Δευτέρα, Δεκεμβρίου 31, 2018

Αναφορά στην Άγκαθα Κρίστι



Μια συνήθεια παλαιόθεν μ' έκανε αυτές τις μέρες των γιορτών των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς να βυθίζομαι στην απόλαυση ενός αστυνομικού μυθιστορήματος. Έξω το κρύο και το βουητό του πολυάσχολου αυτές τις μέρες κόσμου και μέσα η θαλπωρή του σπιτιού και η απόλαυση του διαβάσματος. Διαβάσματος όχι κλασικής λογοτεχνίας ούτε του σοβαρού βιβλίου που δίνει γνώση και προβληματισμό, αυτά είναι για άλλες ώρες, αλλά διάβασμα για την απόλαυση του "άχρηστου", αυτού που μοιάζει με τη ματαιότητα του αφρού της σαμπάνιας ή των χριστουγεννιάτικων στολιδιών. Κι απ' όλα, βέβαια, τα αστυνομικά μυθιστορήματα κορυφαία ανάμεσα στα κορυφαία, τα μυθιστορήματα της αγαπημένης μου Άγκαθα Κρίστι. Κι όμως, αν και έχω διαβάσει τα περισσότερα από τα εξήντα τόσα μυθιστορήματά της, μόνο μια σύντομη ανάρτηση έκανα σ' αυτό εδώ το δωδεκάχρονο blog για το μυθιστόρημα "Αυλαία", στο οποίο ο περίφημος ντετέκτιβ Ηρακλής Πουαρό πεθαίνει. Καιρός νομίζω, ως μικρή ανταπόδοση της ευχάριστης συντροφιάς που μου χάρισε από τα χρόνια της νεότητάς μου ως τώρα, να κάνω μια ανάρτηση. Προπάντων τώρα που οι καινούριες εκδόσεις από τον Ψυχογιό, που κυκλοφορούν ταυτόχρονα και ηλεκτρονικά, μας δίνουν την ευκαιρία να τα ξαναδιαβάσουμε.
Αναρωτιέμαι πού να οφείλεται η τόσο μεγάλη απήχηση, η τόση αναγνωσιμότητα, η τόσο μεγάλη επιτυχία αυτών των μυθιστορημάτων που έχουν κάνει την Άγκαθα Κρίστι (1890-1976) τη δημοφιλέστερη συγγραφέα όλων των εποχών, που τα βιβλία της έχουν πουλήσει ένα δισεκατομμύριο στην αγγλική γλώσσα και ένα δισεκατομμύριο στις άλλες γλώσσες! Μυθιστορήματα που διαδραματίζονται σε μια άλλη χώρα, σε μια εποχή περασμένη, με καθαρά αστυνομική πλοκή (έγκλημα-εξιχνίαση) χωρίς τα στοιχεία με τα οποία έχει περιβληθεί το σύγχρονο αστυνομικό μυθιστόρημα, κοινωνικά, ψυχολογικά, ιστορικά κ.λπ. Μια πιθανή εξήγηση νομίζω είναι το ότι το κάθε τι σ' αυτά τα μυθιστορήματα περιστρέφεται γύρω από τον άνθρωπο. Τις ανθρώπινες σχέσεις, την ανθρώπινη ψυχολογία, την ανθρώπινη συμπεριφορά, τα ανθρώπινα συναισθήματα κι αυτά φαίνεται πως δεν άλλαξαν ούτε θα αλλάξουν ποτέ. Και οι αγαπημένοι της ντετέκτιβ, αυτοί που δίνουν τη λύση, που βρίσκουν τον ένοχο, στον άνθρωπο εστιάζουν. Όχι στα δακτυλικά αποτυπώματα ή στα ίχνη που αφήνουν οι δολοφόνοι, στις πατημασιές ή στα ευρήματα, αλλά στην έρευνα γύρω  από τον χαρακτήρα, τις σχέσεις, την ψυχολογία τόσο του θύματος όσο και του πιθανού ενόχου. Χαρακτηριστικά ο μικρόσωμος Βέλγος (που θίγεται όταν τον περνούν για Γάλλο!), πασίγνωστος, κεντρικό πρόσωπο στα πλείστα μυθιστορήματα της Άγκαθα Κρίστι Ηρακλής Πουαρό, λέει σε κάποιο σημείο στο μυθιστόρημα "Φόνοι με αλφαβητική σειρά": "Δεν είναι τα δεδομένα αυτά που αναλογίζομαι αλλά ο νους του δολοφόνου. Μόλις καταλάβω τι άνθρωπος είναι ο δολοφόνος, τότε θα μπορέσω να ανακαλύψω ποιος είναι". Κι αλλού πάλι ("Πέντε μικρά γουρουνάκια") λέει: "Δεν έχω ανάγκη να σκύψω και να μετρήσω τα αποτυπώματα των υποδημάτων, να μαζέψω τις γόπες των τσιγάρων και να εξετάσω τα τσακισμένα αγριόχορτα. Μου αρκεί να καθίσω στην καρέκλα μου και να σκεφτώ. Αυτό", είπε, χτυπώτας ελαφρά με τον δείχτη το κεφάλι του, που το σχήμα του θύμιζε αυγό, "αυτό είναι που λειτουργεί!" Ή, όπως αλλού λέει, αρκεί να βάλει σε λειτουργία τα φαιά κύτταρα του εγκεφάλου του.
Σε πολλά βέβαια μυθιστορήματα δεν υπάρχει ο Πουαρό, αλλά η περίφημη, πασίγνωστη ηλικιωμένη γεροντοκόρη, η αξιαγάπητη μις Τζέιν Μαρπλ, που όχι λίγες φορές συνέβαλε στον εντοπισμό του ενόχου. Αυτή, περισσότερο κι από τον Πουαρό ίσως στηρίζεται στις ανθρώπινες σχέσεις. "Κανένας αστυνόμος στην Αγγλία δεν μπορεί να συναγωνιστεί μια γεροντοκόρη απροσδιόριστης ηλικίας που δεν έχει τι να κάνει όλη μέρα", ακούγεται  στο μυθιστόρημα "Φόνος στο πρεσβυτέριο". Στο μικρό αγγγλικό (φανταστικό) χωριό της, το Σεντ Μέρι Μιντ, μελετά τους ανθρώπους και τις ανθρώπινες σχέσεις και σ' αυτά στηρίζει τα συμπεράσματά της. Είχε την ικανότητα να συνδέει ασήμαντα συμβάντα του μικρού χωριού με σοβαρότερα προβλήματα, σε βαθμό που οι γύρω της συχνά έβρισκαν ακατανόητες τις σκέψεις της. Μπροστά σ' ένα πτώμα για παράδειγμα μπορούσε να πει "μου θυμίζει την κόρη της κυρίας Τάδε που έτρωγε τα νύχια της..." κ.λπ.
Κάτι που επίσης με ελκύει στα μυθιστορήματα της Κρίστι είναι η όλη ατμόσφαιρα. Τα σπίτια, που κατά την αγγλική συνήθεια έχουν όνομα, η αγγλική εξοχή, η βροχή, το απαραίτητο τσάι στην ώρα του, οι μπάτλερ και οι υπηρέτες, αφού πολλές από τις υποθέσεις τοποθετούνται σ΄ένα μεγαλοαστικό έως αριστοκρατικό περιβάλλον, κι ακόμα ένα σχεδόν παραμυθιακό στοιχείο σε σχέση με την πεζότητα της εποχής μας.
Φέτος στις χριστουγεννιάτικες διακοπές απόλαυσα τέσσερα μυθιστορήματα της Άγκαθα Κρίστι. Δεν εξυπηρετεί να μιλήσω λεπτομερώς για το καθένα. Παραθέτω μόνο τα λίγα λόγια που τα εισάγουν, έτσι όπως δίνονται από τον εκδοτικό οίκο.


Ένα πτώμα στη βιβλιοθήκη
Στις επτά το πρωί, ο συνταγματάρχης Μπάντρι και η σύζυγός του έρχονται αντιμέτωποι με μια δυσάρεστη έκπληξη: υπάρχει ένα πτώμα στη βιβλιοθήκη τους. Είναι μια νέα ξανθιά γυναίκα, με βραδινό φόρεμα κι έντονο μακιγιάζ, που τώρα πια έχει ξεβάψει στα μάγουλά της. Ποια είναι; Πώς βρέθηκε εκεί μέσα; 
 Ο συνταγματάρχης Μπάντρι ειδοποιεί την αστυνομία. Η κυρία Μπάντρι ειδοποιεί… τη φίλη της, τη μις Μαρπλ. Η μις Μαρπλ είναι πολύ καλή σ’ αυτά, ίσως εξιχνιάσει πρώτη το μυστήριο. Αυτό, σκέπτεται η κυρία Μπάντρι, δε θα ήταν συναρπαστικό; 
Η μις Μαρπλ αναλαμβάνει δράση, αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά πως δεν υπάρχει δολοφόνος ούτε ντετέκτιβ που να μπορεί να τα βάλει με μια γηραιά κυρία η οποία ξέρει όλα τα κουτσομπολιά της περιοχής…

Φόνοι με αλφαβητική σειρά   
Ένας δολοφόνος τρομοκρατεί τη χώρα. Διαλέγει το ποιον και πού θα δολοφονήσει με αλφαβητική σειρά: Πρώτα μια ηλικιωμένη καπνοπώλισσα, ύστερα μια σερβιτόρα που της άρεσε να φλερτάρει, κατόπιν έναν πλούσιο άνδρα... Το μόνο κοινό τους είναι ότι ότι τα αρχικά των ονομάτων τους είναι διαδοχικά γράμματα. 
Με κάθε φόνο δείχνει και πιο σίγουρος. Τόσο σίγουρος, που μπαίνει στον πειρασμό να περιπαίξει και να μπερδέψει τον μεγάλο ντετέκτιβ Ηρακλή Πουαρό. Αλλά αυτό ίσως να είναι το ένα –και το μοιραίο– λάθος του… 
Ένα εξαιρετικά δομημένο μυθιστόρημα, από τα πρώτα της αστυνομικής λογοτεχνίας που έχουν θέμα έναν serial killer, προτού καν καθιερωθεί ο όρος.

Φόνος στο πρσβυτέριο
"Αν κάποιος δολοφονούσε τον συνταγματάρχη Πρόδερο, θα έκανε μεγάλη χάρη στον κόσμο γενικότερα». 
Ο εφημέριος του Σεντ Μέρι Μιντ ξεστομίζει αστόχαστα αυτά τα λόγια στο τραπέζι, κραδαίνοντας ένα κουζινομάχαιρο. Λόγια που δεν ταιριάζουν σε ιερωμένο. Και θα τον φέρουν σε κάπως δύσκολη θέση όταν λίγο αργότερα ο συνταγματάρχης θα βρεθεί όντως δολοφονημένος μέσα στο πρεσβυτέριο! 
Απ’ ό,τι φαίνεται, όμως, όλο το φιλήσυχο, γραφικό χωριό θα ήθελε να έχει σκοτώσει αυτόν τον άνθρωπο. Ποιος θα μαντέψει τον δολοφόνο; Η μις Μαρπλ, ασπρομάλλα, γλυκομίλητη και πονηρή σαν αλεπού, κάνει σ’ αυτή την ιστορία την πρώτη της εμφάνιση, αποδεικνύοντας πως… ο καλύτερος ντετέκτιβ είναι αυτός που ξέρει όλα τα κουτσομπολιά! Στο εξής, κανένας εγκληματίας –αλλά και κανένας αστυνομικός! – δε θα μπορέσει να κάνει ανενόχλητος τη δουλειά του…

Πέντε μικρά γουρουνάκια
"Δεν έχω ανάγκη να σκύψω και να μετρήσω τα αποτυπώματα των υποδημάτων, να μαζέψω τις γόπες των τσιγάρων και να εξετάσω τα τσακισμένα γρασίδια. Μου αρκεί να καθίσω στην καρέκλα μου και να σκεφτώ». 
 Δεκαπέντε χρόνια πριν, η όμορφη Κάρολαϊν Κρέιλ καταδικάστηκε για τον φόνο του συζύγου της. Τώρα η κόρη της αναθέτει στον Πουαρό να αποκαταστήσει τη μνήμη της. Υπήρχαν ακόμη πέντε ύποπτοι και όσο το σκέφτεται ο Πουαρό τόσο επανέρχεται στο μυαλό του εκείνο το παιδικό τραγουδάκι με τα πέντε γουρουνάκια – το ένα πήγε στην αγορά, το άλλο στο σπίτι κλείστηκε καλά, και πάει λέγοντας. Κάποιο από τα πέντε γουρουνάκια, όμως, ίσως έκανε έναν φόνο και μένει ακόμη ατιμώρητο. 
Αν είναι έτσι, όσα χρόνια κι αν έχουν περάσει, όσα αποδεικτικά στοιχεία κι αν έχουν καταστραφεί, ο δαιμόνιος ντετέκτιβ θα το βρει, βάζοντας τη λογική του να δουλέψει…


Τετάρτη, Δεκεμβρίου 19, 2018

ΟΛΓΑ

Bernhard Schlink
Όλγα
Μετ. Απόστολος Στραγαλινός
Κριτική, 2018
Παρακολουθώ τον Bernhard Schlink από τότε που μαγεύτηκα με το εξαιρετικό Διαβάζοντας στη Χάννα. Το Σαββατοκύριακο, Ερωτικές αποδράσεις, Απόδοση δικαιοσύνης, Τα ίχνη του χρήματος, Ο γόρδιος φιόγκος, Ο γυρισμός, είναι μερικά από τα βιβλία του που μου κράτησαν ωραία αναγνωστική συντροφιά. Σε όλα σχεδόν, όποιο κι αν είναι το κύριο θέμα, πάντα παρεισφρέει, άλλοτε λιγότερο άλλοτε περισσότερο, η αναφορά στο γερμανικό παρελθόν. Σαν να αισθάνεται να τον βαραίνει μια ενοχή για την οποία θέλει να εξιλεωθεί. Σαν να κουβαλάει τη συλλογική ευθύνη του έθνους του από την οποία θέλει να το απαλλάξει. Ίχνη αυτής της τάσης διακρίνουμε και σ' αυτό το βιβλίο. Ένα βιβλίο στο οποίο κάτω από την ερωτική ιστορία που δεσπόζει, υποβόσκει ένας αιώνας ιστορίας.
Κι εδώ, όπως και στη Χάννα, κεντρικό πρόσωπο είναι μια γυναίκα, η Όλγα. Η ακριβής χρονολογία γέννησής της δεν αναφέρεται, εικάζουμε όμως ότι πρέπει να γεννήθηκε στο τέλος του 19ου αι. Από φτωχή οικογένεια, με πατέρα φορτοεκφορτωτή και μητέρα πλύστρα, μένοντας από μικρή ορφανή, μεγαλώνει κοντά στη γιαγιά της με την οποία ποτέ δεν μπόρεσε να συνεννοηθεί. Μικρή η Όλγα κάνει παρέα με δυο αδέλφια, τη Βικτώρια και τον Χέρμπερτ, παιδιά ενός πλούσιου γαιοκτήμονα, από μια άλλη κοινωνική τάξη, πολύ διαφορετική από τη δική της. Καθώς μεγαλώνουν η αρχική συμπάθεια και φιλία Όλγας-Χέρμπερτ εξελίσσεται σ' ένα μεγάλο έρωτα. Η οικογένεια εκείνου βέβαια δεν μπορεί να εγκρίνει έναν τέτοιο δεσμό, πολύ περισσότερο έναν γάμο.
Καθώς τα χρόνια περνούν η Όλγα κατορθώνει να σπουδάσει, να γίνει δασκάλα, ενώ ο Χέρμπερτ κατατάσσεται στη φρουρά του πεζικού και εθελοντικά συμμετέχει στη "δύναμη προστασίας της Γερμανικής Νοτιοδυτικής Αφρικής". Ουσιαστικά στην υπεράσπιση των Γερμανικών αποικιών. Της γράφει υπερασπιζόμενος την ιδέα της ανωτερότητας της Γερμανικής φυλής: "Οι μαύροι εξεγείρονται και προσπαθούν να καταλάβουν την εξουσία. Δεν πρέπει να το πετύχουν. Η νίκη μας θα είναι ευλογία και για κείνους και για εμάς. Αποτελούν μια φυλή που βρίσκεται ακόμα στη χαμηλότερη πολιτισμική στάθμη (...) ακόμα κι αν τους παρείχαμε μόρφωση, δεν θα έφτανε ποτέ στην ψυχή τους. Αν επικρατήσουν οι μαύροι, η εξέλιξη αυτή θα 'ναι τρομερό πλήγμα για ολόκληρο τον πολιτισμένο κόσμο". 
Οι συναντήσεις των δυο ερωτευμένων είναι πια αραιές, σύντομες και με κάθε μυστικότητα. Ο Χέρμπερντ δεν διακρίνεται μόνο από το πνεύμα της υπεροχής. Είναι κι ένα ανήσυχο πνεύμα. Γυρίζει για λίγο μόνο στη Γερμανία (Πρωσία) για να ξαναφύγει άλλοτε για την Αργεντινή, τη Βραζιλία, τη Σιβηρία και αλλού. Όταν ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος ξεσπά, εκείνος βρίσκεται στην Αρκτική επιδιώκοντας να φτάσει στον Βόρειο Πόλο. Με αδρές πινελιές ζωγραφίζεται η φρίκη του πολέμου, ενώ ο τριτοπρόσωπος αφηγητής του πρώτου μέρους του μυθιστορήματος δηλώνει: "Ξανά ο στόχος ήταν να μεγαλώσει ακόμα πιο πολύ η Γερμανία, περισσότερο απ' όσο το ήθελε και το κατόρθωσε ο Μπίσμαρκ στα χρόνια του. Και για να επιτευχθεί τούτο, τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο έπρεπε να τον ακολουθήσει ένας δεύτερος".
Στο δεύτερο μέρος η αφήγηση γίνεται πρωτοπρόσωπη. Έχουν περάει αρκετά χρόνια, έχει περάσει και ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος. Αφηγητής τώρα είναι το παιδί μιας οικογένειας στην οποία η Όλγα, έχοντας απολυθεί από δασκάλα, δούλευε ως μοδίστρα. Εκείνη του αφηγείται ιστορίες από τη ζωή της, για τον Χέρμπερτ που χάθηκε στη Αρκτική, για τους πολέμους...Καθώς ο αφηγητής μεγαλώνει, η σχέση του με την Όλγα εξελίσσεται σε μια ωραία φιλία. Κάνουν περιπάτους, επισκέπτονται μουσεία, συζητούν, ανταλλάσσουν σκέψεις, ως το θάνατό της.
Το τρίτο μέρος του βιβλίου πιστεύω είναι το πιο ωραίο, το πιο ενδιαφέρον, το πιο συναισθηματικό. Αποτελείται ουσιαστικά από ανεπίδοτες επιστολές της Όλγας προς τον Χέρμπερτ που έστελλε σε ποστ ρεστάντ στο Τρόμσο της Νορβηγίας, σταθμό των αποστολών της Αρκτικής και τις οποίες ο αφηγητής (που δεν μαθαίνουμε ποτέ το όνομά του) αξασφάλισε από ένα παλαιοπωλείο. Πρόκειται για 31 επιστολές που εκτείνονται χρονικά από το 1913 ως το 1915, ενώ υπάρχουν και δύο του 1936,  μία του 1939, μία του 1956 και μία του 1971. Η Όλγα εξακολούθησε να γράφει κι όταν, κατά πάσα πιθανότητα, εκείνος δεν ζούσε πια.
Μέσα από τις επιστολές όχι μόνο ξεδιπλώνεται μια μεγάλη αγάπη αλλά αποκαλύπτονται και πλήθος άλλα γεγονότα της προσωπικής και της συλλογικής ζωής. Ο καρός, οι εποχές, η φύση, συνήθειες, ο πολέμος, τα όνειρά της, οι αναμνήσεις της. Γράφει: "Πού να είσαι τώρα αγαπημένε; Ξεχειμωνιάζεις σε κάποια καλύβα; Ή επέστρεψες στο πλοίο για να βγάλεις εκεί τον χειμώνα; Μήπως ξεκίνησες κι εσύ για κάποιο κατοικημένο μέρος και τις επόμενες μέρες θα διαβάσω για σένα στην εφημερίδα, όπως διάβασα σήμερα για τον καπετάνιο; Ήταν σε άθλια κατάσταση και είχε κρυοπαγήματα". Αλλού πάλι, εκδηλώνοντας την αντίθεσή της στην επεκτατική πολιτική της Γερμανίας, του γράφει: "Δεν περνάει βδομάδα που να μη διαβάσω ότι το μέλλον της Γερμανίας βρίσκεται στις θάλασσες, την Αφρική και την Ασία, για τη σημασία των αποικιών μας, για την ισχύ του στόλου μας και του στρατεύματός μας, για το μέγεθος της Γερμανίας, λες και μεγάλωσε τόσο η χώρα μας, που επειδή δεν της κάνουν πια τα ρούχα χρειάζεται μεγαλύτερα".
Παρά τη συντομία του (291 σελίδες) το βιβλίο του Bernhard Schlink έχει μια σύνθετη μορφή. Δεν ακολουθεί ευθύγραμμη χρονολογική εξιστόρηση των γεγονότων, δεν  περιορίζεται σε ένα μόνο αφηγητή, δημιουργεί ανατροπές. Πάντα η καλή λογοτεχνία βρίσκει τρόπους να μας δώσει μ' έναν καινούριο τρόπο, να δει μ' έναν διαφορετικό φακό ακόμα και τα πιο γνωστά γεγονότα. Για άλλη μια φορά διαπιστώνουμε πως στη λογοτεχνία υπερέχει το "πώς" έναντι του "τι".
 

Κυριακή, Δεκεμβρίου 09, 2018

Ο Στόουνερ

John Williams
Ο Στόουνερ
Μετ. Αθηνά Δημητριάδη
Gutenberg, 2017
Ίσως, αν διαβάσει κάποιος πρώτα το Επίμετρο του Άρη Μπερλή στο εξαιρετικό αυτό μυθιστόρημα, να μη χρειάζεται να πει τίποτε άλλο. Μέσα σε λίγες σελίδες δίνεται όλο το μυθιστόρημα, σκιαγραφούνται οι χαρακτήρες, περιγράφεται με κάθε συντομία και αναλύεται η ζωή και η πορεία του Στόουνερ, αξιολογείται όλο το μυθιστόρημα. Αλλά δεν νομίζω πως υπάρχει κανείς, προπάντων όταν αυτός αγάπησε τη λογοτεχνία και τη διδασκαλία, που θα διαβάσει αυτό το βιβλίο και θα αντέξει να μην εκφράσει τις δικές του σκέψεις και συναισθήματα.
Μια πρώτη απορία: Πώς γίνεται ένα μουντό, γκρίζο, μελαγχολικό μυθιστόρημα, του οποίου τον κύριο ήρωα, τον Γουίλιαμ Στόουνερ, που αν και δίδαξε σαράντα χρόνια στο Πανεπιστήμιο του Μιζούρι ελάχιστοι θυμούνται, να προκαλεί τέτοια σαγήνη στον αναγνώστη; ("Οι συνάδελφοι του Στόουνερ, οι οποίοι δεν του είχαν ιδιαίτερη εκτίμηση όσο ζούσε, τώρα πια τον αναφέρουν σπανίως. Στους μεγαλύτερους το όνομά του λειτουργεί ως υπενθύμιση του αναπόφευκτου για όλους τέλους, για τους νεότερους είναι απλώς ένας ήχος που δεν ανακαλεί τίποτε από το παρελθόν ούτε τους θυμίζει κάποιον που είχε σχέση με τους ίδιους ή με τη σταδιοδρομία τους").
Αυτή ακριβώς είναι η δύναμη και η γοητεία της λογοτεχνίας. Αυτή η γοητεία, ακαταμάχητη για όποιον ένιωσε "την αγάπη για τη γλώσσα, για το μυστήριο του νου και της καρδιάς, το πώς αποκαλύπτονται στους ασήμαντους, αλλόκοτους και αποσδόκητους συνδυασμούς γραμμάτων και λέξεων, τα τυπωμένα γράμματα, τόσο μαύρα, τόσο ψυχρά", αυτή μας κρατάει αιχμάλωτους στην απόλαυσή της, έστω κι αν περιγράφει δεινά ή δυστυχίες ή καθόλου ιδανικούς χαρακτήρες. Αυτή η αγάπη  γεννιέται μυστηριωδώς, ευτυχία και απόλαυση για όποιον έχει τύχει της ευλογίας της.
Ο Γουίλιαμ Στόουνερ ήταν παιδί μιας φτωχής, αγροτικής οικογένειας. Από έξι χρονών εργάζεται στα χωράφια βοηθώντας τους αγρότες γονείς του. Όταν τελειώνει το σχολείο, ο πατέρας του, παρ' όλη τη φτώχεια τους, τον στέλλει στη Γεωπονική Σχολή που πρόσφατα άνοιξε στο Πανεπιστήμιο της Κολόμπια, πιστεύοντας ότι η σπουδή θα τον βοηθούσε να βελτιώσει τις αγροτικές τους καλλιέργειες. Με πολλές στερήσεις, δουλεύοντας ταυτόχρονα στο σπίτι που του παρέχει στέγη και τροφή, ο Γουίλιαμ τελειώνει το πρώτο έτος. Στο δεύτερο έτος, μεταξύ των μαθημάτων που πρέπει να παρακολουθήσει είναι και το μάθημα "Επισκόπηση της Αγγλικής Λογοτεχνίας". Και τότε γίνεται το θαύμα. Ακούγοντας μια μέρα τον καθηγητή του να απαγγέλλει το 73ο σονέτο του Σαίξπηρ, ένιωσε σαν να "μετεβλήθη εντός του ο ρυθμός του κόσμου". Ένα ωραίο, λυρικό σονέτο (παρατίθεται στο βιβλίο καθώς και η εξαιρετική μετάφραση της Λένιας Ζαφειροπούλου). Ένα μελαγχολικό σονέτο που μιλάει για τη φθορά και τον θάνατο και τελειώνει με τον στίχο "καθένας διπλά αγαπά ό,τι γοργά θα χάσει". Ο συγγραφέας δεν μας διαφωτίζει, δεν μας εξηγεί τι σκέψεις έκανε ο ήρωάς του, τι ένιωσε. Σημασία έχει ότι μετά απ' αυτό το σονέτο εγκαταλείπει τη Γεωπονική και παίρνει μαθήματα αγγλικής λογοτεχνίας. Τελειώνοντας, θα αναλάβει ως καθηγητής στο ίδιο Πανεπιστήμιο, στο οποίο θα υπηρετήσει ως τον θάνατό του. Παθιασμένος ως το τέλος με την αγάπη του για τη μελέτη και τη διδασκαλία.
Η ζωή του, την οποία ο συγγραφέας μας εξιστορεί με ευθύγραμμη αφήγηση, κάθε άλλο παρά ευτυχισμένη υπήρξε. Ερωτεύεται κεραυνοβόλα μια κοπέλα, την Ήντιθ, την παντρεύεται, αλλά αυτή αποδεικνύεται ένας δύστροπος, ιδιόρυθμος, ανέραστος χαρακτήρας που του προκαλέι αφάνταστες δυσκολίες, που ο ερωτισμός της διαρκεί τόσο μόνο όσο να αποκτήσουν ένα παιδί, την Γκρέις, που κι αυτό ακόμα το παιδί το χρησιμοποιεί για να βασανίσει τον άντρα της.
Στο πανεπιστήμιο το ίδιο εχθρικό κλίμα. Με αφορμή τη διένεξη του Σνοόυτερ με τον διευθυντή του τμήματος, τον Λόμαξ, σχετικά με έναν φοιτητή, ο Σνοόυτερ καθηλώνεται για πάντα στη θέση του Επίκουρου. Ενοχλείται, φυσικά, αλλά αυτό δεν φαίνεται να επηρεάζει το πάθος του για τη μελέτη, την έρευνα, τη διδασκαλία. Ευτυχισμένες στιγμές του χαρίζουν δυο συμφοιτητές του, ο Μάστερς που θα σκοτωθεί στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ο Φιντς που θα γίνει κι αυτός καθηγητής στο ίδιο πανεπιστήμιο και θα παραμείνει πιστός και αφοσιωμένος φίλος ως το τέλος. 
Το πιο όμορφο όμως, ευτυχισμένο, φωτεινό διάλειμμα στη μουντή ζωή του Σνόουτερ θα γίνει η σχέση του με μια νεαρή καθηγήτρια, ακροάτρια των μαθημάτων του, την Κάθριν Ντρίσκολ. Ένα φωτεινό διάλειμμα, ένα ερωτικό ταίριασμα, μια κοινή αγάπη για τη μελέτη, ένας ήρεμος, γαλήνιος δεσμός που κρατάει ένα περίπου χρόνο. Το επαπειλούμενο για το πανεπιστήμιο σκάνδαλο διακόπτει αυτό τον δεσμό. Εκείνη θυσιάζεται, φεύγει, αλλά η ανάμνηση εκείνου του φωτεινού διαλείμματος θα κρατήσει και για τους δυο για πάντα.
 Άρρωστος με καρκίνο ο Σνοόυτερ παραιτείται από το πανεπιστήμιο. Στο αποχαιρετιστήριο δείπνο που του παραθέτουν, λέει: "Θέλω να σας ευχαριστήσω όλους σας που μου επιτρέψατε να διδάξω". Κοινή εμπειρία, ταύτιση για όλους εμάς που αγαπήσαμε με πάθος τη λογοτεχνία και τη διδασκαλία. 
Και το τέλος έρχεται. Δεν έχω διαβάσει ποτέ ωραιότερες σελίδες που περιγράφουν το τέλος ενός ανθρώπου. "Τα δάχτυλα λασκάρησαν, το βιβλίο που κρατούσαν γλίστρησε, αργά στην αρχή, μετά πιο γρήγορα, πάνω στο ασάλευτο σώμα κι έπεσε στη σιωπή του δωματίου".