιγράφεται με απωθητικές λεπτομέρειες) αποτυγχάνει. Ο αποτυχεμένος εραστής της ήταν γιος ενός μυστήριου προσώπου, του Καζέρτα, που υπήρξε εραστής της μητέρας της και τη συνόδεψε τις τελευταίες μέρες της ζωής της. Η Ντέλια νιώθει κάποτε να ταυτίζεται με τη μητέρα της. Μια βαλίτσα με καινούρια εσώρουχα και φόρεμα ανακαλύπτει τελικά ότι προορίζονταν για την ίδια. Λέει σε κάποιο σημείο: "Μα όση ώρα έτριβα δυνατά το πρόσωπό μου, ιδίως γύρω από τα μάτια, συνειδοτοποίησα με μια απρόσμενη τρυφερότητα πως εντέλει κουβαλούσα την Αμάλια μες το ίδιό μου το πετσί, σαν ένα ζεστό υγρό που ποιος ξέρει πότε μου είχαν ενσταλάξει". Και ο επίλογος ακόμα πιο σαφής: "Σκιτσάρισα μια ατίθαση μπούκλα πάνω από το δεξί μάτι, που συγκρατιούταν μετά βίας ανάμεσα στη γραμμή των μαλλιών και το φρύδι. Με κοίταξα, μου χαμογέλασα. Αυτό το ξεπερασμένο χτένισμα, της μόδας τη δεκαετία του '40 μα ήδη παρωχημένο στα τέλη του '50, μου πήγαινε. Η Αμάλια υπήρχε. Η Αμάλια ήμουν εγώ".

Σημ. Ο τίτλος του πρωτοτύπου στα ιταλικά είναι "L' amore molesto". Το "molesto" σημαίνει κατ'ακρίβεια "ενοχλητικός", εξού και στα αγγλικά μεταφράστηκε ως "Troubling love". Δεν νομίζω ότι το "βάναυση" αποδίδει σωστά τον τίτλο, αλλά ούτε και το περιεχόμενο.

Δευτέρα, Απριλίου 08, 2019

Η άλλη Γκρέις

Μάργκαρετ Άτγουντ
Η άλλη Γκρέις
Μετ. Αύγουστος Κορτώ
Ψυχογιός (πρώτη ηλεκτρονική έκδοση 2019)
[έκδοση πρωτοτύπου 1997]
ebook
Αν κάποιος βιβλιόφιλος βρίσκεται σε όχι και τόσο καλή ψυχολογική διάθεση (σε όλους μας συμβαίνει κάποτε αυτό) ας μην επιχειρήσει την ανάγνωση αυτού του αξιολογότατου κατά τα άλλα βιβλίου. Ας περιμένει καλύτερες μέρες ώστε όλη η μελγχολία, η τραγικότητα, οι άθλιες κοινωνικές συνθήκες του 19ου αι. να μη μπορούν να τον επηρεάσουν. Ακόμα και το κατά κάποιο τρόπο "ευτυχές" τέλος του μυθιστορήματος δεν στάθηκε ικανό να διαλύσει τη δυσθυμία που μου άφησε για μέρες το διάβασμά του.
Αν και το πρωτότυπο κυκλοφόρησε ήδη από το 1997, έγινε πρόσφατα ευρύτατα γνωστό με τη μεταφορά του σε 6 επεισόδια για λογαριασμό του Netflix με τίτλο "Alias Grace". "Η άλλη Γκρέις" τιτλοφορείται το μυθιστόρημα στα ελληνικά και είναι έργο της πολύ γνωστής και πολυγραφότατης Καναδής συγγραφέως Μάργκαρετ Άτγουντ. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρόκειται για αξιολογότατη λογοτεχνική δημιουργία, βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα. Αλλά γι' αυτό ακριβώς, νομίζω, ασκεί τόση επίδραση στον αναγνώστη.
Διαδραματίζεται στα μέσα του 19ου αι. στον Καναδά. Όπως χιλιάδες άλλοι Ιρλανδοί, έτσι και η πολυμελής (9 παιδιά), πάμπτωχη οικογένεια της Γκρέις Μαρκς, η οποία ήταν τότε 13 χρονών, μεταναστεύει στον Καναδά. Η περιγραφή του ταξιδιού, οι άθλιες συνθήκες στο πλοίο, ο θάνατος της μητέρας, στοίχειωναν τη σκέψη μου για μέρες.
ο έτος: 1851. Θα γίνω είκοσι τέσσερα στα επόμενα γενέθλιά μου. Είμαι κλεισμένη εδώ απ' τα δεκάξι μου χρόνια. Είμαι υπόδειγμα κρατούμενης και δεν προκαλώ μπελάδες". Έτσι μας πρωτοσυστήνεται η Γκρέις, που τη συναντάμε να υπηρετεί στο σπίτι του διευθυντή των φυλακών. Έχουν ήδη περάσει οχτώ χρόνια από την καταδίκη της σε ισόβια λόγω της συνέργειάς της στον φόνο του αφεντικού της Τόμας Κινίαρ και της οικονόμου και ερωμένης του Νάνσι Μοντγκόμερι. Αρχικά είχε καταδικαστεί σε θάνατο μαζί με τον αυτουργό των φόνων Τζέημς ΜακΝτέρμοντ, ο οποίος και εκτελέστηκε δημόσια δι' απαγχονισμού. Η ποινή της Γκρέις μετατράπηκε σε ισόβια, λόγω του νεαρού της ηλικίας της. Εντούτοις, υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν στην αθωότητά της και αγωνίζονται για την αποφυλάκισή της. Τα οχτώ χρόνια τα έχει περάσει μετακινούμενη σε φυλακές και φρενοκομεία, γιατί θεωρήθηκε φρενοβλαβής. Τώρα, στο σπίτι του διευθυντή των φυλακών όπου μεταφέρεται καθημερινά για να υπηρετεί, τη συναντά ένας νέος γιατρός, ο Σάιμον Τζόρταν, που ερευνά τις ασθένειες του μυαλού. Μέσα από τις συναντήσεις αυτές ξεδιπλώνεται με κάθε λεπτομέρεια, σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, όλη η δυστυχισμένη ζωή της Γκρέις. Από την Ιρλανδία και τον μέθυσο και βίαιο πατέρα ως τη θέση της ως υπηρέτριας όταν φτάνουν στον Καναδά. Πλήθος τα κοινωνικά στοιχεία που αποκαλύπτονται μέσα από τις εκτενείς, λεπτομερείς αφηγήσεις της Γκρέις. Η πρωτοπρόσωπη αφήγησή της εναλλάσσεται με την τριτοπρόσωπη του γιατρού, με επιστολογραφία, με αποσπάσματα δημοσιευμάτων της εποχής ή καταθέσων από τη δίκη, με ποίηση. Η ψυχιατρική επιστήμη, ο υπνωτισμός, τα όνειρα χρησιμοποιούνται για τη διερεύνηση της ψυχικής ζωής. Ο Σάιμον μέσα από τις συναντήσεις με την Γκρέις και τις λεπτομερέστατες αφηγήσεις της αγωνίζεται να καταλάβει γιατί, ενώ θυμάται τα πάντα, ακόμα και πολύ απομακρυσμένα γεγονότα με τόσες  λεπτομέρειες, όταν φτάνει στους φόνους δεν θυμάται τίποτα; Είναι πραγματική η αμνησία της ή προσποιείται ότι δεν θυμάται; Και πώς μπορεί να διαπιστωθεί μια αμνησία όταν δεν υπάρχει σωματική έκφανση;
Δεν θα αποκαλύψω το τέλος του μυθιστορήματος, εκτός από το ότι η Γκρέις θα μείνει πάρα πολλά ακόμα χρόνια στη φυλακή. Είναι σίγουρα ένα σπουδαίο μυθιστόρημα. Βασισμένο, όπως αναφέρει η συγγραφέας στο επίμετρρο, σε πραγματικά γεγονότα, μπορεί να διαβαστεί ως κοινωνικό, πολιτικό, ιστορικό, ψυχολογικό αλλά και αστυνομικό μυθιστόρημα. Όπως πολύ χαρακτηριστικά έγραψε μια αμερικάνικη εφημερίδα, "έχει τον ρυθμό ενός εμπορικού μυθιστορήματος και τη βαρύτητα ενός κλασικού".