Κυριακή, Ιουνίου 29, 2008

Το γέλιο του δράκου


"Στο κάτω κάτω, τι καλύτερο απ' το να είσαι δεκάξι χρόνων στην Ευρώπη, στην αρχή της δεκαετίας του εξήντα;" Αναρωτιέται ο δεκαεξάχρονος ήρωας του Pierre Peju στην αρχή του βιβλίου (ΤΟ ΓΕΛΙΟ ΤΟΥ ΔΡΑΚΟΥ, ποταμός, 2007). Είναι καλοκαίρι του 1963 στη Γερμανία. Ο νεαρός Γάλλος Πωλ Μαρλώ βρίσκεται σε μια μικρή γερμανική πόλη, το Κελστάιν, που είχε βγει αλώβητο από τους βομβαρδισμούς και τη λαίλαπα του πολέμου. Βρίσκεται εκεί φιλοξενούμενος του Τόμας, ενός παιδιού με το οποίο αλληλογραφούσε. Η εύθυμη συντροφιά των νεαρών, οι ωραίες εκδρομές στο δάσος και στη Μαύρη Λίμνη, η έλξη που αισθάνεται για ένα ωραίο κορίτσι, την Κλάρα, παθιασμένο με την κινηματογράφηση και τη φωτογραφική τέχνη, η αντιζηλία με τον Τόμας, όλα μοιάζουν όμορφα, ειρηνικά. Είναι η Γερμανία και η Ευρώπη που επουλώνει τις πληγές της και βλέπει με αισιοδοξία το μέλλον. Όμως το πολύ κοντινό παρελθόν, οι μνήμες του πολέμου είναι ακόμα εκεί, βασανιστικές, με τις οδυνηρές συνέπειες γι' αυτούς που έζησαν τη φρίκη ακόμα παρούσες. Η όμορφη, ανήσυχη Κλάρα είναι κόρη του γιατρού Λαφονταίν, που ως στρατιωτικός γιατρός συμμετείχε στο Ρωσικό μέτωπο του πολέμου και έζησε μια συγκλονιστική εμπειρία με τη θανάτωση παιδιών. Η μητέρα της είναι άλλο ένα θύμα του πολέμου, έχοντας δει να βομβαρδίζεται το σπίτι της και να ξεκληρίζεται ολόκληρη η οικογένειά της.
Στο δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου ο συγγραφέας μας μεταφέρει στο καλοκαίρι του 1941 στην Ουκρανία και περιγράφει την εξόντωση των εκεί Εβραίων. Σκληρές οι σκηνές, σπαραχτική η πορεία των παιδιών προς το θάνατο, μια πορεία που σημάδεψε για πάντα τη ζωή του υπεύθυνου λοχαγού, φίλου και συντοπίτη του γιατρού Λαφονταίν. Ο λοχαγός θα γυρίσει στο Κελστάιν αλλά δεν γλιτώνει από τις τύψεις που τον οδηγούν στην τρέλα και στο πνίξιμο των ίδιων των παιδιών του.
Τα κεφάλαια με το παρόν του 1963 και το παρελθόν του 1941, οι ιστορίες του παρόντος και του παρελθόντος εναλλάσσονται όλο το καλοκαίρι, όσο ο Πωλ βρίσκεται στη Γερμανία. Με το τέλος του καλοκαιριού επιστρέφει στο Παρίσι και τα επόμενα κεφάλαια ακολουθούν την πορεία της ζωής και της ενηλικίωσής του, χωρίς να αποφεύγεται πάλι το παρελθόν. Τα κεφάλαια σημαδεύονται με χαρακτηριστικές για τη ζωή του ήρωα χρονολογίες, όπως 1964, 1968 και τα γεγονότα του Μάη, 1972 κ.λπ. φτάνοντας ως το φανταστικό 2037, οπότε ο ήρωας, υπέργηρος, έχοντας βιώσει πλήθος θανάτους, "ακούει τη βοή των αναμνήσεων".
Στην πορεία της ζωής του ο Πωλ, που του άρεσε να ζωγραφίζει, ανακαλύπτει το ταλέντο του στη γλυπτική κι αυτό γίνεται τελικά η τέχνη και το επάγγελμά του. Η Κλάρα, με την οποία συναντιούνται κατά διαστήματα (μου θύμισε κάπως το "Παλιοκόριτσο" του Μάριο Βάργκας Λιόσα) κυνηγάει τη φωτογραφική είδηση στα πεδία των μαχών και θα βρει το θάνατο σε μια αψιμαχία Ισραηλινών-Παλαιστινίων. Ο Πωλ παντρεύεται μια νεαρή νοσοκόμα που τον είχε περιθάλψει όταν αυτός τραυματίστηκε στα γεγονότα του Μάη του '68. Παράλληλα βασανίζεται και από το μυστήριο της δολοφονίας του πατέρα του που συνέβη αμέσως μετά την ανακωχή, ένα αίνιγμα που θα λυθεί προς το τέλος του βιβλίου.
Ένα πολύ ενδιαφέρον και αξιόλογο βιβλίο, στο οποίο όμως εμπλέκονται τόσα πολλά θέματα ( ο πόλεμος, η εξόντωση των Εβραίων, ο έρωτας, η εφηβεία και η ενηλικίωση, ο Μάης του '68, η τέχνη, στοιχεία αστυνομικού μυθιστορήματος, κ.λπ.) που διερωτώμαι με τι θα ασχοληθεί ο συγγραφέας σε μελλοντικό του έργο!






Δευτέρα, Ιουνίου 23, 2008

Δυο χρόνια και δυο μέρες

Γιορτάζοντας τα πρώτα γενέθλια του μπλογκ μου, τέλειωνα την εγγραφή της 21ης Ιουνίου 2007 με την ευχή: "Του χρόνου τέτοια μέρα να είμαι και πάλι εδώ". Και να που η ευχή μου πραγματοποιήθηκε. Κάποιοι στην επέτειο των γενεθλίων τους μελαγχολούν με τη σκέψη ότι μεγαλώνουν. Καθόλου δεν μελαγχολώ. Χαίρομαι γιατί έχω ζήσει άλλη μια χρονιά γεμάτη από την απόλαυση του διαβάσματος, την επικοινωνία με γνωστούς και άγνωστους φίλους, με όμορφα ταξίδια, με πολλή αγάπη γύρω μου που έδωσα και πήρα, μ' ένα πραγματικό χρόνο ζωής. Δεν έχω τίποτε άλλο να πω παρά μόνο "ευχαριστώ για όλα" και να επαναλάβω την ευχή: "Του χρόνου και πάλι εδώ".


Πέμπτη, Ιουνίου 19, 2008

Υπόθεση Τουλάγεφ

Η "Υπόθεση Τουλάγεφ" (Βικτόρ Σερζ, εκδ. Scripta, 2007, μετ. Τιτίκα Δημητρούλια) είναι ένα λογοτεχνικά υψηλό δημιούργημα και ταυτόχρονα ένα ιστορικό ντοκουμέντο για μια ταραγμένη εποχή στην ιστορία της κομμουνιστικής Ρωσίας. Είναι ένα βιβλίο που χρειάζεται αργό διάβασμα, ανάλυση και συζήτηση πάνω σε πλήθος θέματα που αγγίζει. Αισθάνομαι δέος μπροστά σ' αυτή την εκτεταμένη τοιχογραφία της σταλινικής Ρωσίας και μεγάλο δισταγμό ν' αναφερθώ σ' αυτό, όπως για άλλα βιβλία. Παρ' όλο ότι διάβασα την ωραία παρουσίαση του αγαπητού librofilo, παρ' όλο ότι είχα υπόψιν την κριτική του "Βήματος" και των "Νέων", προπάντων παρ' όλη τη βοήθεια που προσφέρει στον αναγνώστη το εξαιρετικό επίμετρο του Ρίτσαρντ Γκρήμαν, εντούτοις η πληθώρα των προσώπων, των επεισοδίων, των εικόνων, των σκέψεων, των προβληματισμών, με κάνουν να δυσκολεύομαι να γράψω με τρόπο ικανοποιητικό γι' αυτό το βιβλίο. Ίσως ένας λόγος είναι και το ότι δεν έχει ακριβώς την ενότητα μυθιστορήματος, αλλά τα δέκα κεφάλαιά του λειτουργούν αυτοτελώς με μια πολύ χαλαρή σύνδεση μεταξύ τους. Ας προσπαθήσω όμως.
Το πρώτο κεφάλαιο που επιγράφεται "Οι κομήτες γεννιούνται τη νύχτα" μοιάζει με την οβερτούρα σε μια μουσική σύνθεση. Είναι η εισαγωγή, της οποίας το μουσικό θέμα θα επανέρχεται από καιρού εις καιρόν, αποτελώντας το συνδετικό κρίκο στα ανεξάρτητα κεφάλαια. Σ' αυτό το εισαγωγικό μέρος παρακολουθούμε το νεαρό Κόστια, εργάτη στο εργοτάξιο του Μετρό, ένα ρομαντικό νέο που δεν διστάζει τα χρήματα που μάζευε για να αγοράσει παπούτσια, να τα δώσει για να αγοράσει ένα μικρό γυνακείο πορτρέτο μιας άγνωστης. Γυρίζοντας στο σπίτι του και συναντώντας στο διπλανό δωμάτιο τον ηλικιωμένο Ρομάσκιν που συνήθως του δάνειζε βιβλία, βλέπει εκεί ένα όπλο, ένα κολτ, το οποίο ο Ρομάσκιν παρορμητικά του χαρίζει. Κι ένα κρύο βράδυ του Φλεβάρ, ο Κόστια με το ρεβόλβερ στην τσέπη, ακούει να προσφωνούν κάποιον "Τουλάγεφ". "Τουλάγεφ; Της Κεντρικής Επιτροπής; Που έκανε τους μαζικούς εκτοπισμούς στο Βαρόνις; Την εκκαθάριση των πανεπιστημίων;" σκέφτεται ο Κόστια και αυθόρμητα βγάζει το πιστόλι και τον πυροβολεί. Κανείς δεν είδε τίποτα. Ο Κόστια χάνεται μέσα στη νύχτα, αλλά η δολοφονία του Τουλάγεφ ανοίγει ένα καινούριο κύμα εκκαθαρίσεων που ήδη είχαν αρχίσει. (Χρονολογικά, από εσωτερικά στοιχεία του κειμένου φαίνεται ότι βρισκόμαστε στο 1939).
Σε κάθε ένα από τα επόμενα εννιά κεφάλαια του βιβλίου ένα καινούριο πρόσωπο πρωταγωνιστεί, ένας φάκελος ανοίγει, ένας ακόμη από την παλιά επαναστατική γενιά θεωρείται ύποπτος και "εκκαθαρίζεται". ("Εκκαθαρίσεις": η παλιά λέξη που χρησιμοποιούσαμε στην κόκκινη τροκοκρατία, από ντροπή μαζί και κυνισμό, αντί για το εκτελώ", σκέφτεται ένας από τους ήρωες του βιβλίου). Ωραίες εικόνες της φύσης και λυρικές περιγραφές, χιονισμένα τοπία, εναλλάσσονται με εικόνες εκτελέσεων, στα κελιά κρατουμένων ή στο γραφείο του Αρχηγού ακούμε ιδεολογικές αντιπαραθέσεις. Η παλιά φρουρά που με αιματηριούς αγώνες εγκαθίδρυσε το νέο καθεστώς βρίσκεται αντιμέτωπη με το δικό της δημιούργημα, μια καινούρια, σκληρή γενιά. Εξαιρετικά εντυπωμένο στη μνήμη μου μένει το κεφάλαιο "Η ακτή του μηδενός", όπου ο Ρύζικ, εξόριστος για πάνω από δέκα χρόνια σ' ένα μακρινό κολχόζ που το αποτελούσαν πέντε σπίτια , καλείται στη Μόσχα για να δικαστεί. Με τον φύλακά του έχει αναπτυχθεί μια ωραία φιλική σχέση. Όμως η διαταγή είναι διαταγή. Σ' ένα από τους σταθμούς του γυρισμού ο Ρύζικ κάνει απεργία πείνας και μηχανεύεται τρόπους για να μην του τη διακόψουν, θέλει να αυτοκτονήσει μ' αυτόν τον τρόπο. Το τραγικό του τέλος θα δημιουργήσει άλλους ενόχους.
Στο υποδειγματικό επίμετρο του Γκρήμαν περιλαμβάνεται και μια εκτενής σύγκριση της "Υπόθεσης Τουλάγιεφ" με το "Μηδέν και το Άπειρο" του Καίσλερ, με το οποίο συχνά παραλληλίζεται και το οποίο έγινε ευρύτερα γνωστό και άσκησε μεγαλύτερη επίδραση. Σ' αυτό κλίνει και η δική μου προτίμηση. Γράφει στο επίμετρο ο Γκρήμαν: "Ποτέ άλλοτε ένα τόσο νηφάλιο αριστούργημα δεν γεννήθηκε μέσα σε τόσο δυσχερείς συνθήκες. Η Υπόθεση Τουλάγεφ γράφτηκε στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου από έναν απένταρο, εξόριστο Ρώσο επαναστάτη, που η ζωή του ήταν πραγματικά ένας κατατρεγμός χωρίς τέλος".
Γι' αυτό ίσως το βιβλίο αφήνει τόσο συγκλονιστικές εντυπώσεις, γιατί γράφτηκε από κάποιον που δοκίμασε στο πετσί του τη σταλινική τρομοκρατία. Να υποθέσουμε άραγε ότι για τον ίδιο λόγο το βιβλίο έμεινε "θαμμένο" τόσο καιρό;


Τρίτη, Ιουνίου 10, 2008

Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους

Αγόρασα το βιβλίο του Κόρμακ ΜακΚάρθυ" "Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους" (Καστανιώτης, 2008, μετ. Αύγουσος Κορτώ) για τρεις κυρίως λόγους: α) Προετοιμαζόμενη για ένα ταξίδι στην Αμερική ήθελα να διαβάσω σύγχρονους Αμερικανούς συγγραφείς, β) γιατί ένα βιβλίο στο οποίο βασίστηκε μια ταινία που πήρε τέσσερα Όσκαρ ασφαλώς κάτι έχει να πει, και γ) επειδή διάβασα μια καλή κριτική από τον αγαπητό librofilo.
Η επιλογή μου δεν με απογοήτευσε ως προς τη γνωριμία μου με ένα σύγχρονο Αμερικανό του οποίου δεν είχα διαβάσει άλλο βιβλίο, δεν ήταν όμως ακριβώς και βιβλίο "του γούστου μου". Ανέκαθεν ούτε οι περιπετειώδεις ταινίες ούτε τα ανάλογα βιβλία μου άρεσαν, όσο επιτυχημένα κι αν ήταν στο είδος τους. Και το "Καμιά πατρίδα..." είναι μια πολύ αιματοβαμμένη περιπέτεια στη σύγχρονη Αμερική.
Ένας νέος άντρας, ο Λουέλιν Μος, βγαίνοντας για κυνήγι κάπου στα σύνορα με το Μεξικό, συναντά κάμποσα πτώματα γύρω από τρία ακινητοποιημένα αυτοκίνητα, πακέτα με ναρκωτικά κι ένα χαρτοφύλακα γεμάτο χρήματα. Φανερό ότι ο αλληλοσκωτομός είχε να κάνει με λαθρεμπόριο ηρωίνης. Παίρνει το χαρτοφύλακα, αλλά την επομένη, κυνηγημένος από τη σκέψη ενός ετοιμοθάνατου που του ζητούσε επίμονα νερό, επιστρέφει, εν γνώσει του ότι κινδυνεύει: "Πάω να κάνω μεγάλη μαλακία μάλλον αλλά δεν γίνεται αλλιώς", λέει στην αγουροξυπνημένη νεαρή γυναίκα του. Πράγματι, από εκείνη τη στιγμή θα εντοπιστεί και θα γίνει το θήραμα για κυνηγούς σκληρούς, άτεγκτους, που δεν λογαριάζουν αθώους και ενόχους. Στην καταδίωξή του τίθεται ο Σίγκαρ, η απόλυτη ενσάρκωση του κακού. Όχι μόνο σκοτώνει για να σκοτώσει, αλλά θέλει τα θύματά του να τον κοιτάζουν κατά πρόσωπο όταν τα πυροβολεί. Κάποτε τους δίνει τη δυνατότητα να σωθούν παίζοντας μ' ένα νόμισμα κορόνα-γράμματα. Έξυπνος, ικανός αλλά με τις ικανότητές του στην υπηρεσία του κακού, κυνηγάει τον Μος σκοτώνοντας όποιον σταθεί εμπόδιο στο δρόμο του. "Ο λόγος που δεν ξέρει κανείς τη φάτσα του είναι ότι όποιος τον δει δεν ζει να μας τον περιγράψει", λέει σε μια στιγμή ο Σερίφης Μπελ. Ο Σερίφης είναι σύμβολο του καλού, του υπηρέτη του νόμου, του μέσου οικογενειάρχη που αγαπά τη γυναίκα του, την ήσυχη, ήρεμη ζωή και που δεν βλέπει την ώρα να αφυπηρετήσει για να απολαύσει αυτή την ήρεμη ζωή. Ικανός, ευαίσθητος, με εσωτερικό προβληματισμό όπως δείχνουν οι μονόλογοι που παρεμβάλλονται στο βιβλίο, αλλά πώς να τα βγάλει πέρα μ' έναν αδίστακτο δολοφόνο;
Διάλογοι με κοφτές φράσεις, παρατακτική σύνταξη, χαρακτηριστική των απλοϊκών ανθρώπων και κειμένων, ο φωτισμός της λεπτομέρειας χαρακτηρίζουν τη γραφή του ΜακΚάρθυ. Συχνά το κείμενο σε δυσκολεύει να εντοπίσεις ποιος μιλά έτσι όπως αρχίζει κάθε καφάλαιο χωρίς υποκείμενο, και πρέπει να προχωρήσεις αρκετά για να καταλάβεις ποιοι μιλούν, πού διαδραματίζεται η σκηνή, τι ακριβώς συμβαίνει.
Ενδιαφέρουσα γραφή σ' ένα βιβλίο με πολύ κυνηγητό, πολύ πιστολίδι, πολύ αίμα.


Τρίτη, Ιουνίου 03, 2008

Το μπλουζ του Βερολίνου


-"Όχι, όχι βαρετός. Είσαι έτσι...κάπως...αναζωογονητικά απλοϊκός". Νομίζω πως είναι ο καλύτερος χαρακτηρισμός που θα μπορούσε να δοθεί στον κεντρικό ήρωα του μυθιστορήματος του Sven Regener "Το μπλουζ του Βερολίνου" (Άγρα 2007, μετ. Ιωάννα Μεϊτανή), χαρακτηρισμό τον οποίο του αποδίδει ο "καλύτερός του φίλος, ο Καρλ". (Αυτό το "ο καλύτερός του φίλος" επαναλαμβάνεται άπειρες φορές στο βιβλίο, σχεδόν κάθε φορά που θα αναφερθεί το όνομα του Καρλ. Να θέλει άραγε ο συγγραφέας να τονίσει τη σπανιότητα των φίλων; Δεν ξέρω).
"Αναζωογονητικά απλοϊκός". Όταν ο Φρανκ Λέμαν κόντευε τα τριάντα, οι φίλοι και γνωστοί τον αποκάλεσαν καροϊδευτικά "κύριο" Λέμαν κι αυτό, αν και τον ενοχλεί, του έμεινε. (Ο τίτλος άλλωστε του πρωτοτύπου είναι Herr Lehmann-Το μπλουζ του Βερολίνου είναι ο τίτλος της αγγλικής μετάφρασης). Ζει στο δυτικό Βερολίνο το 1989 και εργάζεται ως μπάρμαν, κυρίως τα βράδια. Είναι ευχαριστημένος από τη μονότονη ζωή του, δεν έχει μεγαλύτερες φιλοδοξίες, με παρέες τριγυρίζει σε άλλα μπαρ, πίνει, το τι μπίρα και άλλα ποτά καταναλώνονται σ' αυτό το βιβλίο δεν λέγεται. Το Δυτικό Βερολίνο μοιάζει γεμάτο από μπαρ. Οι κουβέντες τους λόγια της επιφάνειας, της καθημερινότητας, καμιά πιο σοβαρή ή σε βάθος κουβέντα. Ακόμα κι όταν στο τελευταίο κεφάλαιο ο Φρανκ κι ένας συνάδελφος ακούουν ότι πέφτει το τείχος, δεν δείχνουν κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Τελειώνουν πρώτα τη μπίρα τους κι ύστερα αποφασίζουν να πάνε, έτσι από περιέργεια, να δουν τι γίνεται.
Οι γονείς του Φρανκ μένουν στη Βρέμη. Όταν του ανακοινώνουν ότι θα έρθουν με οργανωμένη εκδρομή στο Βερολίνο, δεν ενθουσιάζεται, αν και έχει εννιά χρόνια να τους δει, μάλλον ενοχλείται που θα βγει από τη ρουτίνα του και για να μη δυσαρεστηθούν που θα τον δουν να δουλεύει ως μπάρμαν, προσποιείται ότι είναι διευθυντής του μαγαζιού.
Σε μια έξοδό του σε ένα άλλο μπαρ, συναντά κι ερωτεύεται τη μαγείρισσα του μαγαζιού, την Κατρίν. Παρόλο ότι εκείνη του δηλώνει ότι δεν είναι ερωτευμένη μαζί του, αρχίζουν μια σχέση που θα διακοπεί άδοξα και οδυνηρά για κείνον, όταν ανακαλύπτει ότι η Κατρίν έχει σχέση με άλλον.
Λίγο πριν πέσει το τείχος οι γονείς του Φρανκ του αναθέτουν να μεταφέρει 500 μάρκα σε μια συγγενή τους στο Ανατολικό Βερολίνο. Η σύντομη περιπέτειά του εκεί και η κατάσχεση των χρημάτων καταγράφει τη νοοτροπία του καθεστώτος. Σκηνές και επεισόδια που δεν έχουν ειρμό και συνέχεια. Για παράδειγμα, όλο το πρώτο κεφάλαιο είναι η νυχτερινή συνάντηση του Φρανκ με ένα σκύλο, καθώς γυρίζει αργά μισομεθυσμένος στο σπίτι του, τον οποίο μάλιστα κατορθώνει να... μεθύσει. Ένα άλλο κεφάλαιο είναι η λεπτομερής περιγραφή ενός απογεύματος στο Δημοτικό Κολυμβητήριο, όπου ο Λέμαν πηγαίνει με την ελπίδα να συναντήσει την Κατρίν. Αλλού συμπαραστέκεται στον φίλο του Καρλ, που έπαθε ένα είδος παράκρουσης. Θα μπορούσαμε να ονομάσουμε το μυθιστόρημα "Σελίδες από τη ζωή ενός νέου στο Βερολίνο".
Ο Φρανκ Λέμαν μου θύμισε έντονα τον "Ξένο" του Καμύ, αλλά, γιατί όχι, και πολλούς νέους της εποχής μας. Παρέες της μιας νύχτας, καυγάδες, ποτό, έλλειψη ενδιαφέροντος για σοβαρά θέματα, χωρίς ευθύνες, περιορισμένες φιλοδοξίες.
Κι όμως η γραφή του Σβεν Ρέγκενερ (γεν. 1961) που είναι και τραγουδιστής της ροκ, έχει μια απίστευτη γοητεία. Αφθονούν οι διάλογοι, το χιούμορ, η αναφορά σε συγκεκριμένους δρόμους και πλατείες του Βερολίνου που δημιουργούν μια ρεαλιστική ατμόσφαιρα. Πρώτη φορά διάβασα με τόσο ενδιαφέρον ένα βιβλίο χωρίς συγκεκριμένη υπόθεση, ένα βιβλίο στο οποίο ουσιαστικά δεν συμβαίνει τίποτα. Δεν υπάρχει ίσως πιο χαρακτηριστικό απόσπασμα για τον τύπο του βιβλίου, των ηρώων του και της όλης ατμόσφαιρας από τον επίλογο:"Ο κύριος Λέμαν στεκόταν εκεί, μες στη μέση της κίνησης, και ένιωθε άδειος. Δεν ήθελε να πάει σπίτι, δεν τον περίμεναν παρά μερικά βιβλία και ένα άδειο κρεβάτι. Ίσως τελικά πρέπει να πάρω ξανά καμιά τηλεόραση, σκέφτηκε. Ή να πάω διακοπές. Με τη Χάιντυ στο Μπαλί. Ή στην Πολωνία. ΄Η να αρχίσω κάτι καινούργιο. Μπορώ να πιω και καμιά μπιρίτσα, σκέφτηκε. Οπουδήποτε.
Ας ξεκινήσω εγώ, σκέφτηκε, και όλα τα άλλα θα έρθουν από μόνα τους...