Τρίτη, Σεπτεμβρίου 28, 2010

Το μαγικό Πιεστάνυ, κάτι σαν..."Το Μαγικό Βουνό"

Όταν, γοητευμένη, διάβαζα και ξαναδιάβαζα "Το Μαγικό Βουνό" του Τόμας Μαν, όταν δεν ήθελα να φύγω από κείνη την ονειρώδη ατμόσφαιρα (κι ας ήταν ατμόσφαιρα σανατορίου) δεν φανταζόμουν ότι κάποια μέρα θα είχα την ευτυχία να ζήσω σε μια παρόμοια ατμόσφαιρα. Δεν πρόκειται για σανατόριο ούτε για βουνό. Είναι όμως ένα θεραπευτήριο στο κέντρο μιας πανέμορφης, καταπράσινης, γαλήνιας φύσης, που έντονα μου θύμισε "Το μαγικό Βουνό", αλλά που δεν είναι απαραίτητο να είσαι άρρωστος για να απολαύσεις την ηρεμία, την αναζωογόνηση, την ανανέωση που μπορεί να σου προσφέρει. Χάρις στην ευγενική πρόσκληση του TOP KINISIS TRAVEL, μια ομάδα από δέκα άτομα, ζήσαμε τέσσερις ονειρεμένες μέρες σ' ένα εκπαιδευτικό ταξίδι γνωριμίας με την υπέροχη αυτή γωνιά της γης.
Η μικρή πόλη Πιεστάνυ της Σλοβακίας (με 30-35 χιλιάδες κατοίκους) βρίσκεται σε απόσταση δύο ωρών περίπου από τη Βιέννη, στα βορειοδυτικά της πρωτεύουσας της Σλοβακίας Μπρατισλάβα. Είναι μια ήσυχη, πανέμορφη, καταπράσινη πόλη, με τον ποταμό Βαχ να τη διασχίζει, χαρίζοντάς της την ομορφιά και την ηρεμία των νερών του.




Ο ποταμός Βαχ


Η άλλη πλευρά του Βαχ

 Όμορφοι κύκνοι διασχίζουν το ποτάμι


Ένας μοναχικός κύκνος στο δρόμο

Η διεθνής όμως φήμη και η σημασία του Ποτεστάνυ δεν βρίσκεται μόνο στην όμορφη, μικρή πόλη. Σ΄ενα νησάκι που σχηματίζεται ανάμεσα στις δυο όχθες του ποταμού Βαχ, συγκεντρωμένα σ' ένα εκπληκτικό φυσικό περιβάλλον, μέσα σ' ένα καταπράσινο πάρκο, ωραία, πολυτελή ξενοδοχεία φιλοξενούν επισκέπτες απ' όλα τα μέρη του κόσμου, που έρχονται και ξανάρχονται εδώ. Η φύση, εκτός από ομορφιά, προίκισε το Πιεστάνυ με τις φυσικές θεραπευτικές ιδιότητες των θειούχων νερών και της θειούχας λάσπης.

Πανύψηλα δέντρα αγγίζουν σχεδόν το μπαλκόνι σου

Η παράδοση του Πιεστάνυ ως τόπου ιαματικών πηγών πάει πολύ μακριά στο παρελθόν. Ήδη από το 16ο αι. υπάρχουν συγγράμματα που μιλούν για τις θεραπευτικές πηγές του Πιεστάνυ. Τη διεθνή του όμως φήμη και την προσέλκυση επισκεπτών άρχισε να γνωρίζει στο τέλος του 19ου αι., όταν το ενοικίασε η οικογένεια Winter. Τις πρώτες ξύλινες κατασκευές και τις τρύπες στο έδαφος διαδέχτηκαν τα σημερινά πολυτελή ξενοδοχεία και οι σύγχρονες εγκαταστάσεις και θεραπείες. Γιατροί το σύστηναν κυρίως για τη θεραπεία ρευματισμών, αρθριτικών ή άλλων κινητικών προβλημάτων. Σύντομα το Πιεστάνυ έγινε ένα πολυσύχναστο κέντρο από το οποίο πέρασαν (και περνούν) όχι μόνο απλοί άνθρωποι, αλλά και εξέχουσες προσωπικότητες της πολιτικής και πολιτιστικής ζωής.
Κάθεσαι στο μπαλκόνι του δωματίου, αντικρίζεις αυτή την ήρεμη ομορφιά, μακριά από θορύβους και καυσαέρια, το stress φεύγει και αισθάνεσαι πως η θεραπεία έχει κιόλας αρχίσει. Πανύψηλα, καταπράσινα δέντρα, ο "ήχος της σιωπής" τον οποίο διακόπτει μόνο ο ήχος του νερού, συντροφεύουν τις σκέψεις σου.

 Θέα από το μπαλκόνι


Στο ξενοδοχείο Splendid

Πάνω από 60 θεραπευτικές μέθοδοι είναι σήμερα στη διάθεση των επισκεπτών του Πιεστάνυ: Μασάζ, μερικό ή ολόσωμο, ατομική ή ομαδική λασποθεραπεία, σάουνα, αλατοθεραπεία (στη σπηλιά με το αλάτι, εισπνέοντας ιώδιο και άλλα στοιχεία, χαλαρώνοντας με κατάλληλη μουσική, αναζωογονείται σώμα και πνεύμα).

Κινησιοθεραπεία στο νερό

Με την οξυγονοθεραπεία, εισπνέοντας αέρα με 40-60% οξυγόνο, ενδυναμώνεται όλος ο οργανισμός. Αλλά ακόμη βελονισμός, θεραπεία με παραφίνη, με λέιζερ, ρεφλεξολογία, θεραπεία για χάσιμο βάρους, για καταπολέμηση του stess και πάνω απ' όλα για αποκατάσταση της κινητικής ικανότητας, μετά από εγχείρηση, για αποθεραπεία μετά από κατάγματα, φυσιοθεραπεία, κινησιοθεραπεία μέσα ή έξω από το νερό είναι ελάχιστα από όσα μπορεί να προσφέρρει το Πιεστάνυ στον επισκέπτη του.


Λασποθεραπεία


Ομαδική λασποθεραπεία

Όχι άδικα το έμβλημα, το σήμα κατατεθέν του Πιεστάνυ είναι η μορφή ενός νεαρού άντρα που σπάει το δεκανίκι του. Δεν του χρειάζεται πια. Το βλέπουμε παντού: Στην είσοδο του ξενοδοχείου, στην πόλη εκεί που αρχίζει η περιοχή των θεραπευτηρίων, στις μπλούζες του προσωπικού, στα μπουρνούζια, σε αναμνηστικά δωράκια.



Το έμβλημα του Πιεστάνυ

Υπάρχουν διαφόρων κατηγοριών ξενοδοχεία, ξενοδοχεία για  όλα τα βαλάντια (αν και γενικά το οικονομικό κόστος είναι πολύ χαμηλό σε σχέση με το δικό μας κόστος ζωής), όμως το στολίδι του Πιεστάνυ είναι το πεντάστερο, αριστοκρατικό, παλιό αρχοντικό ξενοδοχείο, χτισμένο σε Αρτ Νουβό το 1912, το ξενοδοχείο Thermia. Λουλουδισμένα μπαλκόνια, μια τραπεζαρία που μοιάζει τραπεζαρία παλατιού, με ζωντανή μουσική να συνοδεύει τα γεύματα, καταπληκτική θέα απ' όλα τα παράθυρα, λουλούδια, νερά, σε μεταφέρουν σ' ένα άλλο, ονειρώδη κόσμο.


Το ξενοδοχείο Thermia


Τα λουλουδισμένα μπαλκόνια του Thermia


Θέα από δωμάτιο του Thermia. Στο βάθος το ποτάμι

Συνεχόμενο με το Thermia είναι το ξενοδοχείο Irma και στο ενδιάμεσο ο ψηλός θόλος κάτω από τον οποίο η μεγάλη πισίνα με τη ζεστή, θεραπευτική, θειούχα λάσπη, δέχεται καθημερινά όσους αντέχουν τη θερμοκρασία των πάνω από 40 βαθμών Κελσίου. Σε μια κόγχη στο εξωτερικό του Irma, η προτομή της κοσμαγάπητης Σίσσι. Πώς ήταν δυνατό να μη φτάσει κι εδώ η θλιμμένη αυτοκράτειρα;


Η Σίσσι

Για τους φιλοξενούμενους στο Πιεστάνυ δεν προσφέρονται μόνο θεραπείες. Πολλές άλλες δραστηριότητες είναι στη διάθεσή τους. Από γκολφ μέχρι ιππασία, τένις, ποδηλασία ή ακόμη πολιτιστικές δραστηριότητες, όπως το μουσικό φεστιβάλ που διεξάγεται εδώ από το 1955. Δεν λείπει ούτε το καζίνο για όσους αγαπούν τα τυχερά παιγνίδια. Τα απογεύματα και τα βράδια ζωντανή μουσική είναι στη διάθεση των επισκεπτών που μπορούν να χαλαρώσουν μ' ένα ποτό στον ήχο του βιολιού και του πιάνου ή ... οι νεότεροι να εκτονωθούν με το χορό.


Χορεύοντας στο club του Esplanade

Η μικρή πόλη του Πιεστάνυ βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από τα θεραπευτήρια. Και είναι πραγματική απόλαυση να διασχίζει κανείς αυτό το θαυμάσιο πάρκο και να φτάνει στη γραφική πόλη.


Διασχίζοντας το πάρκο


Στην ηρεμία της μοναξιάς


Φθινοπωρινή εικόνα στο πάρκο. Ο χειμώνας πλησιάζει.



Λίγο πιο πέρα ανθισμένα νούφαρα.


Ακόμα μια ανθισμένη γωνιά

Ακόμα κι αν είσαι ο βιαστικός, αγχώδης κάτοικος της πόλης, εδώ αναγκαστικά ηρεμείς. Δεν ακούς τους ενοχλητικούς θορύβους των αυτοκινήτων, εδώ οι πάντες κυκλοφορούν με ποδήλατα.


Διασχίζοντας το πάρκο με ποδήλατο


Ποδήλατα παντού


Μικρό γεφυράκι στην πόλη


Κι εδώ λουλούδια


Καφετέρια σε πεζόδρομο της πόλης


Σιντριβάνια στην πόλη

Ένα από τα βράδια της παραμονής μας στο Πιεστάνυ παίρνουμε το δείπνο μας σ' ένα εστιατόριο λίγο έξω από την πόλη. Είναι το εστιατόριο Furman, δηλ. η ταβέρνα "Του αμαξά". Σπεσιαλιτέ του το ελάφι.


Ασφαλώς δεν είναι το ελάφι που φάγαμε...


Το εστιατόριο Furman

ΚΑΙ ΜΙΑ ΜΑΤΙΑ ΣΤΗ ΒΙΕΝΝΗ
Πριν πάρουμε την πτήση για την επιστροφή, έχουμε περίπου τρεις ώρες στη διάθεσή μας για να περιδιαβάσουμε για λίγο σ' αυτό που κατά τη γνώμη μου αποτελεί την επιτομή του πολιτισμού. Στην όμορφη, κοσμαγάπητη, αριστοκρατική Βιέννη. Είναι ένα ήρεμο, βροχερό απόγευμα. Η Κέρτνερ Στράσσε όπως τη ξέρουμε εδώ και χρόνια, όπως είναι ίσως εδώ και αιώνες. Πολύβουη, γεμάτη από ξένους κυρίως, με μουσικούς του δρόμου, με χάππενιγκς, με τον Άγιο Στέφανο στο τέρμα της.


Στη Κέρτνερ Στράσσε


Μουσικός στο δρόμο


Υπαίθριος ζωγράφος


Δυο κοριτσάκια θαυμάζουν τον κλόουν


Η αμαξάρισσα περιμένει πελατεία


Ο...Μότσαρτ διαφημίζει τη συναυλία του


Και ασφαλώς μια σοκολατίνα στο Σάχερ είναι must όσες φορές κι αν έχεις πάει στη Βιέννη!

Σημ. Αντιπρόσωποι του Πιεστάνυ στην Κύπρο είναι το ταξιδιωτικό γραφείο TOP KINISIS TRAVEL (http://www.taxidiamprosta.com/)

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 27, 2010

Μια γυναίκα στο Βερολίνο

Δεν είναι μυθιστόρημα. Δεν είναι ένα βιβλίο στο οποίο θέλεις "να δεις τι θα γίνει παρακάτω", δεν έχει μύθο. Είναι ένα βιβλίο ζέουσας πραγματικότητας, είναι οι ημερολογιακές σημειώσεις μιας τριαντάχρονης Γερμανίδας, τις οποίες κρατούσε από τις 20 Απριλίου ως τις 22 Ιουνίου του 1945, ενώ το Βερολίνο βομβαρδιζόταν και οι συμμαχικές δυνάμεις το κατελάμβαναν. Το ημερολόγιο (Ανώνυμη, Μια γυναίκα στο Βερολίνο, Κέδρος, 2007 μετ. Πελαγία Τσινάρη και επίσης την ίδια χρονιά άλλη έκδοση: Νάρκισσος, μετ. Γιάννης Καστανάρας) δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1954 στις Η.Π.Α. σε αγγλική μετάφραση. Πέντε χρόνια αργότερα εκδόθηκε και στα Γερμανικά. Η έντονη όμως αντίδραση που προκάλεσε γιατί το περιεχόμενό του "κηλίδωνε την τιμή των Γερμανίδων", καθώς αναφερόταν στις χιλιάδες βιασμούς τους από τους Ρώσους στρατιώτες, το έκανε να περιπέσει στην αφάνεια και μόνο μετά το θάνατο της ανώνυμης συγγραφέως το 2001 το ημερολόγιο επανεκδόθηκε το 2003.
Αυτή η ανωνυμία δημιούργησε κάποιες αμφιβολίες ως προς την αυθεντικότητά του. Σ' αυτό συνέβαλε και η λογοτεχνικότητα του κειμένου. Όμως η συγγραφέας ήταν δημοσιογράφος, εργαζόταν σ' ένα εκδοτικό οίκο, είχε ταξιδέψει σε διάφορες χώρες, ανάμεσα στις οποίες και στη Ρωσία, όπου έμαθε κάπως και τη γλώσσα, στοιχεία που δικαιολογούν τόσο το λογοτεχνικό ύφος στην έκφραση, όσο και το περιεχόμενο, τις λεπτομέρειες της περιγραφής, τις λεπτές παρατηρήσεις, τις σκέψεις, ενίοτε το πικρό χιούμορ. Σήμερα η αυθεντικότητα του ημερολογίου δεν αμφισβητείται πια, ένας μάλιστα διακεκριμένος κριτικός και δημοσιογράφος, απεκάλυψε και το όνομα της συγγραφέως, κατονομάζοντάς την ως Μάρτα Χίλερ.
Είναι 20 Απριλίου, ημέρα Παρασκευή όταν αρχίζει να γράφει. Το Βερολίνο συγκλονίζεται από τους βομβαρδισμούς. Οι Ρώσοι απέχουν ελάχιστα καθώς πλησιάζουν από τα ανατολικά. Το σπίτι της αφηγήτριας έχει βομβαρδιστεί και μετακομίζει σε μια σοφίτα, συγκατοικώντας με άλλους, καταφεύγοντας στο υπόγειο της πολυκατοικίας στη διάρκεια των βομβαρδισμών.
Μέρα με τη μέρα καταγράφει όχι μόνο γεγονότα αλλά και σκέψεις και συναισθήματα. Ο θάνατος τριγυρίζει τους εναπομείναντες κατοίκους του Βερολίνου, κυρίως γυναικόπαιδα, αλλά και η πείνα κι όταν οι Ρώσοι μπαίνουν στην πόλη η εμπειρία των μαζικών βιασμών κυριαρχεί στο ημερολόγιο. Θύμα και η ίδια βιασμού, αποφασίζει να προκαλέσει την προσοχή και την εύνοια ενός Ρώσου αξιωματικού, ώστε να έχει μια στοιχειώδη προστασία από τους άγνωστους, μεθυσμένους στρατιώτες. Το θέμα γίνεται τόσο συνηθισμένο και καθημερινό, ώστε φτάνει να το αντιμετωπίζει με πικρό χιούμορ. Ρωτάει όταν συναντιέται με μια φίλη της: "Πόσες φορές σε βιάσανε Ίλζε;"- "Τέσσερις. Εσένα;"- "Δεν έχω ιδέα, πάντως χρειάστηκε να αναρριχηθώ αρκετά ψηλά στην ιεραρχία, από το σώμα ανεφοδιασμού έφτασα σε ταγματάρχη".
Έντονα επικριτική εμφανίζεται για τη στάση των ανδρών που μοιρολατρικά, χωρίς να αντιδρούν, γίνονται μάρτυρες αυτής της κατάστασης ή ακόμη, όπως θα συμβεί και στην ίδια στο τέλος, οι σύντροφοί τους τις εγκαταλείπουν. Πιο πολύ στις ημερολογιακές σημειώσεις κυριαρχεί η πείνα. Επιβιώνουν με ελάχιστη τροφή, συχνά μόνο με νερό στο οποίο έχουν βράσει τσουκνίδες. Ευπρόσδεχτα γίνονται τα σπάνια τρόφιμα που οι Ρώσοι τους προμηθεύουν. Δεν υπάρχει παροχή νερού, το κουβαλούν από μακριά, το ηλεκτρικό ρεύμα έχει διακοπεί, κάποτε την επιστρατεύουν μαζί με άλλες γυναίκες για ολοήμερη εξαντλητική εργασία. Γράφει: "Καινούρια μέρα. Είναι τόσο περίεργο να ζει κανείς χωρίς εφημερίδα, χωρίς ημερολόγιο, χωρίς ώρα, χωρίς τέλος του μηνός. Ένας άχρονος χρόνος, που κυλάει σαν το νερό, που τον μετράμε όχι με τους δείκτες του ρολογιού, αλλά με το πηγαινέλα των αντρών με τις ξένες στολές".
Γράφοντας τονώνει η ίδια το φρόνημα και την αντοχή της. Κάποτε οι αναμνήσεις την οδηγούν σε ευτυχισμένες στιγμές του παρελθόντος, άλλες φορές όσα βιώνει της δημιουργούν ποικίλες σκέψεις τις οποίες και καταγράφει: "Τίποτα δεν μας ανήκει πλέον σ' αυτή τη χώρα παρεκτός η κάθε στιγμή που ζούμε".
Το ημερολόγιο σταματά στις 22 Ιουνίου 1945, κλείνοντας με το πείσμα της να επιβιώσει και με την αισιόδοξη πιθανότητα να ξανανταμώσει με το σύντροφό της: "Ξέρω μόνο ότι θέλω να επιβιώσω-ενάντια σε κάθε νόημα και λογική, έτσι απλά, σαν ένα ζώο. Άραγε να με σκέφτεται ακόμα ο Γκερτ; Ίσως οι δρόμοι μας ξανασμίξουν κάποτε".

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 12, 2010

Τη νύχτα που γύρισε ο χρόνος

Νομίζω πως στην παρουσίαση του προηγούμενου βιβλίου της Νοέλ Μπάξερ "Από δρυ παλιά και από πέτρα" είχα κάπως αδικήσει τη συγγραφέα. Τα έντονα συναισθήματα αντίδρασης που μου προκάλεσε η χρησιμοποίηση του ονόματος της Κερύνειας, που πρόδιδε όμως μια λειψή γνώση του τόπου και της ιστορίας του, δεν μου επέτρεψαν να εκτιμήσω όσο έπρεπε τη συγγραφική ικανότητα και τα θετικά του βιβλίου.
Βρήκα το δεύτερο βιβλίο της Μπάξερ που μόλις τελείωσα, "Τη νύχτα που γύρισε ο χρόνος" (Ψυχογιός, 2010) πολύ καλύτερο, χωρίς τα αρνητικά που είχα επισημάνει στο πρώτο της βιβλίο. Όχι μόνο γιατί το αντικρίζω χωρίς την υποκειμενική φόρτιση με την οποία διάβασα το πρώτο βιβλίο, αλλά γιατί πιστεύω ότι και αντικειμενικά είναι έργο πολύ αρτιότερο, ωριμότερο. Η ατμόσφαιρα της Κερασούντας τότε (1921) και τώρα, δίνεται πολύ πειστικά. Το γενικότερο δράμα των Ποντίων προβάλλει έντονα μέσα από την ατομική ιστορία μιας οικογένειας. Δεν είναι ιστορικό μυθιστόρημα, όμως μέσα από τις περιπέτειες των ηρώων της έμμεσα διαγράφεται μια τραγική σελίδα του νεότερου Ελληνισμού.
Αν εξαιρέσουμε το πρώτο, το εισαγωγικό κεφάλαιο, όπου υπαινικτικά δίνονται στοιχεία από όλο το βιβλίο, όλο το υπόλοιπο είναι η αφήγηση της κεντρικής ηρωίδας, της Σουλτάνας Καπαγιαννίδου, προς τον Τούρκο ξάδερφό της Σερχάν, αφήγηση που κρατάει όλο το βράδυ. Καθισμένη στο καφενείο του, στην Κερασούντα, του μιλάει στη γλώσσα της, που εκείνος βέβαια δεν καταλαβαίνει, ούτε απαντάει, είναι ένας σιωπηλός ακροατής. Είναι μια αφήγηση-ενδοσκόπηση. Το παρόν μπλέκεται με το παρελθόν, το ατομικό με το συλλογικό. Η ηρωίδα, την παραμονή των πεντηκοστών της γενεθλίων θυμάται, αναπολεί, προβληματίζεται. Η κατάληξη όλης αυτής της αναπόλησης θα είναι οι σημαντικές αποφάσεις που πρέπει να πάρει για τη ζωή της.
Μεγαλωμένη από τη συνονόματη γιαγιά της (η μητέρα είχε μεταναστεύσει στη Γερμανία) στο Κουρουτζού, ένα προσφυγικό χωριό έξω από την Καβάλλα που μετονομάστηκε σε Κρυονέρι, μεγαλώνει ακούγοντας τις αφηγήσεις της γιαγιάς που έφτασε εδώ μετά το διωγμό των Ποντίων από τις προγονικές τους εστίες. Η ιστορία της πορείας της "λευκής εξορίας", με τη γιαγιά Σουλτάνα να κουβαλάει στην πλάτη τη μικρότερη αδελφή της, η οποία προσβεβλημένη από δυσεντερία "άδειασε την κοιλίτσα της στην πλάτη της" και που εξακολούθησε να τη μεταφέρει κι όταν η μικρή είχε πια πεθάνει, συνοψίζει συμβολικά όλο το δράμα των ξεσπιτωμένων Ποντίων.
Οι αφηγήσεις της γιαγιάς ξυπνούν στη συνονόματη εγγονή την επιθυμία να επισκεφθεί το μέρος όπου έζησαν οι πρόγονοί της, την Κερασούντα. Εκεί θα γνωρίσει το παρακλάδι της οικογένειας που τούρκεψε. Η αδελφή της γιαγιάς, η Ευδοκία, παντρεμένη με Τούρκο για να σωθεί, είναι πια η Οζγκιούρ με παιδιά κι εγγόνια. "Στον Πόντο σήμερα μπορεί να μην υπάρχουν Έλληνες, αλλά υπάρχει ελληνικό αίμα", θα πει κάποια στιγμή. Την πρώτη επίσκεψη ακολουθούν πολλές άλλες και τώρα, παραμονή των γενεθλίων της, εδώ έρχεται η Σουλτάνα για να σκεφτεί και να πάρει τις αποφάσεις της.
Παράλληλα όμως με το Ποντιακό παρελθόν εκτυλίσσεται μια άλλη, σύγχρονη ιστορία. Η Σουλτάνα που είχε σπουδάσει νομικά, προτίμησε το αστυνομικό σώμα. Μια αστυνομική ιστορία, δυο φόνοι, προκαλούν το ενδιαφέρον του αναγνώστη όπως κάθε αστυνομικό μυθιστόρημα. Η σύνδεση των αφηγηματικών ρευμάτων, του αστυνομικού μυστηρίου αφενός και του Πόντου αφετέρου, αλλά και της προσωπικής ζωής της ηρωίδας είναι πολύ χαλαρή. Όμως παραμένει βασικός συνδετικός κρίκος η Σουλτάνα, η ζωή της, οι σκέψεις, οι προβληματισμοί της, οι αποφάσεις που πρέπει να πάρει αυτή "τη νύχτα που γύρισε ο χρόνος".
Χρησιμοποιώντας την ίδια τεχνική η συγγραφέας, όπως  στο πρώτο της βιβλίο παρενέβαλλε στίχους από την Οδύσσεια, έτσι κι εδώ παρεμβάλλει αποσπάσματα από την Κύρου ανάβαση του Ξενοφώντα, παραλληλίζοντας την πορεία των Μυρίων με τη μαρτυρική πορεία των Ποντίων. Η χρήση των αποσπασμάτων γίνεται σε πολύ μικρότερο βαθμό κι αυτό είναι προς όφελος του βιβλίου. Οι σχεδόν ταυτόσημες πορείες φανερώνουν τη διαχρονικότητα, την ομοιόμορφη επανάληψη καταστάσεων, τη σύνδεση του παλαιότερου με το νεότερο Ελληνισμό. Προσωπικά δεν συμπαθώ αυτή την τεχνική κι ελπίζω νη μη συνεχίσει να τη χρησιμοποιεί και στα επόμενα βιβλία της η συγγραφέας.
Κάτι που δένει με την όλη ατμόσφαιρα κάνοντάς την πιο πειστική είναι η μετρημένη χρήση της Ποντιακής διαλέκτου και η ακόμη μικρότερη των Τουρκικών φράσεων. Γενικά, το μυθιστόρημα της Μπάξερ κατορθώνει με επιτυχία να συνδέσει το παρόν με το παρελθόν. Είναι ένα σύγχρονο μυθιστόρημα με τις ρίζες του βυθισμένες στην ιστορία, σε μια πρόσφατη, τραγική σελίδα του Ελληνισμού.

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 05, 2010

Εχθροί της αγάπης

Από τις σπάνιες φορές που αγοράζω βιβλίο εντελώς άγνωστού μου συγγραφέα, χωρίς να έχω διαβάσει καμιά κριτική, χωρίς να μου το έχει συστήσει κάποιος φίλος του οποίου τη γνώμη για τα βιβλία εκτιμώ. Στηρίχτηκα μόνο στο οπισθόφυλλο και διαπίστωσα πόσο παραπλανητικά μπορεί να είναι όσα γράφονται εκεί. "Ένα συναρπαστικό επικό μυθιστόρημα που καλύπτει τέσσερις δεκαετίες. Η φρίκη κι η καταστροφή δύο παγκοσμίων πολέμων σαρώνουν την Ευρώπη, δημιουργούν θύματα, γεννούν όμως και θυελλώδεις έρωτες και παντοτινούς δεσμούς, καθώς η αγάπη δοκιμάζεται μες στα παιγνίδια της μοίρας και της Ιστορίας". Ποιος δεν θα παρασυρόταν από μια τέτοια υπόθεση, προπάντων από την αναφορά στους δυο παγκόσμιους πολέμους, που μας έδωσαν λογοτεχνικά αριστουργήματα;
Το χρονικό πλαίσιο (1909-1946) στο οποίο κινούνται τα πρόσωπα της ιστορίας είναι αυτό που υπόσχεται το βιβλίο. Όμως η έμφαση δεν δίνεται στην εποχή. Η συγγραφέας εστιάζει κυρίως στα πολυπληθή πρόσωπα δυο οικογενειών και στις μεταξύ τους σχέσεις. Πιο συγκεκριμένα, όταν αρχίζει η ιστορία το 1909, δυο ξαδέρφες, η Ζέλντα και η Βίκι, από τις οποίες η μια ζούσε στην Αμερική και η άλλη στην Αγγλία, παντρεύονται δυο αδέλφια, τους αδελφούς Ρέμερ, που ανήκουν σε μια πλούσια οικογένεια βιομηχάνων από το Βερολίνο.
Λίγο πριν αρχίσει ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, η Βίκι καταφεύγει στο αγαπημένο της Γιόρκσιαρ, όχι μόνο γιατί το προτιμά από το Βερολίνο, αλλά και γιατί αντιδρά στην παραγωγή πολεμικού εξοπλισμού από τα εργοστάσια Ρέμερ. Παραμένει εκεί, ενώ με τον άντρα της έχει αραιές και σπάνιες συναντήσεις. Αποκτά τρία παιδιά, κοντά της μεγαλώνει και το γιο της ξαδέρφης της από τον πρώτο της γάμο, ενώ αρκετά χρόνια αργότερα, έχοντας ερωτευτεί ένα συντοπίτη της, θα χωρίσει, θα τον παντρευτεί και θα αποκτήσει ακόμη μια κόρη.
Η Ζέλντα θα γίνει μια γνήσια Βερολινέζα. Θα αποκτήσει κι αυτή τρία παιδιά, ενώ η συγγένεια με τα παιδιά της Βίκι (δεύτερα ξαδέρφια) δεν θα εμποδίσει την ανάπτυξη ερωτικών σχέσεων και γάμων μεταξύ μερικών απ' αυτά.
Τα τόσα πρόσωπα δίνουν την ευκαιρία στη συγγραφέα να θίξει ποικίλες πλευρές χαρακτήρων και γεγονότων. Για παράδειγμα, από τα παιδιά της Βίκι η Νάνσι είναι δημοσιογράφος, ο Χιούγκο κατατάσσεται στην αεροπορία και ερωτεύεται μια Εβραία, ο Μαξ ανήκει στη βρετανική μυστική υπηρεσία. Από τα παιδιπά της Ζέλντα η Λότι γίνεται τραγουδίστρια, η Ίλζε ηθοποιός, ο Κλάους φανατικός Ναζί. Είναι ακόμα και τα δυο ζευγάρια των γονιών, με αρκετές αντιθέσεις μεταξύ τους. Οι ιστορίες όλων αυτών των προσώπων μπλέκονται μεταξύ τους και επηρεάζονται από τα γεγονότα της εποχής.
Η συγγραφέας είχε στα χέρια της ένα πλούσιο υλικό, προπάντων (όπως ομολογεί στις ευχαριστίες στο τέλος) επειδή και η ίδια ανήκει σε μια οικογένεια "κατά το ήμισυ γερμανική και κατά το ήμισυ βρετανική". Όμως η αφήγησή της μένει στην επιφάνεια, λείπει το βάθος και ο προβληματισμός, αν και αρκετά είναι τα ιστορικά στοιχεία. Γενικά θα χαρακτήριζα το πολυσέλιδο βιβλίο της Ρεμπέκα Ντιν "Εχθροί της αγάπης" (Ωκεανίδα 2009, μετ. Ρένα Χατχούτ) ως το Αγγλικό αντίστοιχο των δικών μας ευπώλητων.