Παρασκευή, Νοεμβρίου 27, 2009

Εξαιρετικά δυνατά και απίστευτα κοντά

Κλείνω το μυθιστόρημα του νέου Αμερικανού συγγραφέα Τζόναθαν Σάφραν Φόερ "Εξαιρετικά δυνατά και απίστευτα κοντά" (Μελάνι, 2009, μετ. Ελένη Ηλιοπούλου) και μένω για ώρα συλλογισμένη να αναρωτιέμαι γιατί μου άρεσε αυτό το παράξενο, αινιγματικό, ενίοτε δυσκολονόητο (θα μπορούσα υπερβάλλοντας να το χαρακτηρίσω σουρρεαλιστικό) μυθιστόρημα. Υπάρχουν σελίδες στις οποίες δυσκολεύεσαι να καταλάβεις ποιος μιλά, καθώς το αφηγηματικό εγώ αλλάζει χωρίς προειδοποίηση, υπάρχει όμως στο κύριο σώμα του έργου η πρωτοπρόσωπη αφήγηση του εννιάχρονου Όσκαρ Σελ, που κάνει το σύνολο ακαταμάχητα γοητευτικό.
Θα πρέπει βεβαίως να προσαρμοστούμε στη λογοτεχνική σύμβαση για να δεχτούμε την ωριμότητα, τις γνώσεις, τη στοχαστικότητα, την τόλμη, την ευφυΐα που διαθέτει ο μικρός Όσκαρ και που ξεπερνά κατά πολύ τη χρονολογική του ηλικία. Ο πατέρας του έχει πεθάνει στους Δίδυμους Πύργους κατά την τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου. Η θλίψη για το χαμό του πατέρα, η συμβολική αναζήτησή του σ' όλη τη Ν. Υόρκη, καθώς ο μικρός ψάχνει να βρει τι άνοιγε ένα κλειδί που βρήκε τυχαία στα πράγματα του πατέρα του, διαποτίζει ολόκληρο το βιβλίο. Ακούει ξανά και ξανά τον αυτόματο τηλεφωνητή όπου είχαν καταγραφεί τα τελευταία μηνύματα του πατέρα του, όταν τηλεφωνούσε μετά το χτύπημα και δεν σήκωνε κανείς το τηλέφωνο. Τριγυρίζει στους δρόμους και στις γειτονιές της Ν. Υόρκης, η σκηνή στο Εμπάιαρ Στέιτ Μπίλντιγκ του δίνει την ευκαρία να αναφερθεί λεπτομερώς σ' ένα από τα πιο εμβληματικά σημεία της πόλης και παντού η σκέψη του πατέρα τον ακολουθεί.
Αντιδρά στη φιλία της μητέρας του μ' έναν άλλο άντρα, οδηγείται σε ψυχίατρο για να ξεπεράσει τη θλίψη του και με μια λογική αφέλεια αναρωτιέται: "Δεν καταλάβαινα για ποιο λόγο χρειαζόμουν βοήθεια, αφού εμένα μου φαινόταν ότι πρέπει να έχεις βαριά καρδιά όταν ο μπαμπάς σου πεθάνει, κι αν δεν έχεις βαριά καρδιά τότε είναι που χρειάζεσαι βοήθεια".
Μένει στον 5ο όροφο μιας πολυκατοικίας, επικοινωνεί με τη γιαγιά του που μένει απέναντι με γουόκι τόκι, πιάνει φιλία μ' έναν υπεραιωνόβιο και μαζί του τριγυρίζει αναζητώντας αυτό που άνοιγε με το κλειδί. Στη σχολική παράσταση παίζει τον Γιόρικ (που στο έργο είναι μόνο το κρανίο που κρατάει ο Άμλετ συλλογιζόμενος για τη ζωή και το θάνατο), γράφει γράμματα στον αστροφυσικό Στήβεν Χόκινς και παθιάζεται με τα τραγούδια των Μπητλς. Έχει τρομερή φαντασία και πλάθει με το νου του ένα σωρό φανταστικές εικόνες όταν τον πιάνει η αϋπνία.
Η αφήγηση του Όσκαρ διακόπτεται με κεφάλαια στα οποία, μέσω επιστολών, ο παππούς του απευθύνεται στον γιο του (και πατέρα του Όσκαρ), τον οποίο δεν είχε γνωρίσει ποτέ, μια και εγκατέλειψε τη γυναίκα του (γιαγιά του Όσκαρ) όταν εκείνη έμεινε έγγυος. Κάποιες άλλες επιστολές απαυθύνονται στον Όσκαρ από τη γιαγιά του. Μπορεί μέσα από τις επιστολές να μαθαίνουμε όλη την προϊστορία και τις απώλειες της οικογένειας, όμως θα προτιμούσα να υπάρχει μόνο η παιδική αφήγηση. Βρήκα επίσης περιττές τις εικόνες του βιβλίου που σχετίζονται με καταστάσεις που αναφέρονται στο κείμενο, όπως για παράδειγμα η φωτογραφία κάποιου που πέφει στο κενό από τους Δίδυμους Πύργους. Μια εικόνα που απασχολεί πολύ τον Όσκαρ. Έχω την άποψη πως ο δυνατός λόγος (και είναι δυνατός ο λόγος του Φόερ) δεν έχει ανάγκη από οπτικοποίηση.
Ο στόχος του συγγραφέα νομίζω πάει πολύ πιο πέρα από την ψυχογράφηση του μικρού Όσκαρ και των συνεπειών του ξαφνικού και αναίτιου θανάτου για τους επιζώντες. Ο Φόερ βρίσκει τρόπο να εμπλέξει στο μυθιστόρημά του το βομβαρδισμό της Δρέσδης κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (μήπως κι αυτός δεν ήταν μια παράλογη και άσκοπη καταστροφή μια και ο πόλεμος είχε πια κριθεί;), αλλά ακόμη και με την ατομική στη Χιροσίμα. "Δεν έχει σημασία τι στολή φοράνε οι στρατιώτες. Δεν έχει σημασία πόσο καλά είναι τα όπλα. Σκέφτηκα ότι αν μπορούσαν όλοι να δουν όσα είδα εγώ, δεν θα είχαμε ποτέ ξανά πόλεμο", λέει ο Ιάπωνας από τον οποίο ο Όσκαρ είχε πάρει συνεντευξη.
Παρά τους αχρείαστους, κατά τη γνώμη μου, μοντερνισμούς και τις κάποιες ενστάσεις μου, το βιβλίο του Φόερ μου άρεσε πολύ.

Παρασκευή, Νοεμβρίου 20, 2009

Το βιβλιοπωλείο των σκιών

Διερωτώμαι αν η απογοήτευσή μου από το μυθιστόρημα του πρωτοεμφανιζόμενου Δανού συγγραφέα Μίκκελ Μπίργκεγκορ (γεν. 1969) οφείλεται στις αυξημένες προσδοκίες που μου δημιούργησε ο ενθουσιασμός του Mike, από τον οποίο και έμαθα γι' αυτό το βιβλίο, ή αν πράγματι δεν αξίζει όσο διαφημίζεται ("μεταφράζεται ήδη σε 17 χώρες ενώ ετοιμάζεται και η μεταφορά του στον κινηματογράφο").
"Το βιβλιοπωλείο των σκιών" (Πατάκης, 2009, μετ. Λύο Καλοβυρνάς) κινείται ανάμεσα στην επιστημονική φαντασία και το αστυνομικό μυθιστόρημα. Θα μπορούσε να είναι κι ένα γοητευτικό ανάγνωσμα για τους βιβλιόφιλους, αλλά δυστυχώς δεν αξιοποίησε ως εκεί την ιδέα του ο νεαρός συγγραφέας.
Ένα παλαιοβιβλιοπωλείο στην Κοπεγχάγη, το Libri di Luca, είναι το κέντρο μιας ομάδας βιβλιόφιλων με ειδικές ικανότητες. Αποκαλούνται Λέτορες, όπως λέγονται οι αναγνώστες στα ιταλικά, και μπορούν κατά την ανάγνωση ενός κειμένου να δώσουν όποια έμφαση θέλουν και κατά συνέπεια να επηρεάσουν το βίωμα και τη στάση του ακροατή απέναντι στο ανάγνωσμα, μέχρι του σημείου να αλλάξουν τις αποφάσεις του ή τα συναισθήματά του σε τέτοιο βαθμό που ο ακροατής ή ο αναγνώστης που δέχεται μια τέτοια επίδραση να οδηγηθεί ακόμη και στο θάνατο. Οι Λέτορες ανήκουν σε δυο κατηγορίες, στους πομπούς και τους δέκτες (που για να είμαι ειλικρινής δεν καλοκατάλαβα τη διαφορά τους).
Το παλαιοβιβλιιοπωλείο ανήκει σ' έναν ηλικιωμένο Ιταλό, τον Λούκα, που πεθαίνει ενώ διαβάζει το βιβλίο Operette morali του Τζάκομο Λεοπάρντι. Ο θάνατός του αποδίδεται σε καρδιακή προσβολή και το βιβλιοπωλείο κληρονομεί ο δικηγόρος γιος του Γιον, που για είκοσι χρόνια δεν είχε καμιά σχέση με τον πατέρα του, ούτε είχε ιδέα για τους Λέτορες. Σιγά-σιγά θα ενημερωθεί, θα "ενεργοποιηθεί" και ο ίδιος και η μια περιπέτεια ακολουθεί καταιγιστικά την άλλη στο βιβλίο. Ως συνήθως σε παρόμοιου τύπου υποθέσεις υπάρχουν οι "καλοί" και "οι κακοί". "Κακοί" είναι μια άλλη οργάνωση που αποκαλείται Σκιώδης Οργάνωση, που θέλει να εκμεταλλευτεί τη δύναμη των Λετόρων. Φόνοι, αναγνώσεις που προκαλούν με τη φόρτισή τους ακόμα και βραχυκύκλωμα ή πυρκαγιά αφθονούν στο βιβλίο. Υπάρχει επίσης ένας χάκερ που μπορεί να ανακαλύψει τα πάντα στους υπολογιστές του (ο συγγραφέας φαίνεται να εκμεταλλεύεται την ιδιότητά του ως προγραμματιστή) και η διαμάχη με τη Σκιώδη Οργάνωση θα οδηγήσει τους ήρωες του βιβλίου μέχρι την περίφημη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδειας.
Βρήκα πολύ ενδιαφέρουσα την ιδέα του συγγραφέα και παρ' όλο ότι ανήκει στη σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας, υπάρχουν απόψεις που δεν απέχουν από την πραγματικότητα. Για παράδειγμα, η επίδραση που ασκεί στο πνεύμα μας ένας χώρος γεμάτος από βιβλία ή ακόμη η ενέργεια που μας διοχετεύει ένα παλιό βιβλίο, προπάντων η πρώτη του έκδοση, είναι επιρροές που ίσως πολλοί από μας έχουν αισθανθεί.
Η απογοήτευσή μου από το βιβλίο έγκειται στο ότι ο συγγραφέας δεν αξιοποίησε όσο έπρεπε την ιδέα του. Ενώ όλο το μυθιστόρημα κινείται γύρω από τα βιβλία, ελάχιστοι τίτλοι αναφέρονται και ούτε ένα απόσπασμα. Θα περίμενε κανείς, όταν ένας δέκτης διαβάζει και επηρεάζει τόσο πολύ τους ακροατές του, να αναφερόταν και το συγκεκριμένο βιβλίο από το οποίο διαβάζει. Εξαίρεση αποτελεί...ο Πινόκιο και η απλή αναφορά σε 2-3 άλλους τίτλους. Ή ο συγγραφέας δεν έχει αρκετή γνώση της λογοτεχνικής παραγωγής ή... βαρέθηκε να ψάξει για τα κατάλληλα κείμενα.
Οπωσδήποτε, ένα βιβλίο που ασχολείται με βιβλία, παρ' όλες τις αδυναμίες του, δεν μπορεί παρά να ενδιαφέρει κάθε βιβλιόφιλο.

Σάββατο, Νοεμβρίου 07, 2009

Το μυστικό ποτάμι

Σπάνια βιβλίο που δεν έχει μια ελκυστική υπόθεση, που δεν σου δημιουργεί την περιέργεια να δεις τι θα γίνει παρακάτω, που σχεδόν μπορείς να μαντέψεις τη συνέχεια, με τράβηξε τόσο πολύ όσο το μυθιστόρημα της Αυστραλής συγγραφέως Κέιτ Γκρένβιλ "Το μυστικό ποτάμι" (Καστανιώτης, 2008). Γεμάτο ομορφιά και ποίηση, πλημμυρισμένο από περιγραφές της παρθένας αυστραλιανής φύσης πριν από την υποταγή της στους Άγγλους αποίκους, το βιβλίο σε μεταφέρει εκεί, στην Αυστραλία των αρχών του 19ου αι. Η σκέψη σου μετεωρίζεται ανάμεσα στους χαρακτήρες του βιβλίου που αναζητούν ένα τόπο επιβίωσης και στους πρωτόγονους κατοίκους αυτής της γης, που γι' αυτούς τούτο το χώμα ήταν κομμάτι από τον ίδιο τον εαυτό τους. Ουσιαστικά το βιβλίο σε βάζει ανάμεσα σε δυο πολιτισμούς και συχνά σε κάνει να αναρωτιέσαι ποιοι πραγματικά ήταν οι πολιτισμένοι, οι Άγγλοι κατακτητές ή οι Αυστραλοί γηγενείς, οι δεμένοι με τη φύση και το περιβάλλον τους.

Στα 1806 ο Γουίλλιαμ Θόρνχιλ είναι ένας πάμπτωχος βαρκάρης στον Τάμεση. Η Ντικενσιανή ατμόσφαιρα του Λονδίνου (κατά τον προσφυέστατο χαρακτηρισμό του Librofilo) σε κάνει να αναρωτιέσαι: "αλήθεια, τι νοσταλγούμε, όταν μιλάμε για παλιούς, καλούς καιρούς;" Ο φτωχός βαρκάρης είναι από παιδί ερωτευμένος με τη συνομήλική του Σαλ. Παντρεύονται, αποκτούν ένα παιδί, ένα δεύτερο είναι στο δρόμο, μα οι φοβερές ανάγκες οδηγούν, όπως και πολλούς άλλους τότε, στην κλοπή. Τιμωρία, η καταδίκη σε δημόσιο απαγχονισμό. Μια ευκαρία έχει να γλιτώσει τη ζωή του. Να εξοριστεί ισόβια μαζί με την οικογένειά του στη μακρινή αποικία του Σίδνεϊ, όπου το πλοίο της εποχής χρειαζόταν περίπου ένα χρόνο για να φτάσει.
Αρχίζει κι εκεί ως βαρκάρης να εξασφαλίζει τα προς το ζην. Όμως, ένα κομμάτι γης που αντικρίζει μια μέρα στις όχθες ενός "μυστικού ποταμού", λειτουργεί μέσα του σαν κεραυνοβόλος έρωτας. Το θέλει αυτό το κομμάτι γης. Τίποτα ευκολότερο."Καταμεσής του ξέφωτου, έσυρε το τακούνι του στο χώμα τέσσερις φορές. Οι ευθείες και το τετράγωνο που σχημάτιζαν δεν έμοιαζαν με τίποτε άλλο εκεί κι άλλαξαν τα πάντα. Να λοιπόν ένα μέρος όπου ο άνθρωπος έβαλε το σημάδι του στη γη. Ήταν καταπληκτικό το πόσο λίγα χρειάζονταν για να έχεις ένα κομμάτι γης". Βοηθός και συμπαραστάτης στον αγώνα για επιβίωση η αγαπημένη του γυναίκα, η Σαλ, που όμως δεν παύει να σκέφτεται και να ονειρεύεται "τον γυρισμό στην πατρίδα". Τα παιδιά ακολουθούν το ένα το άλλο, έξι τελικά θα αποκτήσουν.
Η οικογένεια του Θόρνχιλ, καθώς και οι άλλοι άποικοι, μέσα στις προχειροφτιαγμένες καλύβες τους, μακριά ο ένας από τον άλλο, αγωνίζονται να ξεχερσώσουν τη γη που τους δόθηκε, να σπείρουν καλαμπόκι, να φυτέψουν λαχανικά. Τριγύρω τους το πυκνό δάσος και οι μαύροι ντόπιοι που τους παρακολουθούν από μακριά, που προβάλλουν βιαστικά σαν σκιές, γυμνοί, με τα ακόντια στο χέρι. Δεν φαίνονται να δουλεύουν ή να κοπιάζουν, εξασφαλίζουν την τροφή τους από τις ρίζες, τα φυτά, τα ζώα γύρω τους κι έχουν άφθονο χρόνο να καθίσουν γύρω από τη φωτιά, να χορέψουν και να τραγουδήσουν, να πουν παραμύθια και να χαϊδέψουν τα παιδιά τους. Η αντίθεση, η σύγκριση και η σύγκρουση μεταξύ των δύο πολιτισμών είναι αναπόφευκτη.
Οι λευκοί βεβαίως με τα όπλα θα επικρατήσουν. Οι σκηνές εξόντωσης των μαύρων είναι ανατριχιαστικές μέσα στη ρεαλιστικότητα της περιγραφής της Γκρένβιλ. Ο Θόρνχιλ, ο πρώην κατάδικος, όχι μόνο επιβιώνει, γίνεται ένας πλούσιος κτηματίας, με πολλούς άλλους να τον υπηρετούν, μ' ένα πανέμορφο σπίτι "που μπορούσε να φανταστεί ως μια εκδοχή της Αγγλίας", με άφθονο χρόνο στη διάθεσή του να κάθεται στη βεράντα και να κοιτάζει με το τηλεσκόπιο πέρα μακριά. Αλλά, με μια από τις τελευταίες φράσεις του βιβλίου, η συγγραφέας συμπυκνώνει όλη την ουσία του έργου της: "Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί δεν αισθανόταν θριαμβευτής".