Τρίτη, Μαΐου 29, 2007

Η γιορτή του Κατακλυσμού και "Οι στάχτες της Άντζελα"

Η αργία του "Κατακλυσμού" μου χάρισε ένα υπέροχο τριήμερο . Νομίζω δεν υπάρχει πουθενά αλλού αυτή η πάνδημη θαλασσινή γιορτή τη Δευτέρα του Αγίου Πνεύματος (που εμείς τη λέμε "Του κατακλυσμού"), όπως γιορτάζεται στην Κύπρο. Γιορτή που κρατάει από την πανάρχαια λατρεία του Άδωνι και της Αφροδίτης. Πέρα από το αλληλοβρέξιμο μικρών και μεγάλων (θυμάσαι τις πιτσίκλες, Mike;) όλες οι παράλιες πόλεις της Κύπρου γιορτάζουν. Θαλασσινοί διαγωνισμοί, λεμβοδρομίες κ.ά., διαγωνισμοί "τσιαττιστών"-είδος μαντινάδων, κυπριακοί χοροί, λαϊκοί τραγουδιστές, ένα τεράστιο πανηγύρι. Το χωριό, βέβαια, στο οποίο καταφεύγω, παραθαλάσσιο μεν, αλλά χωρίς το νταβατούρι των πόλεων. Μονάχα οι καμιά εικοσαριά ψαροταβέρνες του γεμίζουν ασφυκτικά κι εμείς οι "ντόπιοι" αποφεύγουμε τέτοιες μέρες να τις επισκεφθούμε. Τρεις όμορφες μέρες, λοιπόν, πλάι στο κύμα, απογευματινοί περίπατοι, φιλικές συντροφιές τα βράδια και προπάντων διάβασμα, διάβασμα, διάβασμα. Πέτυχα, ευτυχώς, ωραία βιβλία.
ΟΙ ΣΤΑΧΤΕΣ ΤΗΣ ΑΝΤΖΕΛΑ (του Φρανκ Μακ Κορτ, Λιβάνης 1998).
Πριν από πολλά χρόνια είχα διαβάσει μια επιφυλλίδα του Παπανούτσου, που μάταια από τότε ψάχνω να τη ξαναβρώ στις συλλογές των δοκιμίων του, δεν ξέρω καν αν τη συμπεριέλαβε σε κάποια απ' αυτές. Θυμάμαι ότι έλεγε περίπου τα εξής: η αισθητική απόλαυση από την τέχνη του λόγου είναι άσχετη από τις καταστάσεις που περιγράφει. Όταν δηλ. διαβάζουμε ένα ωραίο λογοτεχνικό κείμενο, αισθανόμαστε μια ευφορία, μια απόλαυση, έστω κι αν οι καταστάσεις που περιγράφει είναι κάθε άλλο παρά ευχάριστες.
Αυτό το κείμενο του Παπανούτσου μου ξανάρθε στο νου και για άλλη μια φορά διαπίστωσα την αλήθεια του, καθώς διάβαζα τις "Στάχτες της Άντζελα". Για 600 σελίδες διαβάζεις για φτώχεια, κρύο, πείνα, αρρώστιες, θανάτους, βάσανα, υγρά σπίτια, κουρέλια, βρωμιά, σκληρή κι απάνθρωπη συμπεριφορά κι όμως αισθάνεσαι αυτή την πληρότητα που σου χαρίζει η τέχνη. Στην ουσία είναι η αυτοβιογραφία του Φρανκ Μακ Κορτ, που αποδεικνύεται τεχνίτης του λόγου, όπως το είδαμε και στο "Δάσκαλο", γραμμένο μετά τις "Στάχτες". Δεν ξέρω πόσο υπερβάλλει, δεν ξέρω αν είναι αληθινά όλα τα περιστατικά που αναφέρει. Σημασία έχει ότι ο λόγος του σε τραβάει ακαταμάχητα, το δάκρυ που πάει να θολώσει τα μάτια σου το διαλύει το γέλιο που το διαδέχεται. Μου άρεσε ο τόσο ζωντανός Ενεστώτας, όχι συνήθης αφηγηματικός χρόνος. Εκτός από τις λίγες πρώτες σελίδες, στις οποίες μιλάει για την καταγωγή και τη γνωριμία των γονιών του, από τη στιγμή που μπαίνει ο ίδιος στη σκηνή και στη δράση, σε ηλικία 4 περίπου χρόνων, το βιβλίο προχωρεί σε χρόνο παροντικό, που χαρίζει στο ύφος μια ιδιαίτερη ζωντάνια.
Οι γονείς του ήταν Ιρλανδοί που γνωρίστηκαν και παντρεύτηκαν στη Νέα Υόρκη, όπου είχαν μεταναστεύσει αναζητώντας μια καλύτερη ζωή, αλλά σύντομα αναγκάζονται να γυρίσουν στην Ιρλανδία. Τα παιδιά διαδέχονται το ένα το άλλο, χάνουν όμως ένα κοριτσάκι και δυο δίδυμα αγοράκια σε πολύ μικρή ηλικία. Επιζούν τέσσερα αγόρια, με πρωτότοκο τον Φρανκ. Όλο το βιβλίο είναι ένας αγώνα επιβίωσης, αλλά και μια παραστατική εικόνα της ζωής στην Ιρλανδία, και ιδίως στο Λίμερικ, τις δεκαετίες του '30 και '40. Απίστευτη φτώχεια, η οικογένεια ζει από τα επιδόματα ανεργίας ή τα βοηθήματα της Πρόνοιας, ο πατέρας, κι όταν βρίσκει κάποτε δουλειά, ξοδεύει τα λεφτά στο ποτό πριν φτάσει στο σπίτι. Για τον ίδιο λόγο χάνει τη μια δουλειά μετά την άλλη και τέλος, με το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο πάει στην Αγγλία, όπου (ευγνωμονώντας τον Χίτλερ!) υπάρχει μεγάλη ανάγκη από εργατικά χέρια. Αλλά και πάλι η οικογένειά του δεν βλέπει απ' αυτόν καθόλου λεφτά.
Ο μικρός Φρανκ αναλαμβάνει καθήκοντα δυσανάλογα με την ηλικία του. Πότε είναι υπεύθυνος για τα μικρότερα αδέλφια, πότε δουλεύει, πότε κλέβει, πότε κάνει σκασιαρχείο, πότε αρχίζει να ενημερώνεται για τη σεξουαλικότητα από μεγαλύτερα παιδιά και πάνω απ' όλα πεινάει, πεινάει και κρυώνει.
Το έντονο πνεύμα του Καθολικισμού και της Ιρλανδικής φιλοπατρίας συχνά γίνεται αντικείμενο ειρωνείας. Όταν ο δάσκαλος τους προετοιμάζει για να δεχτούν το Χρίσμα, λέει χαρακτηριστικά ο Φρανκ: "Θέλω να τους πω ότι δεν θα μπορέσω να πεθάνω για την Πίστη, γιατί είμαι ήδη κλεισμένος να πεθάνω για την Ιρλανδία".
Τελειώνοντας το δημοτικό δεν μπορεί να πάει πιο πέρα, παρ' όλο που ξεχωρίζει ως μαθητής και το διάβασμα του αρέσει πολύ. Βρίσκει διάφορες δουλειές με παντοτινό στόχο και όνειρο να μαζέψει τα ναύλα για την Αμερική, για τη Γη της Επαγγελίας. Το βιβλίο σταματά στην άφιξή του εκεί, όταν πια είναι 18 χρονών. "Μια ευτυχισμένη παιδική ηλικία δεν αξίζει τον κόπο να τη ζει κανείς", λέει ο Μακ Κορτ. Κι εγώ σκέφτομαι: "Μόνο μια δυστυχισμένη παιδική ηλικία μπορούσε να γίνει ένα τόσο ωραίο μυθιστόρημα".



Δευτέρα, Μαΐου 21, 2007

Χρόνια εφηβείας

Πώς μπορείς, αλήθεια, να κρίνεις αντικειμενικά ένα βιβλίο γραμμένο από συμμαθήτρια, φίλη, πνευματική αδελφή; Εγώ τουλάχιστον ομολογώ την αδυναμία μου. Περιορίζομαι λοιπόν να το παρουσιάσω απλώς.
Το βιβλίο της Μαρίας Αβρααμίδου "Το σπίτι του Άγγλου συνταγματάρχη" (εκδόσεις Πατάκη, 2007), μ' έκανε να περάσω ένα μελαγχολικό Σαββατοκύριακο. Μια θλίψη μου γέμισε την ψυχή, θλίψη γιατί μου θύμισε τα χρόνια της νιότης και των ονείρων, θλίψη για όλο εκείνο τον αγώνα, για όλες εκείνες τις θυσίες που πήγαν χαμένες.
Το σύντομο μυθιστόρημα τοποθετείται χρονικά στην εποχή του απελευθρωτικού αγώνα της Κύπρου και τοπικά στην Κερύνεια, που συνεχώς αναφέρεται σαν "η μικρή μας πόλη" και μόνο μια φορά, τυχαία σχεδόν, λες και την πονά το άκουσμά της, ακούγεται το όνομα της πόλης.
Στη μικρή πόλη ζει τα ευτυχισμένα, ανέμελα χρόνια της εφηβείας η συγγραφέας με την οικογένειά της. Γονείς, ένας αδελφός που σύντομα θα φύγει για το βουνό, μια αδελφή, συμμαθητές, συμμαθήτριες, επεισόδια της σχολικής ζωής, η χαρά της ζωής, χαρά της νιότης, γεμίζουν το βιβλίο. Γείτονάς της ένας Άγγλος συνταγματάρχης που ζει με το γιο, τη γριά μάνα του, την Τουρκάλα υπηρέτρια. Μια συμπάθεια αναπτύσσεται ανάμεσα στην ηρωίδα, την Αθηνά, και τον ανάπηρο γιο του συνταγματάρχη, που ονομάζεται Τζωρτζ Γκόρτον, όπως ακριβώς και ο Λόρδος Μπάυρον, με τον οποίο υπάρχει μια εμμονή στο βιβλίο και στίχοι του παρατίθενται μεταφρασμένοι. [Η εμμονή της συγγραφέως με τον "Αγαμέμνονα" του Αισχύλου, που της είχε εμπνεύσει κι ένα ωραιότατο θεατρικό παλιότερα, επίσης διαπνέει το βιβλίο]. Κι ενώ η νεαρή κοπελίτσα ζει τα πρώτα σκιρτήματα του έρωτα και την ομορφιά της ζωής, ο πόλεμος αρχίζει, αναστατώνει τη ζωή της και τη φέρνει αντιμέτωπη με τον πόνο και το θάνατο.
Σπάνια, σε όσα βιβλία γράφτηκαν για την εποχή εκείνη, συναντάμε τη συμπάθεια για τον "εχθρό". Η Μαρία βλέπει πίσω από τον "εχθρό" τον άνθρωπο. Λυπάται εξίσου για τα παλικάρια που σκοτώνονται για την ελευθερία της πατρίδας της και για το θάνατο του υπασπιστή του Άγγλου συνταγματάρχη.
Ξέροντάς την, πιστεύω πως στο βιβλίο ενέσπειρε πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Λέει σε κάποιο σημείο:" Κι έτσι άρχισε η ιστορία. Μια ιστορία που είχα βαλθεί με όλη μου τη δύναμη να τη θάψω στα τρίσβαθα της ψυχής μου, να προσποιηθώ πως ποτέ δεν συνέβη. Όμως κάποτε, ολωσδιόλου ξαφνικά, ζωντανεύουν όλα, η κάθε λεπτομέρεια, τα πώς, τα γιατί, τα διότι, οι διεκδικήσεις, οι αντεγκλήσεις, όλα, όλα. Έτσι, χωρίς καμιά αιτία κι αφορμή, μου παρουσιάζονταν ολοζώντανα μπροστά μου, μου παίδευαν τις νύχτες, μου ζητούσαν το λόγο".

Δευτέρα, Μαΐου 14, 2007

Έγκλημα και βιβλία

Η παραγγελία που έφτασε από την Αθήνα πριν από λίγες μέρες περιλάμβανε τρία βιβλία: "Οι στάχτες της Άντζελα" του Φραν Μακ Κορτ, "Πάντυ Κλαρκ Χα Χα Χα" του Ρόντυ Ντόυλ (πρόταση librofilo) και "Η χαμένη βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα" του Δημήτρη Μαμαλούκα. Στάθηκα δίβουλη (που θα 'λεγε κι ο Καζαντζάκης) από ποιο να αρχίσω. Τελικά αποφάσισα να πειραματιστώ. Θα διαβάσω, είπα, 30 σελίδες από το καθένα και θα συνεχίσω εκείνο που θα μου ελκύσει περισσότερο το ενδιαφέρον. Άρχισα από τον Μαμαλούκα και... η απόφασή μου πήγε περίπατο. Δεν το άφησα από τα χέρια μου, μέχρι που το τελείωσα.
Είναι ένας εκρηκτικός συνδυασμός βιβλιοφιλίας και αστυνομικού μυθιστορήματος που, για μένα τουλάχιστον, είναι συναρπαστικός. Έστω κι αν στα πρώτα κεφάλαια δυσκολεύεσαι κάπως να συνδέσεις πρόσωπα και γεγονότα. Αυτό ίσα-ίσα κάνει τον αναγνώστη πιο περίεργο, τι άραγε θα συμβεί παρακάτω;
Κεντρικό πρόσωπο ο Νικόλας Μιλάνο, Ελληνοϊταλός, που ζει ξεπουλώντας τόμους από την πλούσια βιβλιοθήκη που κληρονόμησε, συλλεκτικό επίτευγμα του πατέρα και του παππού του. Κάποια από τα βιβλία που διαθέτει προς πώληση (με κατάλογο δημοσιοποιημένο στο ίντερνετ) είναι μέρος μιας περίφημης βιβλιοθήκης, της βιβλιοθήκης του Δημητρίου Μόστρα, υπαρκτού προσώπου, όπως μας πληροφορεί ο συγγραφέας σε σημείωμά του. Στο κυνήγι των τόμων από τη βιβλιοθήκη του Μόστρα που πουλάει ο Μιλάνο, και από αυτούς σε ολόκληρη τη χαμένη βιβλιοθήκη, ανταγωνίζονται δυο μανιώδεις συλλέκτες, ο ανάπηρος Άλντο, παντρεμένος με την ωραιοτάτη Μονίκ και ο ιδιόρρυθμος Σκούρας.
Ο Μιλάνο συζεί με την πανέμορφη Ντανιέλα, η οποία απρόσμενα κι ανεξήγητα θα δολοφονηθεί από κάποιον άγνωστο. Παράλληλα παρακολουθούμε μια άλλη σειρά εκτελέσων, αστυνομικές ανακρίσεις και αργά, πολύ αργά, προς το τέλος του βιβλίου θα γίνει η σύνδεση των δυο ιστοριών. Εδώ να πω πως αν βρήκα μια αδυναμία στο βιβλίο, είναι αυτή η πολύ χαλαρή σύνδεση. Η σειρά των εκτελέσεων από μια banda και η αναζήτηση της χαμένης βιβλιοθήκης είναι δυο παράλληλες ιστορίες που δεν συνδέονται στέρεα, δεν εμπλέκονται η μια μέσα στην άλλη, εξελίσσονται παράλληλα και θα συνδεθούν μόνο στο τέλος. Αυτό όμως καθόλου δεν μειώνει το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Το κρατούν αμείωτο οι ολοκληρωμένοι χαρακτήρες που ο Μαμαλούκας δημιουργεί, η τόσο ρεαλιστική ατμόσφαιρα των Ιταλικών πόλεων, της Ρώμης και προπάντων της Βενετίας. Αν και στη Βενετία λίγες μόνο ώρες μένουν οι ήρωές του, βρήκα στις περιγραφές του μια τέτοια πειστικότητα, που νόμιζα πως αισθάνομαι κιόλας τη δυσοσμία των καναλιών, πως βλέπω μπροστά μου τις ερειπωμένες προσόψεις των παλάτσο...Μ' άρεσαν πολύ οι περιγραφές του, έστω και σύντομες (για παράδειγμα κυτάξτε την αρχή του κεφ. "Βροχερή Ρώμη" σ. 86 ή "Μονίκ" σ. 118), μ' άρεσε που η βροχή συνοδεύει συχνά τους ήρωές του (και συμπτωματικά τη μέρα που το διάβαζα μια δυνατή, αδιάκοπη βροχή, αν και Μάιος, συνόδευε το διάβασμά μου). Μ' άρεσε η εναλλαγή πρώτου και τρίτου προσώπου στην αφήγηση, η οποία συμβάλλει και στη διάκριση των παράλληλων ιστοριών. Μ' άρεσαν οι πρωτότυπες παρομοιώσεις: "Ήταν γλυκιά, όπως μια τεμπέλικη μέρα στο κρεβάτι", "ήταν υγρή, όπως όλες οι βροχερές μέρες της μελαγχολίας μου" κ. ά. Μ' άρεσε η σύντομη, κοφτή φράση της γραφής του Μαμαλούκα, κάτι που δίνει στο κείμενο ένα γοργό, ασθματικό ρυθμό, πολύ ταιριαστό με το περιεχόμενο. Και φυσικά, πάνω απ' όλα μου άρεσε ο λόγος για βιβλία, βιβλιοθήκες, συλλογές. Αν και, πιστεύω, πρέπει να κάνουμε μια διάκριση ανάμεσα στους βιβλιόφιλους, αυτούς που αγαπούν τα βιβλία για το περιεχόμενό τους και τους βιβλιοσυλλέκτες, για τους οποίους τα βιβλία είναι πρωτίστως συλλεκτικό αντικείμενο.
Ομοιότητα με άλλα βιβλία, όπως για παράδειγμα "Το χάρτινο σπίτι" ή προπάντων "Το όνομα του ρόδου" (αναζήτηση του χαμένου βιβλίου του Αριστοτέλη, εγκλήματα, πυρκαγιά), καθόλου δεν μειώνουν την αξία της "Χαμένης βιβλιοθήκης". Το αξίωμα του Σκούρα θα το υιοθετούσαν, νομίζω, όλοι οι βιβλιόφιλοι:"Όσο χώρο και να 'χεις, πάντα θα είναι μικρότερος από τα βιβλία σου. Τόσο στην καρδιά σου, όσο και στο μυαλό σου, και φυσικά στο σπίτι σου..."


Δευτέρα, Μαΐου 07, 2007

Ένας άγγελος που τον έλεγαν Άντζελα

Ενδιαφέρον. Ευχάριστο. Δροσερό. Κάποτε στα διαβάσματά μας αναζητούμε κάτι πιο ανάλαφρο, κάτι που δεν θα έχει προβληματισμούς ή την πρωτότυπη τεχνική ή μεγάλη λογοτεχνική αξία, αλλά θα είναι απλώς ένα ανάλαφρο διάβασμα. Όπως ακριβώς απολαμβάνουμε μια καλοπαιγμένη φαρσοκωμωδία στο θέατρο.
Ένα τέτοιο βιβλίο με ξεκούρασε αυτό το αναπάντεχα ζεστό Σαββατοκύριακο του Μάη με τους 35 βαθμούς! "Ο άγγελος του σπιτιού" της Ιρλανδής Kate O' Riordan (Πόλις, 2006). Ένας νεαρός, ο Ρόμπερτ, συντηρητής έργων τέχνης και περιστασιακά ξεναγός στο μουσείο Άλμπερτ και Βικτόριας, συναντά σε μια από τις ξεναγήσεις του την Άντζελα (λογοπαίγνιο με το όνομα και με το χαρακτηρισμό της γυναίκας ως "αγγέλου του σπιτιού" από ένα ποιητή της Βικτοριανής εποχής). Και σ' εκείνη αρέσει ο Ρόμπερτ, αλλά εκείνη είναι υποψήφια για δόκιμη μοναχή. Για την ώρα εργάζεται σ' ένα άσυλο για άστεγους.
Ο Ρόμπερτ ζητά από την Άντζελα να του ποζάρει για να τη ζωγραφίσει. Εκείνη δεν του έχει αποκαλύψει την ιδιότητά της, ούτε ότι σκοπός της ζωής της είναι να γίνει μοναχή. Όλο το μυθιστόρημα είναι μια ιστορία παρεξηγήσεων. Η Άντζελα πιστεύει ότι ο Ρόμπερτ είναι πατέρας δυο κοριτσιών, τα οποία έχει εγκαταλείψει, ενώ εκείνος κάποια στιγμή πιστεύει ότι η Άντζελα είναι ...πόρνη.
Αρκετά άλλα πρόσωπα πριστοιχίζουν τους δυο κεντρικούς ήρωες. Το άσυλο όπου πρσφέρει τις υπηρεσίες της η Άντζελα το διευθύνει μια αυστηρή ηγουμένη, η οποία...καπνίζει αρειμανίως, πίνει και χρησιμοποιεί μια γλώσσα "καραγωγέως", όπως θα έλεγαν οι παλαιοί. Είναι ακόμα άλλες μοναχές, οι φιλοξενούμενοι τύποι ανδρών άνεργων, άστεγων, περιθωριακών, κάποτε και επικίνδυνων, που βρίσκουν στέγη και τροφή στο άσυλο. Στο περιβάλλον του Ρόμπερτ είναι η οικογένεια του πιο στενού παιδικού του φίλου, του Πίτερ, η γυναίκα και τα δυο κορίτσια του, καθώς και η μητέρα του Ρόμπερτ, ένας ιδιόμορφος χαρακτήρας, που ζει σ' ένα πλωτό σπίτι. Τέλος, στην Ιρλανδία ζει η εκκεντρική οικογένεια της Άντζελα, η μητέρα της, κάμποσες ανύπαντρες θείες κι ένας παράξενος θείος, κλεισμένος για 50 χρόνια σε μια σοφίτα. Όλα αυτά τα πρόσωπα θα διαδραματίσουν το δικό τους ρόλο, ως το happy end, το οποίο ομολογουμένως άργησε πολύ να έρθει! Νομίζω το παρατράβηξε κάπως στις παρεξηγήσεις η συγγραφέας. Θα έπρεπε να είχαν λυθεί τουλάχιστον 70 σελίδες προηγουμένως.
Οπωσδήποτε όμως ένα ανάλαφρο, καλογραμμένο βιβλίο.


Τρίτη, Μαΐου 01, 2007

Στ' αχνάρια της Οδύσσειας

Εδώ και δέκα περίπου χρόνια (όσα και οι περιπλανήσεις του Οδυσσέα, τυχαίο άραγε;) ακολουθώ τη συγγραφική πορεία του Μπέρνχαρντ Σλινκ, ψάχνοντας από βιβλίο σε βιβλίο να συναντήσω ένα άλλο "Διαβάζοντας στη Χάννα", το πρώτο του βιβλίο που διάβασα, που με είχε ενθουσιάσει, που με είχε προβληματίσει, που προκάλεσε γόνιμες συζητήσεις με φίλες που το είχαν επίσης διαβάσει. Μάταια. Ούτε οι "Ερωτικές αποδράσεις" (διηγήματα), ούτε η "Απόδοση δικαιοσύνης", ούτε "Τα ίχνη του χρήματος" μπόρεσαν να φτάσουν το ύψος της "Χάννας". Όμως δεν απελπίστηκα κι αμέσως έσπευσα να προμηθευτώ το τελευταίο του βιβλίο μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά. Είναι "Ο γυρισμός" (εκδ. Κριτική, 2007). Ούτε αυτό φτάνει τη Χάννα (φαίνεται να είναι σωστό αυτό που λένε ότι κάθε συγγραφέας ένα μόνο αριστούργημα μπορεί να γράψει), αλλά σίγουρα είναι, ή τουλάχιστον το βρήκα, πολύ καλύτερο από τα άλλα. Τις 370 σελίδες του τις διάβασα μέσα σε δυο μέρες.
Η ιστορία, αρκετά περίπλοκη, στηρίζεται στην Οδύσσεια και δεν μπορώ να πω ότι δεν ένιωσα μια εθνική περηφάνια για τους αρχέτυπους μύθους του ελληνισμού που εξακολουθούν να εμπνέουν, που αποτελούν τη βάση για σύγχρονα έργα 3000 χρόνια μετά. Ταυτόχρονα όμως και όλες οι άλλες εμμονές του συγγραφέα επανέρχονται: Ο πόλεμος, οι προβληματισμοί της γερμανικής μεταπολεμικής γενιάς, η προσπάθεια απόσεισης της ενοχής, σκέψεις γύρω από το καλό και το κακό.
Η ιστορία αρχίζει με το συγγραφέα να αφηγείται σε πρωτοπρόσωπη γραφή τις αναμνήσεις του από τις διακοπές που μικρός περνούσε με τον παππού και τη γιαγιά στην Ελβετία. Παιδί του μοναχογιού τους που, όπως του είχαν πει, είχε σκοτωθεί στον πόλεμο, απολαμβάνει τις διακοπές και όλη τη στοργή και αγάπη των παππούδων. Αυτοί επιμελούνταν κάποιες εκδόσεις μυθιστορημάτων που δεν του επέτρεπαν, λόγω ηλικίας, να διαβάζει. Χρησιμοποιώντας όμως τα άχρηστα τυπογραφικά δοκίμια ως πρόχειρες κόλλες σημειώσεων, διαβάζει κάποτε κάποιες σελίδες που του κινούν το ενδιαφέρον. Δεν ξέρει την αρχή του μυθιστορήματος, δεν ξέρει το συγγραφέα, δεν ξέρει το τέλος. Η ιστορία μιλάει για κάποιο στρατιώτη που γυρίζει από το μέτωπο και βρίσκει τη γυναίκα του παντρεμένη και με δυο παιδιά. Τι θα κάνει ο στρατιώτης; Ποιο θα είναι το τέλος της ιστορίας; Το θέμα τον βασανίζει. Μεγάλος πια βρίσκει ακόμα μερικές σελίδες, χωρίς όμως ακόμα το τέλος. Το σπίτι που περιγράφεται στο μυθιστόρημα του θυμίζει ένα σπίτι στην πόλη του, μια γερμανική πόλη. Η έμμονη ιδέα της αναζήτησης του μυθιστορήματος θα τον οδηγήσει και στο δεσμό του με μια κοπέλα, αλλά προπάντων στην αναζήτηση του ίδιου του πατέρα του, ο οποίος δεν είχε πεθάνει, όπως του είχαν πει. Η Οδύσσεια επαναλαμβάνεται. Συχνά την επαναφέρει ο Σλινκ για να παραλληλίσει τις περιπέτειες τόσο του χαμένου πατέρα, όσο και του γιου που τον αναζητά.
Ο χρόνος προχωρεί αρκετά μετά το τέλος του πολέμου. Ωραία περιγράφεται η πτώση του τείχους του Βερολίνου, τα συναισθήματα και οι προβληματισμοί των δύο Γερμανιών. Η επίσκεψη του συγγραφέα στο Ανατολικό Βερολίνο γίνεται αφορμή να βρει τα ίχνη του πατέρα, μιας μορφής ενδιαφέρουσας, γοητευτικής, αλλά και αντιφατικής. Θα ακολουθήσει τα ίχνη αυτά ως την Αμερική, όπου ο πατέρας είναι καθηγητής στο πανεπιστήμιο Κολούμπια, παντρεμένος και με δυο παιδιά. Θα μπει στον κύκλο του, θα παρακολουθεί τα σεμινάριά του κι εδώ έχουμε την αντιστροφή της Οδύσσειας. Στην Οδύσσεια ο Οδυσσέας γυρίζει αγνώριστος για να δει τι γίνεται στο σπίτι του και μετά αποκαλύπτεται, πρώτα στο χοιροβοσκό, μετά στον Τηλέμαχο και τέλος στην Πηνελόπη. Εδώ είναι ο "Τηλέμαχος" που ξέρει, ενώ ο πατέρας αγνοεί. Η αναγνώριση δεν θα γίνει, ο γιος θα ξαναφύγει γυρίζοντας στη δική του Πηνελόπη. Δεν ξέρουμε αν ο πατέρας κατάλαβε. Δεν μας λέει τίποτα γι' αυτό ο συγγραφέας. Τελειώνει με μια αναφορά στην 11η Σεπτεμβρίου και μια συνομιλία με τη μητέρα του που βάζει την τελευταία πινελιά στο πορτρέτο του πατέρα.
Μου άρεσε, μου άρεσε πολύ, παρόλη την πολυπλοκότητά του. Κι ίσως μια μέρα να ξαναγυρίσω για να διαβάσω ξανά τις σκέψεις (σκέψεις προπάντων για το κακό στον κόσμο ή για την "αποδομιστική" θεωρία), που τώρα προσπερνούσα βιαστικά, θέλοντας να φτάσω στο τέλος όσο το δυνατό γρηγορότερα.