Δευτέρα, Δεκεμβρίου 24, 2012

Ο γιος του δάσκαλου

Ο Γιάννης Ξανθούλης ποτέ δεν ήταν από τους αγαπημένους μου συγγραφείς. Αν, λοιπόν, αγόρασα το τελευταίο του βιβλίο, "Ο γιος του δάσκαλου" (Διόπτρα, 2012) ήταν γιατί αφενός η λέξη "δάσκαλος" μου ασκεί πάντα μια ιδιαίτερη έλξη και αφετέρου γιατί το βιβλιοπωλείο είχε μειωμένες τιμές, 30%-70%.
Το βιβλίο μου άρεσε. Η ρεαλιστική απεικόνιση της ατμόσφαιρας στο στρατό, αρχές της δεκαετίας του '70, η εσωτερικότητα, η  αναζήτηση των αιτιών παρελθόντων γεγονότων που έχουν ανεπανόρθωτα πληγώσει τον βασικό ήρωα του μυθιστορήματος, η Νέμεσις-Θεία Δίκη που όσο κι αν αργεί στο τέλος επιβάλλεται, οι συμπτώσεις που ενίοτε καθορίζουν τη ζωή μας, συνθέτουν ένα ατμοσφαιρικό, πολύ ενδιαφέρον μυθιστόρημα.
Απ' τις πρώτες κιόλας σελίδες έχουμε όλα τα στοιχεία του δράματος. Τον χώρο, το χωριό Τριφύλλι στο Θεσσαλικό κάμπο, την οικογένεια του δασκάλου με τα πέντε παιδιά, μικρότερο από τα οποία είναι ο βασικός χαρακτήρας του έργου, ο Νικόδημος,  που έλειπε  στο Παρίσι και μετά στην Αθήνα και μια αυτοκτονία του μεγάλου αδελφού, του Βασίλη, που χρόνια τώρα στοιχειώνει τη ζωή και τη σκέψη του Νικόδημου. Δεν παύει να τον απασχολεί η απορία, τι οδήγησε τον μεγαλύτερο Βασίλη που ο μικρότερος Νικόδημος αγαπούσε και είχε ως πρότυπο, να αυτοπυροβοληθεί μέσα στη σκοπιά, ενώ υπηρετούσε τη θητεία του σ' ένα στρατόπεδο κοντά στην Κομοτηνή;
Μεσήλικας πια ο Νικόδημος, επιμελητής τώρα εκδόσεων σ' ένα μικρό εκδοπτικό οίκο, εξακολουθεί να βασανίζεται από το ίδιο ερώτημα: γιατί;
Μια καλοκαιρινή μπόρα στην Αθήνα οδηγεί τα βήματά του  σ' ένα βιβλιοπωλείο κι εκεί τραβάει την προσοχή του ένα βιβλίο με τίτλο "Γεια σας, παιδιά", κάποιας άγνωστης Μαρίας Ιορδάνου. Η ανάγνωση του βιβλίου είναι γι' αυτόν μια αποκάλυψη. Είναι σαν να διαβάζει την περιγραφή της οικογένειάς του, τον αυστηρό δάσκαλο-πατέρα, του οποίου δυο αγαπημένοι μαθητές αποτελούσαν με τον Βασίλη μια αχώριστη τριάδα. Μαζί ο δάσκαλος τους έδινε τα πρώτα μαθήματα σεξουαλικής αγωγής, μαζί τους μάθαινε κολύμπι, μαζί μπήκαν στη Νομική, μαζί υπηρετούσαν τη θητεία τους στο ίδιο στρατόπεδο. Μέσα από το βιβλίο, το περιεχόμενο του οποίου εκτενώς μας παραθέττει ο συγγραφέας, όλα έρχονται στο φως. Ο Νικόδημος ξέρει πια την αιτία της αυτοκτονίας του αδελφού του. Αρχίζει τότε να ψάχνει αφενός να βρει κι άλλα αντίτυπα του "Γεια σας, παιδιά" και αφετέρου την άγνωστη συγγραφέα που τόσο πιστά απεικόνισε τα γεγονότα που είχαν συμβεί σαράντα χρόνια πριν.
Μπορεί να φαίνεται κάπως  απίθανος ο τρόπος με τον οποίο τα γεγονότα έφτασαν στη Μαρία Ιορδάνου, που τώρα πια έχει πεθάνει, αλλά τίποτα στη ζωή δεν είναι απίθανο. Τελικά οι αίτιοι τιμωρούνται έστω και μετά από τόσα χρόνια. Τιμωρούνται με τρόπο που έχει κάτι από εξωλογικό στοιχείο, αλλά η περιγραφή του Ξανθούλη το καθιστά απόλυτα αληθοφανές. Πολύ δυνατές οι σελίδες στις οποίες περιγράφεται το θλιβερό άγγελμα της αυτοκτονίαςς του Βασίλη, οι αντιδράσεις των δικών του, η κηδεία μέσα στην ανοιξιάτικη φύση, παραμονές του Πάσχα. 
Δεν ξέρω αν μου άρεσε τόσο το βιβλίο, όχι μόνο γιατί είναι ένα άρτιο λογοτεχνικό έργο ή και γιατί δυο γνωστά μου παιδιά, από τους οποίους ό ένας  υπήρξε και μαθητής μου, αυτοκτόνησαν με τον ίδιο τρόπο μέσα στη σκοπιά...

Τρίτη, Δεκεμβρίου 18, 2012

Στο σπίτι




"Η Μέριλιν Ρόμπινσον αποτελεί ένα ζωντανό μύθο της σύγχρονης αμερικανικής λογοτεχνίας", σημειώνεται στο βιογραφικό της κι ας έχει γράψει τρία μόνο μυθιστορήματα.
Συνήθως, όταν περάσει καιρός από τότε που διαβάσαμε ένα μυθιστόρημα, οι λεπτομέρειες ξεχνιούνται. Εκείνο που μένει είναι σε πολύ γενικές γραμμές η υπόθεση, ο μύθος κι ένα συναίσθημα αναλόγως ευχάριστο ή δυσάρεστο, που συνοδεύει την ανάμνησή μας. Όμως, χωρίς να έχει περάσει πολύς καιρός, σχεδόν ταυτόχρονα με την τελευταία σελίδα του μυθιστορήματος της Ρόμπινσον "Στο σπίτι" (Εν πλω 2012, μετ.Βασίλης Αργυριάδης), όταν θέλησα να το επαναφέρω στη μνήμη, είχαν ήδη σβηστεί οι λεπτομέρειες κι έμεινε μόνο η συναίσθηση μιας μελαγχολικής ατμόσφαιρας, η αίσθηση της φθοράς από το πέρασμα του χρόνου, η έννοια του σπιτιού όπως αυτή λειτούργησε στη συγκεκριμένη ιστορία, αλλά και όπως λειτουργεί για τον καθένα μας.
Κι όμως, καθώς το διάβαζα, αυτό το σχεδόν χωρίς υπόθεση βιβλίο, απολάμβανα τη γραφή, το ύφος, σταματούσα σε κάποια φράση. Καμιά από τις 462 σελίδες του βιβλίου δεν ήταν ανιαρή, αντίθετα  σ' έκαναν να γυρίζεις τη μια μετά την άλλη, απολαμβάοντας το στυλ της Ρόμπινσον.
Το έργο τοποθετείται στη δεκαετία του '50, στη Γκίλιαντ, μια μικρή, αγροτική πόλη της Αϊόβα (("Γκίλιαντ" είναι και ο τίτλος του προηγούμενου βιβλίου της Ρόμπινσον). Εκεί επιστρέφει η 38χρονη Γκλόρι, ανύπαντρη κόρη του πρεσβυτεριανού ιερέα Ρόμπερτ Μπόουτον. Τα επτά παιδιά του ιερέα είχαν από χρόνια σκορπίσει, φεύγοντας από τη "νυσταγμένη μονοτονία του Γκίλιαντ". Η Γκλόρι επιστρέφει μετά από έναν αποτυχημένο αρραβώνα, για να φροντίσει το γέροντα πατέρα της. Δεν ξέρω γιατί, καθώς το διάβαζα συνεχώς μου ερχόταν στο νου η Αντιγόνη καθώς συνοδεύει τον τυφλό Οιδίποδα. 
Εκείνο όμως που σ' όλο το βιβλίο κυριαρχεί και στο οποίο στηρίζεται σχεδόν  είναι η παραβολή του Ασώτου. Το μαύρο πρόβατο της οικογένειας υπήρξε ο Τζακ. Απείθαρχος, κλέφτης, αλκοολικός, έχοντας περάσει κι ένα διάστημα στη φυλακή, που δεν είχε επιστρέψει ούτε για την κηδεία της μάνας του, γυρίζει κι αυτός στη Γκίλιαντ, αναζητώντας ένα καταφύγιο, προσπαθώντας να ξεφύγει από τον ίδιο τον εαυτό του, έχοντας κάπου αφήσει μια γυναίκα κι ένα παιδί.
Ανάμικτα τα συναισθήματα του πατέρα καθώς υποδέχεται το παραστρατημένο του παιδί, μα η αγάπη υπερέχει. "Προσπάθησα να μη σε αγαπώ τόσο πολύ", θα πει κάποια στγμή. Κι η αδελφική αγάπη της Γκλόρι ξεπερνά την επιφύλαξη με την οποία υποδέχεται στην αρχή τον παραστρατημένο αδελφό.
Το βιβλίο διαπνέεται από έντονη θρησκευτικότητα, καθώς εκτός από τον Μπόουτον, προβάλλεται κι ένας άλλος ιερέας, ο Έιμς, φίλος και γείτονας του Ρόμπερτ. Πλήθος χωρία της Καινής αλλά προπάντων της Παλαιάς Διαθήκης, από τις Προφητείες ή τους Ψαλμούς, παρεμβάλλονται στις συζητήσεις, αλλά δεν λείπουν και οι πολιτικές αναφορές της εποχής, ο ρατσισμός και άλλα.
Όλα αυτά δίνονται από τη Ρόμπινσον με μια αοριστία, υπαινικτικά, ελλειπτικά. Ακόμα και η απόπειρα αυτοκτονίας του Τζακ δίνεται με πολύ έμμεσο τρόπο, η λέξη αυτοκτονία δεν ακούγεται πουθενά..
Όμως ασφαλώς εκείνο που δεσπόζει είναι αυτό που δικαιολογεί και τον τίτλο του βιβλίου:"Το σπίτι". Που δεν είναι απλώς ένα οικοδόμημα, αλλά  παίρνει τη  μορφή ενός συμβόλου. "Τι όμορφο να είναι κανείς στο σπίτι", λέει κάποια στιγμή ο Τζακ που έχει επιστρέψει "με λιγοστή από τη νιότη που του έχει απομείνει". Αναμνήσεις, λεπτομέρειες που έζησαν εδώ ως παιδιά τους δένουν με το χώρο. Μια απ' αυτές τις αναμνήσεις είναι κι αυτή που συνοψίζει, θα λέγαμε, την έννοια του σπιτιού: "Έπειτα από κάθε συμφορά οποιασδήποτε εκτάσεως, εκείνη (η μητέρα) έκανε το σπίτι να μοσχομυρίσει κανέλλα από τίποτα κουλουράκια ή μπράουνις ή κοτόπουλο και τάρτες κι όλο αυτό σήμαινε, "Αυτό το σπίτι έχει μια ψυχή που μας αγαπά όλους ό,τι κι αν γίνει". Σήμαινε ειρήνη αν είχαν τσακωθεί, και αμνηστία αν είχαν παραστρατήσει"

Τρίτη, Δεκεμβρίου 11, 2012

Τα βιβλία που αγάπησα





«Η λογοτεχνία ήταν μια από τις μεγάλες μου αγάπες παιδιόθεν. Με ταξίδευε σε τόπους αλαργινούς κι ονειρεμένους. Μέσω της γνώριζα τόπους κι ανθρώπους. Χαιρόμουν για τα πετάγματα της νιότης τους, οσμιζόμουν τα πανέμορφα άνθη της ψυχής τους, ψηλαφούσα την αυτοθυσιαστική αγάπη που αχτινοβολούσε τη χάρη του Θεού. Γευόμουν, ταυτόχρονα, τις γεμάτες πνευματική αρχοντιά και ευωχία σελίδες κάποιων μεγάλων λογοτεχνών. Ιδιαιτέρως με συγκινούσαν τα βιβλία που είχαν σχέση με τις χαμένες πατρίδες. Πού να ‘ξερα τότε
Ο Υπουργός Άμυνας κ. Δημήτρης Ηλιάδης (καταγόμενος από το Λευκόνοικο) απευθύνει χαιρετισμό
Άποψη του ακροατηρίου
Έτσι αρχίζει προλογίζοντας το βιβλίο της «Τα βιβλία που αγάπησα» η  Ζήνα Λυσάνδρου. Ομολογώ ότι, όταν το πήρα στα χέρια μου, σκέφτηκα πως δεν θα είχε και μεγάλο ενδιαφέρον. Τι μπορεί να ενδιαφέρει κάποιον, όσο και αν αγαπάει κι αυτός τα βιβλία, η αναφορά στα βιβλία που άλλος αγάπησε; Σκεφτόμουν ότι ήταν βέβαια μια πολύ ωραία και επιμελημένη έκδοση (Μαλλιάρης-Παιδεία, Θεσσαλονίκη 2012),  αλλά διερωτόμουν αν θα το διάβαζα, τουλάχιστον όχι ολόκληρο. Κι όμως, όταν άρχισα να το ξεφυλλίζω με παρέσυρε τόσο που προχωρούσα από το ένα στο άλλο κείμενο, άλλοτε ενθυμούμενη βιβλία που κι εγώ είχα διαβάσει κι άλλοτε γνωρίζοντας συγγραφείς και κείμενα που δεν ήξερα.
Η παρουσιάστρια της εκδήλωσης, Ειρήνη Παρασκευά-Ροδοσθένους
 Άρχισα απ’ αυτά που ήξερα. Αφενός για να τα θυμηθώ και αφετέρου για να δω αν είχαμε κάνει τις ίδιες σκέψεις, αν μας είχαν εξίσου αρέσει. Ξεκίνησα από το  «1984» του Τζωρτζ Όργουελ, προχώρησα στο «Ευτυχισμένος που έκανε το ταξίδι του Οδυσσέα» της Μαριάννας Κορομηλά, στο «Χωρίς προσανατολισμό» της Αγγελικής Σμυρλή, στα βιβλία της Κλαίρης Αγγελίδου, του Γιάννη Μαγκλή, του Νίκου Γκατζογιάννη, της Ιζαμπέλ Αλιέντε, του Παπαδιαμάντη, του Ροΐδη, του Κόντογλου, του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές, του Λεύκιου Ζαφειρίου, του Κώστα Βασιλείου… Δεν θα αναφέρω βέβαια και τα 68 βιβλία που «αγάπησε» η Ζήνα.
Η συγγραφέας
Στην έκδοση περιλαμβάνονται 36 παρουσιάσεις Ελλήνων συγγραφέων, 27 ξένων και 5 ποιητικές συλλογές. Καλύπτουν, θα έλεγα, όλα τα είδη του λόγου: Μυθιστόρημα, διήγημα, μελέτη, βιογραφία, δοκίμιο, ποίηση.
Όπως η ίδια πάλι αναφέρει στον πρόλογό της, η γραφή της δεν έχει αξιώσεις λογοτεχνικής κριτικής. Είχαν γραφτεί τα πλείστα για ραδιοφωνική εκπομπή, έχουν επομένως ένα πιο εκλαϊκευτικό χαρακτήρα. Αυτό εξηγεί επίσης το ότι δεν θα συναντήσουμε πουθενά αρνητικά σχόλια, κανένα μειονέκτημα στα παρουσιαζόμενα βιβλία. Επειδή ακριβώς πρόκειται για παρουσίαση, όχι κριτική αποτίμηση. Άλλωστε αυτό συνάδει με τον τίτλο «Τα βιβλία που αγάπησα».
Η παρουσιάστρια
Δεν αρχίζει κάθε παρουσίαση με τον ίδιο τρόπο. Άλλοτε αρχίζει με ένα γενικό χαρακτηρισμό, άλλοτε με τα συναισθήματα τα οποία της δημιούργησε το βιβλίο, άλλοτε με πληροφορίες ή χαρακτηρισμό του συγγραφέα κι άλλες φορές με την ευκαιρία που της δόθηκε να διαβάσει το συγκεκριμένο βιβλίο. Και κλείνει πάντα την παρουσίαση με τη γενική εντύπωση, τα συναισθήματα που της δημιούργησε ή μια γενική αποτίμηση του βιβλίου.
Ο κ. Λ. Κάπας, Γυμνασιάρχης και πρώην Υπουργός Παιδείας
Η γλώσσα είναι απλή, ρέουσα, αλλά ταυτόχρονα γλαφυρή, συχνά εμπλουτισμένη με συσσωρευμένα επίθετα ή συνώνυμα που την καθιστούν ιδιαίτερη και γοητευτική, δημιουργώντας έτσι  το δικό της προσωπικό ύφος. Η συσσώρευση των συνωνύμων συμβάλλει όχι μόνο στο να τονίσει το νόημα της φράσης, γίνεται και αφορμή γλωσσικής διαπαιδαγώγησης. Δεν παραλείπει επίσης να χρησιμοποιήσει λογοτεχνικούς όρους, εξοικειώνοντας τον αναγνώστη με τη σύγχρονη λογοτεχνική ορολογία. Έτσι, συναντάμε τους όρους: «πρόδρομη αφήγηση ή πρόληψη», «παντογνώστης ή πανόπτης συγγραφέας», «εσωτερική εστίαση», «ευθύγραμμη, γραμμική πορεία» κ.λπ.
Ο δήμαρχος Λευκονοίκου κ. Μ. Πήλικος
Οι παρουσιάσεις της Ζήνας Λυσάνδρου δεν είναι αυτές ενός απόμακρου, ουδέτερου παρατηρητή. Τα συναισθήματά της ξεδιπλώνονται αυθόρμητα για κάθε βιβλίο που διαβάζει. Γράφει για παράδειγμα: «Διαβάζοντας το μικρό σε μέγεθος μα μεστό μυθιστόρημα «Οι συμμορίτες» του Λεύκιου Ζαφειρίου, ο αναγνώστης μένει με μια στυφή γεύση στα χείλη. Ένα πικρό συντάραχο αναδεύεται στα έγκατα της ψυχής του, κι από κει κι έπειτα κυοφορείται ένα αίσθημα οργής, αγανάκτησης, ανάμικτης με οίκτο και συμπάθεια, ενάντια στην αδικία, τον κατατρεγμό, την εξαθλίωση που γίνεται θηλιά πνιγηρή και τον σφίγγει και θέλει να φωνάξει, να αποδοκιμάσει τον πολιτισμό μας και τις αξίες του». (Λεύκιος Ζαφειρίου, «Οι συμμορίτες», Λευκωσία, Ρόπτρο, 1982).
Καθώς διαβάζει,  καθώς ξεδιπλώνει τις σκέψεις και τα συναισθήματά της, η συγγραφέας δεν βγάζει από το νου της την προσφυγιά που δοκίμασε η ίδια και πλήθος συμπατριώτες μας. Σε πάρα πολλά σημεία του βιβλίου ξεπηδούν σκέψεις και σχόλια για τη μοίρα του νησιού μας. Σταχυολογώ μερικά τέτοια σημεία:
Η δημοσιογράφος κ. Αλέκα Γράβαρη-πρέκα
Δεν με συγκίνησε τόσο η αιχμαλωσία του ήρωα ούτε η αλλαγή της πίστης του, συνηθισμένο φαινόμενο στην Οθωμανική αυτοκρατορία, όσο η επιστροφή στο πατρικό του σπίτι, ο ψυχικός του κλυδωνισμός, οι εικόνες του παρελθόντος που ξαναζωντάνεψαν για να δεχτεί η γη η ελληνική τον εξωμότη της. Άραγε εμείς πώς θα επιστρέψουμε στη γενέθλια γη μας;» (Ρέα Γαλανάκη, Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ Πασά, Αθήνα, Καστανιώτης, 2008).
Για τούτο κι η προσφυγιά, ειδικά για το γεωργό, είναι  αγιάτρευτος καημός και σαράκι που τρώει τα σωθικά. Του ‘κοψαν τον ομφάλιο λώρο που τον ένωνε με τη μάνα γη». (Άρης Φακίνος, Ο πρόγονος, Αθήνα, Εστία,1990).
«Όταν ήμουν μαθήτρια στο Γυμνάσιο Λευκονοίκου, με συγκινούσαν ιδιαίτερα τα λογοτεχνικά βιβλία για τη Μικρασία. Ένιωθα ότι μεταφερόμουν νοερά σ’ εκείνα τα άγια και πλούσια χώματα με τους προκομμένους ανθρώπους και τις θαυμαστές ιστορίες τους. Πού να το φανταζόμουν ότι σε πολύ λίγα χρόνια θα είχαμε κι εμείς την ίδια τύχη!» (Ιφιγένεια Χρυσοχόου, Εδώ Σμύρνη Εδώ Σμύρνη (Αθήνα, Νέα Σύνορα-Α.Α. Λιβάνης 1995).
Δεν είναι η πρώτη φορά που έχουμε στα χέρια μας ένα βιβλίο που μιλά για άλλα βιβλία. Τέτοια για παράδειγμα είναι «Το βιβλίο για τα βιβλία» του Πέτρου Τατσόπουλου και το «Ex libris» Αναστάση Βιστωνίτη. Το βιβλίο της Ζήνας λυσάνδρου δεν υστερεί καθόλου από αυτά.
Τι  μπορεί να μας προσφέρει ένα τέτοιο βιβλίο; Το βιβλίο για τα βιβλία μπορεί να λειτουργήσει ποικιλοτρόπως. Μπορεί να αποβεί έργο αναφοράς στο οποίο κάποιος να ανατρέξει για πληροφορίες. Μπορεί επίσης να γίνει ένας οδηγός ανάγνωσης και να αποτελέσει κίνητρο για να αναζητήσει ο αναγνώστης και να διαβάσει κάποιο από τα αναφερόμενα βιβλία. Μπορεί, τέλος, να αποτελέσει και ένα μέτρο σύγκρισης για τις εντυπώσεις που δημιούργησαν τα ίδια βιβλία στον αναγνώστη, αν έχει τύχει να τα διαβάσει.
Ένα από τα βιβλία που αγάπησε και παρουσιάζει η Ζήνα είναι και το πολύ σημαντικό, δίτομο έργο «Τα παιδιά από το Αρμπάτ» του Ρώσου συγγραφέα Ανατόλι Ριμπακόφ. Στο δεύτερο τόμο προτάσσεται ένα άρθρο του ίδιου του συγγραφέα, που δημοσιεύτηκε σε εφημερίδα της Μόσχας το 1991, όταν ο συγγραφέας ήταν 80 χρόνων και όταν βέβαια είχαν πια πέσει τα ανατολικά καθεστώτα. Το άρθρο τελειώνει με κάποιες σκέψεις που θα μπορούσε και η Ζήνα αλλά και όλοι εμείς οι εραστές της λογοτεχνίας να επαναλάβουμε:
Η παρουσιάστρια, η συγγραφέας και ο Υπουργός Άμυνας
« Είμαι ευτυχής που διάβασα βιβλία, που άκουσα μουσική, κράτησα στη μνήμη μου μερικές ωραίες μελωδίες. Τελικά ο κόσμος του συγγραφέα είναι αρώματα και ήχοι που ανασταίνονται στη μνήμη του όταν η πένα του ακουμπάει στο χαρτί (…) είμαι ευτυχής που ίσως να έγραψα μερικές αράδες που συγκίνησαν κάποιες καρδιές. Είμαι ευτυχής που γράφω ακόμα, και ελπίζω κάτι ακόμα να γράψω».

(Η παρουσίαση του βιβλίου της Ζήνας Λυσάνδρου έγινε στις 7 Δεκεμβρίου 2012 από την Κίκα Ολυμπίου (anagnostria) στο Σωματείο Λευκόνοικο (κατεχόμενο σήμερα).


Δευτέρα, Δεκεμβρίου 03, 2012

Ο 13ος επιβάτης

Δεν ξέρω γιατί το 2012 ονομάστηκε "έτος Γιάννη Μαρή" και ένας από τους πιο ποιοτικούς εκδοτικούς οίκους, η Άγρα, ξεκίνησε μια σειρά εκδόσεων "χαμένων" κειμένων του "πατέρα" του ελληνικού στυνομικού μυθιστορήματος. Ίσως να έδωσε αφορμή μια μονογραφία που κυκλοφόρησε από τον ίδιο εκδοτικό οίκο, μια μελέτη ουσιαστικά του Ανδρέα Αποστολίδη με τίτλο "Ο κόσμος του Γιάννη Μαρή".
Ο Γιάννης Μαρής, ψευδώνυμο του Γιάννη Τσιριμώκου (1916-1979), μεσουράνησε στις δεκαετίες '50 και '60 ως συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων. Ακόμα κι αν δεν έχουμε διαβάσει κανένα από τα δεκάδες μυθιστορήματά του, είναι αδύνατο να μην έχουμε δει κάποια από τις ταινίες που γυρίστηκαν με βάση τα βιβλία του, όπως για παράδειγμα το περίφημο "Έγκλημα στο Κολωνάκι".
"Ο 13ος επιβάτης" πρωτοδημοσιεύτηκε το 1962 σε 129 συνέχειες στην εφημερίδα Απογευματινή με εικονογράφηση του Μ. Γάλλια και κυκλοφόρησε σε βιβλίο το 1971. Στον πολύ ενδιαφέροντα πρόλογο της τωρινής έκδοσης από τον Ανδρέα Αποστολίδη, εκτός από στοιχεία για το έργο του Γιάννη Μαρή, παρατίθενται ειδήσεις και γεγονότα της δεκαετίας του '60 όπως αυτά δημοσιεύονταν στην Απογευματινή, εισάγοντας έτσι τον αναγνώστη στην ατμόσφαιρα και το κλίμα μέσα στο οποίο άνθησε το αστυνομικό μυθιστόρημα του Μαρή.
Πολύ σύντομα η υπόθεση του έργου. Μια σειρά θανάτων που όλοι φαίνονται φυσιολογικοί και άσχετοι μεταξύ τους, για παράδειγμα κάποιος που απροσεξία πέφτει από το τρένο, μια κοπέλα που φαίνεται να έχει αυτοκτονήσει, κάποιος που σκοτώθηκε σε τροχαίο κ.λπ. βάζουν σε υποψία τον αστυνόμο Μπέκα, τον βασικό ντετέκτιβ του Γιάννη Μαρή, γιατί σε όλες τις περιπτώσεις   εμφανιζόταν ένας άνδρας με άσπρο κοστούμι, μουστάκι και γυαλιά.
Ο Μπέκας προσπαθεί να ανακαλύψει τι κοινό υπάρχει στους φαινομενικά άσχετους  θανάτους κι όταν το εντοπίζει προσπαθεί να προλάβει τους επόμενους φόνους που είναι σίγουρος ότι θα ακολουθήσουν. Τυπικό αστυνομικό μυθιστόρημα, με τον συγγραφέα να οδηγεί τις υποψίες του αναγνώστη σε πρόσωπο που τελικά βέβαια δεν είναι ο ένοχος.
Το μυθιστόρημα διακρίνεται για τους πολλούς, συνεχείς διαλόγους. Η περιγραφή και η αφήγηση σχεδόν απουσιάζουν εντελώς, το έργο φαίνεται έτοιμο για το θέατρο ή τον κινηματογράφο. Η διαφορά με το σύγχρονο αστυνομικό μυθιστόρημα, το οποίο εμπλέκει κοινωνικά, πολιτικά και άλλα στοιχεία είναι ότι περιορίζεται κυρίως στην αστυνομική πλοκή.
Το έργο μπορεί να προσφέρει στους πιο ηλικιωμένους αναγνώστες την αναπόληση μιας περασμένης εποχής και σ' όλους τους λάτρεις του είδους τη γνώση και την απόλαυση ενός βιβλίου αστυνομικής λογοτεχνίας που έκανε τότε τα πρώτα της βήματα στον ελληνικό χώρο..
Επιμελημένη η έκδοση της Άγρα και ως συνήθως στο πολυτονικό.