Πέμπτη, Ιανουαρίου 28, 2021

Ελληνική Μυθολογία


Νίκος Τσιφόρος 
Ελληνική Μυθολογία
Ερμής, 1991
 Τσιφόρος; Πού τον θυμήθηκα; Ναι, τον θυμήθηκα και τον νοστάλγησα. Λίγο χαμόγελο μέσα στην καταχνιά της πανδημίας και του εγκλεισμού. Τον ξαναβρήκα, τον ξαναδιάβασα, τον απόλαυσα, κέρδισα επιτέλους λίγη αισιοδοξία μέσα στη σκυθρωπότηταα των ημερών. Ξαναδιάβασα για τη ζωή του, ξαναμέτρησα τα δεκάδες έργα του, θυμήθηκα τις καταπληκτικές κωμωδίες, θεατρικές και κινηματογραφικές της νιότης του και της νιότης μας.
Αλήθεια, πώς μπόρεσε μέσα στα λίγα (σχετικά) χρόνια ζωής που έζησε (1909-1970) να μας αφήσει δεκάδες βιβλία,  δημοσιογραφικά κείμενα, σκηνοθετικές δημιουργίες; Έργα που δεν στηρίζονται μόνο στη φαντασία, αλλά και στη μελέτη; Εμείς και οι Φράγκοι, Ιστορία της Αθήνας, Σταυροφορίες, Διηγήματα, Ιστορία της Αγγλίας και πλήθος άλλα.
Η Ελληνική Μυθολογία, γραμμένη για πρώτη φορά ως ανεξάρτητα κεφάλαια δημοσιευμένα στο περιοδικό "Ταχυδρόμος" το 1964, εκδόθηκαν σε βιβλίο το 1970, αλλά και σε νεότερες εκδόσεις.
Δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να μάθει κάποιος την πλουσιότατη ελληνική μυθολογία (την οποία συχνά οι ξένοι γνωρίζουν καλύτερα από μας) παρά απολαμβάνοντας τη Μυθολογία του Τσιφόρου. Χωρίς να παρεκκλίνει καθόλου από τη μυθολογία όπως την ξέρουμε, τη διανθίζει με χιούμορ, περιγραφές, διαλόγους και γλώσσα της εποχής μας. Ένα  μικρό δείγμα από το πολυσέλιδο βιβλίο: "Στα πάθη της η Ήρα είναι ασυγκράτητη. Κυνηγάει όχι μόνο τις ερωμένες του Δία, αλλά και τα παιδιά τους. Του δόλιου του Ηρακλή, μωρό στην κούνια, του έστειλε δυο τεράστια φίδια να τον φάνε. Έβαλε τις φωνές ο μικρός, έτρεξε η μάνα του, έτρεξε ο Αμφιτρύωνας με το σπαθί, αλλά ο πιτσιρίκος τα 'χε χουφτιάσει τα φίδια και τα' πνιξε...Από τότε φάνηκε η δύναμή του. Της τη σκάσανε όμως και της Ήρας...Ο Ζευς που είχε αδυναμία στον ήρωα γιό του, παρατήρησε πότε κοιμάται η γυναίκα του κι έστειλε τον Ερμή.
-Πήγαινε φέρε τον μικρό...
-Τον Ηρακλή;
-Ναι, ρε μπούφο...Τώρα που κοιμάται η Ήρα να τον βάλουμε να τη βυζάξει κι έτσι να' χει πιει θεϊκό γάλα και να μη φοβάται τίποτα.
Ο Ερμής, που ήτανε ο "μεσάζων" του Διός, πήγε κι έφερε τον μικρό και τον κόλλησε στο μαστό της Ήρας...άρχισε ρούφαγε ο πιτσιρής, ξύπνησε η Ήρα και τον έκανε πέρα...Το γάλα τινάχτηκε κι έτσι γίνηκε ο ...Γαλαξίας στον ουρανό." 
Χωρισμένο σε αυτόνομα κεφάλαια, το βιβλίο μπορεί να διαβαστεί και επιλεκτικά. Να μερικοί τίτλοι κεφαλαίων: Η πρώτη κυρία του Ολύμπου, Δεσποινίς καλής ανατροφής, Ο Απόλλων στα σοβαρά, Αφροδίτες όλου του κόσμου ενωθείτε, Ελενάρα η κουκλάρα... κ.ο.κ
Ο Τσιφόρος δεν αρκείται απλώς στο να γράφει τους γνωστούς μας μύθους με το εύθυμο, προσωπικό του ύφος, διακωμωδώντας τους. Προχωρεί στη διερεύνηση της προέλευσής τους, συγκρίνει με ινδοευρωπαϊκούς και άλλους μύθους, εντοπίζει ακόμα στοιχεία που έχουν κληροδοτηθεί στη χριστιανική παράδοση.
Και τελειώνοντας ο Τσιφόρος γράφει, ανάμεσα σ' άλλα, στον επίλογο του βιβλίου: "Πρέπει να πούμε κάτι αληθινό. Πολύ λίγοι επό εμάς, τους Έλληνες, ξέρουνε καλά την Ελληνική Μυθολογία (...)Μας τη διδάσκουνε τόσο επιπόλαια  και τόσο επιδερμικά στα σχολεία. Κι όμως πρέπει να τη ξέρουμε, έστω και όχι τέλεια. Η μυθολογία μας είμαστε εμείς οι ίδιοι, το χθες μας, το σήμερά μας, το αύριο."

 

Πέμπτη, Ιανουαρίου 14, 2021

Ο λιμός


 Πάνος Αμυράς
Ο λιμός
Διόπτρα, 2018
 Ένας πρωτότυπος συνδυασμός αστυνομικής πλοκής και ιστορικών γεγονότων, μυθιστορηματικών και ιστορικών προσώπων, ιστορίας και λογοτεχνίας, συνθέτουν το εξαιρετικά ενδιαφέρον μυθιστόρημα του Πάνου Αμυρά.
Το έργο αρχίζει στις 5 Δεκεμβρίου 1941 στην Αθήνα και τελειώνει τον Φεβρουάριο του 1942. Κατοχή, πείνα, κρύο, θάνατοι, ο πιο μαύρος χειμώνας που γνώρισε ποτέ η Ελλάδα. Η δολοφονία ενός Γερμανού αξιωματικού, του Χάιντριχτ Κράους, στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία, ειδικού απεσταλμένου του Γκαίμπελς, είναι η εναρκτήρια σκηνή που θέτει σε κίνηση το έργο. Την εξιχνίαση της δολοφονίας αναλαμβάνουν τόσο οι Γερμανοί όσο και η Ελληνική Αστυνομία. Ένας ικανότατος Έλληνας υπαστυνόμος, ο Νίκος Αγραφιώτης, αν και βρισκόταν σε διαθεσιμότητα λόγω μη εξιχνίασης της υπόθεσης κλοπής της σβάστικα από την Ακρόπολη, καλείται να συνεργαστεί με τους Γερμανούς, ώστε να βρεθεί ο δολοφόνος του Κράους, καθώς και ο σκοπός της δολοφονίας. Έτσι αρχίζει μια περιδιάβαση σε χώρους, πρόσωπα, καταστάσεις της κατεχόμενης Αθήνας. Τριγυρνάμε μαζί με τον  Αγραφιώτη σε δρόμους, κτίρια, πλατείες, γνώριμα κι αγαπημένα μέρη: Σύνταγμα, Ομόνοια, Πανεπιστημίου, Σταδίου, Πατησίων, Εξάρχεια, Κολωνάκι και πλήθος άλλα. Ο συγγραφέας μας περιγράφει και μας γνωρίζει κτίρια και στέκια που πια δεν υπάρχουν, τα γραφεία της Βέρμαχτ, το κολαστήριο της οδού Μέρλιν, τα γραφεία του Ερυθρού Σταυρού, τη Ριζάρειο Σχολή που είχε μετατραπεί σε νοσοκομείο για παιδιά... Με την ολοζώντανη αφήγηση μπαίνουμε σε καφενεία, μπαρ, ζαχαροπλαστεία, στο Καζίνο της οδού Πατησίων (πόσοι άραγε ξέρουν ότι υπήρξε ένα τέτοιο μέρος;).
Με κεντρικό άξονα τη δολοφονία του Γερμανού αξιωματικού και την εξαφάνιση ενός χαρτοφύλακα που είχε μαζί του, γνωρίζουμε πλήθος πτυχές της κοινωνικής, πολιτικής, οικονομικής, ιστορικής ζωής της λιμοκτονούσας Αθήνας. Παιδιά με πρησμένες από την πείνα κοιλιές, πτώματα που κάθε πρωί μαζεύονται με τα κάρα και ρίχνονται σε ομαδικούς τάφους, μαυραγορίτες που εκμεταλλεύονται την κατάσταση  και αγοράζουν σπίτια και περιουσίες για ένα ντενεκέ λάδι ή ένα σακκί αλεύρι. Ο πληθωρισμός στα ύψη, όσπρια 1.800 δραχμές η οκά, αλεύρι 2.200 κ.λπ. Η διεθνής πολιτική, σκληρή και αδιάφορη για τα ανθρώπινα δράματα, επιβάλλει τον αγγλικό ναυτικό  αποκλεισμό για να στερήσουν από τους Γερμανούς τον ανεφοδιασμό, παραβλέποντας ότι έτσι καταδικάζουν ένα ολόκληρο λαό στον θάνατο από πείνα.
Κι όμως μέσα σ' όλο αυτό το ζοφερό σκηνικό κάποιοι άνθρωποι εξακολουθούν να παραμένουν έντιμοι, αγνοί αγωνιστές. Μια τέτοια ομάδα, με την οποία λόγω της έρευνάς του έρχεται σε επαφή ο Νίκος Αγραφιώτης, προσπαθεί να συγκεντρώσει φωτογραφίες από όλη αυτή τη φοβερή κατάσταση της πείνας, του θανάτου, της απελπισίας, και να βρει τρόπο, παρακάμπτοντας τη γερμανική απαγόρευση, να τις στείλει στο εξωτερικό. Να κάνει γνωστή την κατάσταση της Ελλάδας, να εξασφαλίσει βοήθεια.
Το εντυπωσιακό με το μυθιστόρημα του Αμυρά είναι η απόλυτα φυσική ανάμειξη ιστορικών και μυθιστορηματικών προσώπων. Συναντάμε πολύ φυσιολογικά ενταγμένα στο έργο την Ιωάννα Τσάτσου, τον Άγγελο Σικελιανό, τον  πρωθυπουργό της πρώτης δωσίλογης κυβέρνησης Τσολάκογλου, τη Λιλίκα Νάκου που υπηρετεί στη Ριζάρειο και γράφει την "Κόλαση των παιδιών", τη Μαρία Ιορδανίδου που εργάζεται στον Ερυθρό Σταυρό, τον Τσώρτσιλ, τον Αρχιεπίσκοπο Αμερικής Αθηναγόρα, τον Σπύρο Σκούρα και πληθώρα άλλων. Δεκάδες ιστορικά πρόσωπα που άλλοτε διαδραματίζουν ενεργό ρόλο και άλλοτε απλώς αναφέρονται. Είναι πραγματικό συγγραφικό επίτευγμα το να μη σε κουράζουν, να μη σε συγχίζουν όλα αυτά τα πρόσωπα, αλλά αντίθετα, να μπορείς να τα συγκρατείς στη μνήμη σου και να αγωνιάς για τη συνέχεια. Κι ανάμεσα σ' όλα αυτά μια τρυφερή, ερωτική σχέση, μόλις διακριτή κι ευγενική, χωρίς τον έντονο σεξουαλισμό άλλων μυθιστορημάτων.
Αυτός ο συνδυασμός ιστορικών γεγονότων με το αστυνομικό στοιχείο και την περιπέτεια, συνθέτουν ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον, αξιοδιάβαστο μυθιστόρημα, που ξεχωρίζει ανάμεσα στην πληθώρα της σύγχρονης, ελληνικής λογοτεχνίας
 

Πέμπτη, Ιανουαρίου 07, 2021

Τρεις σκάλες ιστορία


 
Σταύρος Χριστοδούλου
Τρεις σκάλες ιστορία
Καστανιώτης, 2020
 "...Μια γυναίκα χαμένη, στην αίθουσα αφίξεων του Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών. Στριμωγμένη στο κενό που δημιουργεί η ραγισματιά του χρόνου (...) Ήταν Δεκαπενταύγουστος του 2017  και η Χλόη Αρτεμίου ένα εικοσιτετράωρο πριν είχε κλείσει τα εξήντα ένα της χρόνια. Μια διαλυμένη γυναίκα που στεκόταν αναποφάσιστη στην αίθουσα αφίξεων του αεροδρομίου της Αθήνας, γνωρίζοντας πως ένα βήμα της θα σηματοδοτούσε την προσωπική της ενηλικίωση. Τη λύτρωσή της. Γιατί επιτέλους θα δραπέτευε από κείνο το δεκαοχτάχρονο κορίτσι που τρεφόταν ακόμα από το μαράζι. Έσκυψε και ανασήκωσε τη μικρή βαλίτσα από το πάτωμα..."
 "Τρεις σκάλες ιστορία". Σε ενα πανέμορφο κομμάτι γης στη Λάπηθο, τριγυρισμένο από τις μυρωδιές των λεμονανθών, το γαλάζιο της θάλασσας, τον ήχο του Κεφαλόβρυσου, στο εξοχικό της οικογένειας Αρτεμίου, ζει το καλοκαίρι του 1974 η δεκαοχτάχρονη Χλόη με τη μητέρα της Θεοδοσία, Ελλαδίτισσα από τον Πύργο Ηλείας και τον πατέρα της Σωτήρη, αξιωματικό της Εθνικής Φρουράς.
"Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονά". Ο σεφερικός στίχος διατρέχει ολόκληρο το βιβλίο. Αυτή τη μνήμη θέλει η δεκαοχτάχρονη τότε Χλόη Αρτεμίου να σβήσει, σαραντατρία χρόνια μετά, δοκιμάζοντας να συναντήσει τον βιαστή της στην Κωνσταντινούπολη. Ακόμα όμως διστάζει, ακόμα δεν είναι έτοιμη. Στέκεται δίβουλη στην αίθουσα τράνζιτ του αεροδρομίου Αθηνών. Να αποτολμήσει την αναχώρηση, να πάει να συναντήσει τους εφιάλτες της με την ελπίδα να τους ξορκίσει ή να γυρίσει πίσω, να βυθιστεί και πάλι στο μαύρο πηγάδι των αναμνήσεων;
Η επιφύλαξη με την οποία άρχισα να διαβάζω το μυθιστόρημα του Σταύρου Χριστοδούλου ("πάλι τα ίδια και τα ίδια, θα μου πεις, φίλε", σκεφτόμουν, καθώς έχουμε διαβάσει τόσα και τόσα για την πρόσφατη ιστορία του τόπου μας) μετατράπηκε από την πρώτη κιόλας σελίδα σε ενδιαφέρον και περιέργεια για τη συνέχεια. Δεκαετίες έχουν περάσει, η Ιστορία προχωρεί, ο κόσμος αλλάζει, το παρελθόν δεν ξανάρχεται κι όμως υπάρχουν ακόμη πληγές που αιμορραγούν, σαρανταέξι σχεδόν χρόνια μετά. Δεν πρόκειται για ιστορικό μυθιστόρημα, παρ' όλο που τα ιστορικά γεγονότα το διατρέχουν από την αρχή ως το τέλος. Είναι περισσότερο το ψυχολογικό δράμα που βιώνουν οι ήρωες του έργου και προπάντων η κεντρική ηρωίδα, η Χλόη. Έχοντας υποστεί επανειλημμένα βιασμό από έναν νεαρό Τούρκο εισβολέα, μένει έγκυος και παρ' όλες τις προτροπές αρνείται να κάνει έκτρωση. Γεννά το παιδί, το δίνει για υιοθεσία, αλλά το δράμα που έζησε δεν την εγκαταλείπει. Αυτή την πληγή θέλει να επουλώσει, τους δαίμονες που την κυνηγούν μια ζωή θέλει να ξορκίσει. Θα τα καταφέρει άραγε;
Με φορείς δεκάδες μυθιστορηματικά πρόσωπα παρακολουθούμε τα ιστορικά γεγονότα και πώς αυτά επέδρασαν στη ζωή τους. Τα παρακολουθούμε όχι σαν ψυχρή, ιστορική καταγραφή, αλλά μέσα από τις επιπτώσεις  στη ζωή τους. Μαζί με τους ήρωες τριγυρνούμε στους δρόμους της Λευκωσίας, από την οδό Κλήμεντος, όπου βρίσκεται το σπίτι της οικογένειας Αρτεμίου, στην οδό Λήδρας, στη λεωφόρο Στασίνου, στην Ακτή του Κυβερνήτη, στα κατεχόμενα μέρη όταν άνοιξαν τα οδοφράγματα, στην Κωνσταντινούπολη όπου η Χλόη αναζητά τη λύτρωση από τους εφιάλτες της.
Η περιγραφή, η αφήγηση, οι διάλογοι, εναλλάσσονται με την ψυχολογική εμβάθυνση. Στην ομορφιά του τοπίου παρεμβάλλονται αναμνήσεις της εισβολής και σκέψεις για το πώς ο αδυσώπητος χρόνος επιδρά αλλοιώνοντας έννοιες που μας φαίνονταν μόνιμες και σταθερές. Τι είναι τελικά η πατρίδα; Για τους πρόσφυγες, τους ξεριζωμένους, πατρίδα είναι  τα χωριά και τα σπίτια τους στα οποία γεννήθηκαν, μεγάλωσαν διατηρούν άσβηστη την ανάμνησή τους. Τι γίνεται όμως όταν στα ίδια σπίτια, στα ίδια χωριά, κάποιες άλλες αναμνήσεις έχουν πια δημιουργηθεί; Έντεχνα, υποδόρια, ο συγγραφέας μας υποβάλλει τον προβληματισμό.
Οι σκόρπιες τουρκικές λέξεις και η σποραδική χρήση της κυπριακής διαλέκτου (που ερμηνεύονται σε "Γλωσσάρι" στο τέλος) συμβάλλουν στη δημιουργία πιο ρεαλιστικής ατμόσφαιρας. Που δεν παύει να δονείται από μια ποιητική αύρα καθώς πλήθος στίχοι ενσπείρονται και ενσωματώνονται στο κείμενο.
Ο Σταύρος Χριστοδούλου τολμά να αναμετρηθεί με ένα θέμα που πολύ λίγο έχει θιγεί στην ιστορική ή λογοτεχνική αποτύπωσή του. Ένα επιμέρους θέμα που το εντάσσει στο ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο, το πραξικόπημα, την εισβολή, τα ατομικά και συλλογικά δράματα, τον προβληματισμό.
 "Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί".  Έτσι τελειώνει το βιβλίο. Λογοτεχνία, όπως αυτό το εξαιρετικό μυθιστόρημα, ίσως συμβάλλει στο να πονά κάπως λιγότερο.