Τρίτη, Νοεμβρίου 27, 2007

Ένα εξαιρετικό Περουβιανό "Παλιοκόριτσο"

Δεν είναι καθόλου εύκολο να αφηγηθεί κανείς την υπόθεση του "Παλιοκόριτσου". Κάθε προσπάθεια υπονομεύει την τεχνκή του συγγραφέα, τις ανατροπές και τα απρόοπτα με τα οποία, μέχρι το τελευταίο κεφάλαιο, προχωρεί η αφήγησή του. Θα δώσω επομένως σε πολύ γενικές γραμμές το θέμα του βιβλίου, ελπίζοντας ότι δεν προδίνω το εξαιρετικό αυτό μυθιστόρημα και δεν μειώνω το ενδιαφέρον του πιθανού αναγνώστη.
Τι είναι ο έρωτας; Μπορεί να είναι έρωτας μια εμμονή σ' ένα πρόσωπο που στοιχειώνει τη ζωή σου, που το συναντάς αραιά και πού, που σε εγκαταλείπει για να παντρευτεί άλλους, που σου χαρίζει μόνο στιγμές ευτυχίας, που για χρόνια δεν έχεις νέα του, που καταφεύγει σε σένα μόνο στις δύσκολές του στιγμές, που σε γεμίζει ψέματα μια ζωή; Κι όμως αυτό το δυνατό αίσθημα μας περιγράφει καθηλώνοντάς μας ο Περουβιανός Μάριο Βάργκας Λιόσα στο μυθιστόρημά του "ΤΟ ΠΑΛΙΟΚΟΡΙΤΣΟ" (Καστανιώτης 2007, μετ. Μαργαρίτα Μπονάτσου). Σ' αυτή τη 40χρονη σχεδόν πορεία μετακινούμαστε από το Περού στο Παρίσι, στο Λονδίνο, στο Τόκιο, στη Μαδρίτη, χώροι που γίνονται το κέντρο δράσης και που ζωντανεύουν αριστοτεχνικά μεταφέροντάς μας στην ατμόσφαιρά τους, στο κλίμα της εποχής, σε γεγονότα και στιγμές ιστορικές: Τα επαναστατικά κινήματα, το κίνημα των χίπις, αναφορές σε λογοτεχνικά ή θεατρικά έργα της εποχής, η πρώτη εμφάνιση του AIDS που ακόμα δεν είχε πάρει όνομα, η ζωή στο Λονδίνο, αλλά προπάντων στο Παρίσι, το οποίο φαίνεται να γνωρίζει πολύ καλά ο Λιόσα, οι αλλαγές, πολιτικές και άλλες που έχουν γίνει στη χώρα του, παρεμβάλλονται ή μάλλον είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύσσεται η παράξενη σχέση του Ρικάρντο με το "παλιοκόριστσο".
Το μυθισρόρημα αρχίζει στο Περού, στο Μιραφλόρες της Λίμα, το καλοκαίρι του 1950. Ο νεαρός Ρικάρντο ζει τα μυθικά χρόνια της εφηβείας σε μια ατμόσφαιρα που δεν διαφέρει πολύ από την εφηβεία του καθενός μας. Μια μικρή Χιλιανή, η Λίλι, που εμφανίζεται εκέινο το καλοκάιρι στη γειτονιά τον αναστατώνει. Την ερωτεύεται, αλλά εκείνη, αφού αποδειχτεί ότι δεν ήταν Χιλιανή, θα εξαφανιστεί από τη ζωή της γειτονιάς το ίδιο ξαφνικά όπως ήρθε.
Ο Ρικάρντο δεν έχει μεγαλεπήβολα όνειρα και στόχους. Όνειρό του είναι μόνο να μπορέσει να ξεφύγει από το Περού και να ζήσει στο Παρίσι. Τη δεκαετία του '60 τον συναντάμε εκεί. Είναι η εποχή των επαναστατικών κινημάτων, η εποχή που η Κούβα προσπαθεί να "εξαγάγει" την επανάστασή της. Δεκάδες νέοι απο Λατινοαμερικάνικες χώρες καταφεύγουν εκεί για εκπαίδευση, αλλά λόγω του αποκλεισμού της Κούβας περνούν μέσω του Παρισιού. Ο Ρικάρντο, χωρίς ο ίδιος να μετέχει, βοηθάει όσο μπορεί. Τότε θα ξανασυναντήσει τη Λίλι ως Αρλέτ τώρα, προορισμένη να πάει στην Κούβα, όχι γιατί πιστεύει στην επανάσταση, αλλά γιατί ήταν ο μόνος τρόπος να ξεφύγει από τη χώρα της. Από εκεί θα γυρίσει παντρεμένη με ένα Γάλλο διπλωμάτη. Θα ξανασυδεθεί με τον Ρικάρντο για να τον εγκαταλείψει ξαφνικά κι αυτόν και τον Γάλλο σύζυγό της. Χρόνια αργότερα, ο Ρικάρντο, που έχει γίνει μεταφραστής και διερμηνέας, επάγγελμα που τον φέρνει σε διάφορες χώρες, δουλεύοντας σε συνέδρια και διασκέψεις, θα τη συναντήσει ως σύζυγο ενός Άγγλου αριστοκράτη. Η σχέση του Ρικάρντο με το Παλιοκόριτσο είναι ιδιόμορφη. Εκείνος είναι ξετρελαμένος μαζί της. Εκείνη δέχεται τον έρωτά του με παθητικότητα, με αδιαφορία, θα 'λεγε κανείς, δεν τον αποκρούει, αλλά είναι έτοιμη κάθε στιγμή να τον εγκαταλείψει, να φύγει με κάποιον που θα της εξασφαλίσει πλούτο και δύναμη. Αυτό θα γίνεται σ' όλο το μυθιστόρημα ως το τέλος, που βέβαια δεν θα αποκαλύψω. Κάθε φορά εκείνος πονάει, του παίρνει καιρό να συνέλθει, κάποτε φτάνει στα όρια της αυτοκτονίας, ορκίζεται στον εαυτό του ότι δεν θα την ξαναδεχτεί, αν εκείνη γυρίσει, κι όμως κάθε φορά υποκύπτει στο πάθος του γι' αυτή την παράξενη κοπέλα.
Αναρωτήθηκα, διαβάζοντας αυτό το μυθιστόρημα που πραγματικά το απόλαυσα, αν ο έρωτας και η μεταφορά της δράσης από μια πόλη σε άλλη μέσα από απίθανες συμπτώσεις, ήταν απλώς το πρόσχημα για να πει άλλα πράγματα ο συγγραφέας. Να μιλήσει για μια εποχή, την εποχή του, να κρίνει πολιτικές καταστάσεις και κινήματα. Ότι και να 'ναι, μας έδωσε ένα ελκυστικό ανάγνωσμα.


Τετάρτη, Νοεμβρίου 21, 2007

Το όπλο του σπιτιού

Ομολογώ ότι το βιβλίο της βραβευμένης με Νόμπελ (1991) Νοτιοαφρικάνας Ναντίν Γκόρτιμερ "ΤΟ ΟΠΛΟ ΤΟΥ ΣΠΙΤΙΟΥ" (Καστανιώτης 2000, μετ. Θοδωρής Τσαπακίδης) δεν με τράβηξε από τις πρώτες σελίδες του. Το άρχισα, αλλά το παράτησα για άλλα, πιο ενδιαφέροντα αναγνώσματα. Όταν, μη έχοντας τίποτε άλλο για διάβασμα, το ξανάπιασα και πρχώρησα λίγο περισσότερο από τις πρώτες σελίδες, μαγεύτηκα. Όχι μόνο δεν μπορούσα με τίποτε να το αφήσω απ' τα χέρια μου ώσπου να φτάσω στην τελευταία γραμμή του κειμένου, αλλά απορούσα με τον ίδιο τον εαυτό μου πώς και δεν είχα καταλάβει από την αρχή τη γοητεία του. (Ποιος ξέρει, ίσως η διάθεση της στιγμής, ίσως γιατί βρήκα πιο "τραβηχτικά" τα άλλα που ξεκίνησα, γιατί το 'χω το κουσούρι ν' αρχίζω δυο-τρία βιβλία ταυτόχρονα).
Υπάρχει στην αρχή μια αοριστία στο θέμα, υπάρχουν πρόσωπα προσδιορισμένα μόνο με το αυτός\αυτή, δεν μπαίνεις αμέσως στο νόημα. Η αοριστία στο ύφος, οι διάλογοι χωρίς σαφή υποδήλωση για το ποιος μιλά, η άμεση μετάβαση από τον διάλογο στην ενδιάθετη σκέψη ή το σχόλιο της συγγραφέως, συνεχίζονται σε όλο το βιβλίο. Αλλά όταν ο αναγνώσης εξοικειωθεί, αυτό ακριβώς το ύφος και η τεχνική γίνονται τελικά μέρος της γοητείας του βιβλίου.
Το βασικό θέμα, ένας φόνος και μια δίκη, γίνονται ο καμβάς πάνω στον οποίο υφαίνονται πλήθος άλλα θέματα: Η ζωή στη Ν. Αφρική μετά την κατάργηση του άπαρτχαϊντ, αλλά και αναφορές στο πριν, το έγκλημα και η τιμωρία, το αμφιλεγόμενο θέμα της θανατικής ποινής, η θρησκευτική πίστη και ο ορθολογικός ανθρωπισμός, ο έρωτας και η φιλία, οι γονείς και ο άγνωστος κόσμος των παιδιών τους, σκέψεις και προβληματισμοί, ενώ το δικαστικό θρίλερ στο οποίο εξελίσσεται το βιβλίο σε ελκύει ακαταμάχητα.
Ένα ήσυχο βράδυ, ενώ ο Χάραλντ και η γυναίκα του Κλόντια, έχοντας τελειώσει το δείπνο τους, παρακολουθούν τηλεόραση, ένας άγνωστος, φίλος του γιου τους, όπως λέει, τους αναγγέλλει ότι ο γιος τους, ο 27χρονος Ντάνκαν, έχει συλληφθεί για φόνο. Φόνο ενός συγκάτοικου και φίλου του. Οι γονείς κεραυνοβολούνται. Αμφιβολία για την ενοχή δεν υπάρχει, ο ίδιος έχει ομολογήσει. Πώς είναι δυνατόν; Πώς μπορεί το δικό τους παιδί που το έχουν αναθρέψει με κάθε φροντίδα, με πολλή αγάπη, με κατανόηση (μορφωμένοι γονείς, ανώτερο διοικητικό στέλεχος ο πατέρας, γιατρός η μητέρα, το ίδιο το παιδί αρχιτέκτονας), να έχει διαπράξει φόνο; Τόσο λίγο λοιπόν ήξεραν το παιδί τους;
Ο δικηγόρος που προσλαμβάνεται, ο Χάμιλτον Μοτσαμάι, είναι μαύρος, εξαιρετικά ικανός, σπουδασμένος στην Αγγλία, που η παρουσία του στην υπόθεση αλλά και μια πρόσκληση στο σπίτι του γίνεται ακόμα μια αφορμή για αναφορά στο ρατσισμό, στο πρώην και νυν καθεστώς της Ν. Αφρικής. Αργά, σταδιακά, μέσα από πολλές οπτικές, αποκαλύπτεται στον αναγνώστη το δράμα που παίχτηκε το βράδυ της Παρασκευής, 19ης Ιανουαρίου 1996, σ' ένα σπίτι όπου συγκατοικούσαν τρεις φίλοι με ομοφυλοφιλικές σχέσεις, ενώ στο σπιτάκι του κήπου συζούσε ο Ντάνκαν με τη φίλη του Νάταλυ. Ένα δράμα, όχι μόνο στις εξωτερικές του εκδηλώσεις αλλά και στις ψυχές αυτών των νέων που τους συνέδεαν ποικίλες σχέσεις. Ιδιαίτερα αναλύεται η ψυχοσύνθεση της κοπέλας, μιας προβληματικής, νευρασθενικής, που ο Ντάνκαν είχε σώσει από απόπειρα αυτοκτονίας, και βεβαίως του ίδιου του Ντάνκαν. Το βράδυ εκείνο ο Ντάνκαν με "το όπλο του σπιτιού", ένα όπλο που το είχαν για προσασία σ' αυτή τη δύσκολη εποχή, σκότωσε τον Καρλ, έναν από τους τρεις συγκάτοικους, με τον οποίο μάλιστα είχαν μια ιδιαίτερη σχέση, όταν τον είδε να κάνει σεξ με την Νάταλυ. Δεν τον σκότωσε αμέσως. Πέρασε μια ολόκληρη μέρα κλεισμένος στο σπιτάκι και στον εαυτό του. Επομένως ήταν ένα προμελετημένο έγκλημα; Η δίκη με την εξέταση των μαρτύρων, με τις αγορεύσεις των δικηγόρων, αλλά προπάντων όταν ο πρόεδρος του διακστηρίου συνοψίζει για να εκδώσει την απόφασή του, κορυφώνουν την αγωνία του ακροατηρίου και μαζί του αναγνώστη.
Πριν όμως από τη δίκη του Ντάνκαν, η Γκόρτιμερ μας περιγράφει μια άλλη ενδιαφέρουσα δίκη. Είναι μια προσφυγή για να κηρυχτεί ο νόμος της θανατικής ποινής αντισυνταγματικός, και επομένως να καταργηθεί. Τα υπέρ και τα κατά προβληματίζουν, αλλά την τελική απόφαση η συγγραφέας έντεχνα μας αποκρύπτει, παρ' όλο που ο μαύρος δικηγόρος εμφανίζεται βέβαιος ότι η θανατική ποινή θα καταργηθεί.
Το κεντρικό και κεφαλαιώδες ερώτημα που θέτει το βιβλίο παραμένει: Πώς φτάνει ένας φιλήσυχος, μορφωμένος, σωστά αναθρεμμένος νέος, στο φόνο; Μήπως πέρα από τους γονείς, ευθύνεται και το γενικόττερο κοινωνικό περιβάλλον της βίας και του εγκλήματος, που αν δεν υπήρχε δεν θα καθιστούσε και την ύπαρξη του "όπλου στο σπίτι" απαραίτητη; Τι συμβαίνει στην ψυχή και στο νου του δολοφόνου τη στιγμή που πατάει τη σκανδάλη; "Να μπορούσε να βρεθεί κάτι στους λοβούς του εγκεφάλου που να εξηγεί πώς όλοι, αυτοί όπως κι αυτός, μπορούν να κάνουν αυτά τα πράγματα. Μπορούν να συνεχίζουν να τραυματίζουν, να κακοποιούν και, τελικό στάδιο όλων αυτών, να σκοτώνουν".
Το επιλογικό κεφάλαιο της Γκόρτιμερ παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για μας (ως Έλληνες και ως εκπαιδευτικούς). Μιλάει, σκέφτεται μάλλον, ο Ντάνκαν. Στη βιβλιοθήκη της φυλακής βρίσκει μια μετάφραση της Οδύσσειας. Τη διαβάζει. Τον σταματάει η σκηνή όπου ο Οδυσσέας στέλλει τη σαΐτα του να καρφωθεί στο λαιμό του Αντίνοου την ώρα που σήκωνε το ποτήρι του να πιει. Είναι σαν να διαβάζει την περιγραφή του φόνου που ο ίδιος έχει διαπράξει. "Δεν έχω τελειώσει το βιβλίο, δεν ξέρω πώς ο Οδυσσέας επανόρθωσε αυτό που έκανε", λέει, και το ίδιο αναρωτιέται για τον εαυτό του. Να βρει ένα τρόπο να συμφιλιώσει το θάνατο με τη ζωή.


Δευτέρα, Νοεμβρίου 19, 2007

Τρεις μέρες στη Μόσχα


Κάπως ετεροχρονισμένο το ποστ αυτό. Έστω και αργά καταγράφω κάποιες εντυπώσεις από το καλοκαιρινό μου ταξίδι.
Την έζησα στα παιδικά και νεανικά μου χρόνια σαν τη φοβερή, κλεισμένη πίσω από το «σιδηρούν παραπέτασμα» πόλη, σαν το σύμβολο της αθεΐας και της ανελευθερίας, σαν την πλήρη αντίθεση στο Δυτικό κόσμο, στον οποίο νιώθαμε να ανήκουμε και το να την επισκεφθώ δεν τολμούσα να ονειρευτώ. Τη ζούσα όμως (και μπορώ να πω τη συμπαθούσα) μέσα από τη λογοτεχνία, μέσα από τα αθάνατα έργα των μεγάλων δημιουργών της. Και τώρα, να ‘μαι εδώ, σε μια Μόσχα που δεν ήταν αυτό που φαντάστηκα αλλά και που καθόλου δεν με απογοήτευσε..
Η Ρωσία είναι και δεν είναι ό,τι υπήρξε στο παρελθόν. Δεν είναι πια η υπερδύναμη, η Μητερούλα των λαών, ο νοητός παράδεισος εκατομμυρίων ανθρώπων που με αίμα αγωνίστηκαν να επιβάλουν και στις δικές τους χώρες το κομμουνιστικό της καθεστώς, εξακολουθεί όμως να είναι μια μεγάλη χώρα, και μια δύναμη που ολοένα αυξάνει την επιρροή της στο παγκόσμιο σκηνικό. Δεν είναι πια ούτε η τσαρική Ρωσία με τις τάξεις των ευγενών και δουλοπάροικων. Είναι όμως η Ρωσία των εκατομμυριούχων και των πάμπτωχων που αγωνίζονται να επιβιώσουν ξενιτευόμενοι ή με την πενιχρή τους σύνταξη. Δεν υπάρχουν παλάτια ως κατοικίες προνομιούχων, διατηρούνται όμως ως μουσεία, ως κρατικές υπηρεσίες και προπάντων ως προσοδοφόρες πηγές συναλλάγματος με τις ορδές των τουριστών να συμβάλλουν σ’ αυτό. Το εθνικό νόμισμα της χώρας, το ρούβλι και οι υποδιαιρέσεις του, τα καπίκια, υπάρχουν, αλλά πλάι σ’ αυτά το δολάριο και, προπάντων το ευρώ, κυκλοφορούν ελεύθερα σαν να είναι νομίσματα της χώρας. Η Ρωσία δεν είναι πια η χώρα της καχυποψίας, της στέρησης της ελευθερίας, της λογοκρισίας. Εξακολουθεί όμως να είναι η χώρα των διατυπώσεων και μια νοοτροπία «κρατισμού» διακρίνεται ακόμα στη συμπεριφορά των κατοίκων, μια κάποια αργοπορία, κάποτε και αδιαφορία για την εξυπηρέτηση του ξένου.
Είναι άραγε καλύτερα ή χειρότερα τώρα; Πολλοί από τους παλαιότερους νοσταλγούν το παλιό καθεστώς. Τους βόλευε το ότι το κράτος είχε να φροντίσει για τα πάντα κι ακόμα συχνά αυτό περιμένουν. Οι νεότεροι απολαμβάνουν την ελευθερία, αλλά και πληρώνουν το τίμημα γι’ αυτό. Η απόκτηση στέγης είναι τώρα πολύ δυσκολότερη (έστω κι αν η παλιά παραχωρούμενη από το κράτος ήταν ελάχιστα τετραγωνικά) και η ασφάλεια δεν είναι πια αυτή που ήταν άλλοτε.
Είναι στ’ αλήθεια πολύ ενδιαφέρον και συνάμα άξιο απορίας, πώς στη «Μέκκα του αθεϊσμού» (αν επιτρέπεται αυτή η αντίφαση), την πόλη που κάποτε άλλοι ονειρεύονταν σαν τον επίγειο παράδεισο κι άλλοι σαν την πηγή κάθε κακού, σήμερα, που ελεύθερα πια μπορεί ο καθένας να την επισκεφθεί, που το ίδιο ελεύθερα οι κάτοικοί της μπορούν να την εγκαταλείψουν, από τα πιο τουριστικά αξιοθέατα είναι οι εκκλησιές της!
Στην Κόκκινη Πλατεία δεσπόζει ο Άγιος Βασίλειος, με τους πολύχρωμους, κρεμμυδόσχημους τρούλους του έμβλημα της Μόσχας, το Κρεμλίνο είναι γεμάτο εκκλησιές, κάπου εβδομήντα χιλιόμετρα από τη Μόσχα, στο Μοναστήρι του Αγίου Σεργίου όχι μόνο εκκλησιές, αλλά και Ιερατική Σχολή και 300 μοναχοί. Και πάνω απ’ όλα ο Ναός του Χριστού Σωτήρος, σε κεντρική περιοχή της Μόσχας, είναι ό,τι πιο εμβληματικό για την ήττα της αθεΐας και τη ζωογόνο δύναμη του Χριστιανισμού. Είναι ο ναός που με διαταγή του Στάλιν γκρεμίστηκε, στη θέση του χτίστηκε ένα κολυμβητήριο (!) κι όμως, τη δεκαετία του ’90, περήφανος υψώθηκε και πάλι στην ίδια θέση. Αν ο Στάλιν μπορεί από κει που είναι να δει αυτό το θαύμα, σίγουρα θα σκέφτεται: «Νενίκηκάς με Ναζωραίε».
Ασφαλώς δεν μπορούμε να ξεκινήσουμε τη γνωριμία μας με την πόλη από πουθενά αλλού, παρά από την Κόκκινη Πλατεία. Γνωστή όσο και το Κρεμλίνο, απλώνεται στη μια πλευρά του. Πόσες φορές την είδαμε στους τηλεοπτικούς μας δέκτες, σε παρελάσεις της Πρωτομαγιάς ή της επετείου της Επανάστασης, ενώ το επιτελείο της Σοβιετικής ηγεσίας παρακολουθούσε αγέλαστο και σοβαρό μπροστά από το μνημείο του Λένιν! Τώρα βρισκόμαστε εμείς εδώ. Στεκόμαστε μπροστά ακριβώς από το ναό του Αγίου Βασιλείου που υψώνεται τεράστιος, πολύχρωμος, με ανάμικτο ρυθμό, ένας άναρχος συνδυασμός αετωμάτων, κρεμμυδόσχημων τρούλων, οξυκόρυφων στεγών και με τον ίδιο άναρχο συνδυασμό και στο εσωτερικό του. Εντυπωσιακός μεν, πολύ μακριά όμως από τις απλές, βυζαντινές μας εκκλησιές.
Απέναντι ακριβώς, στο άλλο άκρο της μεγάλης πλατείας, ένα κτίριο από κόκκινο τούβλο στεγάζει το Ιστορικό Μουσείο της Μόσχας. Στα δεξιά μας εκτείνεται το περίφημο πολυκατάστημα Γκουμ. Σχεδιασμένο το 1889-93 είναι πράγματι ένα εντυπωσιακό οικοδόμημα, με τις στοές του, τις αψίδες, τα κιγκλιδώματα από σφυρήλατο σίδηρο, τα γεφυράκια που ενώνουν τους χώρους, το κεντρικό σιντριβάνι, τις γύψινες διακοσμήσεις, ενώ καφετέριες και όλες οι επώνυμες μάρκες των δυτικών επιχειρήσεων προκαλούν τον επισκέπτη. Αξίζει να το επισκεφθεί κανείς, τουλάχιστον για ένα καφέ, αν δεν επιθυμεί ή…δεν αντέχει το πορτοφόλι του για κάποια αγορά.
Στην τελευταία πλευρά της πλατείας, αυτή που εφάπτεται του τείχους του Κρεμλίνου, το μνημείο του πρωτεργάτη της Οκτωβριανής Επανάστασης και ιδρυτή της Σοβιετικής Ένωσης, του Λένιν, προσελκύει ακόμα τους προσκυνητές της ταριχευμένης σορού του. Οι απόψεις για την τύχη της διίστανται. Κάποιοι λένε πως είναι τόσο ζωντανή που μεγαλώνουν ακόμα τα νύχια και τα μαλλιά του! Κι άλλοι, πως έχει ήδη μετακινηθεί κι ότι αυτό που βλέπουν είναι ένα κέρινο ομοίωμα. Ποιος ξέρει…
Φυσικά κανένας τουρίστας που σέβεται τον τουριστικό εαυτό του δεν θα παραλείψει να επισκεφθεί την καρδιά της άλλοτε Σοβιετικής Ένωσης και σήμερα της Ρωσίας, το Κρεμλίνο. Στεκόμαστε στην κεντρική του πλατεία κι ακούμε τις πληροφορίες της ξεναγού. Εκκλησίες (Καθεδρικός ναός του Ευαγγελισμού, του Αρχαγγέλου, της Κοιμήσεως της Θεοτόκου), το Ανάκτορο των Συνεδρίων, το Οίκημα των Μελών του Ανωτάτου Σοβιέτ, η Προεδρική Διοίκηση, ιστορικά κτήρια και μνημεία, πύργοι και κωδωνοστάσια, μουσεία, συνθέτουν αυτό το μεγαλοπρεπές σύνολο που λέγεται Κρεμλίνο και το όνομά του συμβολίζει όχι μόνο ολόκληρη τη χώρα, αλλά και τη δύναμη και την επιρροή της.
Ίσως η Μόσχα είναι η μόνη πόλη στα αξιοθέατα της οποίας περιλαμβάνεται και το μετρό της. Το μετρό της Μόσχας είναι ένα έργο τέχνης, τουλάχιστον οι πιο παλιοί σταθμοί του. Δεν θυμάμαι κι ούτε μπορώ να καταγράψω τα δυσκολοπρόφερτα ονόματα των σταθμών που επισκεφθήκαμε. Θυμάμαι όμως το μάρμαρο και τον γρανίτη, τις υπέροχες τοιχογραφίες, τα αγάλματα, τα μωσαϊκά, τις πορσελάνες, τους πολυελαίους, τις σκηνές που απεικονίζουν μορφές της επανάστασης ή της τέχνης. Θυμάμαι ακόμα την πληροφορία πως όλο αυτό το δημιούργημα κατασκευάστηκε από γυναίκες και άντρες απ’ όλη τη χώρα με εθελοντική εργασία. Κι αναρωτιέμαι (όπως συχνά σ’ αυτό το ταξίδι) πώς γίνεται ένα καθεστώς που μπορεί να εμπνεύσει τόση θέληση και προθυμία για δημιουργία, τόση προσφορά, να καταρρέει τόσο άδοξα. Να μη μπορέσει να οδηγήσει αυτό τον υπέροχο λαό στην ευτυχία που του υποσχόταν. Μεγάλο το θέμα…
Ένα πρωινό διασχίζουμε μέρος της μοσχοβίτικης υπαίθρου κατευθυνόμενοι βορειοανατολικά, στο μοναστήρι του Αγίου Σεργίου. Πότε-πότε ξύλινες αγροικίες προβάλλουν τριγυρισμένες από το πράσινο του δάσους. Είναι οι «ντάτσες», τα εξοχικά των Μοσχοβιτών, η μόνη περίπτωση που βλέπουμε μονοκατοικίες. Μας παίρνει μια ώρα περίπου για να διανύσουμε τα 75 χιλιόμετρα και κάπου… δυόμισι ώρες για να γυρίσουμε. Είναι να μη μπλέξεις με τη φοβερή τροχαία κίνηση της Μόσχας.
Ιδρυμένο το 1345, το μοναστήρι είναι ένα από τα σημαντικότερα κέντρα λατρείας και προσκυνήματος της Ρωσίας. Κλείστηκε το 1919 από τους κομμουνιστές, ξαναλειτούργησε το 1946 και έγινε μάλιστα έδρα της Ρωσικής ορθόδοξης Εκκλησίας, ως το 1988, οπότε τα γραφεία της Εκκλησίας μεταφέρθηκαν στο μοναστήρι Ντανίλοφσκι. Ένα συγκρότημα εκκλησιών και άλλων κτισμάτων αποτελούν το ονομαστό αυτό μοναστήρι. Στο ναό της Ανάληψης με το θαυμάσιο τέμπλο του 17ου αι. ζητάμε την άδεια να ψάλλουμε κάποιον ύμνο. Η βυζαντινή μελωδία της αυτοσχέδιας χορωδίας αντηχεί κάτω απ’ το θόλο της ρωσικής εκκλησίας, σκορπώντας ρίγη συγκίνησης.
Πολύ συχνά στις πληροφορίες της ξεναγού επανέρχεται η εισβολή του Ναπολέοντα. Το 1812 ο Μ. Ναπολέων εισέβαλε στη Ρωσία. Οι Ρώσοι, με τον στρατηγό Κουτούζοφ τον σταμάτησαν στο Μποροντίνο, 130 χμ. νοτιοδυτικά της Μόσχας. Η φονικότατη μάχη με χιλιάδες νεκρούς και από τις δύο παρατάξεις, λήγει με την υποχώρηση των Ρώσων. Όταν όμως οι Γάλλοι φτάνουν στην πόλη, τη βρίσκουν πυρπολημένη και κατεστραμμένη από τους ίδιους τους κατοίκους της. Χωρίς προμήθειες ο Ναπολέων, αντιμέτωπος με το ρωσικό χειμώνα, εγκαταλείπει άδοξα την εκστρατεία. Στο πεδίο της μάχης, μνημεία, μουσείο, αναπαράσταση κάθε χρόνο, εξακολουθούν να θυμίζουν το γεγονός, που τόσο εξαιρετικά απέδοσε λογοτεχνικά ο Τολστόι στο «Πόλεμος και ειρήνη». Εμείς δεν πάμε ως εκεί. Όμως η μάχη ζωντανεύει με καταπληκτική αληθοφάνεια, στο Μουσείο του Πανοράματος του Μποροντίνο, το οποίο και επισκεπτόμαστε. Σε μια κυκλική τρισδιάστατη προβολή απεικονίζεται με θέαμα και ήχους η περίφημη μάχη που σήμανε την αρχή του τέλους του Ναπολέοντα.
Ίσως να αποχαιρετούσαμε τη Μόσχα με την εντύπωση μιας άσχημης πόλης αν δεν διασχίζαμε τη λεωφόρο Κουτούζοφ κι αν δεν ανεβαίναμε στο «Λόφο των σπουργιτιών». Πλατιά, ωραία λεωφόρος, ανοιχτοσύνη, δέντρα και καταπράσινο γκαζόν, ωραίες πολυκατοικίες. Εδώ είχαν τα διαμερίσματά τους ο Γέλτσιν, ο Γκορμπατσόφ και άλλοι αξιωματούχοι, με εξαίρεση τον Πούτιν που ζει έξω από τη Μόσχα.
Στο «Λόφο των σπουργιτιών» πλήθος οι μικροπωλητές, με τις «ματριόσκες» ή «πάμπουσκες» σε πρώτη ζήτηση. Πίσω μας υψώνεται το Κρατικό Πανεπιστήμιο της Μόσχας, το ψηλότερο από τις εφτά σταλινογοτθικές «γαμήλιες τούρτες», όπως είναι γνωστοί οι εφτά ουρανοξύστες που κτίστηκαν τις δεκαετίες 1940 και 1950 κατά διαταγή του Στάλιν, ενώ κάτω απλώνεται η πόλη με το πράσινο των πάρκων της, με τις εκκλησιές της και με τον Μόσκβα να τη διασχίζει. Ό,τι πρέπει για μια τελευταία, αποχαιρετιστήρια ματιά σε μια πόλη που σίγουρα δεν θα απογοητεύσει τον επισκέπτη της.




Παρασκευή, Νοεμβρίου 09, 2007

Οι θεοί πέθαναν στη Ρώμη


"Δεν υπάρχει μαύρο-άσπρο στην Ιστορία, δεν υπάρχουν κακοί και καλοί", πιστεύει ένας από τους ήρωες της Ελένης Τσαμαδού (Ψυχογιός, 2006), ο νεαρός Θεόδοτος, καθώς στο τέλος του βιβλίου παρουσιάζεται να γράφει το χρονικό των Γότθων. Αυτή τη θέση μοιάζει να υπερασπίζεται και η συγγραφέας σ' όλο το βιβλίο της. Ναι, οι Γότθοι ήρθαν ως εισβολείς, στη Θράκη, στην Πελοπόννησο, στην Ήπειρο, πέρασαν στην Ιταλία, λεηλάτησαν τη Ρώμη. Πόσα όμως άραγε φρικιαστικά εγκλήματα και σφαγές διέπραξαν και οι Ρωμαίοι που η ιστορία αποσιωπά;

Στηριγμένη σε ιστορικές πηγές, στα ευρήματα της αρχαιολογικής σκαπάνης στην αρχαία Μεσσήνη, παρακινημένη από την αγάπη της για την ιδιαίτερή της πατρίδα και πλουτίζοντάς το με τη γόνιμη φαντασία της, η Ελένη μας έδωσε ένα ιστορικό μυθιστόρημα που μπορεί να γοητεύσει ακόμα και όσους δεν αγαπούν ιδιαίτερα το είδος αυτό.

Διαδραματίζεται γύρο στο 400 μ.Χ. Εποχή ταραγμένη, εποχή μεγάλων μετακινήσεων πληθυσμών, εποχή που ο χριστιανισμός παλεύει ακόμα με τα απομεινάρια της ειδωλολατρίας. Στη Μεσσήνη, μια νεαρή ιέρεια στο ναό της Άρτεμης, η Μεγώ, ερωτεύεται τον Αριστόφρονα, μένει έγκυος, εγκαταλείπει τη θητεία της στο ναό και φεύγει μαζί του κρυφά. Θα παντρευτούν επίσης κρυφά (εκείνος είναι χριστιανός) αλλά η ευτυχία τους πολύ λίγο κράτησε. Σε μια εισβολή των Γότθων στην Πελοπόννησο εκείνος σκοτώνεται και η Μεγώ σύρεται αιχμάλωτη, έχοντας χάσει και τα ίχνη του παιδιού της. Η Μεγώ βρίσκεται στο περιβάλλον του τρομερού αρχηγού των Γότθων, του Αλάριχου, ο οποίος παρ' όλο ότι παντρεμένος, αλλά χωρίς αναγνωρισμένα παιδιά και διάδοχο, έχει πλήθος άλλες παλλακές και δεν αργεί να προσθέσει σ' αυτές και τη Μεγώ, η οποία υποκύπτει στις ανάγκες του σώματος. Η σχέση όμως αυτή θα γίνει έρωτας και αγάπη. Η Μεγώ γίνεται χριστιανή, όπως είναι και οι Γότθοι και από αγάπη πλέον ακολουθεί τον Αλάριχο. Ένα παιδί της πεθαίνει σε βρεφική ηλικία, ένα άλλο, κορίτσι, δίνεται στη νόμιμη σύζυγο του Αλάριχου, δυο δίδυμα τα γεννά μακριά από τον Αλάριχο, όταν πιάνεται αιχμάλωτη από τους Ρωμαίους. Οι περιπέτειές της ατέλειωτες, ακολουθούν τη φορά των ιστορικών περιπετειών της εποχής. Μάχες, αιχμαλωσίες, σφαγές, όροι ειρήνης, από τη μια η αυτοκρατορική οικογένεια της Ρώμης, από την άλλη η βασιλική οικογένεια του Αλάριχου και η Μεγώ να κινείται ανάμεσα στους δυο, πότε αιχμάλωτη, πότε επίσημη αγαπημένη, πότε αγγελιαφόρος. Ο Αλάριχος της Τσαμαδού δεν είναι ο βάρβαρος κατακτητής. Είναι το νέο αίμα που έρχεται να μπολιάσει τη γερασμένη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Είναι ένας ηγέτης που μπορεί να κρύβει και λεπτά αισθήματα και που αναζητά ένα τόπο να ζήσει ειρηνικά με το λαό του. Πεθαίνει χωρίς να το έχει επιτύχει, ενώ τη Μεγώ τη συναντάμε να γράφει την ιστορία της σ' ένα μοναστήρι, έχοντας χάσει όλους τους δικούς της, αλλά με την πιθανότητα, όπως η συγγραφέας συνδέει το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου με το τελευταίο, να ξανασυναντήσει το πρώτο της παιδί που ως χρονικογράφος εξιστορεί κι αυτός τα γεγονότα της εποχής.

Ένα ωραίο μυθιστόρημα για μια ενδιαφέρουσα εποχή.