Τρίτη, Ιουλίου 29, 2008

Παλιά, πολύ παλιά

Αγόρασα (μάλλον παρέλαβα από το ταχυδρομείο αφού το είχα παραγγείλει, μια και στην Κύπρο δεν είχε έρθει ακόμα) το τελευταίο βιβλίο του Πέτρου Μάρκαρη "Παλιά, πολύ παλιά" (Γαβριηλίδης, 2008) δυο μέρες πριν φύγω για ταξίδι, για να το πάρω μαζί μου. Δυστυχώς...το τελείωσα πριν φύγω και βρέθηκα να αναζητώ άλλο βιβλίο. Είναι ένα από τα καλύτερά του, αν όχι το καλύτερο. Η αστυνομική ιστορία με ήρωα τον μόνιμο πρωταγωνιστή του, τον συμπαθή αστυνόμο Κώσα Χαρίτο, είναι ταυτόχρονα κι ένα νοσταλγικό οδοιπορικό στη σύγχρονη, αλλά και την παλιά Κωνσταντινούπολη. Η Πόλη πλημμυρίζει τον αναγνώστη που έχει ζήσει εκεί ή που την έχει επισκεφθεί έστω και για λίγο, με εικόνες, αναμνήσεις, μυρωδιές, νοσταλγία.
Ο γνωστός μας αστυνόμος Χαρίτος, μαζί με την αγαπημένη του σύζυγο, την Αδριανή, με την οποία "μαζί δεν κάνουνε και χώρια δεν μπορούνε", πάνε για διακοπές στην Πόλη μαζί με ένα γκρουπ τουριστών. Πολύ ωραία αποδίδονται οι διάφοροι χαρακτήρες που συμμετέχουν σε τέτοιου είδους ταξίδια, οι ξεναγήσεις, οι περιγραφές των αξιοθέατων, οι εντυπώσεις. Και ξαφνικά ο Χαρίτος μπλέκεται και πάλι σε μια αστυνομική περιπέτεια. Ένας ηλικιωμένος κύριος, κάτοικος της Πόλης, ακούγοντάς τους να μιλούν ελληνικά, ζητά να μάθει αν ταξίδεψε μαζί τους μια σχεδόν ενενηκοντούτις γνωστή του, που του είχε πει ότι αναχωρούσε για την Πόλη, αλλά δεν είχε φτάσει ποτέ. Η αναζήτηση της γριάς Μαρίας Χάμπου θα μπλέξει τον αστυνόμο Χαρίτιο, έστω κι αν βρίσκεται σε διακοπές, σε μια ακόμα αστυνομική περιπέτεια, στην οποία αναγκαστικά θα συνεργαστεί με την τουρκική αστυνομία. Πολύ σύντομα εντοπίζουν τα ίχνη της ηλικιωμένης, η οποία, αρχίζοντας από τον αδερφό της, σκορπάει το θάνατο προσφέροντας στα θύματά της μια..τυρόπιτα ζυμωμένη με παραθείο. Τα αίτια, που αποκαλύπτονται σιγά-σιγά, κρύβονται σε παλιές μισοξεχασμένες ιστορίες, ζωντανές όμως για τη γριά Χάμπου που ζητά εκδίκηση. Ο Χαρίτος τριγυρίζει στην Πόλη, πότε με τον Τούρκο Μουράτ, πράγμα που συχνά δίνει αφορμή στο συγγραφέα να μιλήσει για τις σχέσεις και τη νοοτροπία των δυο λαών, άλλοτε πάλι μόνος, με τη βοήθεια Ελληνίδων της Πόλης (μια μάλιστα έτυχε να ταξιδεύει μαζί τους) προσπαθώντας να βρει τη γριά και να προλάβει το επόμενο χτύπημά της.
Περιφερόμαστε κι εμείς μαζί του πότε σε σπίτια, πότε σε γειτονιές, σε εκκλησίες, στον λίγο εναπομείναντα Ελληνισμό της Πόλης. Παλιές ιστορίες ξεθάβονται, μνήμες διωγμών επανέρχονται κι ανάμεσα σκόρπιες σκέψεις και συζητήσεις για τα λάθη του Ελληνισμού ή για την ιδιαιτερότητα των Ρωμιών της Πόλης, απ' την οποία και ο ίδιος ο Μάρκαρης κατάγεται. Μοιάζει σαν η αστυνομική ιστορία να είναι μόνο η αφορμή για να εκφράσει ο συγγραφέας τα συναισθήματά του για το γενέθλιο χώρο, να μας μιλήσει για την Πόλη και τους ανθρώπους της, για το πώς ήταν άλλοτε και πώς είναι σήμερα, για τους δρόμους, την πολυκοσμία, τα εστιατόρια, τα φαγητά της.
Για όσους έχουν διαβάσει προηγουμένως Μάρκαρη και τον αγαπούν, το βιβλίο δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Για όσους για πρώτη φορά θα τον γνωρίσουν είμαι βέβαιη ότι δεν θα τους απογοητεύσει.


Δευτέρα, Ιουλίου 07, 2008

Η Μαρία ήταν το πρόσχημα

Δεν είναι ιστορικό μυθιστόρημα, δεν είναι χρονικό, δεν είναι αυτοβιογραφία, δεν είναι ταξιδιωτικό κι όμως είναι όλα αυτά μαζί κι άλλα ακόμη. Το βιβλίο της Μαριάννας Κορομηλά "Η Μαρία των Μογγόλων", στη σειρά "Η κουζίνα του ιστορικού" των εκδόσεων Πατάκη (2008), με γοήτευσε. Για πολλά πράγματα. Για τη σειρμική γραφή της Κορομηλά, που πετιέται από το ένα θέμα στο άλλο, από τη δική της γέννηση και καταγωγή στη Μαρία Κομνηνή Παλαιολογίνα Διπλοβατάτζινα, τη Μαρία των Μογγόλων, από την απαξίωση του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος της δεκαετίας του '50 στην καταγωγή της Παλαιολογίνας, από το πότε και πώς "υπέκυψε στην πρόκληση του άγνωστου Βυζαντίου" στα διαβάσματα, στην αναζήτηση βιβλίων και πηγών ή στον 13ο αι. και τον τρόπο που ο Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος σφετερίστηκε την εξουσία. Από τα φοιτητικά χρόνια στο Παρίσι, στη Μαρία που 12χρονο κορίτσι στέλλεται από τον πατέρα της να παντρευτεί τον Κουλαγκού, ηγεμόνα των Μογγόλων, σε μια προσπάθεια του Μιχαήλ να εξασφαλίσει την ειρήνη και τα σύνορα της αυτοκρατορίας. Από τα ταξίδια ατον Πόντο, στη Θράκη, στην Καισάρεια η Κορομηλά μεταπηδά και παρακολουθεί την ηρωίδα της στις δικές της πορείες. Όλο το βιβλίο κινείται σ' αυτό το στυλ και σ' ένα γοργό, αγχώδη ρυθμό, λες και η συγγραφέας βιάζεται κι αδημονεί να καλύψει το χάσμα των εφτά αιώνων και να συναντήσει αυτή τη μορφή που στοίχειωνε για χρόνια τη σκέψη της.
Μ' άρεσε ο τρόπος που η Κορομηλά κατορθώνει να κάνει το παρελθόν παρόν, που ο Μιχαήλ κι ο Ανδρόνικος κι ο Θεόδωρος Μετοχίτης κι η Μαρία δεν είναι πια παγιωμένες εικόνες σε βιβλία, αλλά πρόσωπα ζωντανά, συγκαιρινά μας. Μ' άρεσε που δεν μιλά με ατράνταχτες βεβαιότητες, αλλά με υποθέσεις, στηριγμένη πάντα σε κείμενα της εποχής. Για παράδειγμα, οι συλλογισμοί της για την πολύμηνη πορεία που ακολούθησε η Μαρία τότε, το 1264, για να φτάσει στη χώρα των Μογγόλων, αν δηλαδή πήγε μέσω Τραπεζούντας δια θαλάσσης πρώτα και ύστερα δια ξηράς, ή αν διέσχισε τη Μικρά Ασία περνώντας από την Καισάρεια, της οποίας η στρατηγική θέση εξακολουθεί να παραμένει η ίδια, αφού οι Η.Π.Α. εγκατέστησαν εκεί μια από τις στρατηγικότερες βάσεις τους στη Μέση Ανατολή (και να που το παρελθόν γίνεται και πάλι παρόν), καταλήγουν σε πολύ πειστικό συμπέρασμα.
Μ' άρεσε ακόμα γιατί βρήκα στο βιβλίο δικές μου εμπειρίες (κάπως εγωιστικό ακούγεται, αλλά έτσι δεν συμβαίνει πάντα;). Η Μονή της Χώρας στην οποία η Κορομηλά συνεχώς επανέρχεται, εκεί όπου σ' ένα απ' τα θαυμάσια ψηφιδωτά της απεικονίζεται η ηρωίδα της, με την ελλιπή επιγραφή "...ΑΝΔΡΟΝΊΚΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΥ Η ΚΥΡΆ ΤΩΝ ΜΟΥΓΟΥΛΙΩΝ, ΜΕΛΆΝΗ Η ΜΟΝΑΧΉ", υπήρξε και για μένα ένας γεμάτος δέος και συγκίνηση χώρος, όσο σύντομη κι αν ήταν η επίσκεψή μου, χαρακτηρισμένη με τον περιφρονητικό και απαξιωτικό προσδιορισμό "τουριστική". Και η πλήρης εκπλήξεως και θρησκευτικής κατάνυξης εμπειρία της Κορομηλά στην ανακάλυψη του αραβικού Χριστιανισμού της Συρίας, υπήρξε και μια δική μου ανάλογη εμπειρία σ' ένα βαθύτατα κατανυχτικό εσπερινό στο μοναστήρι της Αγίας Θέκλας στη Μααλούλα, λίγο έξω από τη Δαμασκό.
Θα συμφωνήσω εν μέρει με την αγαπητή Χριστίνα που βρίσκει στο βιβλίο "φλυαρία και αυτάρεσκο ύφος", αλλά το σύνολο δεν παύει να είναι γοητευτικό. Μετά απ' αυτό θα δυσκολευτώ, νομίζω, να προσαρμοστώ και πάλι στην ανάγνωση των κλασικών ιστορικών μυθιστορημάτων.