Τρίτη, Αυγούστου 26, 2014

'Αρια. Ο κόσμος από την αρχή.

Δημήτρης Στεφανάκης
'Αρια.Ο κόσμος από την αρχή.
Ψυχογιός, 2013
Δεν ξέρω αν έφταιγαν τα σαραντάρια της θερμοκρασίας με τα οποία μας αποχαιρετά ο φετινός Αύγουστος ή η συνήθης καλοκαιρινή ραστώνη ή η σαγήνη της θάλασσας ή το ότι η "Άρια. Ο κόσμος από την αρχή", το τελευταίο βιβλίο του Δημήτρη Στεφανάκη είναι  ένα μυθιστόρημα "flat", χωρίς ανατροπές, χωρίς απρόοπτα, που συνέβαλαν ώστε το διάβασμά μου να μην προχωρεί, να μην ανυπομονώ για τη συνέχεια, να μη μου διεγείρει το ενδιαφέρον για το παρακάτω. Δεν είναι κακό μυθιστόρημα. Είναι μια αξιοπρεπής  δουλειά που προϋποθέτει έρευνα και μελέτη ιστορικών πηγών. Όμως ο συγγραφέας δεν ανατέμνει, καταγράφει, δεν προβληματίζει, ενημερώνει.
Βρισκόμαστε  ξανά στο κλίμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, πηγή αναρίθμητων λογοτεχνικών έργων. Εδώ έχουμε και μια πτυχή πολιτιστικού πολέμου, θα λέγαμε, ανάμεσα στους συμμάχους (Άγγλους-Έλληνες) και τους Γερμανούς ως προς την οικειοποίηση αρχαιολογικών ευρημάτων. Το έργο αρχίζει το 1939, πριν ακόμη από την κήρυξη του πολέμου. Ο νεαρός διπλωμάτης Στέφανος Μαυροειδής, που είναι και ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής, στέλλεται από το Λονδίνο, όπου υπηρετεί, στην Ελλάδα, για να βοηθήσει στον εντοπισμό ενός διάσημου αρχαιολόγου, του Λόρδου Λόριμερ, του οποίου  η τύχη αγνοείται. Μ' ένα πάρτυ αρχαιολόγων στη Τζια αρχίζει το έργο και με μια ερωτική σκηνή με τη Μάρθα Γκράχαμ, γραμματέα της Βρετανικής Αρχαιολογικής Σχολής. Σύντομα όμως ο Στέφανος θα ερωτευτεί μια άλλη κοπέλα, την πανέμορφη γαλλοαγγλίδα αρχαιολόγο Ρόζμαρι, που υπήρξε ερωμένη του εξαφανισμένου αρχαιολόγου. Οι ερωτικές τους συνευρέσεις πλημμυρίζουν το βιβλίο. Άλλοτε στις Μυκήνες όπου συνεχίζονται οι ανασκαφές, άλλοτε σ' ένα διαμέρισμα στο Κολωνάκι, άλλοτε στο πλοίο που αργότερα θα τους μεταφέρει στην Αίγυπτο, όπου, όταν πια οι Γερμανοί πλησιάζουν στην Αθήνα, ο Στέφανος στέλλεται  για να προετοιμάσει την άφιξη του βασιλιά και της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης. Ο πόλεμος συνεχίζεται αλλά οι δυο ερωτευμένοι σαν να ζουν σε άλλο κόσμο. Βεβαίως ο Στέφανος έχει και υπηρεσιακά καθήκοντα αλλά παράλληλα πάει κρουαζιέρα στο Νείλο, παίζει τένις ή πίνει τα ποτά του στη Λέσχη.
Κάποια στιγμή ο Στέφανος και η Ρόζμαρι αναλαμβάνουν μια μυστική αποστολή. Από το Κάϊρο, περνώντας από την Άκαμπα, την Πέτρα της Ιορδανίας, τη Δαμασκό, την Έφεσο, θα φτάσουν κρυφά στην Πελοπόννησο για να προστατεύσουν από τους Γερμανούς τις αρχαιότητες της Άριας, μιας μικρής Μυκηναϊκής πόλης στην Αργολίδα. Όλα αυτά βέβαια τα γεγονότα τοποθετούνται στο κλίμα, την ατμόσφαιρα και τα γεγονότα του  πολέμου. Πλήθος τα ιστορικά πρόσωπα που πλάι στα μυθιστορηματικά δρουν στο έργο, εξίσου ιστορικά και μυθιστορηματικά γεγονότα συνθέτουν το μυθιστόρημα. Η κήρυξη του πολέμου, ο Μεταξάς και ο θάνατός του, η Κατοχή, η αυτοκτονία του Αλέξανδρου Κορυζή, η Αντίσταση, η κυβέρνηση Τσουδερού, ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄, ο Γεώργιος Παπανδρέου, τα σπέρματα του Εμφυλίου που ήδη διαφαίνονται και οι προσπάθειες για αποτροπή του, η απελευθέρωση, όλα τα σημαντικά γεγονότα που συνθέτουν την ιστορία των ετών 1939-1944 περνούν μέσα στο μυθιστόρημα.
Για αναγνώστες που δεν έχουν εμπειρία από ανάλογα έργα, η "Άρια" είναι ένα καλό ανάγνωσμα. Για όσους έχουν διαβάσει και αγαπήσει τις "Ακυβέρνητες πολιτείες" του Τσίρκα, αποτελεί μια χλομή αντανάκλαση.
(ebook)

Πέμπτη, Αυγούστου 07, 2014

Νίκη

Χρήστος Χωμενίδης
Νίκη
Πατάκης, 2014
Διερωτήθηκα, καθώς τέλειωνα το εξαιρετικό μυθιστόρημα του Χρήστου Χωμενίδη "Νίκη", χωρίς να το έχω αφήσει από τα χέρια μου από τη στιγμή που το ξεκίνησα, τι ήταν αυτό που έδινε την ιδιαιτερότητα σ' αυτό το βιβλίο που αντλεί το θέμα του από μια συγγραφική δεξαμενή, απ' την οποία δεκάδες, αν όχι εκατοντάδες βιβλία νεολληνικής λογοτεχνίας έχουν εμπνευστεί και από τα οποία πάμπολλα έχουμε διαβάσει. Οι ιστορικές περιπέτειες της Ελλάδας τον εικοστό αιώνα, Μικρασιατική καταστροφή, δικτατορίες, Β΄ Παγκόσμιος, Κατοχή, Εμφύλιος (για να σταματήσω στους κυριότερους σταθμούς) έχουν δώσει έμπνευση σε πλήθος έργα. Κι όμως έρχεται ο Χωμενίδης μ' ένα καινούριο βιβλίο να ρίξει μια εντελώς ιδιαίτερη ματιά, μ' ένα ύφος που κάνει τη γραφή του ακαταμάχητη. Πιστεύω ότι η ιδιαιτερότητα του βιβλίου έγκειται κυρίως στο ύφος του. Ένα ύφος που ενώ αναφέρεται σε "βαριά" γεγονότα, έχει μια ελαφράδα, μια ζωντάνια, ένα ρυθμό που τρέχει, αναγκάζοντάς σε να τον ακολουθήσεις σ' αυτό το ζωηρό βήμα.
Το δεύτερο στοιχείο που καθιστά αυτό το βιβλίο τόσο ξεχωριστό πιστεύω είνει το ότι η πρωτοπρόσωπη αφήγηση γίνεται (μυθιστορηματική αδεία)  από τη νεκρή πια μητέρα του συγγραφέα. Έτσι τα γεγονότα φαίνονται από μια απόσταση, με την αντικειμενικότητα που χαρίζει ο χρόνος και η ύπαρξη πέρα από τα γήινα. Λέει η ίδια αρχίζοντας την εξιστόρηση της ζωής της: "...τώρα νιώθω πιο ελεύθερη από ποτέ. Ελεύθερη να τριγυρίσω τα εβδομήντα χρόνια της ζωής μου. Να πάω εμπρός και πίσω, να σταθώ σε γεγονότα-σταθμούς, κρίσιμες αποφάσεις που πήρα εγώ ή που έλαβαν άλλοι για μένα, να τα αντικρίσω όλα σφαιρικά και πεντακάθαρα. Να μεγεθύνω επίσης και να εξετάσω τις μικροσκοπικές λεπτομέρειες, να ξεχωρίσω τις πιο αδιόρατες αποχρώσεις, οι οποίες ίσως τελικά και να 'καναν τη διαφορά".
Η αφήγηση αρχίζει με τον παππού της Νίκης (από την πλευρά του πατέρα της), τον Ανέστη Αρμαόυ, από τα Μουδανιά της Μικρασίας. Λίγο πριν την καταστροφή μετακομίζει με την οικογένειά του στην Κωνσταντινούπολη, αλλά κατεστρραμμένος οικονομικά καταλήγει στην Αθήνα. Ένα από τα έξι παιδιά του είναι ο Αντώνης, πατέρας της Νίκης, χωρίς μόρφωση, αλλά ωραίος, έξυπνος, εργατικός, μελετηρός, εντάσσεται στο κομμουνιστικό κόμμα και σε πολύ νεαρή ηλικία εκλέγεται, πριν τη δικτατορία Μεταξά, βουλευτής του Κ.Κ..Ε. Ο συγγραφέας απλώνει την αφήγησή του καλύπτοντας, πάντα με συνοπτικότητα και γοργό ρυθμό, τις ζωές και των υπολοίπων μελών της οικογένειας, καθώς και της πλευράς της μητέρας της Νίκης, της Άννας. Το 1938 γεννιέται η Νίκη. Βρέφος ακόμα θα βρεθεί στην εξορία με τη μητέρα της, ενώ ο πατέρας της στη φυλακή.
Για μεγάλο διάστημα η Νίκη ζει  με τη γιαγιά Σεβαστή, μητέρα του πατέρα της, μια από τις πιο ωραίες μορφές του βιβλίου. Πόλεμος, Κατοχή, Εμφύλιος καταγράφονται όχι ως ιστορικά γεγονότα αλλά ως το πλαίσιο της ζωής των ηρώων. Πολυπρόσωπο έργο, θείοι και  θείες,  οι γάμοι τους, οι απώλειες στον πόλεμο, κατατρεγμοί, φυλακίσεις, εξορίες αλλά και δωσιλογισμός περνούν μέσα από την αφήγηση. Μέσα όμως σ' όλο αυτό το πλήθος των προσώπων και των γεγονότων ξεχωρίζει η ωραία μορφή του Αντώνη Αρμάου. Πιστός στην ιδεολογία του ακόμα κι όταν το κόμμα τον διαγράφει (ο συγγραφέας δεν επιμένει στους λόγους  της διαγραφής) θα βρεθεί κάποια στιγμή παγιδευμένος. Προς το τέλος του Εμφυλίου, διαγραμμένος από το κόμμα, κυνηγημένος από τις κρατικές δυνάμεις, μη έχοντας οδό διαφυγής, καταφεύγει με τη γυναίκα και την κόρη του, τη Νίκη, μεταμφιεσμένοι, με αλλαγμένα ονόματα, σε μια αυλή στη Νέα Σμύρνη, όπου ζουν πολλές άλλες οικογένειες. Άλλες ιστορίες προστίθενται στο βιβλίο, που φωτίζουν το κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον της εποχής. Θα μείνουν εκεί επτά χρόνια, με τη μικρή Νίκη να διδάσκεται "κατ' οίκον" από τον πατέρα της. Θα βγουν από την κρυψώνα τους το 1955, με τα πρώτα μέτρα επιείκειας για τους κομμουνιστές. Η Νίκη είναι πια μια ωραία, νεαρή γυναίκα. Ο έρωτας δεν αργεί να χτυπήσει την πόρτα της καρδιάς της. Κι εκεί μας την αφήνει ο συγγραφέας, όταν αποφασίζει να ακολουθήσει τον αγαπημένο της.
Είχα καιρό να διαβάσω ένα τόσο ωραίο βιβλίο ελληνικής λογοτεχνίας. Η ατμόσφαιρα της εποχής, δοσμένη με πειστικότητα και ρεαλισμό, οι ολοζώντανοι χαρακτήρες, συμπαθείς ακόμα και όσων οι πράξεις θα έπρεπε να τους καθιστούν αντιπαθητικούς, η αντικειμενικόττηα στις ιδεολογίες, το χιούμορ και η μόλις διαφαινόμενη ειρωνεία που διανθίζουν το βιβλίο είναι μερικά μόνο από τα χαρακτηριστικά που το καθιστούν ένα καταπληκτικό ανάγνωσμα. Τέτοιο επιτυχημένο συνδυασμό ιστορίας και μυθοπλασίας χωρίς να προδίδεται ούτε η μια ούτε η άλλη, δεν συναντάμε συχνά.
(ebook)

Παρασκευή, Αυγούστου 01, 2014

Αρμενία; Πού είναι αυτή η χώρα;




(Στιγμές του Αρμενικού ταξιδιού)
-Στην Αρμενία; Πού είναι αυτή η χώρα;
Δυο τουλάχιστον φίλες μου έκαναν αυτή την ερώτηση, όταν τους είπα ότι προορισμός του καθιερωμένου καλοκαιρινού ταξιδιού θα ήταν φέτος η Αρμενία.
- Και τι θα πάτε να δείτε στην Αρμενία; Ήταν η απορία άλλων φίλων.
Όλοι όσοι πήραμε μέρος σ’ αυτό το ταξίδι (μια ομάδα 35 ατόμων) είχαμε τις επιφυλάξεις και τις απορίες μας. Πού ακριβώς βρίσκεται αυτή η χώρα; Πόση είναι η έκταση και ο πληθυσμός της; Ποια η φύση και η ιστορία της; Πώς μοιάζει η γλώσσα της; Τι το ενδιαφέρον μπορούσαμε να δούμε;
Το πάρκο Καφετζιάν
Αρμενία. Μια άγνωστη χώρα. Κι ας ζούμε χρόνια τώρα πλάι σε Αρμένιους-Κύπριους, φερμένους, αυτούς ή τους προγόνους τους, ποιος ξέρει από ποια κύματα διωγμών κι εκτοπισμών.
Είχε κάποτε το ελληνικό Έθνος χαρακτηριστεί ως «ανάδελφο». Μα μου φαίνεται πως πιο «ανάδελφο» είναι το Αρμενικό. Πανάρχαιο έθνος, αλλά νεότατο (μόλις το 1991) κράτος. Χώρα χωρίς θάλασσα, τριγυρισμένη από λαούς όχι μόνο αλλόθρησκους αλλά κι εχθρικούς, περιορισμένη στο ένα δέκατο απ’ ό,τι υπήρξε κάποτε, γλώσσα που δεν μοιάζει με καμιά άλλη, θρησκεία χριστιανική κι όμως ιδιότυπη, φύση παράξενη, εκκλησιές και μοναστήρια με το μοναδικό, δικό τους στυλ, κορίτσια πανέμορφα, με λευκή επιδερμίδα, μαύρα μαλλιά και μεγάλα, κατάμαυρα μάτια, μουσική συγκινητικά θλιμμένη. Κι όμως όλ’ αυτά συνθέτουν την μοναδική ομορφιά και μαγεία αυτής της μικρής χώρας.
Άποψη του Γιερεβάν
***
Σύμβολο της Αρμενίας, δεμένο αναπόσπαστα με την ιστορία της, το πανύψηλο, μονίμως χιονισμένο Αραράτ. Όταν, μικροί στο δημοτικό, ακούγαμε απ’ τους δασκάλους την ιστορία του Κατακλυσμού και του Νώε, όταν με χαρά μαθαίναμε πως η Κιβωτός του, διασώζοντας όλα τα ζωικά είδη, προσάραζε στο όρος Αραράτ, ρωτούσαμε: «Και πού είναι αυτό το όρος;» «στην Αρμενία», απαντούσαν οι δάσκαλοι. Το πού ήταν η Αρμενία δεν ξέραμε βέβαια κι ούτε ρωτούσαμε. Ήταν μια μυθική, μακρινή χώρα. Τώρα όμως το Αραράτ δεν είναι πια στην Αρμενία. Δεν μετακινήθηκε το βουνό. Μετακινήθηκαν τα σύνορα της χώρας και το Αραράτ βρίσκεται στην Τουρκία.
Το μοναστήρι Khor Virap (στο βάθος το Αραράτ)
Το Αραράτ, η Κιβωτός, ο Νώε ζωντανεύουν όχι μόνο λόγω του χώρου και της γλαφυρής ξενάγησης. Το περιστέρι που έστειλε ο Νώε για να δει αν αποσύρθηκαν τα νερά είναι ακόμα εδώ! Νεαροί Αρμένιοι μας υποδέχονται, καθώς φτάνουμε στο σημείο απ’ όπου φαίνεται καλύτερα το ιερό βουνό, προσφέροντας άσπρα περιστέρια. Έναντι 2000 ντραμς (3,5 περίπου ευρώ) σου δίνουν ένα περιστέρι προτρέποντάς σε να το αφήσεις να πετάξει κάνοντας μια ευχή που θα πραγματοποιηθεί. Περιττό  να πούμε ότι τα περιστέρια γρήγορα ξανάρχονται στο κλουβί τους και φυσικά ξαναπουλιούνται!
Τα ... περιστέρια του Νώε
Αντικρίζουμε το μυθικό βουνό από μακριά, καθώς υψώνεται πίσω από ένα ιερό προσκύνημα των Αρμενίων, το Khor-Virap, ίσως το ιερότερό τους προσκύνημα, γιατί εδώ, μέσα σε μια τρύπα στη γη, φυλακίστηκε για 13 χρόνια ο Άγιος Γρηγόριος ο Φωτιστής.  Γιάτρεψε όμως από μια ασθένεια το βασιλιά, ο οποίος όχι μόνο έγινε Χριστιανός, αλλά το 301 αναγνώρισε το Χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία του κράτους. Πολλές φορές στις ξεναγήσεις ακούσαμε με υπερηφάνεια να τονίζεται πως η Αρμενία υπήρξε το πρώτο χριστιανικό κράτος στον κόσμο.
Τον Νώε λες και τον συναντάμε σε κάθε μας βήμα. Τον συναντάμε στα αμπέλια που πλημμυρίζουν την περιοχή αυτή της Αρμενίας (θυμόμαστε ότι κατά την Παλαιά Διαθήκη, όταν βγήκε από την κιβωτό φύτεψε αμπέλια κι απ’ το κρασί τους ήπιε και μέθυσε), τον θυμηθήκαμε στο μουσείο του Echmiatsin, του Πατριαρχείου της Αρμενίας, όπου σώζεται ένα κομμάτι της Κιβωτού, την ιστορία του και πάλι ακούσαμε στην ερμηνεία του ονόματος της πρωτεύουσας: Γιερεβάν ή Ερεβάν. Λέγεται πώς μόλις η Κιβωτός προσάραξε στο Αραράτ κι ο Νώε είδε ξηρά, «Yerevants», φώναξε, δηλ. «εμφανίστηκε». Κι απ’ εδώ το όνομα της πόλης.
Στην Πλατεία Δημοκρατίας
***
Αν η ύπαιθρος και τα χωριά της Αρμενίας απέχουν ακόμα πολύ από την ανάπτυξη, αν οι περισσότεροι δρόμοι είναι στενοί και δύσβατοι, το Γιερεβάν δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από καμιά μεγάλη ευρωπαϊκή πόλη. Ένα ταξίδι στην Αρμενία αξίζει και μόνο γι’ αυτή την πόλη. Με πάνω από ένα εκατομμύριο κατοίκους παραμένει μια πόλη πεντακάθαρη (άδικα ψάχνουμε για κάποιο γκράφιτι στους τοίχους), με πλατιές λεωφόρους, καταπράσινες δεντροστοιχίες, όμορφες πλατείες που σφύζουν από κίνηση και ζωή, ειδικά τα βράδια, με δροσερά σιντριβάνια, με λουλουδισμένα πάρκα, με κτήρια στην πλειοψηφία τους κτισμένα με μια ειδική ροζ πέτρα που τους δίνει μια όψη παραμυθένια.
Βράδυ στην Πλατεία Δημοκρατίας με πανσέληνο
Κάθε βράδυ, ντόπιοι και ξένοι ζούμε σε μια ονειρώδη ατμόσφαιρα στην τεράστια, κεντρική πλατεία, την Πλατεία Δημοκρατίας. Τριγύρω πανέμορφα κτήρια, ξενοδοχεία, μουσεία, Υπουργεία, με το φωτισμό να αυξάνει την ομορφιά και τη γοητεία τους. Πολύχρωμοι πίδακες, νερά που χορεύουν στους ρυθμούς μαγευτικής μουσικής, πότε βαλς του Στράους, πότε η γλυκιά φωνή της Εντίθ Πιάφ, άλλοτε το χορωδιακό του Ναμπούκο ή πιο μοντέρνοι ρυθμοί, μας κρατούν καθηλωμένους στη μαγεία της βραδιάς.
Κυριακάτικη  λειτουργία
Παραδοσιακά τραγούδια στο Garni
Η μουσική μας χαρίζει μοναδικές στιγμές απόλαυσης. Γλυκές φωνές  κοριτσιών συνοδεύουν τις πρωινές λειτουργίες, παραδοσιακά τραγούδια από ζωντανές ορχήστρες σκορπούν μια γλυκιά μελαγχολία, μουσική τζαζ αλλά και όπερα προσφέρονται αφειδώλευτα στον επισκέπτη. Και με τι καμάρι μας υποδέχονται σ’ ένα ωραίο, παραδοσιακό εστιατόριο λέγοντας ότι σ’ αυτό γιόρτασε ο (Αρμένιος βέβαια) Σαρλ Αζναβούρ τα ενενηκοστά του γενέθλια!
Η είσοδος του μουσείου χειρογράφων
Όσο για μουσεία, οι φίλοι τους δεν θα βρουν χρόνο να τα επισκεφθούν όλα. Επισκεπτόμαστε τρία μόνο. Το Ιστορικό, όπου η ιστορία της χώρας προβάλλει μέσα από τα αδιάψευστα ιστορικά τεκμήρια, το Μουσείο Τέχνης που διαθέτει μια τεράστια συλλογή έργων Τέχνης και το πιο ενδιαφέρον απ’ όλα, το Μουσείο Χειρογράφων, το Ματεναταράν. Πουθενά αλλού δεν έχουμε δει μια τόσο μεγάλη συλλογή χειρογράφων. Χιλιάδες χειρόγραφα καλύπτουν κάθε τομέα της γνώσης. Θρησκευτικά βέβαια, αλλά και φιλοσοφικά, λογοτεχνικά, μαθηματικά και άλλα κείμενα μαρτυρούν την αγάπη του ανθρώπου για τη γνώση, αλλά και την αγάπη και την έγνοια των Αρμενίων να διαφυλάξουν μέσα από τους αιώνες όλο αυτό τον κόσμο του γραπτού λόγου. Στην είσοδο του καταπληκτικού αυτού μουσείου δεσπόζει το άγαλμα του ανθρώπου που τον 5ο αι. μ.Χ. επινόησε το αρμενικό  αλφάβητο, του μοναχού Μεσρόπ Μαστότς, όνομα που έχει και μια από τις μεγαλύτερες και ωραιότερες λεωφόρους του Γιερεβάν. Παράξενο αλφάβητο, 38 ψηφία που δεν μοιάζουν με καμιάς άλλης γλώσσας.
Ωραίο χειρόγραφο ευαγγέλιο
***
Δροσερό, αν και ηλιόλουστο πρωινό. Από μακριά αντικρίζουμε ήδη να υψώνεται πάνω στο λόφο η πανύψηλη στήλη στο σημείο όπου το 1968 αναγέρθηκε το μνημείο της Γενοκτονίας των Αρμενίων. Πεζοί διασχίζουμε το ήρεμο πάρκο, πλάι στις δεντροστοιχίες που κάθε επίσημος ξένος μεγαλώνει με το φύτεμα ενός δέντρου. Μπροστά μας το απέριττο μνημείο. Δώδεκα ψηλές, λίθινες στήλες βαλμένες κυκλικά, γέρνουν ελαφρά προς τα μέσα, σαν να υποκλίνονται στην άσβεστη φλόγα που ανάβει στο κέντρο του μνημείου. Στο πλάι λουλούδια αφημένα από ευλαβικούς επισκέπτες.
Σιωπηλοί μπροστά στην άσβεστη φλόγα
Το μνημείο Γενοκτονίας
Η ήρεμη, απαλή φωνή της νεαρής ξεναγού είναι ο μόνος ήχος που διακόπτει τη στοχαστική σιωπή. Αφηγείται τα πάθη της φυλής της, πάθη που η ίδια ασφαλώς δεν γνώρισε, μα που σίγουρα σημάδεψαν τις γενιές των προγόνων της.  Οι διωγμοί άρχισαν από το τέλος του 19ου αι., μα εντάθηκαν με την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η 24η Απριλίου είναι η ημέρα μνήμης της Γενοκτονίας. Ολόκληρα χωριά αφανίστηκαν, οικογένειες ξεκληρίστηκαν, σφαγές, βιασμοί, διωγμοί σ’ ένα εθνικό ξεκαθάρισμα της Τουρκίας. Μας μιλάει κι ο νους μας ταξιδεύει στις αιματοχυσίες των αιώνων, στα ανάλογα δικά μας πάθη, στην αγριότητα  του ανθρώπου. Μας μιλάει για μια μάχη στην οποία ο αδύναμος Αρμενικός στρατός αντιμετώπισε με γενναιότητα, αν και ήξερε ότι θα ηττηθεί (πού είσαι Λεωνίδα!) τους Τούρκους. Πριν από τη μάχη πήγαν οι αρχηγοί να ζητήσουν την ευλογία του Πατριάρχη τους. Εκείνος δεν μπορούσε να τη δώσει. Μικρή παύση. Απορημένοι περιμένουμε τη συνέχεια. «Δεν μπορούσε να τους ευλογήσει. Στο ένα χέρι κρατούσε το Ευαγγέλιο και στο άλλο το όπλο. Πήγαινε κι αυτός να πολεμήσει».
Άθελα τα μάτια βουρκώνουν. Σιωπηλοί οδεύουμε προς την έξοδο.
***
Στο ναό της αγίας Hripsime
Γεμάτη η Αρμενία από εκκλησίες και μοναστήρια, δεμένα με θρύλους και παραδόσεις, τα πιο πολλά ερειπωμένα, καθώς είχε απαγορευτεί η λειτουργία τους κατά τη Σοβιετική περίοδο. Έχουμε δει τόσα πολλά που χρειάζεται προσπάθεια (κι οι φωτογραφίες ασφαλώς) για να τα επαναφέρουμε στη μνήμη.
Ακόμα ένα πανέμορφο μοναστήρι
Μια αγία που ιδιαίτερα τιμάται είναι η Αγία Xripsime, που μαρτύρησε γύρω στο 300 μ.Χ. μαζί με 35 άλλες νέες για να μην αρνηθούν την πίστη τους. Στον κομψό ναό της ακούμε με άκρα αγαλλίαση μια ωραία γυναικεία χορωδία σε μια πρωινή λειτουργία.
Στο λαξευμένο σε βράχους μοναστήρι Gueghard, σπηλιά μάλλον, φυλασσόταν τμήμα της λόγχης με την οποία τρύπησαν την πλευρά του Χριστού (τώρα φυλάσσεται στο μουσείο του Πατριαρχείου, του Ejmiatzin). Καθώς γυναικείες γλυκές φωνές συνοδεύουν την κυριακάτικη λειτουργία στη μισοσκότεινη σπηλιά, τριγυρίζει διαρκώς στο νου μου το «εν όρεσι και σπηλαίοις και ταις οπαίς της γης»… Έξω μικροπωλητές εκθέτουν τα τοπικά τους προϊόντα: αποξηραμένα φρούτα, μαρμελάδες, είδος σουτζούκου και άλλα.
Η είσοδος στο Πατριαρχείο
Διασχίζουμε ένα άγριο τοπίο, ένα φαράγγι με ψηλούς κατακόρυφους βράχους που έχουν μια ιδιαίτερη, άγρια ομορφιά, για να φτάσουμε σ’ ένα ακόμα μοναστήρι, το Noravank. Πιο πολύ νομίζω άξιζε η διαδρομή παρά το ίδιο το μοναστήρι, απομονωμένο μέσα στην άγρια αυτή ερημιά.
Και βεβαίως δεν μπορούσαμε να παραλείψουμε το Πατριαρχείο, στο Ejmiatjin, πνευματικό κέντρο όλων των Αρμενίων. Απέραντο πάρκο περιβάλλει τον Καθεδρικό ναό, κτισμένο σύμφωνα με την παράδοση στο σημείο που υπέδειξε στον Άγιο Γρηγόριο χτυπώντας με ένα χρυσό σφυρί ο ίδιος ο Χριστός.
Ο ελληνιστικός ναός του Garni
Και μια απρόσμενη έκπληξη. Ξαφνικά μας φαίνεται πως μεταφερθήκαμε από την Αρμενία στην αρχαία Ελλάδα. Ένας θαυμάσιος ελληνιστικός ναός προβάλλει μ’ όλη την απλότητα και την ομορφιά του μέσα σ’ ένα ειδυλλιακό περιβάλλον, σ’ ένα μικρό χωριό, το Garni, που υπήρξε κάποτε θερινή κατοικία της βασιλικής οικογένειας. Όπου και να ταξιδέψουμε η Ελλάδα παρούσα…
***
Γεύμα σε αγροτόσπιτο

Άποψη της Λίμνης Σεβάν
Και γεύμα σε...σπηλιά

Φαράγγι με άγρια ομορφιά
.
Στο Dilijan
 

Στα ταξίδια είναι πράγματα που τα βρίσκεις ανώτερα από τις προδοκίες σου κι άλλα που σε απογοητεύουν. Περίμενα πως η πολυδιαφημισμένη πόλη
Dilijan, η περίφημη λουτρόπολη της Αρμενίας, η αποκαλούμενη και «Μικρή Ελβετία», θα με γοήτευε πολύ περισσότερο. Δεν ξέρω, ίσως η σύντομη παραμονή μας εκεί να μη μας έδωσε το χρόνο να τη γνωρίσουμε καλύτερα. Όμως ασφαλώς χαρήκαμε τη δροσιά, ψύχρα μάλλον, που έστω και για λίγο μας χάρισε, μετά από τον καύσωνα άλλων περιοχών της Αρμενίας. Χαρήκαμε το ομιχλώδες τοπίο που της έδινε μια όψη παραμυθένια και τα καταπράσινα τριγύρω βουνά.
Αποκλεισμένη από θάλασσα η Αρμενία, έχει για παρηγοριά την τεράστια λίμνη της με τα 70 χμ. μήκος της και σε σπάνιο για τέτοια λίμνη υψόμετρο (1900 μ.). Το γεύμα, ψάρι της λίμνης ασφαλώς, πλάι στην ομορφιά του γαλάζιου ήταν από τις πιο όμορφες στιγμές του Αρμενικού ταξιδιού.
Επίσκεψη στο εργοστάσιο του περίφημου Αρμενικού κονιάκ

Κι ένα μάθημα για το πώς πρέπει να πίνεται το κονιάκ!
***
Καθώς αποχαιρετούμε την Αρμενία, αναλογιζόμενοι τα όσα είδαμε, τα όσα ζήσαμε, τα όσα μάθαμε, προπάντων την ιστορία του πολύπαθου αυτού λαού, οι σκέψεις του Αρμένιου συγγραφέα Γουίλιαμ Σαρογιάν ξανάρχονται στη σκέψη:
«Εμπρός, λοιπόν, καταστρέψτε την Αρμενία! Δοκιμάστε να το κάνετε. Στείλτε τους στην έρημο. Στερήστε τους το ψωμί και το νερό. Κάψτε τα σπίτια και τις εκκλησίες τους. Τότε θα δείτε αν το χαμόγελό τους ανθίσει ξανά, αν ξανατραγουδήσουν ή αν προσευχηθούν και πάλι. Γιατί αρκεί να συναντηθούν δύο απ’ αυτούς, δεν έχει σημασία σε ποιο μέρος του κόσμου, για να δημιουργήσουν μια νέα Αρμενία»