Πέμπτη, Ιουνίου 25, 2009

Μετά τα μεσάνυχτα



Στον αγαπητό Librofilo οφείλω πολλά από τα ωραία βιβλία που έχω διαβάσει. Το πιο πρόσφατο, μια ευσύνοπτη νουβέλα μόλις 128 σελίδων. Τίτλος, "Μετά τα μεσάνυχτα" (Μελάνι, 2008, μετ. Γωγώ Αρβανίτη, τίτλος πρωτοτύπου Don't Look Now). Συγγραφέας η αγαπημένη μου Δάφνη Ντι Μωριέ (Στα χρόνια της εφηβείας μου τη "Ρεβέκκα" της τη ξαναδιάβαζα κάθε καλοκαίρι, την είχα μάθει σχεδόν απ' έξω).
Η Βενετία υπήρξε (και είναι ακόμη) προσφιλής λογοτεχνικός τόπος. "Ο έμπορος της Βενετίας", του Σέξπηρ, "Θάνατος στη Βενετία" του Τόμας Μαν, "Γιατί όχι στη Βενετία;" της Μισέλ Μανσό, "Η χαμένη βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα" του δικού μας Μαμαλούκα, είναι λίγα μόνο από τα έργα που μου έρχονται πρόχειρα στο νου. Φαίνεται ότι η σκοτεινή γοητεία των καναλιών της, τα ερειπωμένα αρχοντικά της, τα αδιέξοδα δρομάκια της, η όλη ατμόσφαιρα που έχει κάτι το ρομαντικό και μυστηριώδες ταυτόχρονα, εμπνέουν πολλούς λογοτέχνες (κι ας μη ξεχνάμε ότι κάποτε εθεωρείτο must για μήνα του μέλιτος!).
Σ' αυτή την ατμόσφαιρα μας σεριανάει η Δάφνη ντι Μωριέ με την καταπληκτική αυτή νουβέλα, της οποίας η κινηματογραφική μεταφορά το 1973 θεωρείται μια από τις καλύτερες ταινίες του βρετανικόυ κινηματογράφου (Να αναφέρω εδώ ότι ο Librofilo, εκτός από την ωραία παρουσίαση του βιβλίου κάνει και μια πολύ κατατοπιστική σύγκριση βιβλίου-ταινίας).
"Μην κοιτάξεις" είπε ο Τζον στη γυναίκα του, "αλλά δυο τραπέζια πιο πέρα κάθονται δύο γεροντοκόρες που προσπαθούν να με υπνωτίσουν". Και μόνο αυτή η εναρκτήρια πρόταση είναι αρκετή για να κάνει τον αναγνώστη να θέλει να προχωρήσει. (Έχουν λεχθεί πολλά για τις εναρκτήριες φράσεις διάσημων λογοτεχνικών έργων. Κάτι που πολλοί σύγχρονοι συγγραφείς νομίζω θα 'πρεπε να μελετήσουν).
Ένα νεαρό ζευγάρι, ο Τζον και η Λόρα έρχονται για διακοπές στη Βενετία, στην προσπάθειά τους να συνέλθουν από το πένθος στο οποίο τους βύθισε ο θάνατος της μικρής τους κόρης. Το ζευγάρι έχει ακόμη ένα γιο, που τον έχουν αφήσει στο οικοτροφείο του σχολείου του. Καθώς τριγυρίζουν στη Βενετία, κάνουν τον περίπατό τους ή τρώνε σε ρομαντικά ταβερνάκια, συναντούν σε κάθε τους βήμα αυτό το παράξενο ζευγάρι των ηλικιωμένων δίδυμων αδελφών. Η μια απ' αυτές, παρ' όλο που είναι τυφλή, ισχυρίζεται ότι βλέπει κοντά στο ζευγάρι τη μικρή, νεκρή τους κόρη. Η Λόρα νιώθει μια χαρά, μια παρηγοριά μέσα στο πένθος της, ενώ ο άντρας της, σκεπτικιστής, δεν πιστεύει σ' αυτά. Όταν η τυφλή προειδοποιεί το ζευγάρι για μια επικείμενη συμφορά, τότε η μεταφυσική συγκρούεται άμεσα με τη λογική. Ποια θα υπερισχύσει; Δεν μπορώ να πω τίποτα περισσότερο. Η νουβέλα κρατάει αιχμάλωτο τον αναγνώστη ως το απρόσμενο τέλος, που έρχεται στην τελευταία σελίδα.
Όσοι αναγνώστες πιστεύουν στα μεταφυσικά φαινόμενα θα ενθουσιαστούν. Όσοι είναι ορθολογιστές και λογικοκρατούμενοι (αναμεσά τους κι εγώ) θα απολαύσουν ένα ωραίο λογοτεχνικό κείμενο.

Τρίτη, Ιουνίου 23, 2009

Τα τρίτα μου γενέθλια

Να πω "Πόσο γρήγορα περνά ο καιρός" θα ήταν μεγάλη κοινοτοπία (αλίμονο, όσο μεγαλώνεις τόσο πιο γήγορα περνάει). Το "μου φαίνεται σαν χτες" επίσης χιλιοειπωμένο. Κι όμως συχνά δεν έχουμε άλλη επιλογή παρά να καταφύγουμε σ΄αυτές τις τόσο κοινότοπες εκφράσεις. Σ' αυτές καταφεύγω κι εγώ για να γιορτάσω την τρίτη επέτειο των γενεθλίων του blog μου.
Αισθάνομαι πολύ ευτυχής που συμπλήρωσα προχθές ακόμα ένα χρόνο "μπλογκικής" ζωής. Γυρίζω πίσω. Ξαναδιαβάζω και θυμάμαι. Βιβλία που με μάγεψαν και βιβλία που με απογοήτευσαν. Σχόλια κι επικοινωνία με φίλους, γνωστούς και αγνώστους. Στιγμές της ζωής μου που συνδέθηκαν με τα διαβάσματά μου. Και καταφεύγω και πάλι στην ευχή που πάει να γίνει κι αυτή κλισέ: "Του χρόνου και πάλι εδώ".

Τετάρτη, Ιουνίου 17, 2009

Κόκκινο στην πράσινη γραμμή



"Μια απέραντη ξεγνοιασιά επικρατεί-οι ζωντανοί με τους ζωντανούς και οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους". Φράση που ακούγεται στο πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του Βασίλη Γκουρογιάννη "Κόκκινο στην πράσινη γραμμή" (Μεταίχμιο, 2009). Μια φράση που μοιάζει να μας χαρακτηρίζει ως Κυπρίους για όποιον, ερχόμενος στην Κύπρο τώρα για πρώτη φορά, βλέπει τις πολυπληθείς παραλίες, τα πολυτελή ξενοδοχεία, τις γεμάτες νεολαία καφετέριες. Μοιάζει σαν να έχουμε ξεχάσει τα δεινά μας, σαν να μην έχουμε κανένα πρόβλημα. Αν κρίνω από τον εαυτό μου, ναι, θέλω να ξεχάσω. Κι ας ήταν για χρόνια μετά την εισβολή αναρτημένο παντού το σύνθημα "δεν ξεχνώ" κι ας το βλέπουμε ακόμα πότε-πότε να προβάλλει μισοσβησμένο. Θέλω να ξεχάσω επιτέλους, γιατί από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου έζησα μέσα στο θάνατο και τις συγκρούσεις. Πότε με τους Άγγλους, πότε με τους Τούρκους, πότε μεταξύ μας. Κι έρχονται βιβλία σαν αυτό του Γκουρογιάννη να ανασκαλίσουν τη μνήμη, να θυμίσουν "οικεία κακά", να μας ξυπνήσουν "πόνους παλιούς που μέσα μας κοιμούνται".
Ο άγνωστος κι αγνοημένος πόλεμος του 1974 (μα έγινε πόλεμος τότε;) και η συμμετοχή των Ελλαδιτών στρατιωτών σ' αυτόν, είναι το κεντρικό μοτίβο του βιβλίου. Αφορμή έδωσε το βιβλίο Ιστορίας της Στ΄Δημοτικού που ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων πριν από μερικά χρόνια. Οι βετεράνοι του '74 ζητούν να προστεθεί στις ελάχιστες γραμμές που το βιβλίο αφιερώνει σ' αυτόν τον πόλεμο, ακόμα μιάμιση γραμμή για τη δική τους συμμετοχή. Ο πρόεδρος της οργάνωσης ΝΟΜΕ (Νέα Οργάνωση Ελλήνων Μαχητών), που είναι και το κεντρικό πρόσωπο του μυθιστορήματος, έρχεται στην Κύπρο επικεφαλής μιας ομάδας βετεράνων που διοργανώνουν ένα συνέδριο, με σκοπό μέσα από τις αναμνήσεις, τις αφηγήσεις, τις μαρτυρίες τους, να μπορέσουν να συνοψίσουν τη μιάμιση γραμμή για να προστεθεί στο βιβλίο της Ιστορίας.
Ο συγγραφέας παρακολουθεί τους συνέδρους από την πρώτη μέρα της τριήμερης παραμονής τους στο νησί, που αρχίζει με κατάθεση στεφάνου στον Τύμβο της Μακεδονίτισσας, όπου είναι θαμμένοι οι πεσόντες Ελλαδίτες, μέχρι την αναχώρησή τους από την Κύπρο. Ήδη από την πρώτη στιγμή, με το βαριεστημένο τρόπο που γίνεται η κατάθεση, που ψάλλεται ο Εθνικός Ύμνος, ενώ η σκέψη μέσα στο αυγουστιάτικο λιοπύρι της Λευκωσίας πετά προς μια ανακουφιστική παγωμένη μπίρα που τους περιμένει στο ξενοδοχείο, φαίνεται η ματιά με την οποία θα κοιτάξει το θέμα του ο συγγραφέας. Οι αναμνήσεις, όπως αυτές θα ξεδιπλωθούν μέσα από τις μαρτυρίες στο συνέδριο ή μέσα από τις ενδόμυχες σκέψεις και φαντασιώσεις του προέδρου, δεν έχουν τίποτα το ηρωικό. Αναμνήσεις που σχετίζονται με εγκλήματα πολέμου, με εκτελέσεις αιχμαλώτων, με την έλλειψη όπλων, με την απουσία οργανωμένης άμυνας, αλλά και με τη μάχη που έδωσε η ΕΛΔΥΚ και "έσωσε την τιμή της Ελλάδας". Οι αναμνήσεις και αφηγήσεις αγκαλιάζουν και το πραξικόπημα που, οργανωμένο από τη χούντα, ανέτρεψε τον πρόεδρο Μακάριο κι έγινε αφορμή για την Τουρκική εισβολή. Πότε τραυματίστηκε στο πόδι ο πρόεδρος των βετεράνων; Στην επίθεση εναντίον του ΡΙΚ (Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου), ήταν επομένως με το μέρος των πραξικοπηματιών ή κατά την τουρκική εισβολή πολεμώντας στο ύψωμα Κοτζάκαγια; Γιατί αμφισβητείται η γνησιότητα του τραυματισμού του; Τι τον βασανίζει και καταναλώνει συνεχώς αγχολυτικά; Στο κάτω-κάτω κι αν πήγε με τους πραξικοπηματίες τι έφταιγε αφού εκτελούσε διαταγές;
Με έξαιρετική περιγραφική ικανότητα και με συγκίνηση θα έλεγα (ή μήπως εγώ το βλέπω έτσι;) δίνεται η μετάβαση των συνέδρων στα Κατεχόμενα και η συνάντησή τους με Τούρκους βετεράνους του ίδιου πολέμου. "Οι αλήθειες των άλλων" προβάλλουν συχνά στο βιβλίο κι είναι βέβαιο πως στη δική μας πλευρά θα προκαλέσουν αντιδράσεις. "Ας όψονται οι αίτιοι" είναι μια φράση που ακούγεται συχνά στην Κύπρο, όταν σκεφτόμαστε την κατάστασή μας. Ποιοι όμως είναι οι αίτιοι; "Η συγκεκριμένη φράση είναι δίκοπο μαχαίρι όταν ακούγεται από Κυπρίους αυτής της ηλικίας και πάνω. Αίτιος μπορεί να είναι ή ο Μακάριος ή ο Γρίβας ή η χούντα των Αθηνών ή οι Εγγλέζοι ή η ΕΟΚΑ Β΄ κτλ."
Δυσκολεύεται να πιστέψει κανείς ότι ο Γκουρογιάννης δεν πολέμησε στην Κύπρο τότε. Είναι τόση η γνώση τόπων, γεγονότων, λεπτομερειών που μόνο η μελέτη των πηγών τις οποίες και παραθέτει δεν θα μπορούσε από μόνη της να κάνει τόσο πειστική την αφήγησή του. (Από τις ελάχιστες ανακρίβειες που επεσήμανα είναι το χωριό όπου έγιναν σφαγές Τούρκων, που λέγεται Τόχνη και όχι Πόχνη, καθώς και η προσπάθεια απόδοσης της κυπριακής προφοράς που ασφαλώς δεν ήταν εύκολο να αποδοθεί σωστά).
Η μυθιστορηματική εκμετάλλευση του '74 στην Κύπρο χρειαζόταν μεγάλη τόλμη. Μια καυτή πατάτα στα χέρια του συγγραφέα, όμως ο Γκουρογιάννης κατάφερε να μην τον τσουρουφλίσει. Αν κάτι μένει στο τέλος στον αναγνώστη, είναι η καταδίκη του πολέμου, του κάθε πολέμου. Όσο για την Κύπρο..."τώρα καλύτερα να λησμονήσουμε...Δε φελά να μιλάμε".

Δευτέρα, Ιουνίου 08, 2009

Της ζωής και της αγάπης



Μπορεί το τελευταίο βιβλίο της Ελένης Τσαμαδού "Της ζωής και της αγάπης" (Ψυχογιός 2009) να είναι το λιγότερο ιστορικό ανάμεσα στα τέσσερα μυθιστορήματα που έχει γράψει ως τώρα, χωρίς αμφιβολία όμως είναι το πιο "διαβαστερό". Η συγγραφέας έχει δώσει στο μυθιστόρημά της μια χροιά μυστηρίου, θα έλεγα ένα άρωμα αστυνομικής ιστορίας, χωρίς δολοφονίες και εγκλήματα (αν και υπάρχει κι ένας θάνατος που καλύπτεται από μυστήριο), που κρατάει τον αναγνώστη αιχμάλωτο στις σελίδες του βιβλίου.
Στο αδιάπτωτο ενδιαφέρον που προκαλεί η υπόθεση του μυθιστορήματος, συμβάλλει όχι λιγότερο και η τεχνική. Το μυθιστόρημα "ανοίγει" μ' ένα κεφάλαιο που τιτλοφορείται "1944-Οι γυναίκες". Μεταφερόμαστε στον τελευταίο χρόνο της Γερμανικής Κατοχής. Ένα καμένο χωριό, νεκροί όλοι οι άντρες. Το δεύτερο κεφάλαιο έχει τίτλο "2005-Το τηλεφώνημα". Τα κύρια πρόσωπα του έργου μπαίνουν στη σκηνή. Είναι η Νάσια, μια νέα δημοσιογράφος, που φαίνεται να διατηρεί μια προβληματική ερωτική σχέση με τον Μάνο, που είναι αρχιτέκτονας, και ο άγνωστός της δικηγόρος Νίκος θεοδώρου, που την ειδοποιεί να περάσει από το γραφείο του για κάτι που την αφορά. Το βιβλίο προχωρεί έτσι, με κάποια κεφάλαια να αναφέρονται στο παρελθόν, ενώ τα περισσότερα διαδραματίζονται στο παρόν του 2005-2006. Τι συνδέει τα πρόσωπα και τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν 60 τόσα χρόνια πριν, με το σήμερα; Και τι σημαίνει η κληρονομιά που ο δικηγόρος Θεοδώρου της παραδίδει εκ μέρους ενός πελάτη του που πέθανε και που η νεαρή δημοσιογράφος καθόλου δεν γνώριζε;
Η ¨κληρονομιά" ήταν ένα δέμα με φωτογραφίες μιας περασμένης εποχής. Τι σημαίνουν όλα αυτά; Με διεγερμένο το δημοσιογραφικό ενδιαφέρον η Νάσια αρχίζει να ερευνά το παρελθόν διερωτώμενη τι σχέση μπορεί να έχει με την ίδια. Βοηθός πολύτιμος στην έρευνα ο δικηγόρος με τον οποίο σιγά-σιγά αναπτύσσεται μια αρμονική φιλική σχέση. Παράλληλα παρακολουθούμε και τα διλήμματα της νέας κοπέλας από μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη. Αργά-αργά, μεθοδικά, το πέπλο του μυστηρίου διαλύεται, τα σκοτάδια του παρελθόντος φωτίζονται, οι χαμένοι κρίκοι που συνδέουν το πριν με το τώρα ανακαλύπτονται.
Τα χαρακτηριστικά του ιστορικού μυθιστορήματος δεν εγκαταλέιπουν τη γραφή της Τσαμαδού, δημιουργώντας το κατάλληλο πλαίσιο δράσης, θυμίζοντας στους πιο ηλικιωμένους αναγνώστες γεγονότα, πρόσωπα, καταστάσεις και διασώζοντάς τα για τους νεότερους. Όχι μόνο τα καθαρά ιστορικά στοιχεία, η Κατοχή, οι δωσίλογοι, ο εμφύλιος, οι παιδουπόλεις της Φρειδερίκης, τα Ιουλιανά, η χούντα, οι εξορίες κ. ά. αλλά και πάρα πολλά στοιχεία της ελληνικής κοινωνίας περνούν μέσα από την αφήγηση: η φυματίωση και οι βίλες στην Εκάλη, τα καλοκαίρια στις Σπέτσες, γνωστά στέκια της Αθήνας, η Αλάσκα στο Κεφαλάρι, η Αρζεντίνα, η Αθηναία, χοροί στο Μ. Βρετανία, το σινεμά Παλάς, ηθοποιοί της εποχής, πλήθος προσωπικές, όπως φαίνεται αναμνήσεις της συγγραφέως, συνείρονται αρμονικά δημιουργώντας πειστικά την ατμόσφαιρα της εποχής. Δεν λείπει ούτε ο προβληματισμός πάνω σε σύγχρονα κοινωνικά θέματα, όπως για παράδειγμα το θέμα των εκτρώσεων.
"Το να γράψεις ένα βιβλίο που αναφέρεται στην πρόσφατη ιστορία, ακόμη κι αν πρόκειται για μυθιστόρημα, είναι σαν να παίρνεις εν γνώσει σου ένα επικίνδυνο μονοπάτι. Προσπάθησα να προσεγγίσω τα γεγονότα με σεβασμό και όσο γινόταν αντικειμενικά. Αν δεν το κατάφερα, ζητώ την συγγνώμη και την επιείκειά σας", γράφει προλογικά η συγγραφέας. Να είναι όμως βέβαιη ότι δεν χρειάζεται ούτε την επιείκεια ούτε τη συγγνώμη μας. Μας έδωσε ένα μυθιστόρημα με σοβαρότητα, με ευγένεια ήθους, με ολοκληρωμένους χαρακτήρες, με γλώσσα πλούσια, χωρίς τις συνήθεις στη σύγχρονη λογοτεχνία χυδαιότητες και κατόρθωσε με την πλοκή του έργου να κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη μέχρι την τελευταία, 512η σελίδα.

Τρίτη, Ιουνίου 02, 2009

Ευτυχισμένος που έκανε το ταξίδι του Οδυσσέα



Δεν ξέρω γιατί καθυστέρησα τόσο να διαβάσω αυτό το εξαιρετικό βιβλίο της Μαριάννας Κορομηλά, παρ' όλο που η πρώτη του έκδοση έγινε το 1988 και ακολούθησαν πολλές ανατυπώσεις. Το διάβασα τώρα, σε έκδοση Άγρα, 2005. Ποιος ξέρει, ίσως οι συγκυρίες το φέρνουν έτσι, ώστε η συνάντησή μας με κάποια βιβλία να γίνεται την κατάλληλη στιγμή, τότε που είμαστε έτοιμοι και ώριμοι να τα συναντήσουμε.
"Αυτό το βιβλίο", γράφει η συγγραφέας, "είναι ένα ταξίδι και μια βιογραφία. Αρχίζει με την περιγραφή του χώρου μέσα στον οποίο κινήθηκε ο ήρωας της ιστορίας μας και, παρακολουθώντας τη ζωή του, περιγράφει το τέλος του ταξιδιού στον δυτικό, τον βόρειο και τον ανατολικό Εύξεινο Πόντο. Όμως, όπως κάθε βιβλίο, έτσι κι αυτό έχει τη δική του ιστορία και εξελίσσεται μαζί του".
Το "μια ζωή σαν μυθιστόρημα" μου φαίνεται πολύ κοινότοπο για να χαρακτηρίσει μια ζωή γεμάτη περιπέτειες, μια ζωή με εμπειρίες πλουσιότερες κι απ' αυτές του ομηρικού Οδυσσέα, μια ζωή που συνοψίζει τη ζωή άλλων τριών εκατομμυρίων Ελλήνων του Πόντου.
Ο Γιάνκος Δανιηλόπουλος γεννήθηκε το 1899 σ' ένα χωριό της Ανατολικής Θράκης, στα σύνορα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τη Βουλγαρία. Έχοντας άλλα 11 αδέλφια, με πατέρα προύχοντα του τόπου, πέρασε ευτυχισμένα παιδικά χρόνια. Το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων βρίσκει το χωριό του να έχει δοθεί στη Βουλγαρία. Οι περιπέτειες αρχίζουν. Θα γίνει εφτά φορές πρόσφυγας, θ' αλλάξει ποικίλα επαγγέλματα, θα ζήσει μέσα σε πλούτη και ωραία ζωή, θα γνωρίσει πολέμους και διωγμούς, θα τα χάνει όλα και θα ξαναρχίζει απ' την αρχή και θα καταλήξει σε μια γωνιά της Αττικής, ξεριζωμένος για πάντα από το Μαυροθαλασσίτικο τοπίο. Πριν πεθάνει, το 1987, έγραψε το ιστορικό της ζωής του. Η μικρότερη κόρη του, Ντέπη Αθανασίου, τακτοποίησε το υλικό και το εξέδωσε σε 200 αντίτυπα. Ένα απ' αυτά στάληκε στη Μαριάννα Κορομηλά. Η εξαίρετη ιστορικός, ερευνήτρια και συγγραφέας το αξιοποίησε με τον καλύτερο τρόπο και μας έδωσε το υπέροχο αυτό βιβλίο.
Βιογραφία και ταξιδιωτικό, ιστορία, μυθολογία, γεωγραφία, λογοτεχνία, μυθιστόρημα με μύθο μια πραγματικότητα, λυρισμός και ρεαλισμός, τραγικές στιγμές αλλά συχνά και χιούμορ, συνθέτουν ένα ανάγνωσμα που δεν θέλεις να το αφήσεις από τα χέρια σου, που το τελειώνεις και το ξαναρχίζεις και πάλι. Εμπλουτισμένο με φωτογραφίες της εποχής, σε μεταφέρει σ' ένα κόσμο όχι και τόσο μακρινό, χαμένο όμως πια για πάντα.
Τα κεφάλαια του βιβλίου εναλλάσσονται. Υπάρχουν τα κεφάλαια σε πρώτο πρόσωπο, η αφήγηση του Δανιηλόπουλου, οπωσδήποτε επεξεργασμένη από τη συγγραφέα, και παρεμβάλλονται κεφάλαια με τίτλο "Ιστορικά", στα οποία η Κορομηλά μας εισάγει στο ιστορικό περιβάλλον της εποχής, μιας εποχής που άλλαξε την όψη της νοτιοανατολικής Ευρώπης: Βαλκανικοί, Α΄ Παγκόσμιος, Σοβιετική Επανάσταση, το Νέο Τουρκικό Εθνικό Κράτος, Β΄Παγκόσμιος. Χώρες στις οποίες ο Δανιηλόπουλος αναγκαστικά μετακινήθηκε: Οθωμανική Αυτοκρατορία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Ρωσία, Τουρκία, Ελλάδα...
"Ευτυχισμένος που έκανε το ταξίδι του Οδυσσέα", στίχος παρμένος από το ποίημα του Σεφέρη "Πάνω σ' ένα ξένο στίχο". Δεν υπήρχε νομίζω καταλληλότερος τίτλος γι' αυτό το "γεμάτο περιπέτειες γεμάτο γνώσεις" ταξίδι.