Κυριακή, Ιουλίου 27, 2014

Τίτλοι τέλους-Ο επίλογος

Πέτρος Μάρκαρης
Τίτλοι τέλους-Ο επίλογος
Γαβριηλίδης, 2014
Μόλις τέλειωσα (σε δυο μέρες, θα μπορούσα και σε μια) το τελευταίο βιβλίο του Πέτρου Μάρκαρη. Τι να πω πια για τα βιβλία του Μάρκαρη που τα 'χω διαβάσει κι έχω μιλήσει για όλα; Έχω μιλήσει για την τεχνική του, για το ύφος του, για τους χαρακτήρες των έργων του και προπάνων για το συμπαθή αστυνόμο Χαρίτο, πρωταγωνιστή σ' όλα τα έργα του. Έχω γράψει για τα "Ληξιπρόθεσμα δάνεια", για την "Περαίωση", για το "Ψωμί, παιδεία, ελευθερία", που αποτελούσαν την "Τριλογία της κρίσης", όπως ο ίδιος ο συγγραφέας χαρακτήριζε τα τρία έργα. Έρχεται τώρα να ολοκληρώσει με το τέταρτο, το "Τίτλοι τέλους-Ο επίλογος". Προς στιγμή φοβήθηκα ότι αυτό θα σήμαινε και το τέλος του αστυνόμου Χαρίτου. Ευτυχώς όμως, όπως διάβασα σε μια συνέντευξη του συγγραφέα, αυτό  δεν συμβαίνει. Απλώς εννοεί ότι με αυτό το βιβλίο τερματίζει τις υποθέσεις που έχουν ως θέμα την κρίση.
Ασχολήθηκε με τους τραπεζίτες, με τους φοροφυγάδες, με τη γενιά του Πολυτεχνείου. Τώρα στο προσκήνιο έρχονται "Οι Έλληνες του '50"!
Η πρώτη σκηνή του έργου μας εισάγει ήδη στη σύγχρονη Αθήνα, χώρο όπου άλλωστε διαδραματίζονται (με μόνο μια εξαίρεση) όλα τα έργα του Μάρκαρη. Η κόρη του Χαρίτου, η Κατερίνα, δικηγόρος, ενώ βγαίνει από το δικαστήριο όπου είχε υπερασπιστεί δυο Αφρικανούς αλλοδαπούς, δέχεται επίθεση από Χρυσαυγίτες. Ευτυχώς δεν τραυματίζεται σοβαρά. Κι ενώ ο Χαρίτος ασχολείται με την οικογενειακή αυτή υπόθεση, ειδοποιείται για μια αυτοκτονία ενός Έλληνα από τη Γερμανία, που είχε από καιρό εγκατασταθεί στην Αθήνα, για να ασχοληθεί με επιχειρήσεις. Και ενώ είναι φανερό ότι πρόκειται για αυτοκτονία, ένα σημείωμα που στέλλεται στη Γερμανική Πρεσβεία αναφέρει: "Ο Ανδρέας Μακρίδης δεν πέθανε. Τον σκότωσαν". Υπογραφή: "Οι Έλληνες του '50". Ο πονοκέφαλος του Χαρίτου μεγαλώνει όταν κι άλλες δολοφονίες ακολουθούν, πάντα με την ίδια υπογραφή. Ποιοι είναι αυτοί οι " 'Έλληνες του '50"; Πού στοχεύουν; Κι αν πράγματι ανήκουν σ' εκείνη τη γενιά, θα κοντεύουν τώρα τα 90!
Το μυστήριο βεβαίως θα λυθεί στο τέλος. Δεν μου φάνηκε πολύ πειστικό, αν και βεβαίως αυτό δεν έχει και μεγάλη σημασία. Ώσπου να φτάσουμε ως εκεί διασχίσαμε τη σύγχρονη Αθήνα, συναντήσαμε τους Χρυσαυγίτες, τις διασυνδέσεις και τη νοοτροπία τους, γνωρίσαμε αλλοδαπούς νομιμόφρονες και άλλους διακινητές ναρκωτικών, ταυτιστήκαμε με την Ελληνίδα νοικοκυρά και τον ηγετικό της ρόλο στην οικογένεια, γευτήκαμε τα φασολάκια, το μπριάμ και τα γεμιστά της, αγανακτήσαμε με την ελληνική γραφειοκρατία, παρακινηθήκαμε σε σκέψεις για τη σημερινή κρίση, συγκρίναμε την ελληνική και τη γερμανική νοοτροπία.
Πολλά είναι τα αποσπάσματα που θα 'θελα να μεταφέρω εδώ. Περιορίζομαι σ' ένα που εξηγεί, πάντα βέβαια κατά το συγγραφέα, την ελληνική νοοτροπία για την εργασία, σε σύγκριση με τη γερμανική: "Οι Γερμανοί έχουν μια ερωτική σχέση με τη δουλειά τους. Αντίθετα, οι Έλληνες την αισθάνονται σαν κατάρα. Σαν να τους καταράστηκε ο Θεός να περνάνε εργαζόμενοι τη ζωή τους (...). Όταν τελειώνει το ωράριό τους οι Γερμανοί είναι δυστυχισμένοι. Δεν έχουν την παραμικρή διάθεση να βγουν και να διασκεδάσουν. Θέλουν να μείνουν στο σπίτι τους και να πάνε για ύπνο με την προσμονή και την ανυπομονησία της επόμενης μέρας, που θα επιστρέψουν πάλι στη δουλειά τους. Ο ύπνος συντομεύει το νεκρό χρόνο της προσμονής. Αντίθετα, το να βγουν έξω τον επιμηκύνει.
Επειδή οι Έλληνες αντιλαμβάνονται τη δουλειά τους σαν καταναγκαστική εργασία και το χώρο δουλειάς τους σαν αποικία καταδίκων, ζουν όλη μέρα με την προσμονή του τέλους του ωραρίου, που θα σημάνει την απελευθέρωσή τους. Γι' αυτό και είναι κάθε βράδυ έξω, για να γιορτάσσουν τη λύτρωσή τους και να συγκεντρώσουν δυνάμεις για την επόμενη μέρα στο κάτεργο. Αυτή είναι για μένα η μεγάλη διαφορά. Το κλίμα της Ελλάδας απλώς συμβάλλει στη γιορτή της καθημερινής λύτρωσης".
Οι "Τίτλοι τέλους" είναι ένα βιβλίο που θα 'πρεπε να διαβαστεί όχι μόνο από όσους αγαπούν την αστυνομική λογοτεχνία και τη γραφή του Μάρκαρη. Θα 'πρεπε να το διαβάσουν οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι νομοθέτες, οι πολιτικοί κι όλοι όσοι αγαπούν πραγματικά αυτό τον τόπο. Όχι βέβαια για να καταφύγουν σε ανάλογες μεθόδους, αλλά για να κατανοήσουν αυτό που οι "Έλληνες του '50" επαναλαμβάνουν  μετά από κάθε δολοφονία: "Γυρίστε πίσω και αρχίστε σωστά".

Τρίτη, Ιουλίου 22, 2014

Η πόλη

Blake Crouch
Η πόλη 
(Τίτλος πρωτοτύπου: Pines)
Διόπτρα, 2014
Μετ. Ουρανία Τουτουντζή
Αρχίζει σαν ένα σκοτεινό, αδιέξοδο θρίλερ που θυμίζει τη "Δίκη" του Κάφκα. Συνεχίζεται αρκετά αργότερα με μια περιπετειώδη καταδίωξη τύπου Τζέιμς Μποντ και τελειώνει σαν έργο επιστημονικής φαντασίας. Κι ανάμεσα σ' όλα αυτά σκηνές σκληρότητας και βασανιστηρίων  από τον πόλεμο του Κόλπου του 1991.
Ο σκηνικός χώρος όπου διαδραματίζεται το έργο είναι μια μικρή, απομονωμένη αμερικανική πόλη στο Αϊντάχο, το Γουέιγουορντ Πάινς. Ο ομοσπονδιακός μυστικός πράκτορας Ήθαν Μπερκ φτάνει εκεί αναζητώντας δυο άλλους πράκτορες που είχαν προηγηθεί και που τα ίχνη τους είχαν χαθεί. Μόλις όμως φτάνει, ένα αυτοκινητικό δυστύχημα όχι μόνο τον οδηγεί στο νοσοκομείο, αλλά και του στερεί όλα τα προσωπικά του αντικείμενα: πορτοφόλι, ταυτότητα, κινητό...Επιπλέον πολλά παράξενα φαίνεται να συμβαίνουν. Κανείς δεν τον πιστεύει ότι είναι αυτός που λέει πως είναι, η επικοινωνία με το σπίτι και τη γυναίκα του είναι αδύνατη, το ίδιο και με τον προϊστάμενό του στην υπηρεσία. Κανείς δεν απαντάει στα τηλεφωνήματά του κι ούτε έχει το μέσο να φύγει απ' αυτή την πόλη, που φαίνεται  να κατοικείται από ευτυχισμένους ανθρώπους, αλλά  που κάτι παράξενο πλανάται στην ατμόσφαιρά της.
Είναι αυτού του είδους τα βιβλία λογοτεχνία; Είναι το ίδιο ερώτημα που συχνά τίθεται και για τα αστυνομικά μυθιστορήματα και στο οποίο ερώτημα οι απαντήσεις ποικίλλουν. Θα έλεγα πως ναι, είναι ένα ιδιαίτερο είδος της τέχνης του λόγου, που σκοπό έχει την αναγνωστική τέρψη που υποκινείται από το ενδιαφέρον του μύθου και την περιέργεια για τη συνέχεια και το τέλος. Όσο αφορά το συγκεκριμένο μυθιστόρημα προχωρεί ένα βήμα παρακάτω. Μέσα στην όλη ατμόσφαιρα της περιέργειας και του ενδιαφέροντος για την κατάληξη, προβάλλουν ερωτήματα για το παρόν και το μέλλον της ανθρωπότητας, αν και, πιστεύω, δεν ήταν ο κύριος στόχος του συγγραφέα. Το βέβαιο πάντως είναι ότι οι λάτρεις των θρίλερ θα βρουν εδώ ένα θέμα που θα τους συναρπάσει.

Πέμπτη, Ιουλίου 10, 2014

Των ημετέρων άλλων

Κώστας Λυμπουρής
Των ημετέρων άλλων
Παράκεντρο, Λεμύθου, 2014
"Ή εγώ, λόγω ηλικίας, έγινα πιο ευσυγκίνητη, ή η πένα σου έγινε πιο δυνατή. Σε μερικά από τα διηγήματά σου δεν μπόρεσα να συγκρατήσω τη συγκίνησή μου ώστε να  μετατραπεί σε δάκρυ".
Αυτά περίπου έγραψα στον συγγραφέα που είχε την καλοσύνη να μου στείλει την καινούρια του συλλογή διηγημάτων με τίτλο "Των ημετέρων άλλων" (το "άλλων" ευφυώς στο εξώφυλλο τυπωμένο με διαφορετικό χρώμα).
"Ημέτεροι" και ταυτόχρονα "άλλοι". Είναι οι άνθρωποι που ζούνε δίπλα μας, που ζούνε μαζί μας, που μας βοηθούν, μας εξυπηρετούν, αλλά ταυτόχρονα είναι και "άλλοι". Έρχονται από μια άλλη χώρα, από έναν άλλο πολιτισμό,  έχουν ίσως διαφορετικό χρώμα, άλλη γλώσσα, άλλη θρησκεία. Σκηνές της καθημερινότητας, ιστορίες που θα μπορούσαν να αναφέρονται στον καθένα μας, εικόνες που συναντάμε συχνά, και που ίσως τις προσπερνάμε βιαστικά χωρίς να δίνουμε σημασία, έρχεται η λογοτεχνία να τις φωτίσει, να τις προβάλει, να ταρακουνήσει σκέψη και συναίσθημα, να τους δώσει μονιμότητα και διάρκεια.
Η τεχνική του Κώστα Λυμπουρή δεν διαφοροποιείται από τις προηγούμενες συλλογές του, το "Προσωρινά κλειστό" και το "Για μια μικρή παύλα". Είναι η κλασική μορφή διηγήματος, με κεντρικό μύθο, αφήγηση, διάλογο, περιγραφή. Πότε σε πρωτοπρόσωπη και πότε σε τριτοπρόσωπη γραφή, ο συγγραφέας παρατηρεί, καταγράφει, αναδεικνύει. Δεκατέσσερα διηγήματα αποτελούν τη συλλογή, στο καθένα και μια πτυχή της ζωής των ημετέρων και των άλλων. Ένας Αφρικανός ταξιτζής που όχι μόνο ακούει ποιοτική μουσική αλλά αναλύει και τους στίχους, ένας οδηγός λεωφορείου που γίνεται απεργοσπάστης για να μεταφέρει ένα κωφάλαλο παιδάκι από τις Φιλιππίνες, ο Ρώσος που αγαπούσε την κλασική μουσική κι ο Ρουμάνος που έπαιζε σαξόφωνο, ο πάτερ φαμίλιας κι η υπεροπτική του συμπεριφορά προς την οικιακή βοηθό, ο Βούλγαρος που φτιάχνει εξαιρετικό παραδοσιακό ψωμί, η μικρή Παλαιστίνια που κακοποιείται γιατί αρνείται να βγάλει τη μαντίλα της, είναι μόνο μερικοί από τους ήρωες του Λυμπουρή. Δεν είναι πάντα οι "άλλοι" καλοί και οι "ημέτεροι" κακοί, ούτε το αντίστροφο. Ο ρεαλισμός των διηγημάτων αναδεικνύει την ευγένεια και την καλοσύνη, καθώς και την κακία και την εκμετάλλευση όπου τη συναντά, τόσο ανάμεσα σ' εμάς όσο κι ανάμεσα στους άλλους.
Στάθηκα ιδιαίτερα σε δυο διηγήματα. Το ένα με τίτλο "Με μια πιρόγα" και το άλλο με τίτλο "Ελένη, η Βιετναμέζα". Είναι δυο πολύ δυνατά διηγήματα, όπου η καλοσύνη των δικών μας σμίγει με την καλοσύνη των ξένων. Στο πρώτο, ο μουσικόφιλος πρωτοπρόσωπος αφηγητής συναντά απροσδόκητα ένα εξίσου μουσικόφιλο Αφρικανό ταξιτζή. Η ευγένεια και των δύο αναδεικνύεται ακόμη περισσότερο όταν προσκρούει στην υβριστική συμπεριφορά ενός "δικού" μας οδηγού.
Στο δεύτερο, το πιο συγκινητικό ίσως διήγημα της συλλογής, η μοναξιά της ηλικιωμένης Πηνελόπης σμίγει με τη μοναξιά της Βιετναμέζας Ελιέν-Ελένης. Δεν σμίγουν μόνο οι μοναξιές, σμίγουν οι πολιτισμοί, ο Λεωνίδας γίνεται Βιετκόγκ, η βιετναμέζικη μουσική πλημμυρίζει το σπιτάκι του προσφυγικού συνοικισμού, το skype φέρνει τη ξένη χώρα στο προσφυγικό δωμάτιο. Και η καταληκτήρια σκηνή του διηγήματος χαρίζει στο συγκινημένο πρόσωπο του αναγνώστη ένα χαμόγελο. Εξαιρετικό διήγημα.