Κυριακή, Ιουνίου 24, 2007

Οι Μαντόνες του Λένινγκραντ


Είναι κάποια βιβλία για τα οποία δεν γίνεται πολύς λόγος, δεν προβάλλονται, οι κριτικοί δεν ασχολούνται μαζί τους, κι όμως, χωρίς να διεκδικούν περγαμηνές υψηλής λογοτεχνίας, μπορούν να σου χαρίσουν ωραίες στιγμές αναγνωστικής απόλαυσης. Ένα τέτοιο βιβλίο μ' έκανε χτες να ξεχάσω τους 40ο βαθμούς του καύσωνα. Κι αυτό, όχι μόνο βέβαια γιατί διαδραματίζεται στο φοβερό, παγωμένο χειμώνα του 1940-41 στην Αγία Πετρούπολη (τότε Λένινγκραντ). Τίτλος του βιβλίου "Οι Μαντόνες του Λένινγκραντ" (Μοντέρνοι Καιροί, 2006), συστημένο από μια φίλη σε πολύ επίκαιρη στιγμή ψυχολογικής προετοιμασίας για το καλοκαιρινό ταξίδι στη Ρωσία.
Κεντρικό πρόσωπο του βιβλίου η Μαρίνα, μια νεαρή κοπελίτσα, ξεναγός στο μουσείο Ερμιτάζ, που μεγαλώνει με την οικογένεια του αρχαιολόγου θείου της, αφού οι γονείς της είχαν συλληφθεί και εξαφανιστεί ως "αντιφρονούντες". Νομίζω όμως πως η Μαρίνα είναι μόνο το μέσον για να αναδειχτεί το κύριο "πρόσωπο" του μυθιστορήματος, που είναι το ίδιο το περίφημο μουσείο. Είναι Ιούνιος του 1941, όταν η Γερμανία επιτίθεται στη Ρωσία. Κανείς, ούτε και ο Στάλιν, δεν είχε προβλέψει την επίθεση, εκτός από το διευθυντή του μουσείου, Ορμπέλι, γι' αυτό θέτει σε εφαρμογή ένα σχέδιο εκκένωσης του μουσείου. Η Μαρίνα, μαζί με κάπου 2.000 άλλους υπαλλήλους, συσκευάζουν προσεκτικά κάθε πίνακα, κάθε άγαλμα, κάθε αντικείμενο, για να μεταφερθούν μακριά, σε ασφαλέστερο μέρος. Το εγχείρημα δεν είναι τόσο απλό όσο ακούγεται. Το μουσείο (πέντε κτήρια για την ακρίβεια) απλώνεται σε πάνω από 400 δωμάτια, με εκατομμύρια αντικείμενα. Το μουσείο αδειάζει. Τα υπόγειά του γίνονται καταφύγιο για χιλιάδες ανθρώπους.
Η νεαρή ξεναγός περιδιαβάζει στις άδειες αίθουσες, στους έρημους διαδρόμους. Με τη φαντασία της ξαναστήνει στη θέση τους τους πίνακες που είχε τόσο αγαπήσει, τόσες φορές ξεναγήσει σ' αυτούς, που μπορεί να τους περιγράψει βλέποντας μόνο τις άδειες κορνίζες τους (ελάχιστοι μετακινήθηκαν μαζί με τις κορνίζες). Μαζί της ξεναγούμαστε στο άδειο μουσείο, στην Αίθουσα με τους φεγγίτες, στη Σκάλα του Ιορδάνη, στην Αίθουσα της πρώιμης Ιταλικής Αναγέννησης, στην Αίθουσα του Λεονάρντο, του Ρέμπραντ, του Ρούμπενς..."Η Μαντόνα και το θείο βρέφος", "Η Αγία Οικογένεια", "Ο Περσέας και η Ανδρομέδα" και πλήθος άλλοι πίνακες περιγράφονται με κάθε λεπτομέρεια.
Και όλα αυτά, όλη αυτή η αγάπη για το μουσείο και την Τέχνη, μέσα στο απίστευτο κρύο, τους βομβαρδισμούς και την πείνα του πολιορκημένου για 900 μέρες Λένινγκραντ. "Οι άνθρωποι λιμοκτονούν. Έχουν φτάσει στο σημείο να τρώνε απίστευτα πράγματα. Ο Μπούμπι, η γάτα του Μιχαήλ, ήταν ένα πρώιμο θύμα αυτής της πείνας. Όχι ότι έφαγαν τον Μπούμπι, ήταν υπερευαίσθητοι για κάτι τέτοιο, τον αντάλλαξαν όμως για ένα σακί πατάτες και λίγο λάδι, γνωρίζοντας απόλυτα τη μοίρα στην οποία τον καταδίκαζαν. Σήμερα θα τον έτρωγαν χωρίς δεύτερη σκέψη. Τρώνε ταπετσαρίες και κόλλα, ακόμα και ξύλα, και πάλι λιμοκτονούν. Το μυαλό κλονίζεται (...). Απίστευτο αλλά αληθινό. Ξαπλώνουν και πεθαίνουν τόσο απλά σαν να πέφτουν για ύπνο, κι εκείνοι που μένουν πίσω προσπαθούν να εξηγήσουν το θάνατό τους, προσπαθούν να βρουν δικαιολογίες για να μουδιάσουν τον τρόμο".
Παρ' όλα αυτά η Μαρίνα επιβιώνει. Ο αγαπημένος της Ντμίτρι είχε επιστρατευτεί. Χάνονται. Θα ξανασυναντηθούν σ' ένα στρατόπεδο αιχμαλώτων στη Γερμανία και θα καταλήξουν στην Αμερική. Εκεί τους συναντάμε (το βιβλίο πηγαινοέρχεται από το παρόν στο παρελθόν) εξήντα χρόνια μετά. Εκείνη πάσχει από Αλτσχάιμερ. Ξεχνά το παρόν, όμως το παρελθόν διατηρείται ολοζώντανο στο ταραγμένο μυαλό της κι ανέπαφοι οι αγαπημένοι της πίνακες.
Ένα βιβλίο γραμμένο απλά, που ζωντανεύει με ρεαλισμό τραγικές ιστορικές στιγμές, γεμίζοντας όμως ταυτόχρονα την ψυχή μας με την αισιοδοξία και την ομορφιά που μπορεί να χαρίσει η Τέχνη.

Πέμπτη, Ιουνίου 21, 2007

Τα πρώτα μου γενέθλια

21 Ιουνίου. Θερινό ηλιοστάσιο, η μεγαλύτερη μέρα του χρόνου και τα πρώτα γενέθλια του blog μου. Πέρσι τέτοια μέρα ξεκινούσα αυτή την επικοινωνία (με τους άλλους και με τον εαυτό μου). Αρχικά το φανταζόμουν σαν ένα προσωπικό ημερολόγιο, όπου θα έγραφα τι έκανα, τι με απασχολούσε, τις σκέψεις μου, τους προβληματισμούς μου, τα σχόλιά μου στα γεγονότα της καθημερινότητας. Όμως στη συνέχεια τα πράγματα αλλιώς εξελίχτηκαν. Όταν συνειδητοποίησα πως ό, τι έγραφα θα το διάβαζαν πολλοί άλλοι, γνωστοί και άγνωστοι, τότε ένιωσα πως δεν μπορούσα να ξεδιπλώσω την ψυχή μου στο άπειρο του διαδικτύου. Έτσι κατέληξα στο βιβλιοφιλικό αυτό blog. Εβδομήντα αναρτήσεις ο απολογισμός του χρόνου, κυρίως οι σκέψεις από τα διαβάσματά μου. Βιβλία καινούργια και βιβλία πιο παλιά, βιβλία ευχάριστα και βιβλία που με δυσκολία έφτασα στο τέλος τους, βιβλία που με συγκίνησαν, βιβλία από τα οποία μου έμεινε μόνο κάτι απ' το άρωμά τους και βιβλία που ταυτίστηκα με τους ήρωές τους και δεν θα ξεχάσω ποτέ. Και τα σχόλια..Α, τα σχόλια. Η λαχτάρα να δεις αν σου έγραψε κανείς κάτι, η απογοήτευση όταν δεν είχες καμιά ανταπόκριση, η φωνή σου μπουκάλι στο πέλαγος...Ένας χρόνος πέρασε. Δεν λυπάμαι για το σβησμένο κερί που προστέθηκε στη "σκοτεινή γραμμή". Είμαι ευτυχής που έζησα αυτό το χρόνο. Μοναδική μου ευχή: Του χρόνου τέτοια μέρα να είμαι και πάλι εδώ.

Τετάρτη, Ιουνίου 20, 2007

Αναζητώντας τον πατέρα

Το παράξενο Ολλανδικό της όνομα δεν το είχα ξανακούσει και το πιο πιθανό είναι πως δεν θα το θυμάμαι: Νέλεκε Νοόρντερβλιτ. Όμως το καταπληκτικό της μυθιστόρημα "Το όνομα του πατρός" είμαι σίγουρη πως δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Καθυστέρησα 7 χρόνια να το διαβάσω από τότε που κυκλοφόρησε στα Ελληνικά (Καστανιώτης 2000) και 14 από τότε που πρωτοβγήκε στα Ολλανδικά (1993), αλλά αυτό δεν έχει καμιά σημασία. Δεν είναι βιβλίο μιας εφήμερης επικαιρότητας, είναι κείμενο διαχρονικό, σε πολλές σελίδες του οποίου επανέρχεσαι. Να ξαναδιαβάσεις μια συζήτηση, να συγκρατήσεις μια αποφθεγματική φράση, να εμβαθύνεις σε μια σκέψη... Συμπτωματικά τους τελευταίους μήνες διάβασα άλλα δυο βιβλία με παρόμοιο θέμα: "Η καλοσύνη των ξένων" (Τατσόπουλος) και "Ο Γυρισμός" (Schlink). Και στα τρία κεντρική ιδέα η αναζήτηση των άγνωστων γεννητόρων. Στον Τατσόπουλο της μητέρας, στα άλλα δυο του πατέρα. Αλλά πόση διαφορά μεταξύ τους! Και πόση υπεροχή στο "Όνομα του πατρός"!
Η αναζήτηση είναι το πρόσχημα. Με αφορμή την αναζήτηση μετουσιώνονται μυθιστορηματικά οι κυριότεροι σταθμοί πέντε δραματικών δεκαετιών του 20ου αι. Από το 1940 περίπου ως το 1990. Όχι, δεν είναι ιστορικό μυθιστόρημα. Θα το χαρακτήριζα "μυθιστόρημα φιλοσοφίας της Ιστορίας". Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος (πώς θα μπορούσε να λείψει αυτός;), το μοίρασμα της Γερμανίας και το Τείχος, ο Μάης του '68 στο Παρίσι και η Άνοιξη της Πράγας, η επανένωση της Γερμανίας, γεγονότα που αφήνουν βαθιά τα ίχνη τους στους ήρωες της Νοόρτερβλιτ.
Κεντρικό πρόσωπο η Αυγούστα, γεννημένη το 1945, κόρη μιας επαίσχυντης για την εποχή σχέσης, του δεσμού μιας Ολλανδέζας και ενός Γερμανού στρατιώτη. Ο στρατιώτης γυρίζει στην πατρίδα του μετά την ήττα κι η μικρή μεγαλώνει όχι μόνο με απορίες κι ερωτηματικά, αλλά και με το στίγμα της καταγωγής να τη φορτώνει ενοχές. Η συστηματική κακοποίηση που υφίσταται από τον πατριό της βαθαίνει τα ψυχολογικά της τραύματα. Σπουδάζει όμως. Στις φοιτητικές συντροφιές θα γνωρίσει, και αργότερα θα παντρευτεί, τον Μέλχιορ, έναν ευαίσθητο Εβραίο, που κουβαλάει κι αυτός τους προβληματισμούς και τα ερωτηματικά του. Θα ζήσουν μαζί το Μάη του '68, λίγο αργότερα θα βρεθούν στην Πράγα, θα αναλωθούν στις ερωτικές σχέσεις και στις ατέλειωτες συζητήσεις. Την ύπαρξη συζύγου την πληροφορούμαστε πολύ αργά στο μυθιστόρημα. Είναι κι αυτός χαμένος σαν τον πατέρα. Θα το συναντήσουμε (μαζί με την Αυγούστα) στο τελευταίο μέρος του βιβλίου, στην Κρήτη, όπου και θα αποκαλυφθεί μια ακόμα τραυματική εμπειρία των δυο τους, ίσως η μεγαλύτερη απ' όλες.
Σε κάποιο στάδιο η Αυγούστα μαθαίνει το όνομα και την πόλη καταγωγής του πατέρα της. Η επιθυμία της αναζήτησης κατευθύνει τα βήματά της στη Βαϊμάρη, λίγο μετά που το Τείχος έπεσε. Τη συνοδεύουν δυο νέοι φίλοι της, η Εύα, μια φωτογράφος, και ο Μάριο, ένας βιολιστής του δρόμου. Ανάμεσα και στους τρεις αναπτύσσεται ένας παράξενος ερωτικός δεσμός. Ο έντονος σεξουαλισμός του βιβλίου μου θύμισε τον αντίστοιχο στην "Επιλογή της Σόφι". Λειτουργεί σαν ένα μέσο για λησμονιά, για κατευνασμό της συνείδησης.
Σημαντικό πρόσωπο του βιβλίου είναι και ο Έρικ, συνάδελφος και για χρόνια πολλά (αν και παντρεμένος) ερωτικός σύντροφος της Αυγούστας. Κι αυτός μπλεγμένος στα δικά του προβλήματα, στις δικές του ενοχές, αλλά και στην αγάπη του για την Αυγούστα.
Παρόλο το ενδιαφέρον που προκαλεί, δεν τέλειωσα σύντομα το βιβλίο. Είναι βιβλίο του αργού διαβάσματος. Συχνά η φράση είναι στρυφνή, θες να τη διαβάσεις δυο φορές (δεν ξέρω αν γι' αυτό έχει μερίδιο ευθύνης και η μετάφραση). Αλλού σταματάς για να αναλογιστείς πάνω σε μια σκέψη που διατυπώνεται για τον πόλεμο, την ανθρωπότητα, για τους νέους ή την Ιστορία, για τον Κομμουνισμό, για την ευθύνη και την ενοχή. Να ένα τέτοιο απόσπασμα από τα πολλά. Μιλάει στην Αυγούστα η άγνωστη ως τότε Γερμανίδα θεία, την οποία συναντά στην αναζήτηση του πατέρα: " Όσο υπάρχουν άνθρωποι που αντιστέκονται, ο δειλός είναι ένοχος. Αν κανείς δεν αντιστέκεται πια, τότε κανείς δεν είναι ένοχος πλέον. Ήταν λοιπόν προς το συμφέρον όλων να αγνοήσουν την αντίσταση. Γι' αυτό σιωπήσαμε. Αργότερα ειπώθηκαν πολλά για τις θηριωδίες, αλλά εμείς εξαιρέσαμε τον εαυτό μας. Εμείς οι Γερμανοί ντρεπόμασταν περισσότερο για το κρυφό μας αίσθημα ενοχής παρά για τη συνενοχή μας για φόνο".
Να ακόμα μια σκέψη που με σταμάτησε ώρα πολλή: "Δεν ζήτησες να γεννηθείς. Και ποιος ζήτησε, εδώ που τα λέμε; Κι όμως, δεν μας χαρίζουν μονάχα τη ζωή αλλά και τον κόσμο οι γονείς μας, που με τη σειρά τους φορτώθηκαν χωρίς να τους ρωτήσει κανείς την κληρονομιά των δικών τους γονιών, και ούτω καθεξής. Σε ποια ηλικία γινόμαστε οι ίδιοι ένοχοι για την κατάντια του κόσμου;"
Άλλοτε πάλι χρειάζεσαι ένα ευρύτερο βιβλιογνωστικό εξοπλισμό για να απολαύσεις πλήρως το βιβλίο. Για παράδειγμα η μνεία του Γιόζεφ Κ. ή του Χήθκλιφ ή του Φαίδρου ή στίχων κλασικών συγγραφέων θα σου στερήσει μέρος της απόλαυσης, αν δεν έχεις τη σχετική γνώση. Εντυπωσιάζει πραγματικά η γνώση των αρχαίων τραγικών, του ομήρου, της Ελληνικής μυθολογίας.
Καιρός να τελειώνω όμως. Διαλέγω ένα απόσπασμα, μια επίκληση της συγγραφέως στον αναγνώστη, επίκληση, πιστεύω, που ταιριάζει για όλους τους λογοτεχνικούς ήρωες: "Ακούστε τον οδυρμό τους. Εγκαταλείψτε την ειρωνική αποστασιοποίηση και τολμήστε ν' ακούσετε με κατευνασμένη καρδιά τον θρήνο τους μέσα στη νύχτα. Πώς θα ασκήσουμε τη συμπάθειά μας σε πραγματικά θύματα, αν δεν μπορούμε καν να συμπάσχουμε με την ταπεινή χρεοκοπία τυχαίων ηρώων μιας μισο-επινοημένης ιστορίας;"


Τετάρτη, Ιουνίου 13, 2007

Εμείς έχουμε εμάς

Μου φαίνεται πως ο μόνος λόγος για τον οποίο αξίζει να διαβάσει κανείς αυτό το βιβλίο είναι για να διαπιστώσει τι σημαίνει ο παράδοξος τίτλος. Και έχω την υποψία πως, η αξιόλογη κατά τα άλλα συγγραφέας Ισμήνη Καπάνταη που μας έδωσε ωραιότατα μυθιστορήματα (κρατάω ακόμα την ανάμνηση του "Απειρωτάν και Τούρκων" ύστερα από τόσα χρόνια), έχοντας επίγνωση ίσως του πόσο υστερεί αυτό το βιβλίο της (εκδ. Καστανιώτης 2007), έβαλε επίτηδες αυτό τον αβανταδόρικο τίτλο.
Το μυθιστόρημα διαδραματίζεται το 16ο αι., αλλά αυτό πιο πολύ εξάγεται από το οπισθόφυλλο του βιβλίου παρά από το περιεχόμενο. Ελάχιστα στοιχεία (π.χ. κυνήγι με γεράκια, κουρσάροι κ.λπ.) δίνουν το στίγμα της εποχής. Η συμπεριφορά της ηρωίδας δεν πείθει. Αν και αγαπά τον Νικόλα, πρώην αιχμάλωτο στην υπηρεσία του πατέρα της, δέχεται χωρίς καμιά πίεση να παντρευτεί τον πολύ μεγαλύτερό της Ούγο και να τον ακολουθήσει από την Ήπειρο στα απέναντι Επτάνησα. Ταυτόχρονα προτείνει στον Νικόλα να πάει μαζί της και να συνεχίσουν τη σχέση τους! Εκείνος θα πάει, γιατί τον διατάζει ο πατέρας της να την ακολουθήσει ως μέλος της συνοδείας της για να την προσέχει, θα αρνηθεί όμως αυτό που του προτείνει εκείνη. Μόνο ύστερα από...επτά χρόνια κι ένα βαρύ τραυματισμό του θα ξανασυνδεθεί μαζί της, παράνομα πάντα.
Δεν είμαι σίγουρη αν έφταιγε η ψυχολογική μου κατάσταση όταν το διάβαζα, ή αν πράγματι το βιβλίο είναι τόσο βαρετό και αδιάφορο όσο το βρήκα. Είναι σαν ένα φαγητό καλομαγειρεμένο αλλά άγευστο και άοσμο. Και ο τίτλος; ΄Τι σημαίνει; Ε, ας αφήσω και κάτι που θα κινεί το ενδιαφέρον όποιου θελήσει να το διαβάσει, γιατί η ερμηνεία έρχεται στο τέλος του βιβλίου.


Τρίτη, Ιουνίου 05, 2007

Δήμητρας Κολλιάκου, Θερμοκρασία δωματίου

Δεν ξέρω πώς να χαρακτηρίσω αυτό το μυθιστόρημα (Πατάκης, 2006). Εν μέρει, πιστεύω, με στοιχεία αυτοβιογραφικά, είναι ένα μυθιστόρημα που σε ελκύει αναγνωστικά, που έντεχνα σου δημιουργεί την περιέργεια για το "παρακάτω", αλλά που, τελικά, όταν αναπολώ το περιεχόμενό του "λίγα φεγγάρια απόμειναν στη μνήμη", που λέει κι ο Σεφέρης.
Η κεντρική ηρωίδα (που δεν μαθαίνουμε τ' όνομά της) σε πρωτοπρόσωπη γραφή αφηγείται την παρούσα φάση της ζωής της, με αρκετές αναδρομές στο παρελθόν. Είναι Ελληνίδα, που όταν πήγε στο Λονδίνο για σπουδές, γνώρισε τον Ισραηλίτη πανεπιστημιακό Γιαΐρ και τον ακολουθεί στα Ιεροσόλυμα, όπου εκείνος θα εργαστεί ως λέκτορας στο Πανεπιστήμιο.
Εκεί εγκαθίστανται σε μια πρώην παλαιστινιακή συνοικία. Η εξομολογητική γραφή αρχίζει με την επίσκεψη της ηρωίδας σε μια ψυχοθεραπεύτρια, λόγω κάποιων ανεξήγητων πόνων στη μέση και στο πόδι, που οι ιατρικές εξετάσεις δεν μπόρεσαν να αιτιολογήσουν ή να θεραπεύσουν.
Το μυθιστόρημα δεν έχει πολλή δράση. Είναι σκέψεις, συναισθήματα, περιγραφές, αναδρομές στην περασμένη της ζωή. Επεισόδια της ζωής που μοιάζουν ασύνδετα και ξεκομμένα. Υποψιάζεται, και ανακαλύπτει, ότι οι επισκέψεις στην ψυχοθεραπεύτρια Αστάρ ήταν σκόπιμη διευθέτηση της μητέρας του Γιαΐρ, για να την ελέγχει μέσω της Αστάρ, που ήταν στενή της φίλη.
Η ηρωίδα παρακολουθεί μαθήματα εβραϊκών, τα οποία σύντομα εγκαταλείπει. Η ίδια διδάσκει ελληνικά σε μια άλλη ομάδα ενηλίκων. Γνωρίζεται με μια εβραϊκή οικογένεια, που έχει μια ανάπηρη κόρη, για να ανακαλύψει στο τέλος ότι ο πατέρας διατηρεί παράνομο δεσμό με τη μητέρα του Γιαΐρ.
Υποβάλλεται σε εξετάσεις σε κέντρο γενετικής, για να διαπιστωθεί αν κινδυνεύει από καρκίνο, μια και η μητέρα της και μια θεία της είχαν πεθάνει απ' αυτόν. Θυμάται επεισόδια της νεανικής της ζωής και προπάντων την ερωτική σχέση με ένα ξάδελφό της, σχέση που ποτέ δεν έγινε σεξουαλική. Όλ' αυτά (κι ακόμα θα έλεγα και η "μεταγνώση" της συγγραφής, αφού παρακολουθώντας μαθήματα δημιουργικής γραφής στο Λονδίνο προβληματίζεται στη διαδικασία της γραφής), πηγαινοέρχονται μέσα στο μυθιστόρημα χωρίς στενή συνάφεια μεταξύ τους, πέραν του ότι αποτελούν το περιεχόμενο της ροής της συνείδησης.
Η συγγραφέας έχει έντονη την τάση απόδοσης της λεπτομέρειας, π.χ. τα σχέδια που σχηματίζει μια ξεραμένη πιτσιλιά καφέ, η διαρρύθμιση των επίπλων ενός δωματίου, τα σκουπίδια σ' ένα βαγόνι κλπ. πράγμα που σε βάζει επιτυχημένα στην ατμόσφαιρα του χώρου, αλλά δεν σου αφήνει τίποτα μετά.
Μου άρεσε όμως η με σκόρπιες πινελιές απόδοση της ατμόσφαιρας των Ιεροσολύμων. Το παλιό παλιαστινιακό διαμέρισμα, ένα εστιατόριο στην παλιά Ιερουσαλήμ, ο φόβος και η καχυποψία όταν στο λεωφορείο κάποιος φαίνεται ύποπτος για βομβιστής, τα αυστηρά μέτρα ασφάλειας στην είσοδο του πανεπιστημίου ή άλλων δημόσιων χώρων κλπ.
Και ο τίτλος; Παρ' όλο που γίνεται μια αναφορά σε μια σκηνή με τον ξάδελφό της, δεν βοηθά στην ερμηνεία του. Προσωπική μου εκτίμηση είναι ότι υποδηλώνει το αδιέξοδο αλλά και τον κλειστό χώρο. Είναι το μυθιστόρημα του σύγχρονου ανθρώπου, που κλεισμένος στον εαυτό του, αποξενωμένος ακόμα κι από τον σύντροφό του, παλεύει μόνος να ερμηνεύσει όσα συμβαίνουν μέσα και γύρω του.


Παρασκευή, Ιουνίου 01, 2007

Για την Αμαλία

Για την Αμαλία και όλες τις Αμαλίες του κόσμου, που ιατρική αμέλεια οδηγεί τόσο πρόωρα στον τάφο.