Πέμπτη, Μαΐου 29, 2008

Εάλω η Πόλις

"Εάλω η Πόλις. Η Πόλη έπεσε.
"Αυτή η κραυγή θ' αντηχεί όσο υπάρχει ο κόσμος. Αν έπειτα από αιώνες ξαναγεννηθώ, αυτές οι λέξεις θα γεμίζουν τα μάτια μου τρόμο και οι τρίχες των μαλλιών μου θα ορθώνονται. Θα τις θυμάμαι αυτές τις λέξεις και θα τις αισθάνομαι πάντα, ακόμα κι αν δεν θυμάμαι τίποτε άλλο, ακόμα κι αν από τη μνήμη μου σβηστεί κάθε άλλη ανάμνηση. Αυτές τις λέξεις θα τις αναγνωρίζω πάντα. Εάλω η Πόλις".
Τώρα που έφτασα στο τέλος, νομίζω πως δεν ήταν μόνο οι οικογενειακές και άλλες υποχρεώσεις αυτών των ημερών, ούτε το ογκώδες, πυκνογραμμένο βιβλίο και οι 500 σελίδες που απαιτούσαν αμέριστη την προσοχή του αναγνώστη που καθυστέρησαν τόσο πολύ την ανάγνωση του μυθιστορήματος "ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΓΓΕΛΟΣ" του Μίκα Βαλτάρι (Καλέντης, 2003, μετ. Μαρία Μαρτζούκου). Υποσυνείδητα ίσως χρονοτριβούσα σκόπιμα, καθυστερούσα να φτάσω σ' αυτές τις τελευταίες σελίδες, πληγή αγιάτρευτη στις καρδιές γενιών και γενιών Ελλήνων, πληγή που για μας εδώ στην Κύπρο ξαναμάτωσε πριν 34 χρόνια κι ακόμα αιμορραγεί. Κι όμως, να που σ' αυτές τις ανείπωτα τραγικές στιγμές φτάνω σήμερα, 29 Μαΐου 2008, 555 ακριβώς χρόνια μετά την αποφράδα εκείνη μέρα του 1453.
Το μυθιστόρημα αρχίζει στις 12 Δεκεμβρίου 1452, ημέρα που διαβάαστηκε στην Αγία Σοφία η διακήρυξη της Ένωσης των Εκκλησιών. Αφηγητής και κεντρικό πρόσωπο του βιβλίου είναι μια περίεργη, μυστηριώδης μορφή, ο Ιωάννης Άγγελος. Βρίσκεται στην Κωνσταντινούπολη έχοντας ξεφύγει από την αυλή του Μωάμεθ, όπου βρέθηκε αιχμάλωτος μετά τη συμμετοχή του σε σταυροφορία. Η ιστορία της ζωής του συμπληρώνεται σιγά-σιγά στο βιβλίο για να μάθουμε προς το τέλος ότι ήταν γόνος της αυτοκρατορικής οικογένειας, γεννημένος όμως στη Δύση από Έλληνα πατέρα.
Την ώρα που ο κόσμος βγαίνει από την εκκλησία, μετά την ανάγνωση της διακήρυξης, ερωτεύεται κεραυνοβόλα μια κοπέλα που αργότερα θα αποδειχτεί ότι είναι η Άννα , κόρη του άρχοντα Λουκά Νοταρά. Μέρα με τη μέρα, από τις 12 Δεκεμβρίου μέχρι την κατάληψη της Πόλης στις 29 Μαΐου και τα γεγονότα της επομένης, ως είδος ημερολογίου, καταγράφει όλη τη ζωή στην ετοιμοθάνατη Πόλη, την προσωπική του ιστορία με την Άννα Νοταρά, αλλά και τη ζωή γύρω του. Τις πολιτικές διαφορές, τους ενωτικούς με επικεφαλής τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Παλαιολόγο που πίστευε ότι έτσι θα είχε τη βοήθεια της Δύσης και τους ανθενωτικούς, με κύριο εκπρόσωπο τον Λουκά Νοταρά, που είχε ρίξει το σύνθημα "Καλύτερα το τουρκικό φακιόλι παρά η λατινική καλύπτρα".
Στην Πόλη υπάρχουν και την υπερασπίζονται Βενετσιάνοι και Γενοβέζοι κι αυτοί με διαφορές μεταξύ τους. Ξεχωριστή προσωπικότητα, γενναίος και τίμιος, παρουσιάζεται από τον συγγραφέα ο Γενοβέζος Ιουστινιάνης που πολεμά μέχρι την τελευταία στιγμή και πληγωμένο τον μεταφέρουν οι άνδρες του. Τι απέγινε δεν ξέρουμε.
Πώς ο Μωάμεθ ξεκινά από την Ανδριανούπολη, πώς σφίγγει μέρα με τη μέρα ο κλοιός γύρω από την Πόλη, οι επιθέσεις και η απόκρουσή τους, το γκρέμισμα και η επιδιόρθωση των τειχών, οι προλήψεις σύμφωνα με τις οποίες θα έμπαιναν οι Τούρκοι αλλά όταν θα έφταναν στη στήλη του Κωνσταντίνου άγγελος Κυρίου θα τους εξολόθρευε, θρησκοληψία, οράματα, διαδόσεις, όλα τα ανθρώπινα πάθη, η τελευταία συγκινητική λειτουργία, η Κερκόπορτα και η προδοσία, όλα όσα ξέρουμε και από άλλες πηγές, δίνονται από τον Βαλτάρι με λεπτομέρειες, σαν να τα κοιτάζει με μεγεθυντικό φακό. Από τις πιο συγκλονιστικές σκηνές η περιγραφή της εισόδου του Μωάμεθ στην Αγία Σοφία. Σφαγές. λεηλασίες, αίμα παντού. Από τη σφαγή δεν γλίτωσαν ούτε αυτοί που είχαν προσπαθήσει να έρθουν σε συνεννόηση με τον Μωάμεθ για να του παραδώσουν την Πόλη, πιστεύοντας ότι θα τη γλιτώσουν έτσι από την καταστροφή κι ότι σ' αυτούς θα εμπιστευθεί ο Μωάμεθ τη διοίκησή της! Όλοι οι άρχοντες, ανάμεσά τους ο Νοταράς και οι δύο γιοι του αποκεφαλίζονται.
Ένα μυθιστόρημα που αναμοχλεύει επώδυνες μνήμες, που για μας είναι ένα εξίσου οδυνηρό παρόν. Όταν, πριν από 4 χρόνια, επισκέφθηκα την Κωνσταντινούπολη, δεν είχα υπ' όψιν το μυθιστόρημα του Βαλτάρι. Όμως είχα αισθανθεί έντονα αυτό που ως προτροπή λέει σε κάποια στιγμή ο Ιωάννης Άγγελος: "Εσύ διαβάτη, που θα περάσεις κάποτε από τα ερείπια αυτού του τείχους, να ξέρεις πως μέσα από τα κίτρινα λουλούδια και τη σκόνη θα σε κοιτάζουν βαθιά και λυπημένα τα μάτια των τελευταίων Ελλήνων".


Τετάρτη, Μαΐου 14, 2008

Αναμνήσεις από το μέλλον

Πόσες φορές, αλήθεια, όσοι τουλάχιστον είμαστε...κάποιας ηλικίας, έρχεται μια στιγμή που λέμε: "Αχ, και να γινόμουνα πάλι νέος!" Πόσα από τα λάθη μας θα θέλαμε να αποφύγουμε, πόσες από τις απογοητεύσεις μας να εξαλείψουμε, πόσο καλύτερα νομίζουμε πως θα ξαναφτιάχναμε τη ζωή μας. Είναι όμως έτσι άραγε;
Ο Αμερικανός συγγραφέας Κεν Γκρίμγουντ (1944-2003) φαντάζεται τους ήρωες του βιβλίου του "Replay" (Ζωή σε επανάληψη, Κέδρος 2007, μετ. Φίλιππος Χρυσόπουλος) να ξαναγυρίζουν όχι μια αλλά πολλές φορές στη ζωή. Κεντρικός ήρωας είναι ο Τζεφ Γουίνστον, δημοσιογράφος σε ραδιοφωνικό σταθμό, 43 χρόνων, που πεθαίνει από καρδιακή προσβολή στις 18 Οκτωβρίου 1988. Ξυπνάει όμως δεκαοχτάχρονος φοιτητής, το 1963, 25 χρόνια πίσω. Έκπληκτος απ' αυτό που του συμβαίνει ξαναζεί γεγονότα που έζησε, αλλά τώρα με τη γνώση του μέλλοντος που έχει ήδη ζήσει, προσπαθεί να επέμβει, να τα αλλάξει. Θα μπορέσει άραγε; Ως ένα βαθμό ναι. Για παράδειγμα, στοιχηματίζει σε ιπποδρομίες ή άλλους αγώνες των οποίων ξέρει το αποτέλεσμα, κι έτσι αποκτά μια μεγάλη περιουσία. Θα μπορούσε όμως να εμποδίσει τη δολοφονία του Κέννεντι ή του Μάρτιν Λούθερ Κίγκ; Θα μπορούσε να θυμάται όλα τα αεροπορικά δυστυχήματα ώστε να αποφύγει να ταξιδέψει μ' ένα αεροπλάνο που θα συντριβεί; Ο Τζεφ έρχεται και ξανάρχεται στη ζωή οχτώ φορές. Σε κάθε ζωή προσπαθεί να ενεργήσει διαφορετικά, να κάνει άλλες επιλογές, αλλά τα λάθη και οι απογοητεύσεις δεν αποφεύγονται. Και είναι τρομερό να ξέρει κάθε φορά πως όταν φτάσει η μοιραία ημερομηνία, 18 Οκτωβρίου 1988, θα πεθάνει ξανά.
Στην πρώτη του ζωή, αυτήν που τερματίζεται για πρώτη φορά, είναι παντρεμένος με τη Λίντα και μ' αυτήν τον βρίσκουμε ξανά στο τέλος του βιβλίου. Όμως σε άλλες ζωές έχει παντρευτεί ή έχει ζήσει με άλλες γυναίκες. Στο γάμο του με τη Νταϊάν αποκτά μια κόρη, τη Γκρέτσεν κι όταν πεθαίνει και ξαναζεί τον πονάει η ανάμησή της, γιατί η κόρη του υπήρξε μόνο σε μια άλλη ζωή.
Σε κάποια "επαναφορά" γνωρίζει μια γυναίκα, την Πάμελα. η οποία έχει κι εκέινη τις ίδιες εμπειρίες. Μαζί προσπαθούν να διερευνήσουν αυτό που τους συμβαίνει. Στην προσπάθειά τους αυτή τους εντοπίζει και τους χρησιμοποεί με εκπρόσωπό της (της CIA ή άλλης υπηρεσίας) η Αμερικανική Κυβέρνηση. Όμως οι γνώσεις τους για το μέλλον δεν χρησιμοποιούνται για το καλό της ανθρωπότητας, αλλά για δολοφονίες και επιβολή της εξουσίας στον κόσμο.
Σύντομα διαπιστώνουν και οι δύο ότι κάθε επαναφορά αποκλίνει ως προς το χρόνο, καθυστερεί από λίγες ώρες μέχρι χρόνια, δηλαδή ο Τζεφ δεν επανέρχεται πάντα στο '63, αλλά άλλοτε στο 1968, άλλοτε στη δεακετία του '70 και ολοένα και πιο κοντά στο '88. Την τελευταία φορά που επανέρχεται είναι πια 1988, δεν θα ξαναζήσει άλλη ζωή, δεν θα υπάρξει "άλλη φορά". Κι όμως, αυτό αντί να τον θλίβει, τον χαροποιεί. "Αυτά τα χρόνια θα ήταν όλα καινούρια και άγνωστα, μια διαρκώς εναλλασσόμενη ποικιλία απρόβλεπτων γεγονότων και αισθήσεων που μέχρι τώρα τα είχε στερηθεί. Νέα φιλμ και θεατρικά έργα, νέες τεχνολογικές εξελίξεις, νέα μουσική-Χριστέ μου, πόσο πολύ λαχταρούσε να ακούσει ένα τραγούδι, που δεν είχε ξανακούσει ποτέ!"
Ένα βιβλίο επιστημονικής φαντασίας, αλλά που μπορεί να σε βάλει σε σκέψεις. Αγγίζει, έστω με μυθιστορηματικό τρόπο, το βαθύτερο νόημα κάθε φιλοσοφίας: Το νόημα και το σκοπό της ζωής, και τον θάνατο. Ίσως τελικά το να ξαναζήσουμε τη ζωή μας να μην είναι και το καλύτερο που θα μπορούσε να μας συμβεί.


Τρίτη, Μαΐου 06, 2008

Το παλιό σχολείο

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ! Γύρισα από το καθιερωμένο πασχαλινό προσκύνημα στην Ελλάδα (φέτος Βόλος-Σκιάθος-Πήλιο) με μια αγκαλιά βιβλία (δυο απ' αυτά δώρο φίλης αγαπητής) και, όπως ένας καλοφαγάς μπροστά σ' ένα κατάφορτο με λιχουδιές μπουφέ δεν ξέρει τι να πρωτοδιαλέξει, έτσι κι εγώ δεν ήξερα από πού να αρχίσω. Ο τίτλος όμως "Το παλιό σχολείο" (Old school, Πόλις, 2008, μετ. Παντελής Κοντογιάννης) ήταν πόλος έλξης ακατανίκητος. Συγγραφέας ο σύγχρονος Αμερικανός Tobias Wolff. Ένα βιβλίο για ένα αμερικανικό σχολείο του 1960, ο τύπος του οποίου δεν ξέρω αν ακόμα υπάρχει (Άραγε γι' αυτό ο τίτλος "Παλιό";). ένα σχολείο, όπου, παράλληλα με τους αθλητές, τους μουσικούς, τους θεατρίνους του, όλα δηλαδή τα εκκολαπτόμενα νέα ταλέντα, είχε σε ιδιαίτερη εκτίμηση και τους επίδοξους λογοτέχνες του. Η λογοτεχνία άλλωστε είχε μια ξεχωριστή θέση στα μαθήματα του σχολείου και ο νεαρός πρωτοπρόσωπος αφηγητής, πέρα από την αγάπη του γι' αυτήν, πέρα από τα διαβάσματά του, αγωνίζεται και ο ίδιος να γράψει. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το βιβλίο είναι η διαδικασία του πώς γίνεται ένας συγγραφέας, αν και ο ίδιος θα ομολογήσει:"Καμιά ακριβής αναφορά δεν μπορεί να δοθεί για το πώς και το γιατί έγινες συγγραφέας, ούτε υπάρχει κάποια στιγμή για την οποία να μπορείς να πεις: Ναι, τότε έγινα συγγραφέας".
Στο αυστηρό, αριστοκρατικό αυτό σχολείο ο νεαρός πρωταγωνιστής, που ποτέ δεν μαθαίνουμε το όνομά του, φοιτά με υποτροφία, αποκρύβοντας από τους συμμαθητές του την ταπεινή του προέλευση και την εβραϊκή, από την πλευρά του πατέρα του, καταγωγή. Οι τύποι των συμμαθητών, των καθηγητών, οι χοροεσπερίδες με το γειτονικό σχολείο θηλέων έχουν θέση στην αφήγησή του, αλλά τον κεντρικό ρόλο κατέχει η λογοτεχνία και η συγγραφή. "Πολλοί απ' αυτούς (τους μαθητές) ήθελαν να γίνουν συγγραφείς. Ίσως νόμιζαν, όπως κι εγώ, ότι με το να γίνεις συγγραφέας, αποφεύγεις τα προβλήματα που έχουν να κάνουν με την κοινωνική τάξη και την καταγωγή."
Χαρακτηριστικό της έμφασης που δινόταν στη λογοτεχνία ήταν και η συνήθεια του σχολείου να καλεί τρεις φορές το χρόνο καταξιωμένους συγγραφείς να μιλήσουν στους μαθητές, ενώ παράλληλα έδινε την ευκαιρία σε ένα από τους μαθητές, που θα έγραφε το καλύτερο ποίημα, αν ο προσκεκλημένος ήταν ποιητής, ή πεζό, αν ήταν πεζογράφος, να έχει μια ιδιαίτερη συνάντηση με το λογοτέχνη.
Τη χρονιά της αφήγησης οι προσκεκλημένοι ήταν ο ποιητής Ρόμπερτ Φροστ, η πεζογράφος Έιν Ραντ (στις ελληνικές μεταφράσεις των έργων της την ξέρουμε ως Άιν Ραντ) και προπάντων ο πασίγνωστος και ίνδαλμα των μαθητών, ο μεγάλος Έρνεστ Χέμινγκουεϊ. Ο συγγραφέας-αφηγητής περιγράφοντας αυτές τις επισκέψεις παίρνει αφορμή για μια κριτική θεώρηση του έργου τους, αλλά και για γενικότερη θεώρηση της αμερικανική λογοτεχνίας. Παρουσιάζει τον Φροστ αντίθετο με τη μοντέρνα ποίηση, αλλά εκεί που απορρίπτει εντελώς, "κατατεμαχίζει", θα λέγαμε, είναι την Έιν Ραντ. Την παρουσιάζει σαν ένα εγωιστικό πλάσμα, που δεν αποδέχεται κανένα άλλο συγγραφέα εκτός από τον εαυτό της, που κηρύττει τον άκρατο ατομικισμό. Κι ενώ πριν από τη συνάντηση ο αφηγητής λάτρευε το έργο της "Νερομάνα" (στα ελληνικά μεταφράστηκε ως "Κοντά στον ουρανό", Ωκεανίδα, 1997), τώρα δεν θέλει πια να το ξαναδεί. (Περίεργο, δεν γίνεται καθόλου λόγος για το άλλο της μεταφρασμένο "Εμείς οι ζωντανοί" που το διάβασα πριν από χρόνια και μου άρεσε πολύ, καθώς βεβαίως και το "Κοντά στον ουρανό").
Όταν αναγγέλλεται η επίσκεψη του Χέμινγκουέϊ, όλο το σχολείο βρίσκεται σε αναβρασμό. Όλοι προσπαθούν να γράψουν κάτι κι ο νεαρός αφηγητής βάζει στόχο να γράψει το καλύτερο διήγημα. Όμως φτάνει το τελευταίο βράδυ χωρίς να έχει έμπνευση "κι εγώ ήμουν τόσο εξουθενωμένος, περιμένοντας με το χέρι απλωμένο να με ελεήσουν οι λέξεις", λέει. Τελικά θα γράψει το διήγημα, θα επιλεγεί από το μεγάλο συγγραφέα, αλλά ο νεαρός θα παραβεί ένα κώδικα τιμής και θα αποβληθεί για πάντα από το σχολείο.
Σε δυο σύντομα κεφάλαια στο τέλος, δίνεται η ζωή του ήρωα, που επιτυγχάνει ως συγγραφέας και καλείται με αυτή την ιδιότητα στο παλιό του σχολείο, πρόσκληση την οποία απορρίπτει για να την αποδεχτεί ταλικά, όταν συναντά ένα παλιό του καθηγητή. Εντύπωση και απορία προκαλεί το γεγονός ότι το βιβλίο δεν τελειώνει με τον αφηγητή, αλλά με την ιστορία του κοσμήτορα του σχολείου, που είχε φύγει ξαφνικά τότε που αποβλήθηκε ο αφηγητής.
Από την κριτική έχει γραφτεί ότι "Το παλιό σχολείο" είναι μια διασταύρωση του "Κύκλου των χαμένων ποιητών" και του "Φύλακα στη σίκαλη". Χωρίς αμφιβολία είναι ένα σημαντικό έργο, το οποίο όμως δεν μπορεί κάποιος να απολαύσει πλήρως, αν δεν ξέρει τους συγγραφείς για τους οποίους γίνεται λόγος, καθώς και τα συγκεκριμένα έργα τους.
Για το ίδιο βιβλίο: