Δευτέρα, Φεβρουαρίου 26, 2007

Ποια ψυχή να φεύγει και μυρίζει τόσο δυνατά ο αέρας...

Στις 23 και 24 Φεβρουαρίου έγινε στη Λευκωσία μια Ημερίδα για τον Ελύτη, μεγάλο μέρος της οποίας παρακολούθησα. Θυμήθηκα τότε, το Μάρτη του 1996, όταν ακούσαμε το θάνατό του, ένα κείμενο που έγραψα, μια σύνθεση, καμωμένη από δικούς του στίχους. Έφαγα πολλή ώρα ψάχνοντας να ξαναβρώ το παλιό εκείνο κείμενο. Έτσι, το "σώζω" τώρα εδώ, να μπορώ να το ξαναβρίσκω εύκολα.
Το φτωχικό το σπίτι στις αμμουδιές του Ομήρου ορφάνεψε. Ο πλασμένος για τις μικρές κόρες και τα νησιά του Αιγαίου, ο εραστής του σκιρτήματος των ζαρκαδιών και μύστης των φύλλων της ελιάς έγινε πια για πάντα τιμαριώτης τ' ουρανού, εκεί όπου το δάκρυ δεν έχει νόημα κανένα, παρά μόνο υπάρχει ο ήλιος ο χωρίς βασιλέματα.
Δεν ήταν Αύγουστος, όπως τ' ονειρεύτηκε, τότε που αλλάζουν των αστερισμών οι βάρδιες, όταν ξεκίνησε για ένα μακρύ θαλασσινό Κεραμεικό. 'Ανοιξη ήτανε, την ώρα που τα πουλιά δοκίμαζαν το νέο τιμόνι τους κι οι τρελές ροδιές ετοιμάζονταν να τινάξουν τις δροσερές φωτιές τους, όταν ο καημός του θανάτου τόσο τον πυρπόλησε, που η λάμψη του επέστρεψε στον ήλιο. Σε χώρα μακρινή κι αρυτίδωτη πορεύτηκε. Τον ακολουθούσαν το δίχως άλλο κορίτσια κυανά, η Έρση, η Μυρτώ, η Μαρίνα, η Ελένη, η Ρωξάνη, ενώ κάτω στο Αιγαίο τον χαιρετούσαν αλογάκια πέτρινα, η Ίος, η Σίκινος, η Σέριφος, η Μήλος, σφουγγάρια, μέδουσες, όστρακα ρόδινα, τ' αετόμορφα βουνά, τα γαλάζια ηφαίστεια, τ' άσπρα σπίτια στου γλαυκού το γειτόνεμα.
Ο ίδιος πίστεψε πως το ποσοστό της ομορφιάς που του αναλογούσε το ξόδεψε όλο, πως έζησε και για τότε που δεν θα υπάρχει και πως πήγε να βρει την αλήθεια που μόνον έναντι θανάτου δίνεται, αφήνοντάς μας στον κήπο με τις αυταπάτες. Τι κι αν ο κόσμος μάταιος, έχει μιλήσει ελληνικά κι από την ομιλία του βγάνουν θυμίαμα ακόμη οι θαλασσινοί κρίνοι. Κι αν έφυγε, όμως για μας ο κόσμος θα 'ναι ακόμα ωραίος εξαιτίας του. Όχι εμείς, εκείνος θα πενθεί για μας μόνος στον Παράδεισο ενώ η φωνή του θ' ακούγεται πάντα:
Όλα χάνονται. Του καθενός έρχεται η ώρα.
Όλα μένουν. Εγώ φεύγω. Εσείς να δούμε τώρα.


Δευτέρα, Φεβρουαρίου 19, 2007

Η Λεία Βιτάλη μας "Παγιδεύει"


"...Στην ιστορία λίγες/γραμμές μονάχα βρίσκονται για σένα,/κι έτσι πιο ελεύθερα σ' έπλασα μες στον νου μου./Σ' έπλασα ωραίο κ' αισθηματικό./ Η τέχνη μου στο πρόσωπό σου δίνει/μιαν ονειρώδη συμπαθητική ομορφιά..."
Κλείνοντας το μυθιστόρημα της Λείας Βιτάλη "Ιερή Παγίδα" (Πατάκης 2006), ώρα πολλή στριφογύριζαν στο μυαλό μου οι Καβαφικοί στίχοι. Ένας νεαρός, 14χρονος πρίγκηπας, προορισμένος από τον πατέρα του, τον Λουκά Νοταρά ή Κουρουλούκα, πανίσχυρο πρωθυπουργό του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου να διοικήσει την Πόλη "μετά", μετά δηλ. τη διαφαινόμενη πλέον, αναπόφευκτη κατάληψή της από τον νεαρό Μεχμέτ (αλήθεια, τώρα συνειδητοποίησα ότι ο Μωάμεθ ήταν μόνο 20 χρονών!), αναπλάθεται από τη Λεία Βιτάλη μέσα από αρχεία, ιστορικές πηγές, την παράδοση αλλά και τη δημιουργική της φαντασία. Μαζί του ζωντανεύει κι όλη η αγωνία, ο πόνος και τα πάθη της Άλωσης, καθώς και η φυγή στη Δύση και το ρίζωμα του Ελληνισμού στη Βενετία.
Πλήθος τα πρόσωπα, επώνυμα και ανώνυμα, της ιστορίας και της φαντασίας δημιουργήματα, τα οποία σε εισαγωγικό κατάλογο φροντίζει να μας παραθέσει η συγγραφέας. Το βιβλίο είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο. Είναι η αφήγηση της μικρής κόρης του Νοταρά Ιουστίνης, που είχε ένα ιδιαίτερο δεσμό με τον αδελφό της Ιάκωβο, ένα δεσμό στα όρια του υπερφυσικού, με δύναμη που της επιτρέπει να επικοινωνεί μαζί του με τη σκέψη, ευφάνταστο συγγραφικό εύρημα, όχι αταίριαστο με τη μαγεία και τη δεισιδαιμονία της εποχής. Αρχίζει το 1458 στη Βενετία, όπου είχαν φυγαδευτεί οι κόρες του Νοταρά, λίγο πριν την Άλωση. Η αφηγήτρια ανατρέχει στο παρελθόν, στη γέννηση του πανέμορφου αδελφού της, στη λειτουργία στην Αγία Σοφία που επισημοποίησε την Ένωση των εκκλησιών, στο φανατισμό των δυο αντιτιθέμενων παρατάξεων, ενωτικών και ανθενωτικών, στη φοβερή πολιορκία, στις μάχες, στο θάνατο, την καταστροφή. Παρουσιάζει την πτώση χωρίς αναφορά στην Κερκόπορτα κ.λπ. αλλά ως αποτέλεσμα της οικειοθελούς παράδοσης από την πλευρά των ανθενωτικών, που πίστευαν αφενός στην ευρέως κυκλοφορούσα φήμη πως ήταν θέλημα Θεού να τουρκέψει πρώτα η Πόλη και μετά Άγγελος Κυρίου θα εμφανιζόταν να τη σώσει (!) και αφετέρου στην υπόσχεση του Μωάμεθ πως, αν του παραδώσουν την Πόλη, θα τηρούσε τους όρους που του έθεσαν, δηλ. ελευθερία στην ορθόδοξη λατρεία, διοικητική εξουσία στον Πατριάρχη και φορολογική απαλλαγή στην εκκλησιαστική περιουσία. Βεβαίως όλ' αυτά όχι εκ μέρους του Κωνσταντίνου, του τελευταίου αυτοκράτορα, του οποίου περιορισμένη είναι η παρουσία στο βιβλίο και μια αοριστία χαρακτηρίζει το θάνατό του, αλλά εκ μέρους του Νοταρά και του ανθενωτικού ιερατείου. Όμως ο Νοταράς και οι επιζήσαντες από τον πόλεμο γιοι του σφαγιάζονται. Ο μικρότερος, ο πανέμορφος Ιάκωβος, που μια παράδοση θέλει τον Μωάμεθ να παίρνει την Πόλη από πάθος για την ομορφιά του, ευνουχισμένος (φοβερή η σκηνή του ευνουχισμού) ζει για λίγο με τον Σουλτάνο, εμφανίζεται να καταφεύγει στη Βενετία και να οργανώνει την εκεί "Αδελφότητα των Ελλήνων", αλλά είκοσι χρόνια μετά την Άλωση να αφήνεται η υπόνοια ότι πήρε εκδίκηση, ευθυνόμενος για το θάνατο του "κτήνους", του Μωάμεθ δηλαδή.
Μέσα από 11ετή μελέτη των πηγών και 6χρονη συγγραφή η Λεία Βιτάλη, με απαράμιλλη αφηγηματική ικανότητα, κάνει το παρελθόν παρόν. Τα ιστορικά πρόσωπα, απογυμνωμένα από την ιστορική αχλύ, γίνονται με την καθημερινότητά τους, τους έρωτες, τα πάθη, τις πολιτικές αντιπαραθέσεις, πρόσωπα συγκαιρινά.
"Η μυρωδιά και η φρίκη του πολέμου με έζωσαν", γράφει κάπου η συγγραφέας. Το ίδιο αισθάνεται και ο αναγνώστης του βιβλίου. Και μια ενδόμυχη επιθυμία κι ευχή: Να μπορούσε το παρελθόν να μας διδάξει...να μπορούσαμε ως Ελληνισμός και ως ανθρωπότητα να μην επαναλαμβάνουμε τα λάθη του παρελθόντος...




Πέμπτη, Φεβρουαρίου 15, 2007

Πού πας ξυπόλητη στ' αγκάθια;


Για δυο περίπου χρόνια (2003-2005) οι αναγνώστες της εφημερίδας «Πολίτης» απολάμβαναν το εβδομαδιαίο χρονογράφημα της Γιόλας Δαμιανού Παπαδοπούλου. Τώρα, μια επιλογή από τα κείμενα αυτά εκδόθηκαν σε βιβλίο με τίτλο «Πού πας ξυπόλητη στ’ αγκάθια». Πενήντα τέσσερα χρονογραφήματα αποτελούν τη συλλογή. Σε πρωτοπρόσωπη γραφή (όπως κατά κανόνα γράφεται το χρονογράφημα, μια και έχει ένα τελείως υποκειμενικό χαρακτήρα), με εύθυμο και σατιρικό ύφος, περιγράφει, σχολιάζει, ειρωνεύεται, επισημαίνει, εισηγείται. Τα χρονογραφήματα παρατίθενται χωρίς καμιά χρονολογική σειρά και χωρίς θεματική ομαδοποίηση, πράγμα που, πιστεύω, δεν λειτουργεί εναντίον, αλλά υπέρ της ανάγνωσης, με την πρόκληση της περιέργειας, του ενδιαφέροντος και της προσμονής της επόμενης σελίδας.
Η θεματογραφία ποικίλη και πλούσια. Τα προβλήματα των παλιννοστούντων, η γραφειοκρατία, το «μέσον», η έλλειψη ευγένειας, τα προβλήματα που προκαλούν οι ξένες οικιακές βοηθοί ή το ξενόγλωσσο υπαλληλικό προσωπικό, η αδιαφορία για το περιβάλλον, τα βάσανα των μαθητών από ακατάλληλα βιβλία, οι σύγχρονες εφευρέσεις, η απουσία της σωστής συμπεριφοράς σ’ ένα κονσέρτο, οι εκδηλώσεις για την ένταξη της Κύπρου στην Ευρώπη και πλήθος άλλα θέματα θίγονται με τρόπο ευχάριστο, απηχώντας βέβαια πάντοτε τις απόψεις της συγγραφέως, που όμως συχνά αποτελούν και τη συνισταμένη της κοινής γνώμης.
Υπάρχουν όμως και οι πιο σοβαρές στιγμές, που το χιουμοριστικό ύφος παραχωρεί τη θέση του σε μια αναπόληση ή και μελαγχολία. Για παράδειγμα, σε δυο χρονογραφήματα αποχαιρετά δυο φίλες που έφυγαν, πρόωρα, για πάντα. Αλλού εκφράζει την αγωνία της για το δίλημμα της ψηφοφορίας στο δημοψήφισμα της 24ης Απριλίου 2004, ή ακόμα για ένα καινούργιο πόλεμο που αρχίζει, την εισβολή στο Ιράκ. Τα χρονογραφήματα που αφορούν παιδιά αφθονούν στη συλλογή. Ένα ακρωτηριασμένο παιδί στο Ιράκ, ένα κακοποιημένο κοριτσάκι, ένα φτωχό παιδί που τα Χριστούγεννα κάνουν πιο έντονη τη φτώχια του, τα βαρυφορτωμένα με υποχρεώσεις σημερινά παιδιά, τα παιδιά-θύματα ιατρικών λαθών, τα αθώα θύματα του αεροπορικού δυστυχήματος του 2005, δονούν την ευαίσθητη χορδή της λογοτεχνικής έκφρασης της συγγραφέως. Άλλοτε πάλι η αναπόληση ενός πιο ήρεμου, πιο ανθρώπινου, λιγότερο αγχωμένου παρελθόντος, δημιουργεί κείμενα πλημμυρισμένα από λυρισμό και νοσταλγία.
Θα μπορούσε ίσως κάποιος να διερωτηθεί, ποια η χρησιμότητα ή η σκοπιμότητα έκδοσης ενός βιβλίου με χρονογραφήματα, δεδομένου του επικαιρικού τους χαρακτήρα. Κι όμως, η συλλογική έκδοση χρονογραφημάτων δεν είναι χωρίς σημασία, όπως άλλωστε αποδεικνύουν συλλογικές εκδόσεις χρονογραφημάτων παλιών λογοτεχνών. Εν πρώτοις, πολλά θέματα, όπως για παράδειγμα ο πόλεμος, η φτώχια, η υπευθυνότητα η ευγένεια στις σχέσεις των ανθρώπων, είναι θέματα διαχρονικά. Κι όσα όμως αφορούν απλώς επίκαιρα θέματα, όπως το δημοψήφισμα ή η συμπεριφορά των αστυνομικών της τροχαίας ή τηλεοπτικές εκπομπές, διασώζουν το κλίμα μιας εποχής. Δίνουν στους μελλοντικούς αναγνώστες την όλη ατμόσφαιρα, καταγράφουν γεγονότα μιας καθημερινότητας απεικονίζοντας τον κόσμο του καιρού μας ίσως πιο αληθινά, πιο ζωντανά και πιο παραστατικά από τις επίσημες ιστορικές καταγραφές.



Τετάρτη, Φεβρουαρίου 07, 2007

Καθένας

Δεν θα μπορούσε να υπάρχει πιο ταιριαστό εξώφυλλο απ' αυτό το θανατερό κατάμαυρο για ένα βιβλίο που μιλάει για αρρώστιες και για θάνατο. Πολύ γνωστός βέβαια ο Φίλιπ Ροθ (έχω διαβάσει αρκετά βιβλία του), με πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία στα έργα του, φαίνεται εδώ να εκφράζει όλο το φόβο και την αγωνία του ανθρώπου μπροστά στο μέγα άγνωστο. Δεν προσπαθεί να ξορκίσει αυτό το φόβο με καταφυγή στις διάφορες παραμυθιτικές θεωρίες, δεν υπάρχει καμιά μεταφυσική ανησυχία, καμιά φιλοσοφική ενατένιση του θέματος. Είναι απλώς αυτός και το σώμα του, ένα σώμα που από τη σφριγηλή νεότητα περνάει σιγά-σιγά στην έκπτωση της αρρώστιας και του αναπόφευκτου τέλους. Ένα τέλος που μας το δίνει για τον ήρωά του ευθύς εξ αρχής, μια και με την κηδεία του αρχίζει το βιβλίο. Είναι περίεργο, αλλά παρόλο που το βιβλίο είναι γραμμένο σε τρίτο πρόσωπο, ο ήρωας παραμένει ανώνυμος, είναι ο "Καθένας", είμαστε όλοι μας, σαν να θέλει να μας πει ο συγγραφέας. Ο συγκεκριμένος ήρωας, Εβραίος όπως και ο ίδιος ο Ροθ, είχε παντρευτεί τρεις φορές, είχε δυο γιους από την πρώτη σύζυγο, με τους οποίους δεν είχε καμιά σχέση, μια κόρη από το δεύτερο γάμο, η μόνη η οποία τον αγαπούσε, είχε ζήσει τη ζωή του, είχε μια έντονη σεξουαλική ζωή (η οποία και περιγράφεται σε αρκετές σελίδες), αλλά στα 70 του βρίσκεται μόνος με τις αρρώστιες του. Μικρός είχε κάνει εγχείρηση κήλης, αργότερα παθαίνει περιτονίτιδα από ρήξη σκωληκοειδούς και μόλις γλιτώνει, υφίσταται ένα πενταπλό μπαϊπάς, μια απόφραξη νεφρικής αρτηρίας, μια απόφραξη καρωτίδας, ε, στην απόφραξη της δεύτερης δεν ξύπνησε πια! Η θλίψη για το επερχόμενο τέλος γίνεται πιο έντονη καθώς θυμάται το νεανικό σφρίγος και τις χαρές της ζωής που κάποτε απολάμβανε. Πολλές αρρώστιες και θάνατοι και άλλων, συγγενών ή φίλων, αναφέρονται στην ιστορία του Ροθ. Η λεπτομερής περιγραφή της ταφής του πατέρα του (σ.72-76) αλλά και ο τρόπος διάνοιξης των τάφων που του περιγράφει, λίγο πριν το τέλος, ένας εργάτης, (σ.197-207) νομίζει κανείς ότι είναι εικόνες από θρίλλερ. Και σ' ένα προηγούμενο έργο του (Το ζώο που ξεψυχά) ο Ροθ μιλούσε για τα γηρατειά και το θάνατο. Όμως όχι με την κατάθλιψη με την οποία τα αντικρίζει τώρα. Εκεί είναι η νέα που πάθαινε καρκίνο και όχι ο ηλικιωμένος εραστής της. Εδώ όμως δεν υπάρχει καμιά ελπίδα. Γηρατειά=μοναξιά=αρρώστια=θάνατος.
Μπορεί το περιεχόμενο του μυθιστορήματος να είναι μαύρο όπως το εξώφυλλο. Αλλά ο Ροθ είναι ένας τεχνίτης του λόγου. Το αποδεικνύει για άλλη μια φορά.


Δευτέρα, Φεβρουαρίου 05, 2007

Το όνομά μου είναι Νάνα


Το είχα κι άλλοτε δηλώσει πόσο με ενδιαφέρουν οι ζωές των ξεχωριστών προσωπικοτήτων, σε οποιοδήποτε τομέα κι αν έχουν διακριθεί, όχι ασφαλώς από κουτσομπολίστικη διάθεση, αλλά από μια βαθύτερη επιθυμία να δω πώς αυτοί οι άνθρωποι πέτυχαν ό,τι πέτυχαν, πώς σκέφτονταν, πώς αισθάνονταν, σε ποιο βαθμό συνήργησε στην επιτυχία τους η τύχη και τι μερίδιο είχε η δική τους προσπάθεια.

Έτσι, η ζωή της Νάνας Μούσχουρη, όπως την αφηγήθηκε στο δημοσιογράφο Φώτη Απέργη (Λιβάνης, 2007) υπήρξε η ευχάριστη αναγνωστική μου περιπλάνηση τούτη τη βδομάδα. Παρακολουθούμε πώς μια κοπέλα χοντρή, με γυαλιά, που δεν δίνει σημασία στην εξωτερική της εμφάνιση, από μια φτωχή οικογένεια της Αθήνας, κατορθώνει να γίνει ένα παγκόσμιο, μουσικό αστέρι, κι όμως να παραμείνει το ίδιο απλή και ταπεινή, όπως όταν ξεκίνησε. Σίγουρα δεν είναι κάτι συνηθισμένο. Τα εξωτερικά περιστατικά του βίου της είναι βέβαια πολύ γνωστά. Όμως εδώ, σ' αυτή την εκ βαθέων εξομολόγηση, βλέπουμε τη Νάνα Μούσχουρη "από μέσα", μας δίνεται μια άλλη εικόνα, που όμως δεν διαψεύδει την εικόνα που η παρουσία της για πάνω από μισό αιώνα στο μουσικό στερέωμα μας έχει δημιουργήσει. Η φτώχεια της παιδικής ηλικίας, το πάθος του χαρτοπαίκτη πατέρα που υπήρξε γι' αυτήν μια βαθιά πληγή, το πλημμυρισμένο ημιυπόγειο σπίτι τους που υπήρξε το απωθημένο που την ωθούσε αργότερα να αγοράζει σπίτια, τα πρώτα βήματα, η γνωριμία με τον Μάνο, η διακοπή των σχέσεών τους που κράτησε πάνω από 20 χρόνια, η στενή φιλία με τον Νίκο Γκάτσο που άντεξε μια ολόκληρη ζωή, η διεθνής καριέρα, ο γάμος, τα δυο παιδιά της, ο χωρισμός, ο 30χρονος δεσμός με τον Αντρέ, τον οποίο παντρεύτηκε μόλις το 2003 και προπάντων η μουσική της πορεία, συνθέτουν μια μαγική εικόνα του πιο ενδιαφέροντος μυθιστορήματος. Δεκάδες μυθικά ονόματα, όπως του Μποπ Ντίλαν, του Φρανκ Σινάτρα ή του Αλαίν Ντελόν περνούν απ' τη ζωή της κι απ' τις σελίδες του βιβλίου. Και πάνω απ' όλα η αγάπη και η αφοσίωση στο τραγούδι, η σκληρή δουλειά κι ένας χαρακτήρας απλός κι ανθρώπινος, που δεν άλλαξε με την παγκόσμια επιτυχία και προβολή. Ταξίδεψε το ελληνικό τραγούδι στα πέρατα του κόσμου κι ένα κρυφό παράπονο εκφράζεται γιατί η πατρίδα της της αρνήθηκε τη μόνη χάρη που ζήτησε, να τραγουδήσει στους Ολυμπιακούς της Αθήνας το 2004.

Το βιβλίο είναι γραμμένο χωρίς ωραιοποιήσεις, με απλότητα και ειλικρίνεια. Συστήνεται σε όσους αγαπούν το βιογραφικό είδος και προπάντων το τραγούδι της Νάνας.