Παρασκευή, Μαΐου 25, 2012

Η λέσχη των αθεράπευτα αισιόδοξων

" Η  ανάγνωση έχει κάτι το μεταφυσικό. Πριν διαβάσεις ένα βιβλίο, μαντεύεις κατ' ευθείαν αν θα σου αρέσει ή όχι. Το μυρίζεις, το διαισθάνεσαι, αναρωτιέσαι αν αξίζει να του αφιερώσεις τον χρόνο σου. Είναι η αόρατη αλχημεία των σημαδιών πάνω στο χαρτί, που εντυπώνονται στο μυαλό μας. Κάθε βιβλίο είναι ένας ζωντανός οργανισμός. Με το που βλέπουμε έναν άνθρωπο, καταλαβαίνουμε αν θα γίνει φίλος μας ή όχι".
Κι όμως, κάθε κανόνας έχει τις εξαιρέσειςς του. Το μυθιστόρημα του Ζαν-Μισέλ Γκενασιά "Η λέσχη των αθεράπευτα αισιόδοξων" (Πόλις, 2011, μετ. Φωτεινή Βλαχοπούλου), στο οποίο κάποια στιγμή ο πρωταγωνιστής διατυπώνει την πιο πάνω άποψη, δεν μου έδειξε από την αρχή πόσο σπουδαίο και ενδιαφέρον έργο θα ανακάλυπτα στη συνέχεια ότι είναι, αν και ο τίτλος και μόνο αποτελεί ιδιαίτερη πρόκληση. Κι ίσως θα ήταν καλύτερα για τον αναγνώστη να παραλείψει το σύντομο εισαγωγικό κεφάλαιο που τοποθετείται χρονικά στο 1980 ή καλύτερα να γυρίσει σ' αυτό και να το διαβάσει, αφού θα έχει τελειώσει το 693σέλιδο μυθιστόρημα.
Πολυπρόσωπο, καλύπτει μια πολύ ενδιαφέρουσα εποχή (1959-1964) σε μια πάντα ωραία  και με ιδιαίτερη ατμόσφαιρα πόλη, το Παρίσι. Είναι τόσο πλούσιο, τόσο φορτωμένο με ιστορία, με κοινωνική διάσταση, με προσωπικές σχέσεις, με πρόσωπα άλλα υπαρκτά και άλλα μυθιστορηματικά, με πολιτικές θέσεις, με ανάλαφρο χιούμορ, με τις ψυχολογικές μεταπτώσεις της εφηβείας, που δυσκολεύεσαι να το χαρακτηρίσεις και να το κατατάξεις.
Βασικός αφηγητής είναι ο δωδεκάχρονος Μισέλ. Παθιασμένος αναγνώστης: "Το πρωί, με το που άναβα το φως, έπιανα το βιβλίο μου και όλη τη μέρα δεν το άφηνα απ' τα χέρια (...) Διάβαζα στο τραπέζι, κάνοντας έξω φρενών τον πατέρα μου. Διάβαζα καθώς έπλενα τα δόντια μου, αλλά και στην τουαλέτα. Χτυπούσαν πεισματικά την πόρτα για να βγω από το μπάνιο. Διάβαζα ακόμα και καθώς περπατούσα (...) Ο φύλακας άγγελός μου με προστάτευε και με καθοδηγούσε. Δεν είχα κουτουλήσει ποτέ σε κολόνα ούτε με είχε χτυπήσει αυτοκίνητο καθώς διέσχιζα το δρόμο, χωμένος κυριολεκτικά μέσα στο βιβλίο μου". 
Το πάθος του νεαρού Μισέλ για το διάβασμα δίνει αφορμή στον συγγραφέα να αναφερθεί σε πλήθος συγγραφείς και έμμεσα και υπαινικτικά να ασκήσει την κριτική του: Ντοστογιέφσκι, Τολστόι, Χένρι Τζέημς, Φρανσουάζ Σαγκάν, Καζαντζάκης, Κέρουακ, κλασικοί και νεότεροι, Γάλλοι και ξένοι, πλήθος συγγραφείς περνούν μέσα από το βιβλίο.
Εκτός από το διάβασμα, η άλλη μεγάλη αγάπη του Μισέλ ήταν το ποδοσφαιράκι. Μ' ένα φίλο του συχνάζουν στο μπιστρό "Balto", όπου επιδίδονται στο αγαπημένο τους παιγνίδι. Εκεί μια μέρα ο Μισέλ θα ανακαλύψει πως στο πίσω μέρος του μπιστρό λειτουργεί μια σκακιστική Λέσχη. "Έκπληξη όμως δεν ήταν η Λέσχη. Έκπληξη ήταν να βλέπεις τον Ζαν-Πωλ Σαρτρ και τον Ζοζέφ Κεσέλ να παίζουν στην ντουμανιασμένη από τον καπνό πίσω αίθουσα του πολύχναστου μπιστρό. Τους ήξερα από την τηλεόραση. Ήταν διάσημοι. Κοιτούσα μαγεμένος", λέει ο Μισέλ.
Τη Λέσχη την είχαν ιδρύσει και σύχναζαν εκεί πολιτικοί πρόσφυγες από χώρες της Ανατολικής Ευρώπης: Ούγγροι, Ρώσοι, Πολωνοί, Ρουμάνοι, Γιουγκοσλάβοι, Τσεχοσλοβάκοι. Ατέρμονες συζητήσεις, διαφωνίες, νοσταλγία για τις πατρίδες που είχαν εγκαταλείψει, κάποιοι παραμένοντας ιδεολογικά πιστοί στο κομμουνιστικό σύστημα που τους είχε εξωθήσει σ' αυτή την αναγκαστική εξορία.
Οι ατομικές ιστορίες του καθενός εμπλέκονται με τη ζωή του νεαρού Μισέλ. Οι απουσίες του από το σχολείο, η δύσκολη ζωή στο σπίτι λόγω των δυο διαφορετικών τάξεων από τις οποίες προέρχεται το οικογενειακό του περιβάλλον, πράγμα που θα οδηγήσει τελικά και στο διαζύγιο των γονιών του, η αγάπη του για τη μουσική και η ενασχόλησή του με τη φωτογραφία, ο έρωτάς του για τη νεαρή Καμίγ, εξίσου παθιασμένη αναγνώστρια, η λιποταξία του αδερφού του από το Αλγερινό μέτωπο (είναι τα χρόνια του πολέμου στην Αλγερία), η φιλία του μ' ένα μυστηριώδη Ρώσο που οι θαμώνες της Λέσχης αποστρέφονται και που το μυστήριο της ζωής του θα λυθεί μόνο στο τελευταίο κεφάλαιο, είναι κάποιες πτυχές του πολυσέλιδου αυτού μυθιστορήματος.
Εντυπωσιάζει το πώς ο Γκενασιά μπόρεσε να δώσει σ' όλα αυτά τα φαινομενικά ασύνδετα θέματα την ενότητα ενός συναρπαστικού (αν και ενίοτε φλύαρου) μυθιστορήματος, συνδυάζοντας την ανάπλαση μιας εποχής (πόλεμος Αλγερίας, εξέγερση Ουγγαρίας, πρώτη διαστημική πτήση με τον Γκαγκάριν, ανέγερση του Τείχους, αυτομόληση του Νουρέγιεφ κ. ά) μ' ένα μυθιστόρημα μαθητείας.
Το δάκρυ της συγκίνησης διαδέχεται το χαμόγελο του χιούμορ, το ατομικό συνυφαίνεται με το συλλογικό δημιουργώντας έναν εξαιρετικό πίνακα, μια τεράστια τοιχογραφία της εποχής, ένα έξοχο μυθιστόρημα, που παρά τον όγκο του σου αφήνει ένα συναίσθημα μελαγχολίας καθώς, φτάνοντας στο τέλος, είσαι υποχρεωμένος να αποχωριστείς τους ήρωές του.
 

Δευτέρα, Μαΐου 21, 2012

Πάσχα στο "Οικόπεδο του Θεού"


Φτάνουμε στο Ναύπλιο Μ. Παρασκευή. Μας συνοδεύει όλη μέρα ο πένθιμος ήχος της καμπάνας. Είναι βράδυ όταν για πρώτη φορά διασχίζουμε την πόλη πηγαίνοντας στη Μητρόπολη του Αγίου Γεωργίου, για να παρακολουθήσουμε την ακολουθία και την περιφορά του Επιταφίου. Καφετέριες, ταβέρνες, μαγαζάκια με τουριστικά είδη πλημμυρίζουν τα στενά δρομάκια. Σε λίγο, όταν η περιφορά τελειώσει, όταν οι τρεις Επιτάφιοι των γειτονικών εκκλησιών θα συναντηθούν, σε μια συγκινητική στιγμή στην Πλατεία Συντάγματος, όλος ο κόσμος θα ξεχυθεί στις ταβέρνες και τις καφετέριες. Έθιμο που δεν το ‘χουμε στην Κύπρο, αλλά που το συναντήσαμε παντού στην Ελλάδα. Μοιάζει σαν ένα νεκρόδειπνο, το τραπέζι που σε πολλά μέρη συνηθίζουν να κάνουν μετά την κηδεία.
Είναι μια πρώτη, βραδινή ματιά στην πόλη που θα την περπατήσουμε, θα τη γνωρίσουμε και θα την αγαπήσουμε τις επόμενες μέρες.
Πλατεία Συντάγματος
 Κάθε γωνιά της ελληνικής γης είναι γεμάτη από θρύλους και παραδόσεις, από μνήμες ιστορικές από την αρχαιότητα ίσαμε σήμερα. Μου φαίνεται όμως πως κανένα άλλο μέρος δεν είναι τόσο φορτωμένο με μνήμες όσο το Ναύπλιο. Από τον μυθικό Ναύπλιο, γιο του Ποσειδώνα και ιδρυτή της πόλης, ίσαμε τα νεότερα χρόνια της Επανάστασης, σε κάθε γωνιά της πόλης αφουγκράζεσαι τα βήματα της Ιστορίας.
Σήμα κατατεθέν του Ναυπλίου που το αντικρίζεις από παντού, ωραία φωταγωγημένο το βράδυ, είναι το κάστρο του Παλαμηδιού, που έχει άρρηκτα συνδέσει την ιστορία του με τη φυλάκιση εκεί του Κολοκοτρώνη. Λίγοι όμως έχουν την αντοχή να ανέβουν τα 999 σκαλοπάτια του! Οι πιο πολλοί προτιμούν την άνεση της ανάβασης με αυτοκίνητο.
Δρομάκι στο Ναύπλιο
 Εξίσου χαρακτηριστικό, αναγνωρίσιμο σημείο του Ναυπλίου, το μικρό νησάκι, το Μπούρτζι, που στέκεται φρουρός στην είσοδο του κόλπου. Οχυρωμένο πρώτα από τους Ενετούς, κυριευμένο ύστερα από τους Τούρκους, τόπος διαμονής κάποτε των δημίων, αποτελεί τώρα χώρο καλοκαιρινών καλλιτεχνικών εκδηλώσεων. Αλλά για μας που το αντικρίζουμε αυτό το γαλήνιο, φωτεινό πρωινό, αποτελεί το κέντρο ενός πανέμορφου τοπίου, καθώς πίσω του αχνοφαίνονται τα βουνά της Αργολίδας.
Το Μπούρτζι
 Η ξενάγησή μας μέσα από τα στενά δρομάκια της παλιάς πόλης είναι ένας περίπατος στο παρελθόν. Από τις πιο όμορφες πλατείες που έχουμε δει στον ελληνικό χώρο είναι χωρίς αμφιβολία η πλατεία Συντάγματος. Τεράστια, πλακόστρωτη, με ιστορικά κτήρια ποικίλων ρυθμών, κτήρια ενετικού, νεοκλασικού ή ακόμα μινωικού ρυθμού, ήταν κάποτε χώρος με σπίτια αγωνιστών. Τώρα, είναι μια απόλαυση να τριγυρνά κανείς εδώ, να κάθεται σε μια καφετέρια ενώ οι χαρούμενες φωνές των παιδιών που παίζουν  αντιλαλούν ακόμα και τα βράδια. Εδώ βρίσκεται και το Αρχαιολογικό Μουσείο, εδώ και το Μεγάλο Τζαμί. Αλήθεια, πόσο απρόβλεπτη η Ιστορία! Πόσο συγκινητική ανατροπή να σκέφτεσαι ότι στο Μεγάλο Τζαμί στεγάστηκε η πρώτη Βουλή των απελευθερωμένων Ελλήνων!
Ο Όθωνας στην Πλατεία των Τριών Ναυάρχων
Η πλατεία Συντάγματος δεν είναι βέβαια η μόνη πλατεία του Ναυπλίου. Στην Πλατεία των Τριών Ναυάρχων δεσπόζει το ωραίο νεοκλασικό κτήριο του Δημαρχείου της πόλης καθώς και η Δημοτική Πινακοθήκη. Ενώ στη μικρή  πλατεία του Αγίου Σπυρίδωνος το βήμα μας επιβραδύνεται, η συγκίνηση μας κυριεύει, η σκέψη πάει πίσω, στο μακρινό εκείνο πρωινό της 27ης Σεπτεμβρίου 1831, όταν ο σεμνός, εμπνευσμένος Κυβερνήτης, ο Ιωάννης Καποδίστριας, που θα μπορούσε, αν τον άφηναν, να αλλάξει τη μοίρα και την πορεία της Ελλάδας, έπεφτε δολοφονημένος από ελληνικά χέρια. Το σημάδι από τη σφαίρα, προστατευμένο σε γυάλινη προθήκη, μένει ακόμα εκεί στον τοίχο της εκκλησίας να θυμίζει τις τραγικές στιγμές.
Σημάδι από τη σφαίρα που σκότωσε τον Καποδίστρια
 Πολύ κοντά η οδός Άγγελου Τερζάκη και η κάπως παραμελημένη προτομή του σπουδαίου αυτού λογοτέχνη και πνευματικού ανθρώπου. Η σκηνή από την «Πριγκιπέσσα Ιζαμπώ» καθώς εκείνη διασχίζει έφιππη το Ναύπλιο θαμπώνοντας με την ομορφιά της το νεαρό Νικηφόρο Σγουρό ξανάρχεται ζωντανά στη σκέψη.
Ο Άγγελος Τερζάκης
 Ναύπλιο. Η πρώτη πρωτεύουσα της ελεύθερης Ελλάδας. Εδώ κυβέρνησε για τρία χρόνια ο Καποδίστριας, εδώ αποβιβάστηκε λίγο αργότερα ο νεαρός βασιλιάς Όθωνας κι απ’ εδώ έφυγε  εξόριστος το 1862. Εδώ δικάστηκε και καταδικάστηκε ο Κολοκοτρώνης, εδώ έζησε η Μαντώ Μαυρογένους, εδώ πέθανε ο Δημήτριος Υψηλάντης… Πόσες μνήμες ξυπνούν μέσα μας καθώς τριγυρίζουμε στα στενά, πανέμορφα, λουλουδισμένα δρομάκια!
Δρομάκι στην παλιά πόλη

Πόρος
Θεέ μου Πρωτομάστορα μ’ έκτισες μέσα στα βουνά
Θεέ μου πρωτομάστορα μ’ έκλεισες μες στη θάλασσα
Οι στίχοι του Ελύτη, ντυμένοι με τη μουσική του Θεοδωράκη, αντηχούν στη σκέψη μου καθώς με μάτια γεμάτα θάμπος αντικρίζω αυτή την απίθανη ομορφιά. Έχουμε διασχίσει το μικρότερο «δάχτυλο» της Πελοποννήσου και οδεύουμε από το Ναύπλιο προς το Γαλατά, απ’ όπου θα περάσουμε αντίκρυ στον Πόρο.
Από το Ναύπλιο προς το Γαλατά
 Πρωί του Μ. Σαββάτου. Ηρεμία. Γαλήνη. Φως κι ομορφιά. Το πράσινο κατεβαίνει ως τις ακτές και σμίγει με το γαλάζιο του Σαρωνικού, τοπίο που, αν και το συναντάς σε πλήθος παραλίες και νησιά της Ελλάδας, δεν παύει να σε μαγεύει όσες φορές κι αν το συναντήσεις.
Η έκπληξη μεγάλη για όσους από μας δεν είχαμε ξανάρθει, όταν βλέπουμε πόσο κοντά στις ακτές της Πελοποννήσου είναι ο Πόρος, τόσο που λες μπορείς να πας κολυμπώντας. Πόρος άλλωστε σημαίνει πέρασμα, μια στενή λωρίδα θάλασσας που αποτελεί πέρασμα για τ’ όμορφο αυτό νησί.
Ο Πόρος όπως φαίνεται από το Γαλατά
 «Είναι το πιο ευτυχισμένο μέρος που γνώρισα ποτέ μου», γράφει ο Λόρενς Ντάρελ στο βιβλίο του «Τα ελληνικά νησιά». Μα η εικόνα που περιγράφει ο Ντάρελ, κάπου σαράντα χρόνια πριν, δεν είναι ίδια μ’ αυτήν που αντικρίζουμε εμείς σήμερα. Γράφει ο Ντάρελ: «Μπορεί να είναι τα πεύκα που κάνουν αξέχαστο τον Πόρο. Τα δάση μοιάζουν ποτισμένα στο ρετσίνι, τα πάντα μυρίζουν σαν καινούργιο καράβι. Όταν καταπλέεις στο λιμάνι το καλοκαίρι, σε τυλίγουν κύματα έντονης μυρωδιάς πεύκου που αιωρούνται στα ήσυχα νερά του λιμανιού».
Καθώς πλησιάζουμε στον Πόρο
  Μα καθώς εμείς αποβιβαζόμαστε στο λιμάνι η μυρωδιά που κυριαρχεί είναι πιο πολύ η μυρωδιά των ψαρομεζέδων και οι δελεαστικές προσκλήσεις απ’ τα ταβερνάκια που πλαισιώνουν το λιμάνι. Τουριστική η πρώτη εντύπωση. Όμως πιο πάνω, ανηφορίζοντας ανάμεσα σε κάτασπρα σπίτια και λουλουδισμένες αυλές, σου αποκαλύπτεται όλη η ομορφιά του νησιού. Δυστυχώς ο χρόνος δεν μας παίρνει για να βγούμε έξω από την πόλη, να τριγυρίσουμε στις καταπληκτικές παραλίες ή να επισκεφθούμε τα ερείπια του ναού του Ποσειδώνα, όπου κατέφυγε και αυτοκτόνησε ο μεγάλος ρήτορας, ο Δημοσθένης.
Πανέμορφη γωνιά στον Πόρο
 Πέρα απ’ την ιστορία του νησιού, δυο πράγματα είχα στο νου μου και δυο τοποθεσίες ήθελα να επισκεφθώ: τη βίλα «Γαλήνη» και το λεμονοδάσος. Και τα δυο με απογοήτευσαν. Τη βίλα «Γαλήνη», ένα μυθικό σχεδόν τόπο διαμονής και παραθερισμού πολλών διασημοτήτων του πνεύματος, την αντικρίζουμε μόνο από μακριά, μισοκρυμμένη ανάμεσα στα πεύκα του απέναντι βουνού. Οι ντόπιοι τους οποίους ρωτάμε μας αποτρέπουν να πάμε ως εκεί. «Δεν υπάρχει τίποτα να δείτε», μας είπαν, «τώρα είναι ιδιωτική κατοικία».
Κι όμως είχα τόση επιθυμία να δω το μέρος όπου πέρασε πολλές μέρες ο Σεφέρης κι όπου έγραψε την «Κίχλη»:
………………………………………………………….
Και είσαι
σ’ ένα μεγάλο σπίτι με πολλά παράθυρα ανοιχτά
τρέχοντας από κάμαρα σε κάμαρα, δεν ξέροντας από πού
να κοιτάξεις πρώτα,
……………………………………………………….
Πόρος, «Γαλήνη», 1946

Έχοντας διαβάσει χρόνια πριν «Το λεμονοδάσος» του Κοσμά Πολίτη, με τον εξιδανικευμένο έρωτα  του Παύλου και της Βίργκω που εξελίσσεται στο ανθισμένο, μοσχοβολημένο τοπίο  των χιλιάδων λεμονιών και πορτοκαλιών, φανταζόμουν αυτό το τοπίο σαν ένα επίγειο παράδεισο. Το μεγαλύτερο μέρος του βρίσκεται στο Γαλατά, όμως, τι κρίμα, οικοπεδοποίηση και κτίσματα έχουν τελείως αλλάξει το τοπίο. Σκέφτομαι πως ίσως έχει δίκαιο ο Ουράνης που λέει πως δεν πρέπει να επισκεπτόμαστε τα μέρη που πολύ αγαπάμε, γιατί συχνά η πραγματικότητα διαψεύδει τη φαντασία.
Λουλουδισμένα σπίτια στον Πόρο

Ύδρα-Σπέτσες
Τα ονόματά τους τ’ αποτυπώσαμε και τα τρία μαζί, έτσι όπως τ’ ακούγαμε στο μάθημα της Ιστορίας: Ύδρα-Σπέτσες-Ψαρά. Τα φανταζόμασταν τότε και τα τρία μαζί να μάχονται με το ναυτικό τους τους Τούρκους, χωρίς να περνά από το παιδικό μας μυαλό ότι τα Ψαρά βρίσκονταν στην άλλη πλευρά του Αιγαίου!
Τώρα βέβαια το ξέρουμε, καθώς το καΐκι του μπαρμπα-Γιάννη σχίζει τα γαλάζια νερά του Αργοσαρωνικού, πηγαίνοντάς μας στην Ύδρα και λίγο αργότερα στις Σπέτσες. Μας συνοδεύει η γλαφυρή ξενάγηση του καπετάνιου μας που επιμένει να μας δείχνει τις ωραίες, μεγάλες βίλες που μας κοιτάζουν αφ’ υψηλού σ’ όλη την ακτογραμμή από το Πόρτο Χέλι που ξεκινήσαμε και να μας  δίνει πληροφορίες για τους ιδιοκτήτες τους αλλά και για όλα όσα συναντάμε στο σύντομο θαλασσινό μας ταξίδι.
Ύδρα
 Η ενδιαφέρουσα ξενάγηση διανθίζεται με χαρούμενα θαλασσινά τραγούδια που τόσο αφθονούν σε μια θαλασσινή χώρα όπως η Ελλάδα.
Εκεί στης Ύδρας ανοιχτά και των Σπετσών
να σου μπροστά μου ένα δελφινοκόριτσο
…………………………………….
Το ποιητικό δελφινοκόριτσο του Ελύτη δεν το συναντήσαμε, βέβαια, αλλά πολλοί από μας πρόλαβαν να δουν τα δελφίνια στο θαλασσινό τους παιγνίδισμα.
Από μακριά  βλέπουμε κιόλας το νησί ν’ απλώνεται αμφιθεατρικά, με τα παλιά, πέτρινα αρχοντικά να στέκονται πίσω από τις καφετέριες που πλημμυρίζουν τώρα την παραλία. Στη γρήγορη περιδιάβασή μας δεν έχουμε το χρόνο να επισκεφθούμε κανένα αρχοντικό, μόνο στο αξιόλογο ιστορικό μουσείο του νησιού ρίχνουμε μια βιαστική ματιά. 
Ο Μιαούλης στην αυλή της Μητρόπολης
 Κειμήλια των πολέμων, ακρόπρωρα από πλοία του Αγώνα, ενδυμασίες, όπλα, χάρτες και μια πινακοθήκη με απεικονίσεις πλοίων του Αγώνα σε μεταφέρουν στο κλίμα του μεγάλου ξεσηκωμού, στον οποίο τόσο καθοριστικό ρόλο διαδραμάτισε το νησί. Το πιο συγκινητικό σημείο του μουσείου είναι δίχως άλλο το σεμνό μνημείο όπου βρίσκεται ταριχευμένη η καρδιά του μεγάλου τέκνου του νησιού, του Ανδρέα Μιαούλη. Στον ίδιο χώρο λειτουργεί και ένα πολύ αξιόλογο Ιστορικό Αρχείο.
Κι άλλη άποψη της Ύδρας
 Έξω απ’ το μουσείο, η ομορφιά του νησιού μας τραβάει ακαταμάχητα. Καθώς ανηφορίζουμε στα στενά δρομάκια, ανάμεσα σε κάτασπρα σπίτια με γαλάζια παράθυρα, τοίχους καλυμμένους με πολύχρωμα αναρριχητικά, προλαβαίνουμε να ρίξουμε κλεφτές ματιές σε πανέμορφες, λουλουδισμένες εσωτερικές αυλές. Κι ώρα την ώρα νομίζω πως μπροστά μου, ανεβαίνοντας τα σκαλοπάτια, θα δω ν’ ανηφορίζει «Το κορίτσι με τα μαύρα», η αξέχαστη Έλλη Λαμπέτη σαν σκηνή από την ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη. Γιατί, αν εξαιρέσουμε τις καφετέριες της παραλίας, τίποτα δεν φαίνεται να ‘χει αλλάξει από τότε. Κανένα τροχοφόρο εξακολουθεί να μην επιτρέπεται να κυκλοφορεί στο νησί κι είναι μια απόλαυση να βλέπεις τα γαϊδουράκια να διαδραματίζουν ρόλο… ταξί.
Γαϊδουράκι σε ρόλο... ταξί
 Φεύγοντας από την Ύδρα ο μπαρμπα-Γιάννης μας προειδοποιεί: «Έχετε υπ’ όψιν ότι στην πορεία για τις Σπέτσες θα συναντήσουμε λίγο θαλασσάκι». «Θαλασσάκι» μπορεί να ήταν για τον ίδιο, για μας όμως τα 5-6 μποφόρ ήταν τρικυμία που μας έκανε να νομίζουμε ότι έφτασε το τέλος μας! Γι’ αυτό και η αποβίβασή μας στις Σπέτσες ήταν μια ιδιαιτέρως ευτυχής στιγμή. 
Σπέτσες
 Το πευκόφυτο («πιτυούσα» ονομαζόταν στην αρχαιότητα) νησί έχει ένα κοσμοπολίτικο χαρακτήρα. Τελικά όμως μου φαίνεται πως η τουριστική ανάπτυξη των ελληνικών νησιών οδήγησε στην εξαφάνιση της ιδιαιτερότητάς τους και καθώς αποβιβάζεσαι στο λιμάνι μια πανομοιότυπη εικόνα προβάλλει, τουλάχιστον στα πιο κοσμοπολίτικα απ’ αυτά. Καφετέριες κι εστιατόρια στη σειρά και μικρά καταστήματα με τουριστικά είδη. Πρέπει να προχωρήσεις πιο πέρα από το λιμάνι, να τριγυρίσεις στο εσωτερικό, να σταθείς στα πιο ιστορικά του σημεία, για να αντιληφθείς και να εκτιμήσεις την ξεχωριστή φυσιογνωμία κάθε νησιού.
Η Μπουμπουλίνα
 Δίχως άλλο η μορφή που κυριαρχεί στις Σπέτσες είναι η σχεδόν μυθική μορφή της Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας. Από τους πιο αξιοποιημένους ιστορικούς χώρους είναι το αρχοντικό της, ένα πανέμορφο σπίτι-μουσείο. Αναπαλαιωμένο από απογόνους της θρυλικής ηρωίδας το παλιό κτήριο του 17ου αι., με έπιπλα εποχής, πορτρέτα, προσωπικά αντικείμενα της Μπουμπουλίνας, συλλογές όπλων, επιστολές, προσφέρει στον επισκέπτη ένα βύθισμα στους καιρούς της Επανάστασης, προπάντων στην ηρωική εκείνη μορφή. Κι άθελά σου η σύγκριση με τους σημερινούς πικρούς καιρούς σε βυθίζει σε μια απέραντη μελαγχολία.
Η είσοδος στο σπίτι-μουσείο της Μπουμπουλίνας
 Καθώς ακόμα ένα ελληνικό Πάσχα φτάνει στο τέλος του, με τη σκέψη πλημμυρισμένη από την ομορφιά και τη μοναδικότητα της ελληνικής γης, μου ‘ρχεται στο νου η εξής ιστορία που μας αφηγήθηκε φίλος συνταξιδιώτης, που κι αυτός τη διάβασε σε εφημερίδα.
Κάποτε, λέει, ο Θεός μοίραζε τις διάφορες χώρες στους ανθρώπους. Πήγαν όλοι, πήρε ο καθένας τον τόπο του και μόνο οι Έλληνες, φτάνοντας καθυστερημένοι, δεν βρήκαν τίποτα να πάρουν. Εισακούοντας όμως τις παρακλήσεις τους ο Θεός, τους είπε: «Δεν έμεινε τίποτα πλέον, αλλά, ας είναι, κράτησα μόνο ένα οικόπεδο για … τα γεράματά μου, σας το χαρίζω».
Κι αυτό είναι η Ελλάδα. Το πιο ωραίο οικόπεδο, το οικόπεδο  του Θεού.
Μια τελευταία ματιά στο πανέμορφο "Οικόπεδο του Θεού"

Πέμπτη, Μαΐου 10, 2012

Σενάριο γάμου

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως το μυθιστόρημα του ελληνοαμερικανού τρίτης γενιάς Τζέφρυ Ευγενίδη "Σενάριο γάμου" ( Πατάκης, 2012, μετ. Άννα Παπασταύρου), γνωστού κυρίως από το μυθιστόρημά του Middlsex, είναι ένα "διαβαστερό" μυθιστόρημα. Καταταγμένο ήδη στα ευπώλητα στην ελληνική του μετάφραση, δικαιολογεί την εκεί παρουσία του. Ο συγγραφέας κατορθώνει να αναμείξει στην, οπωσδήποτε ενδιαφέρουσα πλοκή, στοιχεία ενός κάποιου προβληματισμού. Το ερωτικό στοιχείο, ένα νεανικό ερωτικό τρίγωνο, η αμερικανική φοιτητική νεολαία των αρχών της δεκαετίας  του '80, τα διαβάσματα και οι αμφισβητήσεις της, η εκτενής αναφορά στη μανιοκατάθλιψη του ενός ήρωα και στο χριστιανικό μυστικισμό του άλλου, δημιουργούν ένα γοητευτικό μείγμα που παρασύρει τον αναγνώστη. Το χιούμορ και η ειρωνεία σε μετρημένες δόσεις δεν απουσιάζουν.
Κεντρική ηρωίδα είναι η Μάντλιν Χάνα. Στο πρώτο έτος του πανεπιστημίου γνωρίζει τον Μίτσελ Γκραμμάτικους που έχει ελληνικές ρίζες και δεν αποκλείεται να αποτελεί persona του συγγραφέα. Συνδέονται με κάτι που θα μπορούσε να ονομαστεί "ερωτική φιλία" από μέρους της, ενώ εκείνος είναι πραγματικά ερωτευμένος μαζί της. Η καρδιά όμως της Μάντλιν είναι δοσμένη στον Λέναρντ Μπάνκχεντ, ένα ιδιόρρυθμο νεαρό που θα γνωρίσει σ΄ένα σεμινάριο σημειωτικής.
Το έργο αρχίζει την ημέρα της αποφοίτησης της Μάντλιν από το κολλέγιο Μπράουν της Πρόβιτενς το 1982. Στις επόμενες περίπου 140 σελίδες μεταφερόμαστε στα προηγούμενα φοιτητικά χρόνια, στην πανεπιστημιακή ατμόσφαιρα, στις γνωριμίες, στα διαβάσματα, στα πάρτι των φοιτητών, στα όνειρα και τα σχέδιά τους για το μέλλον. Εποχή ύφεσης για την Αμερική, οι νεαροί παθιασμένοι με τον Ντεριντά και τον Ρολάν Μπαρτ. Η καταιγιστική αναφορά σε συγγραφείς και κείμενα σ' αυτές τις πρώτες σελίδες (ολίγον τι επιδεικτικές, κατά τη γνώμη μου) αποβαίνει εν μέρει κουραστική για τον αναγνώστη, που συχνά αναγκάζεται να καταφεύγει στην πληθώρα των ερμηνευτικών σημειώσεων της μεταφράστριας.
Στη συνέχεια το μυθιστόρημα επικεντρώνεται στην πορεία ζωής των τριών ηρώων. Η Μάντλιν είχε κάνει την πτυχιακή της εργασία πάνω στο θέμα του γάμου στους βικτοριανούς συγγραφείς, την Τζέιν Όστιν, την Τζορτζ Έλιοτ και τον Χένρυ Τζέημς. Ο Λέναρντ στη βιολογία, ο Μίτσελ στη θεολογία. Αναζητούν τώρα τη συνέχιση των σπουδών και της ζωής τους.
Η Μάντλιν την ημέρα της αποφοίτησης θα ανακαλύψει τη μανιοκατάθλιψη από την οποία πάσχει ο Λέναρντ. Εντούτοις θα τον ακολουθήσει ένα καλοκαίρι στο Κέιπ Κοντ, όπου εκείνος αναλαμβάνει ως βοηθός εργαστηρίου σ' ένα κέντρο βιολογικών ερευνών. Δεν θα διστάσει μάλιστα να τον παντρευτεί και να σταθεί πλάι του στην αντιμετώπιση της αρρώστιας. Η περιγραφή των φάσεων της μανιοκατάθλιψης, η αναζήτηση των αιτίων στο οικογενειακό παρελθόν του Λέναρντ, η θεραπεία με λίθιο, καταλαμβάνουν μεγάλο μέρος της πλοκής, επηρεάζοντας την εξέλιξη. Σε κριτικές έχει επισημανθεί ότι πιθανόν πρότυπο του ήρωα του Ευγενίδη υπήρξε ο συγγραφέας Ντέιβιντ Φόστερ Ουάλας που αυτοκτόνησε το 2008, αν και ο Ευγενίδης το αρνείται.
Ο θρησκευτικός μυστικισμός του άλλου ήρωα, του Μίτσελ, δίνει επίσης ενδιαφέρουσες συζητήσεις. Ο Μίτσελ, πάντα απελπισμένος στον έρωτά του, ξεκινά με ένα συμφοιτητή του για ένα ταξίδι στην Ευρώπη, καταλήγοντας στην Ινδία, εθελοντής σ' ένα ίδρυμα της Μητέρας Τερέζας, στο οποίο όμως ελάχιστα αντέχει να μείνει.
Η τεχνική του flash back είναι συνεχής στο μυθιστόρημα, δίνοντας διαρκώς ερέθισμα στον αναγνώστη για να ξαναπιάσει το νήμα της αφήγησης. Ένα άλλο χαρακτηριστικό της τεχνικής είναι ότι κάποιες σκηνές επαναλαμβάνονται περιγραφόμενες από άλλη οπτική, παρ' όλο ότι δίνονται όλες σε τρίτο πρόσωπο.
Εντύπωση προκαλεί η ζοφερή εικόνα που δίνεται για την Αθήνα του 1982, την οποία επισκέπτεται στην περιήγησή  του ο Μίτσελ. Δεν θα το περίμενε κανείς, ειδικά από ελληνοαμερικανό συγγραφέα. Αντίθετη με βρίσκει και η πληθώρα των σεξουαλικών σκηνών που αποδίδονται με απωθητικό συχνά νατουραλισμό. Διερωτώμαι γιατί, ενώ το κοίταγμα στις ιδιαίτερρες στιγμές ενός ζευγαριού στην πραγματική ζωή δεν είναι κάτι στο οποίο επιδίδονται  φυσιολογικά οι άνθρωποι, στη λογοτεχνία πρέπει να το παρακολουθούμε με τόσες μάλιστα λεπτομέρειες.
Γενικά, ενδιαφέρον μυθιστόρημα θα έλεγα. Όμως το βάθος που όλοι εμείς οι παθιασμένοι αναγνώστες αναζητούμε, απουσιάζει. Τελικά, αν και διάβασα χωρίς διακοπή το "Σενάριο γάμου", δεν κατόρθωσε να άρει τις επιφυλάξεις μου, για την πλειοψηφία τουλάχιστον, των ευπώλητων.

Τετάρτη, Μαΐου 02, 2012

Ακολουθώντας τη γραμμή της θάλασσας

"Διήγημα είναι η έκθεση με τέχνη ενός κομματιού ζωής, δικής μας ή ξένης, πραγματικής ή φανταστικής, Το μυθιστόρημα διαφέρει από το διήγημα ως προς την έκταση".
Ο ορισμός αυτός (όχι πλήρης βέβαια) που τον διδάσκαμε χρόνια πριν, στριφογύριζε στη σκέψη μου καθώς έκλεινα την τελευταία (522η) σελίδα του μυθιστορήματος της Νοέλ Μπάξερ "Ακολουθώντας τη γραμμή της θάλασσας" (Ψυχογιός, 2012). Ένα κομμάτι ζωής όχι ενός αλλά πολλών προσώπων είναι το μυθιστόρημα. Μιας ζωής φανταστικής που κάλλιστα θα μπορούσε να είναι πραγματική. Ζωής στην καθημερινότητά της, αλλά και στα όνειρα, τις επιθυμίες, τις επιδιώξεις της. Ζωής του σήμερα που την καθορίζουν όμως και την επηρεάζουν ζωές περασμένες.
Στο κέντρο του μυθιστορήματος δυο γυνακείες μορφές. Η γιαγιά Βενέτα και η εγγονή Βενετία. Στο φόντο όμως δυο άλλες μορφές κυριαρχούν. Ο Ερρίκος Σλήμαν και η γυναίκα του Σοφία, πρότυπα και πηγή έμπνευσης για τη νεαρή Βενετία, που όνειρο και στόχος ζωής ήταν να σπουδάσει αρχαιολόγος και να συνεχίσει το έργο εκείνου. Το πώς της γεννήθηκε αυτή η επιθυμία δεν μπορούσε ούτε η ίδια να εξηγήσει. "Ήταν σύνθετο. Ένα κουβάρι λόγοι. Θαυμασμός ανάκατος με σεβασμό κι ένα στοιχείο ζήλιας επειδή ο Ερρίκος Σλήμαν υπήρξε ο μοναδικός άντρας στην εποχή του στην υφήλιο, ο μόνος σε έναν ολάκερο πλανήτη δηλαδή, που αξιώθηκε και στόλισε τη σύζυγό του με τον τρωικό θησαυρό. Μετά το βασιλιά της Τροίας έκανε μια μεγάλη γούβα η Ιστορία περιμένοντας έναν Σλήμαν". Ίσως πάλι, ζώντας στην Κεφαλονιά, έβλεπε καθημερινά απέναντί της την Ιθάκη. "Την ίδια Ιθάκη έβλεπαν με τον Ερρίκο Σλήμαν". Οι ιστορίες του παππού της, του οποίου ο παππούς είχε γνωρίσει τον Σλήμαν, τη γοητεύουν και δυναμώνουν την αγάπη και το θαυμασμό για το πρότυπο και ίδαλμά της.
Όμως, τρεις απόπειρες να εισαχθεί στην Αρχαιολογική Σχολή απέτυχαν. Ξέρει πως πια η πραγματοποίηση του ονείρου της είναι αδύνατη. Αποφασίζει, λοιπόν, να κάνει μόνη ένα ταξίδι αποχαιρετισμού, "το τελετουργικό της λήξης του Ονείρου της". Να ακολουθήσει την ίδια πορεία που ακολούθησε ο Σλήμαν στο πρώτο του ταξίδι στην Ελλάδα, το 1868. Δεν θέλει κανένα μαζί της ούτε το νεαρό ποδοσφαιριστή με τον οποίο έχει δεσμό.
Από την Κεφαλονιά, με μόνη συντροφιά τα ημερολόγια του Σλήμαν κι ένα μισοσχισμένο χάρτη ενός Ενετού προγόνου που της έδωσε η γιαγιά της, αποβιβάζεται στην Πάτρα, απ' εκεί στο Αίγιο, στον Ακροκόρινθο, στην Κόρινθο, στις Αρχαίες Κλεωνές, στη Νεμέα, στις Μυκήνες, στο Άργος, στην Τίρυνθα, στο Ναύπλιο, όπου και αποχαιρετά τον Σλήμαν, γιατί εκείνος είχε φύγει απ' εκεί με πλοίο για την Αθήνα. Η Βενετία συνεχίζει προς τη Σπάρτη, το Μυστρά, κατεβαίνει ύστερα στην Καλαμάτα και στο Μάραθο.
Στο όνειρο που διέπει τη ζωή και την πορεία της Βενετίας παρεμβάλλεται η ιστορία της γιαγιάς Βενέτας, από τα ωραιότερα, πιστεύω, μέρη του βιβλίου.
Ακολουθώντας την τεχνική των δυο προηγούμενων μυθιστορημάτων της, η Νοέλ Μπάξερ ενσπείρει κι εδώ αποσπάσματα από άλλα κείμενα. Πρόκειται για αποσπάσματα από τα ημερολόγια του Σλήμαν ή από επιστολές της γυναίκας του, της Σοφίας. Είναι καταφανής η αγάπη και ο θαυμασμός της συγγραφέως για τον ονειροπόλο εκείνον που έκανε το όνειρό του πράξη σε αντίθεση με την ηρωίδα της. Υπάρχουν στο βιβλίο πολύ ωραίες περιγραφές της πορείας του Σλήμαν (και της Βενετίας) στην Πελοπόννησο.
Το μυθιστόρημα προϋποθέτει όχι μόνο αγάπη αλλά και μελέτη και γνώση, ένα στέρεο υπόβαθρο στο οποίο φαίνεται ότι στηρίζεται η συγγραφέας. Η μόνη μου επιφύλαξη είναι ο όγκος του βιβλίου. Έχω την εύλογη υποψία ότι αυτό οφείλεται σε προτίμηση των εκδοτών, πράγμα όμως που αναγκάζει τον συγγραφέα να "βιάζει" την έμπνευσή του, προσπαθώντας να επεκτείνει το έργο. Για παράδειγμα, στο παρόν μυθιστόρημα είτε παρεμβάλλονται θέματα πολύ χαλαρά συνδεδεμένα με τον κύριο κορμό της ιστορίας, είτε παρατηρούνται αχρείαστες επαναλήψεις. Π.χ. η ιστορία ενός γέρου που επισκέπτεται το ανθοπωλείο της μητέρας της Βενετίας ή η ακόμα εκτενέστερη ιστορία μιας γυναίκας που η Βενετία συναντά στην Πελοπόννησο, είναι επεισόδια άσχετα με την κεντρική ιστορία. Η πολύ ωραία περιγραφή του σπιτιού του Σλήμαν (που είναι ως γνωστό το Ιλίου Μέλαθρον στην Αθήνα, στο οποίο στεγάζεται τώρα το Νομισματικό Μουσείο) δεν υπήρχε νομίζω λόγος να δίνεται δυο φορές. Ούτε η επίσκεψη της μητέρας της Βενετίας στην Παναγία των Σισσίων ήταν απαραίτητο να επαναληφθεί, πολύ περισσότερο που μας δόθηκε μια πολύ ωραία περιγραφή με την επίσκεψη της Βενετίας εκεί.
Το τέλος έρχεται με μια απρόοπτη ανατροπή, συνδέοντας το παρελθόν με το παρόν, καθαίροντας πολλά λάθη, αποκαθιστώντας δικαιοσύνη.