Σάββατο, Μαΐου 30, 2015

Παιδί 44

Τομ Ρομπ Σμιθ
Παιδί 44
Πατάκης, 2015 (α΄έκδ. στα Ελληνικά 2009)
Μετ. Ουρανία Παπακωνσταντοπούλου
Ένας συδυασμός του ζοφερού σταλινικού καθεστώτος στη Σοβιετική Ένωση με μια αστυνομική περιπέτεια με πολλά στοιχεία ταινιών τύπου Τζέιμς Μποντ, πιστεύω είναι ο λόγος της τεράστιας επιτυχίας που είχε το πρώτο κιόλας μυθιστόρημα του νεαρού Αγγλοσουηδού συγγραφέα. Πολύ δικαιολογημένη επομένως και η κινηματογραφική του μεταφορά.
Η σκοτεινή περίοδος κατά την οποία η Σοβιετική Ένωση ήταν περιχαρακωμένη μέσα στο (πολύ επιτυχώς αποκληθέν) Σιδηρούν Παραπέτασμα, μας είναι γνωστή από πλήθος λογοτεχνικά έργα. Από το "Αρχιπέλαγος Γκουλάκ" του Σολζενίτσιν, ως "Τα παιδιά από το Αρμπάτ" του Ριμπακόφ, ή "Το μηδέν και το άπειρο" του Άρθουρ Καίσλερ (για να περιοριστώ σε μερικά από τα πιο γνωστά), πλήθος έργα έχουν αποδώσει την ανελευθερία, την καχυποψία, τα εγκλήματα, τις απίστευτα σκληρές και απάνθρωπες συνθήκες που βίωσε ο Ρωσικός και οι άλλοι λαοί της ΕΣΣΔ.
Απ' αυτή την άποψη λοιπόν το "Παιδί 44", του οποίου η δράση τοποθετείται στο 1953, λίγο πριν πεθάνει ο Στάλιν, τίποτα καινούριο δεν έρχεται να προσθέσει. Η τοποθέτηση όμως μιας αστυνομικής περιπετειώδους ιστορίας σ' αυτό το πλαίσιο, είναι που κάνει τη διαφορά.
Πρωταγωνιστής της ιστορίας είναι ο Λέο Στεπάνοβιτς Νεμίντοφ και δευτερευόντως η γυναίκα του Ραΐσα. Ο Λέο είναι "ανερχόμενο στέλεχος της υπηρεσίας Κρατικής Ασφάλειας, της MGB. Συχνά στο πλαίσιο των καθηκόντων του συλλαμβάνει υπόπτους, παρίσταται στα βασανιστήρια στα οποία τους υποβάλλουν, υπηρετεί με κάθε τρόπο πιστά το Κράτος. Γι' αυτό απολαμβάνει τόσο αυτός και η γυναίκα του όσο και οι γονείς του κάποια ιδιαίτερα προνόμια. Για παράδειγμα, κατοικούν σε καλύτερο από τα συνήθη διαμέρισμα χωρίς να το μοιράζονται με άλλους, έχουν τρεχούμενο νερό και τουαλέττα μέσα στο σπίτι κ.λπ. Για κάποιους λόγους όμως, αλλά και εξαιτίας αντιζηλίας ενός συναδέλφου, ο Λέο περιπίπτει σε  δυσμένεια, υποβιβάζεται και στέλλεται σε κάποια απομακρυσμένη επαρχιακή πόλη, ως μέλος της πολιτοφυλακής.
Πριν ακόμα φύγει από τη Μόσχα, είχε αναλάβει τη διερεύνηση του θανάτου ενός παιδιού. Φαινόταν καθαρά ότι ήταν φόνος. Όμως για το καθεστώς δεν  μπορεί να γίνονταν φόνοι από Σοβιετικούς πολίτες (!). Ένας θάνατος ήταν είτε ατύχημα είτε έργο αντικαθεστωτικών, πρακτόρων ή προδοτών. Όταν ο Λέο βρίσκεται αντιμέτωπος με το φόνο άλλων δυο παιδιών, όχι μόνο η πίστη του στο αλάθητο του κόμματος αρχίζει να κλονίζεται, αλλά θέτει ως σκοπό του να ανακαλύψει τον δολοφόνο, καθώς στο μεταξύ εντοπίζει πολλούς άλλους φόνους παιδιών, όλους κοντά σε στη σιδηροδρομική γραμμή. Από δω αρχίζουν οι ποικίλες περιπέτειές του, καθώς οι πράκτορες της MGB προσπαθούν να τον εμποδίσουν. Ακολουθούν απίστευτες σκηνές δράσης, καταδίωξης, σωτηρίας με τρόπο απίθανο. Σκληρές και ανατριχιαστικές είναι οι περιγραφές των δολοφονημένων παιδιών. υπάρχουν στιγμές που πραγματικά ήθελα να κάνω εμετό. Ο συγγραφέας αποδεικνύεται ικανότατος στο να κινεί διαρκώς το ενδιαφέρον του αναγνώστη με συνεχείς ανατροπές. Και βεβαίως στο τέλος θα φτάσει ο Λέο στον δολοφόνο. Βρήκα όμως ότι η δικαιολογία που εκείνος δίνει για όλους αυτούς τους φόνους είναι "τραβηγμένη από τα μαλλιά".
Τελική αποτίμηση: Πολύ "διαβαστερό", πολύ ενδιαφέρον βιβλίο για όποιον δεν έχει διαβάσει άλλα βιβλία αναφερόμενα σ' αυτή την περίοδο και για όποιον  αρέσουν τα βιβλία περιπέτειας.

Σάββατο, Μαΐου 23, 2015

Η Μάχρια της λήθης

Ρένα Πετροπούλου-Κουντούρη
Η Μάχρια της Λήθης
Λιβάνης, 2014
Θυμάμαι, όταν ήμουν μικρή, τότε που δανειζόμουν βιβλία από τη βιβλιοθήκη του σχολείου ή από φίλες, πριν πάρω ένα βιβλίο το ξεφύλλιζα. Αν είχε πολλές σελίδες χωρίς διαλόγους, το απέρριπτα! Γιατί αυτό θα σήμαινε εκτενείς περιγραφές ή μακροσκελείς αφηγήσεις και το βιβλίο, κατά τη γνώμη μου, θα ήταν ανιαρό! Το ξεφύλλισμα είναι μια συνήθεια που μου έμεινε ως τώρα, αλλά που ασφαλώς οι συμπαγείς, χωρίς διαλόγους σελίδες, δεν είναι πια αποτρεπτικές.
Στο βιβλίο "Η Μάχρια της λήθης" δεν συναντάμε παρά ελάχιστους διαλόγους κι αυτούς παρένθετους μέσα στις πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις όλων των χαρακτήρων. Είκοσι τέσσερα είναι τα πρόσωπα που δρουν στο έργο, άλλα με μικρότερο και άλλα με μεγαλύτερο ρόλο. Έτσι, οι ήρωες της Ρένας Πετροπούλου μέσα από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση αφενός περιγράφουν, αφετέρου εκφράζουν σκέψεις και συναισθήματα πιο πειστικά απ' ό,τι αν τα έλεγε ένας τριτοπρόχωπος αφηγητής. (Νομίζω πως θα ήταν χρήσιμο αν η συγγραφέας παρέθετε στην αρχή ή στο τέλος του βιβλίου έναν κατάλογο με τα πρόσωπα αυτά και την ιδιότητά τους. Π.χ. Μάχρια: ένα κορίτσι που γεννιέται στην Κρήτη το 1867, Ιουστίνη: μητέρα της Μάχρια, Σουλεϊμάν: θετός πατέρας της Μάχρια κ.ο.κ.). 
Το βιβλίο αρχίζει  στην επαναστατημένη, αιματοβαμμένη, αγωνιζόμενη για την ελευθερία της Κρήτη. Εκεί τότε  γεννιέται ένα παιδί, καρπός παράνομου έρωτα. Το κοριτσάκι θα δοθεί κρυφά για υιοθεσία σ' ένα ζευγάρι Τούρκων και μεταφέρεται στη Σμύρνη. Το μόνο που συνδέει το παιδί με την καταγωγή του είναι ένα κόσμημα: "Ήταν ένα βαρύτιμο περιδέραιο, φτιαγμένο από ορεία κρύσταλλο, με χρυσούς ρόδακες και σκαλιστές κεφαλές, το οποίο είχε βρεθεί στ' απομεινάρια ενός αρχαϊκού τάφου". Το κόσμημα δεν φαίνεται να διαδραμτίζει σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας. Υποψιάζομαι ότι θα συνδεθεί σε επόμενο βιβλίο της συγγραφέως, μια και στην τελευταία σελίδα διαβάζουμε: "Η ιστορία συνεχίζεται στο δεύτερο βιβλίο".
Από την Κρήτη μεταφερόμαστε στη Σμύρνη, όπου, σ' ένα κοντινό χωριό ζουν οι θετοί γονείς της Μάχρια, η οποία μεγαλώνει εκεί και γίνεται μια πολύ ωραία κοπέλα.  Πολλές όμως ακόμα περιπέτειες την περιμένουν. Θα βρεθεί στην Κωνσταντινούπολη, στο χαρέμι του Σουλτάνου και από κει στην Ευρώπη, στη Μασσαλία πρώτα, στο Παρίσι αργότερα. Θα γνωρίσει τον έρωτα αλλά και καταστάσεις σκοτεινές.
Θα μπορούσαμε να πούμε πως η συγγραφέας μέσα από την ιστορία της ζωντανεύει και αντιπαραθέτει δυο κόσμους: Τον κόσμο της Ανατολής και τον κόσμο της Δύσης στα τέλη του 19ου αι. Από τη μια είναι ο Σουλτάνος, το χαρέμι, ο φερετζές. "Ένα από τα πρώτα πράγματα που κάνουν εντύπωση σ' έναν Ευρωπαίο είναι το ντύσιμο των γυναικών της Τουρκίας. Όλα είναι καλυμμένα πίσω από πολλά μέτρα μονόχρωμων φωτεινών υφασμάτων ή, για τις μεγαλύτερες ηλικίες, πίσω από το μη χρώμα. Το μαύρο. Το κεφάλι τυλίγεται σε λευκό πέπλο, το γιασμάκι, που αφήνει να φαίνονται τα μάτια, και μια μακριά, ανοιχτόχρωμη κάπα, το φερετζέ". Πολύ παραστατικά μας μεταφέρει στην Πόλη, στο περίφημο ανάκτορο Ντολμά Μπαχτσέ, στις μυρωδιές του σουκ.
Κι από την άλλη είναι ο κόσμος της Δύσης. Το πολύβουο λιμάνι της Μασσαλίας, το Παρίσι με τις φαρδιές λεωφόρους, τα καφέ, τα εστιατόρια, τα μεγάλα καταστήματα, τα πάρκα, το Μουλέν Ρουζ, την ελευθερία των γυναικών.
Το βιβλίο δεν είναι ένα βαρετό, ιστορικό μυθιστόρημα ούτε  όμως και προϊόν μόνο φαντασίας. Τα ιστορικά δεδομένα εμφανίζονται με φειδώ προσδιορίζοντας το χρονικό πλαίσιο της Ιστορίας, καθώς από το 1867 μεταφερόμαστε στο 1883 και από κει στο 1889. Η συγγραφέας κατάφερε να συνδυάσει την αλαφράδα ενός εύκολου αναγνώσματος με τη σοβαρότητα και την αυθεντικότητα του ιστορικού μυθιστορήματος. Αποτέλεσμα, ένα ενδιαφέρον βιβλίο.

Δευτέρα, Μαΐου 11, 2015

Εξοχικό με πισίνα

Herman Koch
Εξοχικό με πισίνα
Μεταίχμιο, 2014
Μετ. Ινώ βαν Ντάικ-Μπαλτά
Είχα πολύ καιρό να αφιερώσω μια ολόκληρη μέρα στο διάβασμα ενός βιβλίου. Όταν λέω ολόκληρη, εννοώ ΟΛΟΚΛΗΡΗ. Δηλαδή ένα δεκάωρο περίπου, χωρίς κανένα περισπασμό, χωρίς να διακόπτεται από καμιά άλλη ασχολία. Το έκανα την περασσμένη βδομάδα, όχι γιατί το βιβλίο ήταν τόσο ελκυστικό (που έτυχε να είναι), αλλά για την απόλαυση και μόνο μιας "διαβαστερής" μέρας. Πραγματικά, μεγάλη απόλαυση!
Το βιβλίο ήταν το "Εξοχικό με πισίνα", στην αγορά του οποίου παρακινήθηκα, γιατί μου είχε αρέσει το προηγούμενο βιβλίο του Ολλανδού συγγραφέα, "Το δείπνο". Βρήκα το "Εξοχικό με πισίνα", αν και κατώτερο από "Το δείπνο", αρκετά ενδιαφέρον.
Πρόκειται για ένα ψυχολογικό θρίλερ, ένα μυθιστόρημα που θα μπορούσα να χαρακτηρίσω ως κοινωνικό-αστυνομικό. Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής, ο Μαρκ Σλόσερ, είναι οικογενειακός γιατρός. Από το πρώτο κιόλας κεφάλαιο μαθαίνουμε πολλά για τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί ο οικογενειακός γιατρός (θεσμός που δεν υπάρχει ακόμα στο δικό μας σύστημα υγείας). Η απροκάλυπτα ωμή γλώσσα ήδη εμφανίζεται, καθώς και η σάτιρα και ο σαρκασμός του επαγγέλματος, που θα επαναληφθεί και σε πολλά άλλα μέρη του βιβλίου. Πληροφορούμαστε ακόμα ότι ένας διάσημος ηθοποιός, ο Ραλφ Μέγιερ, ασθενής του Μαρκ, είναι νεκρός και στην ατμόσφαιρα αιωρείται η αμφιβολία αν αυτό που επέφερε τον θάνατο του ηθοποιού ήταν ιατρικό λάθος ή σκόπιμη ενέργεια.
Η αφήγηση στη συνέχεια μεταφέρεται περίπου δυο χρόνια πίσω, όταν ο ηθοποιός επισκέφθηκε τον γιατρό για κάποια προβλήματα που αντιμετώπιζε κι όταν, προσκαλώντας τον γιατρό και τη σύζυγό του σε μια θεατρική πρεμιέρα, οι δυο οικογένειες, του ηθοποιού και του γιατρού, γνωρίστηκαν. Μια πρόσκληση για το καλοκαίρι, όταν ο ηθοποιός, η γυναίκα του και οι δυο του γιοι θα παραθέριζαν σ' ένα "εξοχικό με πισίνα", φέρνει και την οικογένεια του γιατρού, τη γυναίκα και τις δυο έφηβες κόρες του, να φιλοξενούνται στο ίδιο εξοχικό. Είναι καλοκαίρι, διακοπές. Μια άνετη, χαλαρή ατμόσφαιρα κυριαρχεί, μικροί και μεγάλοι απολαμβάνουν το κολύμπι και τα παιγνίδια στην πισίνα, τα κοκτέιλ στον κήπο, το καλό φαγητό, το κρασί (πολύ κρασί γενικά ρέει σ' αυτό το βιβλίο!), τη ξεγνοιασιά των διακοπών.
Ένα απρόοπτο όμως γεγονός, που θα συμβεί μάλιστα τη βραδιά της γιορτής του Άι-Γιάννη, όταν όλοι διασκεδάζουν στην παραλία με  πυροτεχνήματα, θα φέρει την ανατροπή. Τα πάντα αλλάζουν, οι χαρούμενες διακοπές παίρνουν τέλος. Αλλά βεβαίως το βιβλίο δεν τελειώνει εδώ. Η περιέργεια για τη συνέχεια αλλά και οι ανατροπές που ακολουθούν, κινούν ακόμη περισσότερο το ενδιαφέρον του αναγνώστη για τη συνέχεια.
Πάντα τα αστυνομικά μυθιστορήματα (αν και δεν θα χαρακτήριζα το μυθιστόρημα αυτό ως κλασικό αστυνομικό) δημιουργούν το ενδιαφέρον για τη συνέχεια και το τέλος. Όμως, στα μυθιστορήματα του Koch βρήκα περισσότερο ενδιαφέρον στις κοινωνικές πτυχές παρά στην αστυνομική πλοκή. Όπως και στο "Δείπνο", έτσι κι εδώ έχουμε εικόνες από τη ζωή της Ολλανδίας. Οι λίστες αναμονής στα νοσοκομεία δεν είναι μόνο της χώρας μας χαρακτηριστικό, όπως φαίνεται. Οι παραστάσεις κλασικών θεατρικών έργων με μοντέρνες σκηνοθεσίες δεν ξεφεύγουν από τη σάτιρα του συγγραφέα. Ο τρόπος ζωής κυρίως μιας μεγαλοαστικής τάξης είναι κι εδώ παρών.
Το μόνο αρνητικό που βρήκα στο βιβλίο είναι η ωμά ρεαλιστική γλώσσα που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας, αν και δεν ξέρω, αν η ενόχληση ή ακόμα και η αποστροφή που προκαλεί η περιγραφή κάποιων σκηνών, δημιουργούνται και στην ανάγνωση του πρωτοτύπου ή μήπως η μεταφράστρια μπορούσε να χρησιμοποιήσει διαφορετικές λέξεις ή εκφράσεις.