Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 19, 2018

Το βαλς των δέντρων και του ουρανού

Jean-Michel Guenassia
Το βαλς των δέντρων και του ουρανού
Πόλις, 2017
Μετ. Ειρήνη Αποστολάκη
Σε μια επίσκεψη στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης πριν από μερικά χρόνια, θυμάμαι ότι σταθήκαμε περίπου μισή ώρα μπροστά από τον πίνακα του Βαν Γκογκ "Έναστη νύχτα", ακούγοντας την εμπεριστατωμένη ανάλυση της ξεναγού. Έργο πασίγνωστο, θεωρούμενο ως το καλύτερο του μεγάλου ζωγράφου, κοσμεί το εξώφυλλο του βιβλίου του Guenassia, "Το βαλς των δέντρων και του ουρανού". 
"Η σοφίτα, που μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν βυθισμένη στο μισοσκόταδο, έλαμψε ξαφνικά. Μια ακτίνα φωτός, που μπήκε ως δια μαγείας, φώτισε το καβαλέτο. Αυτό που είδα μπροστά μου με άφησε άφωνη. Ένας πίνακας που αναπαριστούσε τα σπίτια των χωρικών, με τις αχυροσκεπές τους να μπλέκονται μέσα στα πράσινα λιβάδια, και στο βάθος δέντρα σε βαθυπράσινη απόχρωση, να παραδίνονται σε ένα ξέφρενο βαλς, ένα βαλς γεμάτο ζωή, σε πλήρη αρμονία με τον ουρανό, που ήταν γεμάτος γαλάζια σύννεφα. Ο πίνακας, που μου είχε φανεί σκοτεινός και γκρίζος όταν μπήκα στο δωμάτιο, έμοιαζε τώρα ολοζώντανος, με τα δέντρα και τον ουρανό να χορεύουν στους ρυθμούς μιας ζωηρής σαραμπάντ. Έμεινα να τον χαζεύω κι εγώ δεν ξέρω για πόση ώρα".
Έτσι περιγράφει η Μαργκερίτ, πρωτοπρόσωπη αφηγήτρια του βιβλίου του Guenassia, τις εντυπώσεις από έναν πίνακα του Βαν Γκογκ, πολύ πιθανόν της "Έναστρης νύχτας". Ο συγγραφέας σε μια ενδιαφέρουσα, ευρηματική υπόθεση, σμίγει το φανταστικό με το ρεαλιστικό σε μια καθόλου απίθανη σύζευξη. Η Μαργκερίτ Γκασέ, σε μεγάλη πια ηλικία, το 1949, εξιστορεί τις τελευταίες 70 μέρες της ζωής του Βαν Γκογκ, όπως τις έζησε η ίδια το 1890, ως τη μοιραία μέρα του θανάτου του. Τόσο η Μαργκερίτ όσο και ο πατέρας της, ο γιατρός Πωλ Γκασέ, υπήρξαν ιστορικά πρόσωπα. Ζώντας στο μικρό χωριό Ωβέρ-συρ-Ουάζ γνωρίζουν τον Βίνσεντ Βαν Γκογκ, που εγκαθίσταται εκεί μετά από παρότρυνση του φίλου του ζωγράφου Πισαρό, για να παρακολουθείται από τον γιατρό Γκασέ, για κάποια προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε. Η μυθιστορηματική εκδοχή παρουσιάζει τη δεκαεννιάχρονη Μαργκερίτ, που ζωγράφιζε και η ίδια, να ερωτεύεται με πάθος τον Βίνσεντ και να έχει συνάψει μαζί του ερωτικό δεσμό. Τον ακολουθεί στα χωράφια και στη φύση όπου εκείνος ασταμάτητα ζωγραφίζει, φεύγει κρυφά τα βράδια από το σπίτι και τον συναντά στο πανδοχείο όπου εκείνος μένει. Όταν ο πατέρας της το ανακαλύπτει, την κλειδώνει στο δωμάτιό της, οργισμένος την χτυπά και της απαγορεύει να συναντήσει ξανά αυτόν τον αξιοθρήνητο στην όλη εμφάνιση και οικονομική κατάσταση ξένο.
Αυτή η ιστορία όμως (που μπορεί να συνέβη ή και όχι) δεν είναι το κύριο θέμα του βιβλίου. Εναι μονάχα ο καμβάς πάνω στον οποίο ζωγραφίζεται το πάθος του Βαν Γκογκ για τη ζωγραφική, η πυρετώδης δημιουργία των τελευταίων ημερών. "Ο Βίνσεντ ζωγράφιζε χωρίς σταματημό, όσο φως κι αν είχε, μέρα νύχτα. Κατά τη διάρκεια της δίμηνης διαμονής του στην Ωβέρ ζωγράφισε παραπάνω από εβδομήντα πίνακες. Στο μικρό του δωμάτιο υπήρχαν έργα παντού, διπλωμένα το ένα μέσα στο άλλο, και ο χώρος για να κινηθεί κανείς ήταν ελάχιστος".
Πολύ έντεχνα ο συγγραφέας ενσπείρει στο μυθιστόρημά του στοιχεία και αποσπάσματα από δημοσιεύματα σε εφημερίδες και περιοδικά, από ειδήσεις, επιστολές κ.λπ. που φωτίζουν και τεκμηριώνουν την κοινωνική, οικονομική, ιδεολογική, πολιτιστική, κοινωνική και κάθε άλλη πτυχή της εποχής (1889-1890), αλλά και στοιχεία της ζωής και του χαρακτήρα του ζωγράφου.
Το τέλος βέβαια είναι πασίγνωστο. Στις 27 Ιουλίου 1890 ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ βρέθηκε σ' ένα σταροχώραφο πυροβολημένος στην κοιλιά. Πέθανε δυο μέρες αργότερα. Ήταν μόνο 37 χρονών. Πολλά έχουν γραφτεί για το τέλος του. Ήταν αυτοκτονία όπως είναι η επικρατέστερη εκδοχή; Ήταν ατύχημα όπως άλλοι υποστηρίζουν; Ο Guenassia επινοεί μια πιο ρομαντική εκδοχή με παρούσα τη Μαργκερίτ.
Κλείνω το βιβλίο και μένω για πολλή ώρα να αναλογίζομαι τη σύντομη ζωή και το μεγάλο έργο του Βαν Γκογκ. Γιατί και πώς υπάρχει αυτό που ονομάζουμε ιδιοφυΐα είτε στη Τέχνη είτε στην επιστήμη ή όπου αλλού; Μήπως ακόμα έχουμε πολλά να μάθουμε για τον αόρατο κόσμο του πνεύματος; Μήπως ακόμα ως πνευματικό ον ο άνθρωπος κάνει τα πρώτα του βήματα; Ποιος ξέρει...

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 09, 2018

Σεμινάρια φονικής γραφής

Πέτρος Μάρκαρης
Σεμινάρια φονικής γραφής
Εκδ. Γαβριηλίδης, 2018

Το οικείο, συμπαθές πρόσωπο του ικανότατου αστυνομικού Κώστα Χαρίτου αποδύεται σε μια άλλη ενδιαφέρουσα ιστορία εξιχνίασης εγκλημάτων. Όλοι εμείς που αγαπάμε τον τόσο συμπαθή και ικανό ταυτόχρονα Έλληνα αστυνομικό, με ανυπομονησία περιμένουμε κάθε νέα περπέτειά του. Περιμένουμε να μάθουμε όχι μόνο πώς θα λύσει τον καινούριο γρίφο εγκλημάτων, αλλά να πληροφορηθούμε και τι κάνει η αγαπημένη του σύζυγος, η Αδριανή, πώς πάει η δικηγόρος κόρη του Κατερίνα και ο γιατρός σύζυγός της, ο Φάνης, η φίλη της Μάνια και ο σύντροφός της Γερμανός Ουίλι, ο παλιός αντιστασιακός και φίλος της οικογένειας Ζήσης-Λάμπρος, οι υφιστάμενοι βοηθοί αστνομικοί του Χαρίτου. Μετά από τόσα μυθιστορήματα που διαβάσαμε, όλοι αυτοί δεν είναι πλέον φανταστικά πρόσωπα. Έχουν γίνει γνωστοί μας, ίσως και φίλοι μας, για τους οποίους με ευχαρίστηση μαθαίνουμε νέα.
Στο καινούριο βιβλίο του Μάρκαρη ο Κώστας και η Αδριανή βρίσκονται για ολιγοήμερες διακοπές στο Πάπιγκο. Στον ξενώνα όπου μένουν γνωρίζονται με τρεις συνταξιούχες κυρίες, δυο γεροντοκόρες και μια χήρα. Μια συμπάθεια αναπτύσσεται μεταξύ τους, της Αδριανής κυρίως και των τριών γυναικών, μια συμπάθεια που θα εξελιχθεί σε φιλία και τραπεζώματα κι όταν οι διακοπές τελειώσουν και επιστρέψουν στην Αθήνα.
(Εδώ θα ανοίξω μια παρένθεση. Και σε άλλα βιβλία του Μάρκαρη αναφέρονται τα ελληνικά φαγητά, κυρίως τα περίφημα γεμιστά της Αδριανής, αλλά εδώ, θα λέγαμε, η μαγειρκή έχει την τιμητική της. Μέτρησα τουλάχιστον πέντε γεύματα και ένα σε ταβέρνα. Γίγαντες, σταμναγκάθι, χταπόδι ξυδάτο, πέστροφα καπνιστή, γεμιστά (βεβαίως!), μελιντζάνες ιμάμ, παντζάρια με σκορδαλιά, σκουμπρί καπνιστό, μοσχάρι στιφάδο, χορτόπιτα, μπιφτέκια, μπριζόλες, μπούτι από κατσίκι, κριθαράκι, είναι μερικά από τα εδέσματα του βιβλίου).
Όταν γυρίζουν στην Αθήνα, ευχάριστα και δυσάρεστα γεγονότα περιμένουν τον αστυνόμο Χαρίτο. Τα ευχάριστα είναι αφενός ότι η κόρη του είναι έγκυος και ότι ο ίδιος διορίζεται προσωρινός επικεφαλής του τμήματος, μια και ο ως τώρα προϊστάμενός του αφυπηρετεί. Έτσι έχει αυξημένες υπευθυνότητες αλλά και μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων και πρωτοβουλιών. Το δυσάρεστο, ένας περίεργος φόνος, τον οποίο καλείται να εξιχνιάσει. Φόνος με μιά δηλητηριαμένη τούρτα ενός υπουργού που υπήρξε και καθηγητής πανεπιστημίου. Μια προκήρυξη που αφιερώνει τον φόνο στη μνήμη ενός αξέχαστου καθηγητή της Φιλοσοφικής Σχολής, του Ι. Θεοδωρακοόπουλου (υπήρξε και δικός μου καθηγητής!) δημιουργεί την υποψία μήπως πρόκειται για πράξη τρομοκρατίας. Ενώ διερευνάται η υπόθεση, ένας δεύτερος φόνος κι ένας τρίτος υπουργών που υπήρξαν πανεπιστημιακοί-ο δεύτερος αφιερωμένος στη μνήμη του καθηγητή Ζώρα (που επίσης υπήρξε καθηγητής μου!) στρέφει τις υποψίες σε κάποια κατεύθυνση, με τον Χαρίτο να φθάνει, όπως πάντοτε, στη λύση των αινιγμάτων και στη διαλεύκανση των φόνων.
Ο ειρωνικός τίτλος του μυθιστορήματος παραπέμπει, νομίζω, απαξιώνοντάς τα, στην πληθώρα των διαφημιζόμενων μαθημάτων "δημιουργικής γραφής". Μπορεί να γίνει κανείς συγγραφέας διδασκόμενος κάποια τεχνική; Ο Μάρκαρης απαντάει έμπρακτα, όχι κάνοντας μαθήματα, αλλά με τη δική του, προσωπική "συνταγή". Μια συνταγή που μας έδωσε ως τώρα έντεκα θαυμάσια αστυνομικά μυθιστορήματα.