Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 26, 2011

Ο θάνατος του Σωκράτη

Όσες φορές και να διαβάσω τις υπέροχες εκείνες σελίδες του "Φαίδωνα", όπου ο Σωκράτης, την ημέρα που πρόκειται να πιει το κώνειο, συζητά με τους φίλους και μαθητές του για τον θάνατο και την αθανασία της ψυχής και προπάντων, όταν διαβάζω την άκρως συγκινητική σκηνή των τελευταίων του στιγμών και του θανάτου του, έτσι όπως ο Πλάτωνας μας τις περιγράφει, αισθάνομαι πάντα την ίδια βαθιά συγκίνηση αλλά και γαλήνη. Κάτι από την ηρεμία και αταραξία του Σωκράτη σαν να μου μεταγγίζεται και ο θάνατος παίρνει μια πιο ήπια μορφή.
Έτσι, δεν ήταν δυνατό να παραβλέψω ένα βιβλίο με τίτλο "Ο θάνατος του Σωκράτη" (Πατάκης 2011, μετ. Δημήτρης Φιλιππουπολίτης και Νεφέλη Χατζηδιάκου). Συγγραφέας η Αμερικανίδα Emily Wilson, καθηγήτρια κλασικών σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια.
"Γιατί να νοιαζόμαστε ακόμα για κάποιον που έκανε στη ζωή του ελάχιστα πράγματα πέρα από το να μιλάει και να πιει δηλητήριο σε μια φυλακή στην Αθήνα το 399 π.Χ .-σχεδόν πριν από δυόμιση χιλιάδες χρόνια¨;", αναρωτιέται η συγγραφέας. Για να σημειώσει πιο κάτω: "Στόχος αυτού του βιβλίου είναι να εξηγήσει γιατί ο θάνατος του Σωκράτη υπήρξε τόσο σημαντικός για τόσο πολλούς και διαφορετικούς ανθρώπους και επί τόσο πολλούς αιώνες".
Αρχίζει με μια επισκόπηση της διδασκαλίας του. Γιατί θεώρησαν τόσο επικίνδυνες τις απόψεις του οι Αθηναίοι που φημίζονταν για τη δημοκρατικότητά τους; Ποιους ενόχλησαν; Μήπως δεν οδηγήθηκε στο θάνατο μόνο λόγω των πιστεύω του αλλά και για άλλους κοινωνικούς και πολιτικούς λόγους;
Η συγγραφέας προσπαθεί να δώσει απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά, καταφεύγοντας  στις πηγές από τις οποίες μαθαίνουμε για τον Σωκράτη, μια και ο ίδιος δεν έγραψε τίποτα. Τον Ξενοφώντα και, πρωτίστως βεβαίως, τον Πλάτωνα. Δεν παραλείπει όμως και τον Αριστοφάνη, που δίνει μια κωμική και διαστρεβλωμένη, σε σχέση με τον Πλάτωνα, εικόνα του Σωκράτη.
Στη συνέχεια η Wilson εξετάζει την απήχηση που είχε ο θάνατος του Σωκράτη σ' όλους τους αιώνες, ξεκινώντας από τους Ρωμαίους και φτάνοντας ως την εποχή μας. Αναφέρεται σε κάποιους που τον μιμήθηκαν και σε άλλους που τον αντιμετώπισαν επικριτικά. Σταματά ιδιαίτερα στον παραλληλισμό που γίνεται με τον Ιησού και τη διαμάχη μεταξύ χριστιανών και εθνικών ως προς τις ηθικές αξίες. Όπως πάλι η ίδια η συγγραφέας αναφέρει, "Μέσα απ' αυτό το βιβλίο θέλω να ξαναζωντανέψω τις πολυποίκιλες φωνές όλων εκείνων που μίλησαν για τον θάνατο του Σωκράτη-φωνές που τις φαντάζομαι σαν να συμμετέχουν σε νέους σωκρατικούς διαλόγους που δεν έχουν ολοκληρωθεί και ολοένα πληθαίνουν". Φωνές που εκφράστηκαν όχι μόνο μέσα από πληθώρα φιλοσοφικών, λογοτεχνικών και άλλων έργων αλλά και μέσα από πίνακες που με ποικίλους τρόπους απεικονίζουν το θάνατο του Σωκράτη. Αρκετά από αυτά τα έργα παρατίθενται στο βιβλίο. Κρίμα μόνο που τα αδικεί η πολύ σκοτεινή, μαυρόασπρη εκτύπωσή τους.

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 19, 2011

Η αίθουσα φόνων

Μετά από το "βαρυστόμαχο" (αν και ωραίο) "Omega minor" ένιωσα την ανάγκη να διαβάσω κάτι πιο ανάλαφρο. Και τι καλύτερο από ένα ακόμα αστυνομικό μυθιστόρημα της (ενενηντάχρονης τώρα)  αγαπημένης μου Π.Ντ. Τζέημς; Κι έτσι κατέφυγα στο μόνο που δεν είχα διαβάσει από τα μεταφρασμένα στα ελληνικά βιβλία της (όλα στον Καστανιώτη), το "Η αίθουσα φόνων" (2006, μετ. Ερρίκος Μπαρτζινόπουλος).
Τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της γραφής της Τζέημς τα έχω ήδη αναφέρει σε άλλες τρεις αναρτήσεις: "Ο φάρος", "Θάνατος σε ιδιωτική κλινική" και "Αθώο αίμα". Τα ίδια χαρακτηριστικά της γραφής της συναντάμε και στην "Αίθουσα φόνων". Πρωταγωνιστής ο Νταλγκλίς, που συνδυάζει δυο αταίριαστες φαινομενικά ιδιότητες. Έξυπνος ντετέκτιβ, αυτός που, ως αντίστοιχο του πασίγνωστου Πουαρώ της Άγκαθα Κρίστι, ξεδιαλύνει τελικά όλα τα εγκλήματα, αλλά και ποιητής, που όχι μόνο διαβάζει αλλά και γράφει ποίηση. Χαρακτηρίζεται ακόμη και από ένα συναισθηματισμό και μια δειλία στην έκφραση των συναισθημάτων του προς την Έμμα, καθηγήτρια στο Κέιμπριτζ, με την οποία είναι ερωτευμένος.
Το βιβλίο διακρίνεται, όπως είναι το στυλ της Τζέημς, από έναν αργό ρυθμό. Φτάνουμε στη σελίδα 140 για να γίνει ο πρώτος φόνος και το ενδιαφέρον μας ως εκεί υποκινείται όχι από το ποιος είναι ο δολοφόνος, αλλά ποιος απ' όλα τα πρόσωπα που γνωρίσαμε θα είναι το θύμα. Στη σελίδα 314 θα συναντήσουμε τον απαραίτητο δεύτερο φόνο και αρκετά αργότερα τον τρίτο.
Όμως ο αργός ρυθμός καθόλου δεν μειώνει την απόλαυση της ανάγνωσης. Γιατί τα αστυνομικά της Τζέημς, όπως και τα περισσότερα σήμερα έργα της αστυνομικής λογοτεχνίας, δεν εξαντλούνται στη διάπραξη των εγκλημάτων και στην ανεύρεση των ενόχων. Πολλά άλλα στοιχεία, κοινωνικά, πολιτικά, ψυχολογικά, προσδίδουν μια ευρύτερη διάσταση στο αστυνομικό μυθιστόρημα.
Το τοπικό πλαίσο, στα περισσότερα τουλάχιστον έργα της, είναι το Λονδίνο, το οποίο όχι μόνο γνωρίζει καλά, αλλά και αγαπά, αν και δεν λείπει μια κριτική ματιά αυτής της πόλης και γενικότερα της αγγλικής ζωής και νοοτροπίας. Λέει για παράδειγμα: "Φτιάχνοντας τσάι ασφαλώς. Το αγγλικό αντίδοτο για όλα τα δεινά".
Αλλού πάλι, η διαφορά των κοινωνικών τάξεων προκαλεί την επικριτική της στάση. Σκέφτεται κάποια στιγμή η Κέιτ, η βοηθός του Νταλγκλίς, αναφερόμενη σε κάποιες κυρίες: "Δεν είναι αναγκασμένες να ζουν σ' ένα κτηριακό γκέτο με καταστραμμένο ασανσέρ και συνεχώς αναπαραγόμενη βία. Δε στέλνουν τα παιδιά τους σε σχολεία όπου οι τάξεις είναι πεδία μάχης και το ογδόντα τα εκατό των παιδιών δεν μπορούν να μιλήσουν αγγλικά. Αν τα παιδιά τους παραβιάσουν τον ποινικό κώδικα οδηγούνται σε ψυχίατρο, όχι στο Δικαστήριο Ανηλίκων. Αν χρειαστούν επείγουσα ιατρική νοσηλεία μπορούν και πηγαίνουν σε ιδιωτικό γιατρό. Δεν είναι περίεργο που μπορούν να είναι φιλελεύθερες". Κι αλλού πάλι αναφωνεί: "Θεέ μου, είναι φοβερή χώρα, αν είσαι φτωχός".
Η λογοτεχνική έκφραση και διατύπωση και η περιγραφική δύναμη, είναι επίσης γνώρισμα της γραφής της Τζέημς. "Προτιμούσε την πρώτη περίοδο της ακαδημαϊκής χρονιάς με το ενδιαφέρον της γνωριμίας των εισακτέων, το τράβηγμα των κουρτινών που άφηναν έξω τις σκοτεινές βραδιές και τα πρώτα αστέρια, τον μακρινό απόηχο παράφωνων κωδωνοκρουσιών και, όπως τώρα, την ιδιαίτερη μυρωδιά του ποταμού, την ομίχλης και της νοτισμένης γης".
Άφησα τελευταία την αναφορά στην υπόθεση του έργου, όχι γιατί είναι πιο ασήμαντη, αλλά γιατί το θέμα, φόνος-έρευνα-ανακάλυψη ενόχου, είναι κοινό χαρακτηριστικό όλων των αστυνομικών μυθιστορημάτων. Με δυο λόγια η υπόθεση είναι η εξής: Σε μια αριστοκρατική περιοχή του Λονδίνου, το Χάμστεντ, λειτουργεί ένα ιδιωτικό μουσείο με θέμα του την περίοδο του μεσοπολέμου. Ο ιδρυτής του συνέλεξε εκεί οτιδήποτε είχε σχέση με τις δυο αυτές δεκαετίες, του '20 και '30, φωτογραφίες, πίνακες, χάρτες, πρώτες εκδόσεις, χειρόγραφα από θέματα αθλητισμού μέχρι θέματα ψυχαγωγίας και μόδας. Μια αίθουσα είναι αφιερωμένη σε φόνους της εποχής εκείνης, που πράγματι είχαν διαπραχθεί τότε, όπως μας πληροφορεί εισαγωγικά η συγγραφέας. Είναι γνωστή ως Αίθουσα Φόνων. Και ξαφνικά αρχίζουν να διαπράττονται φόνοι (μυθιστορηματικοί τώρα) που μιμούνται τον τρόπο διάπραξης των παλιών εκείνων φόνων. Και φυσικά ο Νταλγκλίς με τους βοηθούς του θα βρει τον ή τους ενόχους και το μυστήριο θα λυθεί.
Ένα ακόμα ενδιαφέρον μυθιστόρημα για τους λάτρεις του είδους.

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 12, 2011

Οδοιπορικό στη Γερμανία


«Απ’ όλα αυτά που είδαμε και ακούσαμε εδώ και μια βδομάδα στη Γερμανία, νομίζω ένα μόνο θα θυμάμαι: το παλάτι όπου αποφασίστηκε η τύχη (και το μοίρασμα) της Γερμανίας στο τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου», μου είπε ένας φίλος την τελευταία μέρα της ολιγοήμερης παραμονής μας στη χώρα αυτή.
Μπορεί να ήταν κάπως υπερβολικός ο φίλος, αλλά τρεις ημέρες στο Βερολίνο, τρεις στη Δρέσδη και μια μονοήμερη επίσκεψη στη Λειψία, μας γέμισαν  με τόσες εικόνες, τόσες πληροφορίες, τόσες εντυπώσεις, που μας φαίνεται αδύνατο να τις συγκρατήσουμε. Δρόμοι, πλατείες, ποτάμια, εκκλησίες, κάστρα, μουσεία, βασιλιάδες, μνημεία, ιστορία, παρελθόν και παρόν στριφογυρίζουν στη σκέψη και την ανάμνησή μας.
Στο Βερολίνο είχα ξαναπάει πριν από 16 χρόνια. Σ’ αυτό το διάστημα δεν άλλαξε μόνο εκείνο, άλλαξα κι εγώ. Ένα τόπο δεν τον βλέπουμε πάντα με τον ίδιο τρόπο. Τον βλέπουμε μ’ όλα όσα κουβαλάμε μέσα μας, με όλες τις προσχηματισμένες εικόνες, μ’ όλα όσα έχουμε πλάσει με τη φαντασία μας γι’ αυτόν. Κι όλα αυτά αλλάζουν με το χρόνο.
Ωραία κτήρια κατά μήκος του ποταμού
Κι όμως πολλά πράγματα έχουν πράγματι αλλάξει και στο ίδιο το  Βερολίνο. Η επανένωση των δύο Γερμανιών ήταν πολύ πρόσφατη τότε, η Βουλή δεν είχε ακόμα μεταφερθεί από τη Βόννη στο Βερολίνο, ο πρωτότυπος γυάλινος θόλος του Reichstag, ένα ακόμη εμβληματικό σημείο του Βερολίνου σήμερα, δεν υπήρχε τότε (τέλειωσε το 1999), ο καινούριος κεντρικός σιδηροδρομικός σταθμός άνοιξε μόλις το 2006, το Εβραϊκό Μουσείο το 2001, ακόμα πιο πρόσφατα, μόλις το 2009, ξανάνοιξε το Νέο Μουσείο, που ανάμεσα σ’ άλλα στεγάζει κυπριακές συλλογές και την περίφημη προτομή της Νεφερτίτης. Με τίποτα δεν θα μπορούσα να αναγνωρίσω την πλατεία Potsdamer. Τον καιρό της διαίρεσης ήταν μια έρημη περιοχή στο σύνορο των δύο Γερμανιών. Μετά την επανένωση προβληματίστηκαν αρκετά τι θα έκαναν σ’ εκείνο το χώρο. Σήμερα είναι μια από τις πιο ενδιαφέρουσες πλατείες του Βερολίνου με τα τεράστια συγκροτήματα της Sony και της Chrysler, που το 1995 χτίζονταν ακόμη, με καφέ, κινηματογράφους, θέατρο, γκαλερί, εστιατόρια, καζίνο, καταστήματα.
Και οι άνθρωποι; Άλλαξαν καθόλου; Δεν ξέρω. Τέτοια τουριστικά ταξίδια όπως το δικό μας δεν σου δίνουν πολλά περιθώρια να συναναστραφείς με κόσμο, να ανταλλάξεις απόψεις, να γνωρίσεις πώς σκέφτονται. Άλλωστε ήδη μεγάλωσε μια καινούρια γενιά που δεν έχει ζήσει τη διαίρεση.
Σκαλωσιές και έργα μπροστά στο μουσείο της Περγάμου θολώνουν την εξωτερική εντυπωσιακή εικόνα που διατηρούσα στη μνήμη μου από την πρώτη μου επίσκεψη στο σπάνιας αξίας κι ομορφιάς αυτό μουσείο που, αν κάποιος έχει χρόνο μόνο για ένα μουσείο, πρέπει οπωσδήποτε να είναι αυτό. Μαθαίνουμε πως τα έργα ανακαίνισης στο Νησί των Μουσείων, όπου βρίσκεται το μουσείο της Περγάμου και άλλα τέσσερα ακόμα μουσεία, θα ολοκληρωθούν το 2015.
Η Καγκελαρία από τον Σπρέε
Βλέπω το μουσείο της Περγάμου για δεύτερη φορά κι όμως με το ίδιο ή και μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Το όνομά του το μουσείο το παίρνει από το κυριότερο έκθεμά του, που δεν είναι άλλο από τον τεράστιο βωμό των ελληνιστικών χρόνων. Βρέθηκε το 1880 στην Πέργαμο της Μ. Ασίας από Γερμανούς αρχαιολόγους οι οποίοι βεβαίως και το μετέφεραν στο Βερολίνο. Είναι ένα τεράστιο οικοδόμημα που καταλαμβάνει την πρώτη αίθουσα του μουσείου. Όσες φορές και να το δεις δεν θα πάψεις να εκπλήσσεσαι από την ομορφιά αυτού του μνημείου, τη λευκότητα του μαρμάρου, την κίνηση, τη ζωντάνια, την ένταση, το συναίσθημα που μπόρεσε ο καλλιτέχνης να αποδώσει στις εκατό περίπου ανάγλυφες μορφές που κοσμούν τη ζωφόρο του βωμού και που παριστάνουν τη γιγαντομαχία, τη μάχη των θεών και των γιγάντων. Τι διαφορά με έργα της εγγύς Ανατολής, τα λιοντάρια και την Πύλη της Ιστάρ από τη Βαβυλώνα που στεγάζονται στο ίδιο μουσείο!
Από τη ζωφόρο του βωμού
Ό, τι και να άλλαξε στο Βερολίνο, αυτό παραμένει πάντα μια πόλη μαγική, τυλιγμένη στην ανάμνηση του ιστορικού της παρελθόντος, στην ομορφιά των κτηρίων της, στην έντονη πολιτιστική ζωή, στον ισχυρό οικονομικό και πολιτικό της ρόλο. 
Τι μπορούμε να κάνουμε και να ζήσουμε μέσα σε τρεις μέρες απ’ αυτό το πλήθος των εμπειριών που μπορεί να σου προσφέρει αυτή η πόλη των τριάμισι εκατομμυρίων; Αρχίζουμε με μια πρωινή κρουαζιέρα στον Σπρέε, το ποτάμι που σαν ένα στριφογυριστό φίδι διασχίζει το Βερολίνο, για να ενωθεί με τον άλλο ποταμό, τον Χάβελ, και να τραβήξει βόρεια. Καραβάκια γεμάτα τουρίστες πηγαινοέρχονται. Περνάμε κάτω από γέφυρες, θαυμάζουμε τα όμορφα κτήρια που υψώνονται πλάι στις όχθες του ποταμού, ακούμε τις πληροφορίες του ξεναγού: να, εδώ ένα μουσείο, εκεί η Καγκελαρία, πιο πέρα ο Καθεδρικός Ναός κι άλλα κι άλλα, δύσκολο να τα συγκρατήσεις, μόλις προλαβαίνεις να τα καταγράψεις με το φωτογραφικό σου φακό. Κόσμος στις όχθες κάνει τον περίπατό του στα πάρκα ή κάθεται στις καφετέριες που απλώνονται πλάι στο ποτάμι, θέλοντας να δημιουργήσουν την ψευδαίσθηση της παραλίας…

Ο καθεδρικός ναός (Dom)
Το Βερολίνο είναι από τις λίγες πόλεις που δεν έχουν κέντρο, γι’ αυτό και φαίνεται δαιδαλώδες και δύσκολο να το μάθει κανείς. Τι να θεωρήσουμε ως κέντρο; Την Αλεξάντερπλατς με τον πανύψηλο (369 μ.) Πύργο της Τηλεόρασης να τη σηματοδοτεί από μακριά, με το Δημαρχείο κι ένα καινούριο εμπορικό κέντρο, ή μήπως την πολύβουη, γεμάτη ζωή και κίνηση Ποτσντάμερπλατς ή άραγε την Μπέμπελπλατς, εκεί όπου οι Ναζί το Μάιο του 1943 μάζεψαν και έκαψαν πάνω από 20.000 βιβλία  Εβραίων, κομμουνιστών ή άλλων αντιφρονούντων; Εκεί, ανάμεσα σ’ άλλα, βρίσκεται σήμερα η κρατική όπερα.
Ποιος δρόμος να θεωρηθεί πιο κεντρικός και πιο ενδιαφέρων για ψώνια, η Φρίντριχστρασσε ή η Kurfustendam (και για συντομία Ku ‘Damm) με τα 3,5 χμ. μήκος της; Και οι δυο δρόμοι αποτελούν τη χαρά του περιπατητή, αυτού που θέλει να διασχίσει μακρούς δρόμους γεμάτους καταστήματα, καφετέριες, κλαμπ, θέατρα, γκαλερί, πλήθη που περιδιαβάζουν.

Μέρος του τείχους με γκράφιτι
Αν θέλαμε να ορίσουμε ως συμβολικό κέντρο το σημείο όπου συμβαίνουν τα πιο σημαντικά ιστορικά γεγονότα της πόλης, θα λέγαμε ότι είναι η Πύλη του Βρανδεμβούργου. Την έχω ξαναδεί, ξέρω τα σχετικά με την κατασκευή της (1788-1791), τα χαρακτηριστικά της, την ομοιότητα με τα Προπύλαια της Ακρόπολης, το τέθριππο άρμα στην κορυφή της. Απομακρύνομαι λίγο από τον ξεναγό που δίνει όλες τις σχετικές πληροφορίες. Φαντάζομαι την Πύλη φραγμένη και κλειστή για 28 χρόνια, όσο κράτησε η διαίρεση της πόλης. Βλέπω ύστερα εδώ, στον ίδιο χώρο, τα αλαλάζοντα από χαρά πλήθη τη νύχτα που έπεσε το Τείχος, έτσι όπως τα βλέπαμε στις τηλεοπτικές μας οθόνες τον Νοέμβριο του 1989. Και βλέπω τώρα τον κόσμο που απολαμβάνει στις γύρω καφετέριες την όμορφη, ηλιόλουστη μέρα, βλέπω το πλήθος ντόπιων και ξένων που ειρηνικά περιδιαβάζει ανέμελα στην περίφημη λεωφόρο Under den Linden που ξεκινάει απ’ εδώ κι η σκέψη περιπλανιέται  στα γυρίσματα της Ιστορίας. Κάτι που νομίζω συμβαίνει στο Βερολίνο περισσότερο από κάθε άλλη πόλη.
Η Πύλη του Βρανδεμβούργου
Λίγο πριν φτάσουμε στην Πύλη περνάμε μέσα από ένα μνημείο, το Μνημείο του Ολοκαυτώματος. Είναι ένας τεράστιος χώρος, που τον καταλαμβάνουν 2711 τσιμεντένια, ανισοϋψή κατασκευάσματα, χωρίς ονόματα, χωρίς επιγραφές, έργο του 2005, αφιερωμένο στην 60η επέτειο της πτώσης του ναζιστικού καθεστώτος.
Πού είναι τώρα οι παντοδύναμοι Ναζί; Πού είναι ο Χίτλερ; Πού είναι το μέρος όπου αυτοκτόνησε; Τίποτα. Δεν υπάρχει ίχνος. Όταν ρωτήσεις, σου δείχνουν αόριστα «κάπου εκεί». Δεν έχουν αφήσει τίποτα που να τον θυμίζει, ούτε τάφος υπάρχει, ούτε η σκόνη του πουθενά, για να ξεχαστεί, να σβήσει, αν είναι δυνατό, από τη μνήμη, να μη γίνει ο τάφος του τόπος προσκυνήματος.
Το μνημείο του ολοκαυτώματος
Και το τείχος; Πού βρισκόταν; Κτίστηκε κυριολεκτικά μέσα σ’ ένα βράδυ, το βράδυ της 2ας προς την 3η Αυγούστου 1961 και γκρεμίστηκε μέσα σε πανηγυρισμούς στις 9 Νοεμβρίου 1989. Ελάχιστα κομμάτια σώζονται από το μήκους 160 χμ. τείχος. Και ασφαλώς δεν υπάρχει τουρίστας που δεν θα επισκεφθεί το κομμάτι που διατηρήθηκε ως δείγμα, καλυμμένο τώρα με ζωηρά γκράφιτι, ζωγραφισμένα από καλλιτέχνες που μαζεύτηκαν εδώ για να γιορτάσουν το άνοιγμα της πόλης.
Κόσμος περιδιαβάζει στην Under den Lynden
Μια  φίλη που είχε πρόσφατα επισκεφθεί το Βερολίνο, μου είπε: «Μην παραλείψεις να επισκεφθείς το Litteraturahouse. Θα ενθουσιαστείς». Με ένα άλλο φιλικό ζευγάρι ψάχνουμε τη διεύθυνση στο λαβυρινθώδη χάρτη του Βερολίνου. Το βρίσκουμε. Έξι τετράγωνα μετά το Κα Ντε Βε, το πολυκατάστημα-must για κάθε τουρίστα. Είναι, όπως και το όνομά του λέει, το σπίτι της λογοτεχνίας. Ένα ωραίο παλιό αρχοντικό του 1889, κέντρο λογοτεχνίας, εκθέσεων, συμποσίων, διαλέξεων, συζητήσεων.
Το "Σπίτι της λογοτεχνίας"
Πριν ακόμα μπούμε, συγκίνηση από μια αφίσα στο δρόμο. Όλα τα έργα του Πέτρου Μάρκαρη μεταφρασμένα στα Γερμανικά. Μέσα, δροσερός κήπος, συντροφιές κουβεντιάζουν ήσυχα. Χωρίς άλλο και για βιβλία. Μικρό, κομψό βιβλιοπωλείο στο ισόγειο του κτηρίου. Μια απόλαυση να βρίσκεσαι ανάμεσα σε βιβλία, πολλά από τα οποία αναγνωρίζω, έστω και με το γερμανικό τους τίτλο.
Μια άλλη ευτυχισμένη στιγμή ήταν το βραδινό κοντσέρτο με Μπραμς και Μότσαρτ που παρακολουθήσαμε στον Καθεδρικό Ναό, το Dom, όπως είναι γνωστός ο προτεσταντικός αυτός ναός και που, όπως λέγεται, κτίστηκε ως αντίβαρο του Αγίου Πέτρου της Ρώμης. Εξωτερικά τίποτα στον πανύψηλο θόλο και στους τέσσερις πύργους που τον περιβάλλουν δεν φαίνεται από τις τεράστιες ζημιές που υπέστη κατά τον πόλεμο.
Καθώς η μουσική μας ταξιδεύει με τη μαγική της μελωδία, κοιτάζω γύρω. Ο στίχος του Σεφέρη συνοδεύει τις σκέψεις μου: «Υπέρογκες αρχιτεκτονικές, σχεδόν σκηνικά…». Κίονες κορινθιακού ρυθμού, γρανιτένιες κολόνες, ανάγλυφες διακοσμήσεις, ωραία ψηφιδωτά στο θόλο, πολυχρωμία κι ένα τεράστιο εκκλησιαστικό όργανο, από τα μεγαλύτερα που έχουμε δει, βαρυφορτώνουν το εσωτερικό του μεγάλου ναού. Μου φαίνεται υπερβολικά φορτωμένος σε σύγκριση με τις δικές μας εκκλησιές, αλλά και σε σχέση με την απλότητα που συνηθίσαμε να βλέπουμε στους προτεσταντικούς ναούς.
Οι επισκέπτες του Βερολίνου σπάνια θα παραλείψουν και μια ολιγόωρη, έστω, επίσκεψη στο Πότσνταμ, αν και αξίζει πολύ περισσότερο. Σε απόσταση 30 χμ. από το Βερολίνο, πρωτεύουσα σήμερα του κρατιδίου του Βρανδεμβούργου με 130,000 κατοίκους, μέσα σ’ ένα καταπράσινο, ειδυλλιακό περιβάλλον, πλάι στον ποταμό Χάβελ, μπορεί να προσφέρει στον επισκέπτη όχι μόνο την ομορφιά του παρόντος του αλλά και μια ευκαιρία αναπόλησης του παρελθόντος. Η ιστορία του πάει πολύ πίσω, ήδη στις αρχές του 16ου αι. συναντάμε το κτίσιμο του πρώτου παλατιού, κι ο ένας μετά τον άλλο οι βασιλιάδες θα προσθέσουν τα δικά τους οικοδομήματα. Η χρυσή εποχή όμως του Πότσνταμ υπήρξε η περίοδος της βασιλείας του Φρειδερίκου II, του γνωστού ως Μεγάλου Φρειδερίκου που βασίλεψε για 46 ολόκληρα χρόνια (1740-1786). Η ιστορία της ζωής του μας συναρπάζει, είναι απ’ αυτές τις ιστορίες που έχοντας κάποιο κουτσομπολίστικο περιεχόμενο μας εντυπώνονται και τις θυμόμαστε πιο πολύ από άλλες. Βλέπουμε όμως τα έργα του. Πέρα από τους πολέμους που διεξήγαγε καθιστώντας την Πρωσία (τότε μέρος της Γερμανίας) μια μεγάλη δύναμη, με την αγάπη του για τις καλές τέχνες, το διάβασμα, ένας γνήσιος εκπρόσωπος της «φωτισμένης δεσποτείας» κατέστησε το Πότσνταμ, μια επιβλητική βασιλική πόλη, ένα έργο τέχνης.
Σαν Σουσί
Κορυφαίο ανάμεσα στα οικοδομήματα το Σανσουσί. Ένα παλάτι που ο Φρειδερίκος έκτισε ως θερινή κατοικία, για να ξεκουράζεται από τις έγνοιες και την ένταση της διακυβέρνησης και των πολέμων. Για να αποσύρεται, να ακούει μουσική, να διαβάζει. Ένα πραγματικό έργο τέχνης σε στυλ ροκοκό, με τις λεπτοδουλεμένες διακοσμήσεις. Δυστυχώς δεν το επισκεπτόμαστε, το βλέπουμε μόνο εξωτερικά, περπατάμε για λίγο μέσα στο τεράστιο πάρκο που το περιβάλλει και σταματάμε αναλογιζόμενοι την ιστορία του Πότσνταμ και του Φρειδερίκου μπροστά από τον τάφο του, όπου ζήτησε να τα ταφεί μαζί με τα σκυλιά του!
Ο τάφος του Μ. Φρειδερίκου
Δεν μπορούσαμε βέβαια να παραλείψουμε το Cecilienhof, εκεί όπου η Ιστορία άφησε βαθιά τα ίχνη της. Εκεί όπου από τις 17 Ιουλίου ως τις 2 Αυγούστου 1945 καθορίστηκε το μέλλον της ηττημένης πια, ναζιστικής Γερμανίας. Το λέμε παλάτι αλλά καθόλου δεν μοιάζει με τα άλλα παλάτια. Τελευταίο κτίσμα της αυτοκρατορικής Γερμανίας, κτίστηκε το 1913-1917 ως κατοικία του πρίγκιπα διαδόχου και της συζύγου του Σεσίλιας. Μοιάζει περισσότερο σαν μια μεγάλη, αγγλική εξοχική κατοικία, με πολύ ξύλο και θαυμάσιους κήπους. Μέρος του σήμερα είναι ξενοδοχείο. Όμως, τα ιστορικά δωμάτια στα οποία έμεναν οι τρεις αντιπροσωπίες και ο χώρος όπου λήφθηκαν αποφάσεις που καθόρισαν το μέλλον της Γερμανίας με πολύ ευρύτερες συνέπειες, τα τριγυρίζουμε για ώρα πολλή καθώς οι μέρες εκείνες ζωντανεύουν με την αφήγηση του ξεναγού μας. Ο Τρούμαν, ο Άτλη (που αντικατέστησε τον Τσόρτσιλ, ο οποίος συμμετείχε αρχικά αλλά έφυγε όταν έχασε τις εκλογές) και ο ισχυρός άντρας, ο Στάλιν, ενώ η Ευρώπη ήταν βυθισμένη στα ερείπια και στο θάνατο, για δυο βδομάδες μέσα σ’ αυτό το ειδυλλιακό περιβάλλον, μοίραζαν μεταξύ τους τη Γερμανία και αποφάσιζαν για τις πολεμικές αποζημιώσεις. Τίποτα από τις αποφάσεις εκείνες δεν ισχύει σήμερα.
Το Σεσίλιενχοφ
Το ταξίδι όμως συνεχίζεται. Ένα ταξίδι που το έκανα, μια και είχα ξαναπάει στη Γερμανία, κυρίως για τη Δρέσδη. Εικόνες της που είχα δει, παλιά μπαρόκ κτήρια φωλιασμένα πλάι στο μεγάλο ποτάμι, τον Έλβα, να δημιουργούν την εντύπωση μιας πόλης καιρών περασμένων, η γνώση ότι όλα αυτά ήταν ξανακτισμένα μετά τον πόλεμο, ξυπνούσαν  μέσα μου την ακατανίκητη επιθυμία να επισκεφθώ αυτή την πόλη. Οι προσδοκίες μου δεν διαψεύστηκαν. Κι έτσι όπως την πρωταντικρίσαμε μέσα στη θολή ατμόσφαιρα μιας συννεφιάς κι ενός ψιλόβροχου φάνταζε ακόμα πιο παραμυθένια απ’ ό,τι την είχα φανταστεί.
Ωχ! Η πρώτη γουλιά της μπίρας. Τι απόλαυση!
Δρέσδη
Ίσως πρώτη φορά μια πόλη δεν μου προκάλεσε την επιθυμία να επισκεφθώ τα μουσεία της. Είναι η ίδια ένα ζωντανό μουσείο κι όχι άδικα την είπαν «Φλωρεντία του Έλβα». Το παλιό της κέντρο, με συγκεντρωμένα όλα τα αξιόλογα κτήριά της, μπορεί να το περιηγηθείς με τα πόδια μέσα σε 2-3 ώρες, ενώ κάθε τι που συναντάς σου αφηγείται κάτι από την ιστορία της πόλης.

Στις όχθες του Έλβα
Οι πρώτες αρχές της Δρέσδης, πρωτεύουσας σήμερα του κρατιδίου της Σαξονίας, πάνε πολύ πίσω, στο Μεσαίωνα. Όμως τη μεγάλη ακμή της, τα πιο σπουδαία κτήριά της, τις συλλογές έργων τέχνης, τα οφείλει σε δυο κυρίως βασιλιάδες, τον Φρειδερίκο Αύγουστο I, τον επονομαζόμενο Αύγουστο Ισχυρό, που το χρυσό έφιππο άγαλμά του δεσπόζει σ’ ένα σημείο της πόλης, και τον Φρειδερίκο II, τον 17ο και 18ο αι. Παλάτια, ειδικά το παλάτι Σβίγγερ, ένα από τα πιο ωραία μπαρόκ κτήρια της Γερμανίας, περίφημη πινακοθήκη και κέντρο πολιτιστικών εκδηλώσεων σήμερα, το εντυπωσιακό κτήριο της όπερας, βρίσκονται όλα γύρω από την καρδιά του ιστορικού κέντρου, τη Νόιμαρκτ.
Στην "ταράτσα της Ευρώπης" κάτω από ένα συννεφιασμένο ουρανό
Περπατάμε κατά μήκος του ποταμού στην υπερυψωμένη «Ταράτσα του Brul” (πανίσχυρου πρωθυπουργού του Φρειδερίκου Αυγούστου II) που ονομάστηκε και «μπαλκόνι της Ευρώπης», και δεν ξέρουμε τι να πρωτοθαυμάσουμε: τις γέφυρες, το ποτάμι, τα πλοία που πηγαινοέρχονται ή τα θαυμάσια κτήρια που εκτείνονται κατά μήκος του.
Το Σβίγκερ
Η Όπερα της Δρέσδης
Αργά το απόγευμα μπαίνουμε στη Frauenkirche (την εκκλησία της Παναγίας, θα λέγαμε), μια προτεσταντική εκκλησία που, αν δει κανείς τα ερείπια στα οποία την μετέτρεψαν οι βομβαρδισμοί της αγγλοαμερικανικής αεροπορίας μεταξύ 13-15 Φεβρουαρίου 1945 (αναίτια, μια και ο πόλεμος ήδη είχε κριθεί) είναι αδύνατο να φανταστεί πώς ξανάγινε αυτή η εκκλησία όπως τη βλέπουμε σήμερα και που μόλις το 2005 εγκαινιάστηκε.
Η Frauenkirche βομβαρδισμένη
Τα τρία βράδια της παραμονής μας στη Δρέσδη συνέπεσαν με το τριήμερο φεστιβάλ της πόλης που γίνεται το τρίτο Σαββατοκύριακο του Αυγούστου. Στις όμορφες στιγμές της μέρας προστέθηκαν οι απολαυστικές βραδιές με τον τεράστιο χώρο της Νόιμαρκτ να γεμίζει από περίπτερα, μουσικές, χορό, παιγνίδια και… ασφαλώς λουκάνικα και μπίρα!
Μια από τις μεγαλύτερες απολαύσεις  που μας έδωσε η Δρέσδη ήταν μια δίωρη κρουαζιέρα στον Έλβα. Ταξιδεύοντας αργά μ’ ένα ποταμόπλοιο διασχίζουμε ένα μέρος του μεγάλου αυτού ποταμού. Περνάμε κάτω από γέφυρες, ξαναβλέπουμε από μια άλλη πλευρά την όμορφη πόλη, απολαμβάνουμε τις καταπράσινες πλαγιές, τις μικρές πόλεις στις όχθες, ωραία σπίτια που κατεβαίνουν κάποτε ως το νερό. Και όπως μια φίλη σχολιάζει, καθώς μετά την κρουαζιέρα συνεχίζουμε νότια διασχίζοντας την αποκαλούμενη «ελβετική Σαξονία», «μπορεί στην Ανατολική Γερμανία να μην είχαν ελευθερία, μπορεί να στερούνταν υλικά πράγματα, είχαν όμως μια υπέροχη φύση». Σπάνιας ομορφιάς τοπίο, χιλιόμετρα μέσα από δάση, ενώ πανύψηλοι, βραχώδεις σχηματισμοί συνοδεύουν την πορεία μας.
Η Frauenkirche σήμερα
Το τεράστιο κάστρο Konigstein στο οποίο καταλήγουμε, ένα από τα μεγαλύτερα στην Ευρώπη, δεν μπορώ να πω ότι μας έκανε ιδιαίτερη εντύπωση παρά το μέγεθός του, μια και έχουμε δει πληθώρα κάστρων σε όλες τις χώρες της Ευρώπης. Όμως η θέα από εκεί ψηλά, όπου ανεβαίνουμε με τελεφερίκ, σου κόβει την ανάσα. Άξιζε και μόνο γι’ αυτήν η επίσκεψή μας στο κάστρο.
Όμορφες, πανάκριβες πορσελάνες Μάισεν, στο εργοστάσιο λίγο έξω από τη Δρέσδη 

Απολαυστικό ήταν και το γεύμα στην περιοχή Bastei, στην κορυφή του βουνού, ενώ κάτω κυλάει το ποτάμι και οι παράξενοι σχηματισμοί των βράχων δημιουργούν ένα σχεδόν εξωγήινο τοπίο.

Το φεστιβάλ άρχισε
Λειψία
Όταν, στα φοιτητικά μου χρόνια διάβαζα σε βιβλία, αρχαίων κυρίως συγγραφέων, "Lipsiae" (τόπος  έκδοσης Λειψία), δεν ήξερα καν πού πέφτει αυτή η πόλη, ήταν κάτι πολύ μακρινό και αόριστο. Τα χρόνια πέρασαν, διάβασα, έμαθα, εμπειρίες ζωής την έφεραν πολύ πιο κοντά μας. Ανατολική Γερμανία, η εξέγερση για το γκρέμισμα του τείχους που άρχισε απ’ εδώ, πλείστες όσες αναφορές, οι εμπορικές εκθέσεις, οι εκθέσεις βιβλίου, ένα σύντομο πέρασμα σε προηγούμενο ταξίδι, η Λειψία δεν ήταν πια κάτι εντελώς άγνωστο και αόριστο.
Περίπατος στο κέντρο της Λειψίας
Όμως και πάλι, δυστυχώς, κι αυτή τη φορά ένα γοργό πέρασμα ήταν. Κυριακή. Τα πάντα κλειστά. Μονάχα την αύρα της νιώθουμε που μας περιβάλλει και η φαντασία ταξιδεύει. Ακόμα κι έτσι, όπως εξωτερικά βλέπουμε τα όμορφα, παλιά κτήρια της Λειψίας, το πρώτο χρηματιστήριο, το παλιό δημαρχείο, την όπερα, το πρώτο δημόσιο σχολείο (1568!), το πανεπιστήμιο, τη βιβλιοθήκη, ή καθώς διασχίζουμε τον κεντρικό της δρόμο, τη Grimmaische Strasse, με τις καφετέριες και τους μουσικούς του δρόμου, απολαμβάνουμε την παλιά πόλη και χαιρόμαστε αυτό το όμορφο, δροσερό, αυγουστιάτικο απόγευμα.
Ο Γκαίτε

Σκέφτομαι πόσο λείπει από μας αυτή η συνέχεια, το παλιό που έχει ζωή αιώνων. Η πολιτιστική μας ιστορία όπως εκφράζεται στα μνημεία του πολιτισμού μας, αν εξαιρέσουμε κάποιες εκκλησιές μας, σταματάει στην κλασική αρχαιότητα. Βυθίζεται σ’ ένα σκοτεινό μεσαίωνα και δεν ξέρω αν έχουμε κτήριο με ιστορία πέραν των 150 χρόνων. Είναι κι αυτό νομίζω κάτι που μας συγκινεί και προκαλεί το θαυμασμό μας σ’ αυτές τις παλιές ευρωπαϊκές πόλεις. Για παράδειγμα, στη Λειψία γευματίζουμε στο Auerbachs Keller, έναν υπέροχο υπόγειο χώρο μέσα σε μια πανέμορφη στοά, ένα χώρο που όπως μαθαίνουμε ήταν η αγαπημένη ταβέρνα του Γκαίτε όταν ως φοιτητής έτρωγε εδώ, ενώ την είσοδο στο εστιατόριο κοσμούν δυο μπρούντζινες ομάδες αγαλμάτων που παριστάνουν μορφές από τον Φάουστ.
Στο σπίτι του Σίλλερ
Η Λειψία ήταν και είναι η πόλη με την έντονη οικονομική, πολιτιστική, πνευματική ζωή. Πολύ παλιά εμπορικά προνόμια που της δόθηκαν ήδη από τα μεσαιωνικά χρόνια την κατέστησαν ένα ισχυρό  οικονομικό κέντρο. Διερωτώμαι αν η οικονομική ευμάρεια είναι  αποτέλεσμα της πνευματικής άνθησης ή προϋπόθεσή της. Πολύ παλιό Πανεπιστήμιο (1409), μια εξίσου παλιά πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη με εκατομμύρια τόμους βιβλία, με σπουδαστές όπως ο Λέσσιγκ και ο Γκαίτε, εκδοτικό κέντρο με δεκάδες εκδοτικούς οίκους και βιβλιοπωλεία, η Λειψία συνεχίζει και σήμερα το διπλό της ρόλο ως οικονομικό και πολιτιστικό κέντρο.
Ο Μπαχ μπροστά από την εκκλησία του Αγίου Θωμά
Ο τάφος του Μπαχ
Αλλά κι ένας τρίτος ρόλος χαρακτηρίζει αυτή την όμορφη πόλη, ρόλος που δεν είναι άσχετος με τις δυο προηγούμενες ιδιότητές της. Είναι ο ρόλος της ως λίκνου ελευθερίας. Η πνευματική καλλιέργεια δεν μπορεί να συμβαδίζει με καταστάσεις ανελευθερίας. Τον Οκτώβρη του 1813 ο Ναπολέων ηττάται λίγο έξω από τη Λειψία, σ’ αυτή που ονομάστηκε Μάχη των Εθνών. Ένα τεράστιο μνημείο, ύψους 91 μ. στήθηκε εδώ το 1913, στην εκατοστή επέτειο της μάχης. Πολύ ογκώδες για να είναι κομψό, με σκούρο, γρανιτένιο χρώμα, δεν μας προκαλεί ιδιαίτερη συγκίνηση και ασφαλώς κανείς δεν έχει τη διάθεση να ανέβει τα 500 σκαλοπάτια του για να απολαύσει τη θέα της Λειψίας!
Ωραίο σύμπλεγμα αγαλμάτων σε δρόμο της Λειψίας
Όμως, σε πολύ πιο κοντινούς μας καιρούς, η Λειψία συνδέθηκε με την αρχή του τέλους του διαχωρισμού της Γερμανίας. Στον πιο παλιό και πιο μεγάλο ναό της Λειψίας, τη Nikolaikirche, που η πρώτη αρχή της βρίσκεται στο 1165, άρχισαν το 1982 κάθε Δευτέρα εβδομαδιαίες συγκεντρώσεις με προσευχές για την ειρήνη. Συγκεντρώσεις που βαθμιαία πήραν τη μορφή ειρηνικών διαδηλώσεων και κατέληξαν στις γνωστές εκδηλώσεις διαμαρτυρίας,  που ξαπλώθηκαν σε όλη τη Γερμανία τερματίζοντας το διαχωρισμό.
Μια ακόμη εκκλησία μας σταμάτησε ώρα πολλή. Είναι η περίφημη Thomaskirche, η εκκλησία του Αγίου Θωμά. Εδώ, το 1539 ο Λούθηρος εισήγαγε τη μεταρρύθμιση στη Σαξονία, αλλά προπάντων η φήμη της εκκλησίας έγκειται στη σύνδεσή της με το όνομα του Μπαχ. Για 27 ολόκληρα χρόνια έψαλλε και έπαιζε το εκκλησιαστικό όργανο γοητεύοντας τους πιστούς με τη μουσική του. Από τη 200η επέτειο του θανάτου του, το 1950, φιλοξενείται εδώ ο τάφος του, σκεπασμένος πάντα με φρέσκα λουλούδια. Ένα cd με ένα από τα σημαντικότερα έργα του, «Τα κατά Ματθαίον Πάθη», αγορασμένο από το μικρό κατάστημα έξω από την εκκλησία, θα αποτελεί μια μόνιμη υπόμνηση εκείνου του όμορφου απογεύματος στη Λειψία.
Ξενάγηση κάτω από ψιλόβροχο
…………………………………………
Η «Πόλις», ευτυχώς, δεν μας είχε ακολουθήσει. Τη δική μας πόλη τη βρήκαμε εδώ να μας περιμένει με όλα τα δύσκολα και τα δεινά του καιρού και του τόπου μας. Την κάποια μελαγχολία μετριάζει η ανάμνηση του ωραίου ταξιδιού και η προσδοκία μιας καινούριας περιπλάνησης ανά τον κόσμο.

Σημ.Θερμές ευχαριστίες στο ταξιδιωτικό γραφείο Top Kinisis, που οργάνωσε το ωραίο αυτό ταξίδι.




Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 07, 2011

Omega minor

Εξαιρετικό, ανυπόφορο, ενδιαφέρον, ανιαρό, φλύαρο, υπέροχο, πορνογραφικό, ιστορικό, επιστημονικό, φιλοσοφικό, ρεαλιστικό, λυρικό...
Πώς είναι δυνατό ένα μυθιστόρημα να συγκεντρώνει όλους αυτούς τους χαρακτηρισμούς και άλλους ακόμη; Κι όμως τέτοιο βρήκα το ογκώδες (830 σελίδες) μυθιστόρημα του Βέλγου Πάουλ Βεράχεν "Omega minor" (Πόλις, 2011, μετ. Ινώ Βαν Ντάικ-Μπαλτά). Αξιοθαύμαστος και ο συγγραφέας και η μεταφράστρια και ο εκδοτικός οίκος.
Θα προσπαθήσω να δώσω μια ιδέα μόνο του έργου αυτού, γιατί είναι αδύνατο οποιαδήποτε κριτική ή παρουσίαση να το αποδώσει χωρίς να το αδικήσει. Ομολογώ ότι στις πρώτες σελίδες ήθελα να το εγκαταλείψω, δεν είναι και ο πιο ενδιαφέρων τρόπος αυτός με τον οποίο αρχίζει. Όμως πεισματικά προχώρησα θέλοντας να του δώσω μια ευκαιρία. Και από κει και πέρα δεν μπορούσα να το αφήσω.
Δυο είναι οι βασικοί μυθιστορηματικοί ήρωες που τους βρίσκουμε να συναντώνται στο Βερολίνο το 1995. Ένας νέος Βέλγος φυσικός, ο Πάουλ Άντερμανς επεμβαίνει όταν μερικοί σκίνχετς (νεοναζί) επιτίθενται σε κάποιο ξένο με αποτέλεσμα ο Πάουλ να βρεθεί στο νοσοκομείο, όπου και γνωρίζει τον ηλικιωμένο Εβραίο Ντε Χέιρ, που βρισκόταν εκεί μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας. Ο Ντε Χέιρ ζητά από τον Πάουλ να καταγράψει τη ζωή του, την οποία και αφηγείται. Ο Ντε Χέιρ είχε ζήσει έντονα όλες τις προηγούμενες δεκαετίες, την άνοδο του ναζισμού, τον πόλεμο, τους διωγμούς των Εβραίων, το Άουσβιτς, την ήττα της Γερμανίας, τη δημιουργία των δύο Γερμανιών, την ανέγερση του τείχους, το γκρέμισμά του.
Η αφήγηση του ντε Χέιρ διακόπτεται από πλήθος άλλα γεγονότα που άλλοτε οδηγούν στο παρελθόν και άλλοτε διαδραματίζονται στο παρόν. Εκτενώς αναφέρεται ο Βεράχεν στην κατασκευή της ατομικής βόμβας, όταν δεκάδες επιστήμονες  κλεισμένοι στο Λος Άλαμος μυστικά αγωνίζονταν για την κατασκευή της. Ωραία η ατμόσφαιρα των πειραμάτων και οι χαρακτηρισμοί των φυσικών, "...αυτοί οι πιο αγνοί όλων των επιστημόνων, αυτοί οι χοντρέμποροι μοντέλων και εξισώσεων, αυτοί οι έμποροι υποθετικών φιλοσοφιών, αυτoί οι δεξιοτέχνες σε βεβαιότητες που εξ ορισμού είναι αβέβαιες..."
Δυσνόητες, για μένα τουλάχιστον, πολλές από τις επιστημονικές ορολογίες από τις οποίες προκύπτει και ο τίτλος: Omega minor, δηλ. ω μικρό, το τελευταίο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Διάβασα και ξαναδιάβασα τα σημεία όπου γίνεται αναφορά στο ω, αλλά πάλι δυσκολεύομαι να το κατανοήσω πλήρως. "Αυτή η παράμετρος λέγεται Ω-η γνωστή αλλιώς κοσμολογική σταθερά. Ο Αϊνστάιν την πρωτοπαρουσίασε αλλά αργότερα την απέρριψε ως τη μεγαλύτερη ανοησία που είχε προφέρει ποτέ. Έκανε λάθος: Η παράμετρος Ω υπάρχει, και αυτή η παράμετρος είναι το μεγαλύτερο αίνιγμα που υπάρχει. Η παράμετρος Ω καθορίζει τι θα συμβεί  στο σύμπαν, τι θα συμβεί σ' εμάς".
Το παρελθόν εκείνο συνδέεται με το παρόν λόγω ενός επιστήμονα, του Γκόλντφαρμπ, που συμμετείχε τότε στην κατασκευή της βόμβας και τώρα, με τη βοήθεια μιας νεαρής φυσικού, της Ντονατέλλα, την οποία ο Άντερμανς συναντά και με την οποία σχετίζεται, καταπιάνεται με νέα πειράματα που αφορούν το μέλλον του σύμπαντος και που θα δώσουν ένα απρόσμενο τέλος στο βιβλίο.
Όμως παράλληλα η ιστορία του Ντε Χέιρ συνεχίζεται. Καταδιωκόμενος, εντάχθηκε σε μια αντιστασιακή οργάνωση, έγινε βοηθός ταχυδακτυλουργού, συνελήφθη, οδηγήθηκε στο Άουσβιτς, επέζησε, ελευθερώθηκε. Αλλά μια μεγάλη ανατροπή σχετικά με τη ζωή και την προσωπικότητα του σκοτεινού αυτού προσώπου περιμένει τον αναγνώστη.
Τα φανταστικά, μυθιστορηματικά πρόσωπα πλαισιώνουν πλήθος ιστορικά. Ο ίδιος ο Χίτλερ πρώτα-πρώτα. Η σκιαγράφηση της προσωπικότητάς του, η περιγραφή των τελευταίων του στιγμών μέσα στο καταφύγιο είναι συναρπαστική και σαφής η προσπάθεια του συγγραφέα να ερμηνεύσει την επιρροή του. "Τι είδαν τα εκατομμύρια που τον υποστήριξαν; Έναν μετεωρίτη που εμφανίστηκε στον ουρανό από το πουθενά μπροστά στα έκπληκτα μάτια τους. Ήταν η εκπλήρωση μιας μυστηριώδους επιθυμίας. Ένα θαύμα θείας φώτισης και πίστης σε έναν κόσμο γεμάτο σκεπτικισμό και απελπισία. Ήταν λες και όλος ο κόσμος περίμενε έναν Σωτήρα που θα τους έσωζε από τον διεφθαρμένο, δυστυχισμένο ντουνιά και τα ντέρτια του". Ο στενός συνεργάτης του Χίτλερ, ο Χίμλερ, ο γιατρός Μέγκελε και τα ανατριχιαστικά πειράματά του, ο Σπέερ, πρωτεργάτης του κτισίματος του τείχους, ο Έριχ Χόνεκερ είναι μερικά μόνο από τα πρόσωπα που ζωντανεύουν στο βιβλίο του Βεράχεν.
Το σεξ κατέχει επίσης κυρίαρχη θέση. Όμως και γι' αυτό υπάρχει εξήγηση. "Ίσως εξηγείται αν λάβεις υπόψη τις υπόλοιπες σωματικές ανάγκες. Το σώμα αντιμετωπίζει ένα σωρό απογοητεύσεις. Θέλεις να φας, αλλά δεν υπάρχει αρκετό φαγητό, θέλεις να κοιμηθείς, αλλά ακόμα και τις σπάνιες νύχτες χωρίς βομβαρδισμούς δεν κοιμάσαι αρκετά βαθιά, από τον φόβο και τον θόρυβο που κάνουν οι αρουραίοι. Θέλεις να ξαπλώσεις στην αγκαλιά του αγαπημένου ή της αγαπημένης σου, αλλά δεν υπάρχει χρόνος για πραγματική αγάπη, μόνο για μια παρωδία αγάπης, εκφρασμένη με πράξεις χυδαίες. Όλα αυτά τα ερωτικά παιγνίδια εκφράζουν απλά την ανάγκη για ένα καταφύγιο".
Ο Βεράχεν ξεπερνά πολύ τα όρια της απλής αφήγησης. Το βιβλίο του βρίθει λογοτεχνικών αναφορών, σκέψεων και προβληματισμών. Για το Άουσβιτς, την Αμερική και τους Αμερικανούς, το Βερολίνο, τον Χίτλερ, την ατομικότητα σε σχέση με την Ιστορία, την επιστήμη, τις ενοχές των Γερμανών, την ελευθερία βουλήσεως. Σελίδες και παράγραφοι που τις υπογραμμίζεις, που θέλεις να επανέλθεις, να τις συζητήσεις με τον εαυτό σου ή με άλλους.
Με πολλή δυσκολία επιλέγω κάποια αποσπάσματα.
-Το Βερολίνο είναι μια πυρά. Το Βερολίνο είναι μια υπερβολική δόση Ιστορίας. Το Βερολίνο είναι ένα παλίμψηστο. Είναι μια πόλη που γνωρίζει καλά το θάνατο του Θ*ού.
-Τι θα πει ο κόσμος μετά τον πόλεμο; Δεν ήμασσταν εμείς αυτοί οι σκοτεινοί Σπαρτιάτες, ήταν άλλοι που μεταμφιέςστηκαν για να μας μοιάσουν; Ή θα πει:δεν το ξέραμε; Μας παραπλάνησαν; Ποντίκια ήμασταν και ακολουθήσαμε απλά τον αυλητή; Ακολουθήσαμε τον αρχηγό, αυτό ήταν το μόνο μας έγκλημα, και μαζικά ριχτήκαμε, χαρούμενοι και πρόθυμοι, πλην εντελώς αθώοι, από τον τελευταίο βράχο της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Πιστεύω ότι κανείς δεν πρέπει να ξεχάσει ποτέ ότι υπάρχει μια τεράστια διαφορά μεταξύ μιας πράξης που επετράπη και μιας επιτρεπτής πράξης.
-Η Ιστορία-και αυτή είναι η μόνη αλήθεια σ' ότι αφορά την Ιστορία- η Ιστορία είναι το ψέμα που λέει το παρόν για να δώσει νόημα στο παρελθόν.