Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 27, 2006

Μια μικρή περιπέτεια κι ένα ακόμη βιβλίο

"Πόσο παράξενο πράγμα, φίλοι μου, φαίνεται πως είναι αυτό που οι άνθρωποι ονομάζουν ευχάριστο. Τι περίεργη σχέση έχει από τη φύση του με κείνο που θεωρείται αντίθετό του, δηλαδή με το δυσάρεστο. Και τα δύο ποτέ δεν θέλουν να έρχονται ταυτόχρονα στον άνθρωπο. Όταν όμως κανείς επιδιώκει το ένα και το αποκτά, σχεδόν αμέσως είναι αναγκασμένος να αποκτά και το άλλο, σαν να είναι αυτά τα δύο αντίθετα πράγματα δεμένα από μία και την ίδια κορυφή".
Τα λόγια τούτα του Σωκράτη, καθώς υποδεχόμενος τους μαθητές του στη φυλακή, την τελευταία μέρα της ζωής του, αισθάνεται την ανακούφιση στο πόδι του που μόλις λύθηκε από τα δεσμά που του προκαλούσαν πόνο, μου ξανάρχονται στο νου, καθώς συνειδητοποιώ την ευχαρίστηση του να ξαναβρίσκομαι στο σπίτι μου, στο γνώριμο περιβάλλον, στη συντροφιά των βιβλίων και στην επικοινωνία του υπολογιστή, μετά από μια σύντομη παραμονή στο νοσοκομείο (δυο μέρες και μια νύχτα) για κάποιες εξετάσεις. Μια ευχαρίστηση που όσο την έχουμε δεν την εκτιμούμε όσο πρέπει.
Κρίμα που δεν μπορώ να πω το ίδιο για το βιβλίο που έτυχε να διαβάσω αυτές τις μέρες. Τίτλος "Σαν γυναίκα στο φιδάκι", συγγραφέας Μαργαρίτα Παπ (ψευδώνυμο) και είναι αυτοέκδοση που έγινε στην Κύπρο. Κρίμα να σπαταλιέται κάποιος που αποδεδειγμένα μπορεί να γράψει, στο να εκδώσει υπό τύπο μυθιστορήματος τα απωθημένα του, ένα είδος ψυχοθεραπείας διά της συγγραφής. Το βιβλίο εξιστορεί την προσπάθεια της συγγραφέως, μετά την επάνοδο από τις σπουδές της στην Ελλάδα, να βρει εργασία και να εγκλιματιστεί στο κυπριακό περιβάλλον. Είναι ένα δριμύ κατηγορώ για τα "μέσα", την καταπίεση των γονιών, του συζύγου, των εργοδοτών και όλων γενικά προς τη γυναίκα. Εξού και ο τίτλος που υπονοεί το γνωστό επιτραπέζιο παιγνίδι "Φίδια και σκάλες" που το ρίξιμο του ζαριού σε ανεβάζει ή σε κατεβάζει. Ζώντας κι εγώ στην κυπριακή κοινωνία, έχοντας κι εγώ σπουδάσει στην Ελλάδα, έχοντας συναντήσει κι εγώ δυσκολίες ως γυναίκα (και μάλιστα σε εποχές παλαιότερες από της συγγραφέως που τα πράγματα ήταν ακόμα δυσκολότερα για τη γυναίκα), βρίσκω το βιβλίο υπερβολικό και άδικο για την κοινωνία μας. Είμαστε βέβαια επαρχία, δεν μπορούμε να συγκριθούμε με την Αθήνα, όπως ούτε κι η Αθήνα με το Παρίσι. Αλλά από το σημείο αυτό ως το να μιλάμε για "αναχρονιστική κοινωνία", για "αρρωστημένη κοινωνία", για "μεσαίωνα", για "την πικρή πραγματικότητα της κυπριακής κοινωνίας", για κουτσομπολιό, ζήλεια και δουλοπρέπεια και δεν ξέρω τι άλλο που μας χαρακτηρίζει, είναι εντελώς απαράδεχτο. Άλλωστε, η ίδια πουθενά δεν φαίνεται ευχαριστημένη, την βάζουν να δουλέψει στο ταμείο δεν της αρέσει, την βάζουν σε άλλη υπηρεσία, πάλι ζητά να φύγει. Κι ενώ καταφέρεται τόσο εναντίον των "μέσων", η ίδια τα χρησιμοποιεί κατά κόρον. Δεν θέλω ν' ασχοληθώ περισσότερο μ' ένα βιβλίο που αντί να εκδοθεί θα 'πρεπε να αποτελέσει το περιεχόμενο συναντήσεων ψυχοθεραπείας. Και για να τελειώσω και πάλι με τον Σωκράτη. Στον "Κρίτωνα", όταν του προτείνουν να δραπετεύσει, αρνείται, παρουσιάζοντας τους προσωποποιημένους Νόμους να του λένε πως ποτέ δεν απαγόρευσαν σ' όποιον δεν του άρεσαν οι ίδιοι και η κατάσταση της πολιτείας, "να πάρει τα πράγματά του και να φύγει". Άραγε, το σκέφτηκε αυτό ποτέ η άγνωστη συγγραφέας, η φορτωμένη παράπονα με την κυπριακή κοινωνία;

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 18, 2006

Ένα μικρό διαμάντι

"Το χάρτινο σπίτι" του Κάρλος Μαρία Ντομίνγκες (Πατάκης, 2006) είναι πραγματικά ένα μικρό διαμαντάκι ανάγνωσης. Νομίζω πως σ' όλους τους βιβλιόφιλους αρέσει να διαβάζουν βιβλία που αναφέρονται σε...άλλα βιβλία. "Το χάρτινο σπίτι" είναι ένα σπίτι κτισμένο με βιβλία αντί με τούβλα! Είναι η σύντομη ιστορία ενός παθιασμένου βιβλιόφιλου, που όταν μια πυρκαγιά, που προκάλεσαν κεριά με τα οποία συνόδευε το διάβασμα βιβλίων του 19ου αι., έκαψε το αρχείο της ταξινόμησης των βιβλίων του, ήταν τόσο απελπισμένος, γιατί πια ήταν αδύνατο να χρησιμοποιήσει την τεράστια βιβλιοθήκη του, ώστε τα μάζεψε όλα, πήγε σε μια ερημική παραλία σε μια πόλη της Ουρουγουάης, κι έβαλε να του χτίσουν ένα σπίτι από βιβλία! Είναι η βιβλιοφιλία στην άκρα υπερβολή, που περιγράφεται από τον Αργεντινό συγγραφέα Ντομίνγκες με αγάπη και χιούμορ. Υπάρχουν αναφορές σε πλήθος άλλα βιβλία και συγγραφείς, κυρίως της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας, υπάρχουν συνήθειες βιβλιόφιλων στις οποίες πολλοί από εμάς θα αναγνωρίσουν τον εαυτό τους, υπάρχει πληθώρα αποσπασμάτων στο διάβασμα των οποίων χαμογελάμε με κατανόηση.
"Τα βιβλία αλλάζουν το πεπρωμένο των ανθρώπων"
"Τα βιβλία στο σπίτι μου προελαύνουν σιωπηλά, αθώα. Δεν μπορώ να τα αναχαιτίσω"
"Συχνά είναι πιο δύσκολο να ξεφορτωθείς ένα βιβλίο παρά να το αποκτήσεις. Κολλάνε πάνω μας με ένα συμφωνητικό ανάγκης και λησμονιάς, σαν να ήταν μάρτυρες κάποιας στιγμής της ζωής μας που δεν θα ξαναζήσουμε".
"Υπάρχουν δύο ειδών βιβλιόφιλοι: Οι βιβλιοσυλλέκτες και οι βιβλιοφάγοι"
Ας σταματήσω όμως, γιατί κινδυνεύω να αντιγράψω ολόκληρο το βιβλίο.

Η ανεξήγητη γοητεία του "Κουρδιστού πουλιού"

Είναι από τις πολύ σπάνιες φορές που μ' αρέσει ένα βιβλίο και δεν μπορώ να εξηγήσω γιατί μου άρεσε. "Το κουρδιστό πουλί" του Χαρούκι Μουρακάμι (Ωκεανίδα, 2005) είναι ένας ογκωδέστατος τόμος 862 σελίδων που ομολογώ ότι (έτσι όπως συνήθως διαβάζω, στο κρεβάτι ή μισοξαπλωμένη στον καναπέ ή στο θαλασσινό μπαλκόνι κι όχι σκυμμένη πάνω από ένα γραφείο) μου έκοψε τα χέρια με το βάρος του. Το άφηνα για λίγο να ξεκουραστώ και πάλι το ξανάπιανα, περίεργη να συνεχίσω να ταξιδεύω σ' αυτό τον παράξενα γοητευτικό κόσμο του Μουρακάμι. Ιστορίες φαινομενικά ασύνδετες ή πολύ χαλαρά συνδεδεμένες μεταξύ τους. Ένας άνδρας, ο Τόρου Οκάντα (που πολύ απέχει από τα δικά μας ανατολίτικα πρότυπα), που μένει αυτός στο σπίτι και κάνει τις δουλειές ενώ η γυναίκα του εργάζεται, ξεκινάει μια μέρα να βρει το γάτο τους που χάθηκε. Κι από κει ξεκινούν οι περιπέτειές του που θα 'λεγε κανείς πως θυμίζουν τις περιπέτειες της "Αλίκης στη Χώρα των θαυμάτων", όταν εκείνη ακολούθησε το κουνέλι. Δεν είναι απλώς δύσκολο να αφηγηθεί κάποιος το περιεχόμενο του βιβλίου, είναι εντελώς αδύνατο, εκτός αν γράψει κι ο ίδιος ένα άλλο βιβλίο. Συνδετικός κρίκος όλων των γεγονότων παραμένει ο Τόρου Οκάντα. Γνωρίζει μια δεκαεξάχρονη γειτόνισσά του, τη Μαγιού Κασαχάρα, μαθαίνει για ένα γειτονικό σπίτι που το συνοδεύει μια κατάρα, βλέπει στην αυλή του ένα αποξηραμένο πηγάδι στο οποίο κάποια μέρα θα κατεβεί για να συλλογιστεί, πολλές γυναίκες τον τριγυρίζουν, κάθε μια με τη δική της ιστορία, η γυναίκα του τον εγκταλείπει μια μέρα ξαφνικά για έναν άλλο άντρα και η ομολογία της σ΄ένα γράμμα για το τι ένιωσε για τον άλλο θα σόκαρε την ανδροκρατούμενη (ακόμα) κοινωνία μας, ακούμε για τον μάντη κύριο Χόντα, μέσω του πάμε στον υπολοχαγό Μαμίγια και στις φρικτές ιστορίες του από τον πόλεμο στη Μαντζουρία, ξαναγυρνάμε στη σύγχρονη Ιαπωνία και παρακολουθούμε μια συνομιλία μέσω κομπιούτερ, ακούμε σεξουαλικά τηλεφωνήματα, κυκλοφορούμε στους κοσμοπλημμυρισμένους δρόμους του Τόκιο, ξαναπάμε πίσω στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, αφηγήσεις που δεν τελειώνουν. Υπάρχουν στο βιβλίο σκέψεις που θέλεις να υπογραμμίσεις, να ξαναγυρίσεις σ' αυτές και να συλλογιστείς, κάποτε υπάρχει μια απλοϊκότητα στην αφήγηση που σε κάνει να αναρωτιέσαι αν ο Μουρακάμι μας κοροϊδεύει προσποιούμενος ότι λέει σπουδαία πράγματα και υπάρχουν σκηνές που σου ανακατεύουν το στομάχι και που χαράζονται βαθιά στη σκέψη. Η σκηνή της περιγραφής του γδαρσίματος ενός ανθρώπου ζωντανού δεν μπορεί να ξεχαστεί ποτέ. Αλλά και η σκηνή της θανάτωσης ζώων στο ζωολογικό κήπο, όταν η Ιαπωνία ηττήθηκε και θα εγκατέλειπε τη Μαντζουρία καθώς και η εκτέλεση Κινέζων αιχμαλώτων με τη ξιφολόχχη είναι πολύ πιο φριχτές από τους σύγχρονους αποκεφαλισμούς αιχμαλώτων που παρακολουθήσαμε. Με εντυπωσίασε η περιγραφή αυτών των εγκλημάτων, όχι μόνο για τη δύναμη των εικόνων, αλλά και γιατί ένας Ιάπωνας δεν διστάζει να περιγράψει εγκλήματα Ιαπώνων. Αναρωτιέμαι πόσες επιθέσεις θα δεχόταν ένας Έλληνας συγγραφέας αν έκανε κάτι τέτοιο. (Ξέχασα, εμείς δεν κάνουμε εγκλήματα!!). Ο αναγνώστης ας μην περιμένει τη συνήθη λογική των βιβλίων. Όπως λέει κάπου και η Μαγιού Κασαχάρα "Πού υπάρχει λογική συνέπεια στον κόσμο;"

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 11, 2006

Writersland, Το νησί των συγγραφέων

Φαίνεται ότι είχα υπερεκτιμήσει το χρόνο που θα είχα το Σαββατοκύριακο παίρνοντας μαζί μου στο Ζύγι και τον Βλαντή και τον Μουρακάμι. Αλλά η θάλασσα ήταν τόσο προκλητικά ήρεμη και ζεστή και το φεγγάρι τόσο μαγευτικό καθώς ανέτελλε από το θαλασσινό ορίζοντα, που τελικά μόνο τον Βλαντή τελείωσα.
Πάντα μου άρεσαν τα βιβλία επιστημονικής φαντασίας, καθώς και τα βιβλία που μιλούν για...άλλα βιβλία. Έτσι, μόλις διάβασα στο μπλογκ του Readers diggest για το Writersland του Νίκου Βλαντή (Κέδρος 2006), που συνδυάζει και τα δυο αυτά χαρακτηριστικά, έσπευσα να το προμηθευτώ. Δεν θα γράψω εκτενώς για το περιεχόμενο του βιβλίου, μια και ο Readers του κάνει μια εγκωμιαστική και λεπτομερή παρουσίαση στο post της 31ης Ιουλίου 2006 www.diavazo.blogspot.com Λίγα μόνο επιπλέον δικά μου σχόλια. Είναι πραγματικά εντυπωσιακή η γνώση του νεαρού συγγραφέα γύρω όχι μόνο από το έργο αλλά και τη ζωή παλιότερων και πιο σύγχρονων ομοτέχνων του. Πολλές φορές χαμογέλασα με την τόσο χαρακτηριστική περιγραφή προσώπων, από την οποία δεν λείπει η λεπτή, τρυφερή θα έλεγα, σάτιρα. Γράφει για παράδειγμα για τον Κάφκα:"Μόλις άδειασε το αμφιθέατρο, τελευταίος βγήκε ο Κάφκα, κουκουλωμένος στο κακοραμμένο και χοντροκομμένο παλτό του. Κοίταξε δεξιά και αριστερά. Αφού σιγουρεύτηκε ότι δεν υπήρχε ψυχή, κίνησε με γοργό βήμα προς το σπίτι του, τη μοναξιά και την απελπισία του, για να ξαναχαθεί σ' ένα λαβυρινθώδες κείμενο που δεν έβγαζε πουθενά και σίγουρα δεν θα βοηθούσε κανέναν αν το διάβαζε, γιατί δεν κατάφερνε να σώσει τον ίδιο από τον πνιγηρό του εαυτό, ούτε να τον κάνει να αισθανθεί λιγότερο μόνος, κάτι νύχτες σαν αυτή". Ο Πόε, ο Χέμινγουαιη, η Ντυράς, ο Δουμάς, η Λέσινγκ, ο Ευγενίδης (προπάντων αυτός), ο Μπωντλαίρ, ο Κόναν Ντόυλ, ο Ρεμπώ, η Αλιέντε, ο Στήβεν Κίνγκ και πλήθος άλλοι είναι οι πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος. Πρωτότυπο και διασκεδαστικό. Με πιο μετριασμένο όμως ενθουσιασμό από τον Readers έχω δύο ενστάσεις. Πρώτον, ότι επινοεί υπερβολικά πολλούς όρους για τη ζωή της φανταστικής εποχής του 22ου αι. Όταν για παράδειγμα, διαβάζουμε το 1984 του Όργουελ, δεν έχουμε ανάγκη από ερμηνεία όρων για να μεταφερθούμε και να κατανοήσουμε τη μελλοντική εποχή που περιγράφει. Το ίδιο και με τα έργα του Ισαάκ Ασίμωφ, για να αναφέρω δυο μόνο συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας. Γι' αυτό, πιστεύω, αν ο Βλαντής χρησιμοποιούσε λιγότερο τη φαντασία του θα ήταν καλύτερα. Η δεύτερή μου επιφύλαξη αφορά τις πληροφορίες που μας δίνει ο συγγραφέας στο τέλος του βιβλίου για τους αναφερόμενους συγγραφείς. Ίσως, κοντά στα βιογραφικά των φανταστικών του ηρώων θα έπρεπε να προσθέτει και τα αυθεντικά χαρακτηριστικά των συγγραφέων τους οποίους μιμούνται. Για να γίνω πιο κατανοητή. Όταν γράφει για την Έμιλυ Μπροντέ ότι γεννήθηκε το 2047 και έργον της είναι τα Ψηφιοδαρμένα Ύψη, ή για τον Μπωντλαίρ ότι έζησε το 2100-2129 και έργο του είναι Τα bytes του κακού και για όλους τους άλλους ανάλογα, είναι φανερό ότι το βιβλίο του Βλαντή μπορεί να εκτιμηθεί και να αρέσει μόνο σε κοινό που διαθέτει ανάλογες με του συγγραφέα αναγνωστικές εμπειρίες, για να μπορέσει να απολαύσει τη φαντασία και το χιούμορ του χωρίς να συγχιστεί.

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 08, 2006

Το κορίτσι με το τατουάζ

Πρώτη φορά καθυστερώ τόσο να ενημερώσω το μπλογκ μου. Ο λόγος; Διάβαζα τρία βιβλία ταυτόχρονα (πράγμα όχι ασυνήθιστο). Μόλις χτες τέλειωσα το ένα, "Το κορίτσι με το τατουάζ" της Τζέις Κάρολ Όουτς (Καστανιώτης, 2006). Τα άλλα δυο, "Το κουρδιστό πουλί" του Μουρακάμι και το "Writersland" του Νίκου Βλαντή, τα παίρνω μαζί μου για παραθαλάσσιο τελείωμα. Δεν είχα ξαναδιαβάσει Όουτς. Δεν έτυχε. Ειδικά "Το κορίτσι με το τατουάζ" που το έβλεπα διαρκώς στους πάγκους των βιβλιοπωλείων μου θύμιζε κάτι από "ροζ λογοτεχνία" και το απέφευγα. Όμως δεν είχα δίκαιο. Είναι καλή η Όουτς. Αφιερωμένο στον Φίλιπ Ροθ, δικαιολογημένα μια και το θέμα του αντισημιτισμού κατέχει κυρίαρχη θέση, θίγει ταυτόχρονα και άλλα θέματα: κοινωνικές τάξεις, ανισότητα ευκαιριών, πλούτος και φτώχεια, μόρφωση και αγραμματοσύνη, εκπροσωπούμενα από τους δυο κεντρικούς ήρωες, τον εργένη, πλούσιο, Εβραίο συγγραφέα Τζόσουα Ζιγκλ και την περιθωριοποιημένη, φτωχή, αγράμματη, σημαδεμένη Άλμα Μπους. Τι θα συμβεί όταν η συμπάθεια (ο οίκτος;), η προσφορά από τον υπερέχοντα δεν καταφέρνει να διαπεράσει το σκληρό κέλυφος που οι συνθήκες δημιούργησαν στη φτωχή Άλμα και η ανταπόδοση είναι το μίσος; Βέβαια, πριν από το τραγικό τέλος γίνεται η ανατροπή, η σκληρότητα σπάει, η Άλμα επιτέλους αγαπά τον εργοδότη της, αλλά μου φαίνεται πως αυτή η μεταστρφή γίνεται κάπως βεβιασμένα, δεν δικαιολογείται επαρκώς. Ωραία, ελκυστική γραφή και πολύ ωραία μετάφραση του Βασίλη Αμανατίδη. Μου άρεσε όπως η Όουτς χρησιμοποιεί τον αφηγημένο εσωτερικό μονόλογο, πιο πολύ για την Άλμα, φανερώνοντας έτσι την εσωστρέφεια, το κλειστό του χαρακτήρα της. Ένα ενδιαφέρον βιβλίο, γι' αυτό φαίνεται στην κούρσα των τριών βιβλίων που διάβαζα ήρθε πρώτο. (Να μην ξεχνάμε όμως ότι ο Μουρακάμι είναι πάνω από 800 σελίδες και τον Βλαντή χτες τον άρχισα. Για να μην τους αδικώ, βέβαια).