Κυριακή, Μαρτίου 25, 2012

Αγκριτζέντο

Καθώς έκλεινα την τελευταία (ηλεκτρονική) σελίδα του "Αγκριτζέντο", του βραβευμένου με το Ευρωπαϊκό Βραβείο μυθιστορήματος του Κώστα Χατζηαντωνίου (Λιβάνης 2011), είχα έντονη την αίσθηση πως το μυθιστόρημα αυτό ταιριάζει να το κρατά κανείς και μ' αυτό οδηγό να διασχίζει τη Σικελία. Να περπατά στους δρόμους του Παλέρμο, να περιδιαβάζει στην Κατάνη, ν' ανεβαίνει στην Αίτνα, να τριγυρίζει στον Ακράγαντα και στην Κοιλάδα των ναών. Ταυτόχρονα να διαπερνά τους αιώνες και να ταξιδεύει στην παλιά Σικελία, στις ελληνικές αποικίες και στην ιστορία του τόπου, της οποίας αδιάψευστοι μάρτυρες στέκονται τα ερείπια των αρχαίων ναών, ονόματα ανθρώπων και τόπων.
Χρειάζεσαι κάποιο χρόνο για να εισχωρήσεις στο μυθιστορηματικό σύμπαν του "Αγκριτζέντο", γιατί τα νήματα μοιάζουν στην αρχή άσχετα μεταξύ τους. Ένας ηλικιωμένος γιατρός, η κόρη του, ένας φυγόδικος, μέλος παράνομης οργάνωσης, ένας Έλληνας από τη Ρόδο, ένας αποσχηματισμένος ιερέας, ο Ακραγαντίνος φιλόσοφος, ο Εμπεδοκλής φαίνονται  ασύνδετα. Όμως βαθμηδόν οι σχέσεις αποκαλύπτονται, η Σικελία, όχι μόνο ως χώρος αλλά και ως πάθος γίνεται ο συνεκτικός δεσμός.
Ο γιατρός Παυσανίας Ανκίτε, που έχασε την αγαπημένη του σύζυγο μετά από τέσσερα μόνο χρόνια γάμου, και που η μονάκριβη κόρη του μεγάλωσε σχεδόν μακριά του, τώρα, σε προχωρημένη ηλικία, με τα σημάδια της στηθάγχης να προοιωνίζουν το τέλος, γράφει την ιστορία της Σικελίας. Την παρακολουθούμε σταδιακά σ' όλο το βιβλίο. Ιστορία στην οποία παρεμβάλλονται όχι μόνο οι σκέψεις του γιατρού, αλλά και η φιλοσοφία του μεγάλου Ακραγαντίνου, του Εμπεδοκλή. Αυτού που υπήρξε φιλόσοφος, ποιητής, γιατρός, πολιτικός, μύστης. Σπαράγματα των λόγων του πλημυρίζουν το βιβλίο. Η θεωρία του για "τη φιλότητα και το νείκος" βρίσκει έμπρακτη εφαρμογή στο μυθιστόρημα. Η πίστη του στην αέναη γέννηση και φθορά επανέρχεται συχνά στο βιβλίο. "Από το μη ον τίποτε δεν μπορεί να γεννηθεί κι ανέφικτο κι ανήκουστο θα ήταν κάτι που υπάρχει να εξαφανιστεί. Πάντα θα είναι εκεί, όπου για μια φορά στεριώσει".
Ρόδιοι είχαν ιδρύσει τη Γέλα κι η Γέλα τον Ακράγαντα, το σημερινό Αγκριτζέντο. Ρόδιος είναι και ο Λίνος, ο νέος Έλληνας που είχε γνωρίσει την κόρη του γιατρού όταν σπούδαζε στη Ρώμη και ύστερα από 15 χρόνια χωρισμού επισκέπτεται την πατρίδα της αναζητώντας νόημα και σκοπό στη ζωή του, υποσυνείδητα ίσως την Ισαβέλλα ψάχνοντας.
Κι ο φυγόδικος που με τη συνέργεια και του γιατρού κρύβεται, θα δώσει την ευκαιρία στο συγγραφέα να μιλήσει και να ερμηνεύσει την περίφημη Μαφία."Δεν ήταν μια οργάνωση ό,τι ονομάζουν "Μαφία", δεν είχε σχέση με τα κόμματα, δεν ήτανε κλέφτης ή ληστής ο μαφιόζος. Ήτανε η αντίσταση μιας ράτσας, η ανυπόταχτη σικελική ψυχή μας. Το αίσθημα περηφάνιας, τιμής και ανυπακοής κάθε Σικελού απέναντι σε κάθε ισχυρό, ενάντια σε κάθε άδικο νόμο. Η συνείδηση της ξεχωριστής μας ύπαρξης", θα πει ένα από τα πρόσωπα του έργου.
Μα δεν είναι μόνο το περιεχόμενο, ιστορία και φιλοσοφία, ανθρώπινα πάθη και προβληματισμός, που καθιστούν το βιβλίο ένα εξαιρετικό ανάγνωσμα. Είναι και ο λόγος, η έκφραση, συχνά ποιητική, η περίτεχνα διατυπωμένη σκέψη που απαιτεί αμέριστη την προσοχή του αναγνώστη.
Το βέβαιο είναι πως το "Αγκριτζέντο" δεν εξαντλείται με μια ανάγνωση. Είναι βιβλίο στο οποίο θέλεις να ξαναγυρίζεις, είτε απομονώνοντας την πολύπαθη ιστορία της Σικελίας, είτε παρακολουθώντας την Εμπεδόκλεια φιλοσοφία, άλλοτε τριγυρίζοντας στα αρχαία ερείπια ή στις σύγχρονες σικελικές πόλεις.

Κυριακή, Μαρτίου 11, 2012

Ο θάνατος και η ζωή της Σύλβιας Πλαθ

Τη νύχτα της 10ης προς την 11η Φεβρουαρίου 1963, η τριαντάχρονη ποιήτρια και πεζογράφος Σύλβια Πλαθ άνοιξε το παράθυρο του δωματίου των δυο μικρών παιδιών της, άφησε πλάι στις κούνιες τους ψωμί και γάλα, παράχωσε πετσέτες και πανιά κάτω από την πόρτα του υπνοδωματίου και της κουζίνας και στερέωσε κολλητική ταινία στις γωνιές της πόρτας. Ύστερα δίπλωσε ένα πανί για να ακουμπά το κεφάλι της, άνοιξε όλους τους διακόπτες του γκαζιού κι έχωσε το κεφάλι της στο φούρνο.
Με αυτό τον απλό και γι΄αυτό τόσο συγκλονιστικό τρόπο περιγράφει ο Ronald Hayman στο βιβλίο του "Ο θάνατος και η ζωή της Σύλβιας Πλαθ" (Μελάνι, 2005, μετ. Έφη Φρυδά) την αυτοκτονία της Σύλβιας Πλαθ. Όπως γράφει ο ίδιος στον πρόλογό του, "δεν είναι ούτε βιογραφία ούτε μελέτη, πρόκειται για μια βιογραφική μελέτη".
Πολύ δικαιολογημένα ο συγγραφέας προτάσσει στον τίτλο του βιβλίου το "θάνατος" αντί το "ζωή" όπως θα περίμενε κανείς. Γιατί ο τρόπος του θανάτου είναι που έδωσε ζωή στη Σύλβια Πλαθ ως λογοτέχνιδα. Μέχρι το θάνατό της το όνομά της ήταν σχεδόν άγνωστο. Μετά την αυτοκτονία της μια χιονοστιβάδα δημοσιεύσεων την καθιστά διεθνώς γνωστή και φεμινιστικό σύμβολο. Ποιήματά της, τα ημερολόγιά της, μελέτες για το έργο της, βιογραφίες εκδίδονται συνεχώς.
Το βιβλίο του Hayman, όπως και ο ίδιος δηλώνει, συνδυάζει τη βιογραφία με τη μελέτη. Γιατί, πράγματι, η κατανόηση του έργου της τραγικής αυτής γυναίκας, το οποίο είναι εν πολλοίς αυτοβιογραφικό, απαιτεί τη γνώση της ζωής της.
Γεννήθηκε στη Βοστόνη το 1932. Ο πατέρας της, εντομολόγος καθηγητής πανεπιστημίου, πεθαίνει όταν η Σύλβια ήταν οχτώ χρονών, κάτι που τη σημάδεψε για πάντα και έγινε αφορμή να ενταθεί η σχέση αγάπης-μίσους που είχε με τη μητέρα της. Αρχίζει να γράφει από πολύ νεαρή ηλικία, ενώ ταυτόχρονα δημιουργεί δεσμούς με διάφορους νεαρούς, ποιος ξέρει τι αναζητώντας στις σχέσεις αυτές. Το 1953 κάνει την πρώτη απόπειρα αυτοκτονίας με υπνωτικά χάπια, αλλά σώζεται και περνά από ψυχοθεραπεία και ηλεκτροσόκ.
Κερδίζει μια υποτροφία για το Κέιμπριτζ, εκεί γνωρίζει τον επίσης ποιητή Τεντ Χιουζ και παντρεύονται. Περνούν οικονομικές δυσκολίες ενώ αναζητούν και οι δυο την λογοτεχνική τους καθιέρωση. Αποκτούν δυο παιδιά, οι δυσχέρειες εντείνονται, προπάντων λόγω των εξωσυζυγικών σχέσων του Χιουζ, ειδικά με την Άσια Ουέλβιλ, για την οποία και εγκαταλείπει την Σύλβια. Ίσως ήταν αυτό που τελικά οδήγησε την Σύλβια στην αυτοκτονία, τουλάχιστον όπως οι φεμινιστικές οργανώσεις του καταλογίζουν. Αλλά, σαν μια εκδίκηση της μοίρας, και η Άσια αυτοκτονεί 6 χρόνια αργότερα, αφού σκοτώσει και την τετράχρονη κόρη που είχε αποκτήσει με τον Χιούζ. ( Και το ακόμα πιο συγκλονιστικό, που δεν περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Hayman, μια και αυτό γράφτηκε το 1991, ο γιος της Σύλβιας και του Χιούζ, ο Νίκολας, που ήταν ενός χρόνου όταν αυτοκτόνησε η μητέρα του, ωκεανολόγος καθηγητής πανεπιστημίου, αυτοκτονεί και αυτός στα 47 του χρόνια, το 2009!).
Στο βιβλίο του ο Hayman συνδυάζει τα βιογραφικά στοιχεία με το έργο της Πλαθ. Τόσο τα πεζά, ειδικά το μυθιστόρημά της "Ο γυάλινος κώδωνας", όσο και τα ποιήματά της αναλύονται και συνδέονται με γεγονότα της ζωής της. Είναι ένα βιβλίο που προϋποθέτει μεγάλη έρευνα, χρήσιμο για τους μελετητές του έργου της Πλαθ αλλά και ενδιαφέρον για τον καθένα που προβληματίζεται πάνω στο μυστήριο της ζωής και του θανάτου.

Κυριακή, Μαρτίου 04, 2012

Οι κατάσκοποι των Βαλκανίων

Δεν μπορώ να πω ότι με ελκύουν ιδιαίτερα τα έργα που θα μπορούσαμε να κατατάξουμε στο είδος "κατασκοπευτικά". Αν λοιπόν διάβασα το "Οι κατάσκοποι των Βαλκανίων" του Αμερικανού Άλαν Φερστ (Πατάκης 2010, μετ. Χριστιάνα Σακελλαροπούλου) είναι γιατί αφενός το βρήκα σε ηλεκτρονική μορφή και αφετέρου για τις καλές κριτικές που είχε, όπως αυτή στο "Βήμα". Τελικά, δεν πέρασα άσχημα μαζί του. 
Το έργο αρχίζει το φθινόπωρο του 1940, λίγο πριν από την κήρυξη του πολέμου κατά της Ελλάδας και τελειώνει με την επίθεση και την κατάληψη της Ελλάδας από τους Γερμανούς, τον Απρίλη του '41.
Μετά τη Χίσλοπ με το "Νήμα", άλλο ένα βιβλίο ξένου συγγραφέα τοποθετείται στη Θεσσαλονίκη. Φαίνεται ότι η φυσική ομορφιά της τοποθεσίας της, η μακρόχρονη ιστορία της που μαρτυρείται ακόμα σε κτίσματα και δρόμους, η εθνογραφική ποικιλία του πληθυσμού της, τουλάχιστον μέχρι τον πόλεμο, αποτελούν πηγή έμπνευσης και ενδιαφέρον λογοτεχνικό πλαίσιο.
Κεντρικό πρόσωπο στο μυθιστόρημα είναι ο σαραντάχρονος Κώστας Ζαννής, υψηλόβαθμο στέλεχος της αστυνομίας, επικεφαλής ειδικών ερευνών. Συμπαθής, ικανός αστυνομικός, αναλαμβάνει ποικίλες υποθέσεις αυτή την ταραγμένη εποχή που όλα προμηνούν τον επερχόμενο πόλεμο. Υποθέσεις που δεν διεκπεραιώνονται βέβαια πάντα με τον πιο ορθόδοξο τρόπο.
Ένας χορός κατασκόπων πλημμυρίζει την πόλη. Ένας ύποπτος Γερμανός  βρίσκεται νεκρός, ένας Άγγλος, εμφανιζόμενος ως συγγραφέας ταξιδιωτικών, δεν είναι άλλο από κατάσκοπος και η Ρωξάν, ερωτική σύντροφος του Ζαννή, διευθύντρια σχολής μπαλέτου, κι αυτή θα αποδειχτεί Αγγλίδα κατάσκοπος.
Σημαντικότερη δραστηριότητα του Ζαννή είναι η μεσολάβησή του ώστε Εβραίοι της Γερμανίας να φυγαδεύονται, διασχίζοντας τα Βαλκάνια, προς την Τουρκία με ανάλογη δωροδοκία Τούρκων διπλωματών, δραστηριότητα στην οποία συνεργάζεται με την πλούσια Γερμανοεβραία Εμίλια Κρεμπς.
Κατά το πρότυπο του Τζέιμς Μποντ ο Ζαννής δεν μένει ασυγκίνητος από το γυνακείο φύλο. Ενώ όμως έχει πρόσκαιρες και επιφανειακές σχέσεις, ερωτεύεται ξαφνικά την ωραιοτάτη Δήμητρα, σύζυγο ενός πάμπλουτου επιχειρηματία και η σχέση τους θα παρεμβληθεί στις ποικίλες άλλες περιπέτειες του ήρωα. Ανάμεσα στις οποίες είναι και τα ταξίδια εκτός Θεσσαλονίκης, άλλοτε στο Βελιγράδι για να συμβάλει στο αντιχιτλερικό πραξικόπημα και άλλοτε στο γερμανοκρατούμενο Παρίσι για να διασώσει έναν Άγγλο επιστήμονα.
Η κινηματογραφική πλοκή και δράση κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον. Υπάρχουν σκηνές, όπως εκείνη ενός ζευγαριού Εβραίων που στην προσπάθεια διαφυγής τους από το Βερολίνο κινδυνεύουν να αναγνωριστούν, στις οποίες η αγωνία του αναγνώστη συναγωνίζεται εκείνην των μυθιστορηματικών ηρώων.
Συμπερασματικά, ένα πολύ καλό βιβλίο στο είδος του.